ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥΔΗ: «Η ΠΙΑΦ ΚΑΙ Η ΝΤΙΤΡΙΧ ΗΤΑΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ.
Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης
Υπάρχουν ρόλοι που δεν υποδύεσαι∙ σε κατοικούν. Κι η Εντίθ Πιάφ είναι ακριβώς αυτό: ένας θρύλος που δεν ερμηνεύεται, μόνο τον αφήνεις να σε περάσει από μέσα σου.
Η Δήμητρα Αντωνακούδη, με τη γνωστή της ευαισθησία και θεατρική ειλικρίνεια, συναντά την Πιάφ όχι σαν μύθο, αλλά σαν άνθρωπο. Μέσα από τη σκηνοθεσία του Αντώνη Καραγιάννη και τη σκηνική συνύπαρξη με την Κασσάνδρα Δημοπούλου, αναμετριέται με τα όρια ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στη φωνή και στη σιωπή, στην ελευθερία και την ευαλωτότητα.
Μιλήσαμε μαζί της για όλα αυτά — για τη γυναικεία φιλία, τη μνήμη, το πάθος και τη βαθιά ανάγκη να πεις την αλήθεια σου μέσα από ένα τραγούδι.
Η Εντίθ Πιάφ είναι κάτι περισσότερο από ένας ρόλος· είναι ένα παγκόσμιο πολιτισμικό σύμβολο, σχεδόν ένας μύθος. Πώς προσεγγίζει μια ηθοποιός ένα τέτοιο “ιερό τέρας” δίχως να παρασυρθεί από το βάρος του θρύλου; Ποιο ήταν αλήθεια το πρώτο σας βήμα για να συναντήσετε τη γυναίκα πίσω από το είδωλο;
Είναι δύσκολη η διαδρομή προς τη συνάντηση ενός ρόλου, ειδικά όταν ο ρόλος αφορά έναν θρύλο που τον κοιτάς με δέος. Προσπαθώντας να συναντήσω την ιδιοσυγκρασία αυτής της σπουδαίας ερμηνεύτριας, αφιέρωσα χρόνο να γνωρίσω την πολυτάραχη ζωή της, τα τραυματικά βιώματά της, τους δαίμονές της, τα πάθη της, τις αυτοκαταστροφικές τάσεις της, τους έρωτές της. Μελέτησα τις υπέροχες χαμηλομεσαίες νότες της, το χαρακτηριστικό «ρ» της, το vibrato της, το γάργαρο γέλιο της, την κίνηση των κέρινων χεριών της, το περπάτημά της, και, κυρίως, τον τρόπο που το χαμηλό της μπόι παίρνει ανάστημα πάνω στη σκηνή και τα θλιμμένα μάτια της φωτίζονται καταθέτοντας την ψυχή της. Σε δεύτερο στάδιο προσπάθησα να βρω πού συναντιέμαι εγώ μαζί της, ποια στοιχεία της κουβαλώ κι όσα δεν έχω τα δανείστηκα από ανθρώπους που γνωρίζω. Με αυτά ως εφόδια, προσπάθησα να δώσω τη γυναίκα πίσω από τα φώτα που αδυνατεί να βρει την ευτυχία γιατί ποτέ δεν πίστεψε πως την αξίζει. Στον δρόμο προς τη συνάντησή της, προσπάθησα να εκφέρω τον λόγο της με αλήθεια, που είναι, νομίζω, ο πιο καθαρός δρόμος συνάντησης με τον ρόλο.

Η φωνή της Πιάφ υπήρξε ο καθρέφτης της ψυχής της, γεμάτη ρωγμές, πόνο και μεγαλείο.
Ως ηθοποιός και τραγουδίστρια, πώς επιλέξατε να «συνομιλήσετε» με αυτή τη φωνή; Πώς ισορροπήσατε ανάμεσα στην πιστότητα προς το αυθεντικό και στην ανάγκη να αφήσετε τη δική σας προσωπική σφραγίδα;
Μελετώντας την, είδα πως στον πυρήνα της είναι μια λαϊκή τραγουδίστρια η οποία ξεκίνησε τραγουδώντας στους δρόμους του Παρισιού και δεν ξέχασε ποτέ την αφετηρία της. Η χροιά της είναι μια χροιά που έχουμε ακούσει κι εμείς στα δικά μας λαϊκά τραγούδια και ο τρόπος ερμηνείας της αντανακλά τον τρόπο που τραγουδούν οι άνθρωποι που βγήκαν στη ζωή παλεύοντας με μοναδικό όπλο τη φωνή τους. Η Πιάφ, ένα πλάσμα πληγωμένο, ερχόταν συνεχώς αντιμέτωπη με την ασθένεια, τον θάνατο, την εγκατάλειψη, την απώλεια. Η φωνή της ήταν για εκείνη σύμμαχος και συνοδοιπόρος στα σκοτάδια της. Θαρρείς και μ’ αυτήν κατάφερνε ή έστω επιχειρούσε να συνδεθεί με τους ανθρώπους και το θείο στοιχείο. Τα τραγούδια της Πιάφ, πολλά γραμμένα από την ίδια, αποτυπώνουν πανανθρώπινα συναισθήματα για τον έρωτα, τον πόνο, την απώλεια, αλλά και την προσδοκία για μια ζωή ρόδινη κι ας μην υπήρξε ποτέ η ζωή της εύκολη. Λίγο πολύ, όλοι οι καλλιτέχνες, προσπαθούμε, με το όπλο της τέχνης μας, να συνδεθούμε με τους άλλους ανθρώπους και το ένθεο στοιχείο δαμάζοντας τους δαίμονές μας. Έτσι, προσπάθησα να βρω τι έχουν να πουν σ’ εμένα τα τραγούδια της και να καταθέσω τη δική μου ερμηνεία μέσα από τη δική μου παλέτα συναισθημάτων.

Η σχέση της Πιάφ με τη Μάρλεν Ντίτριχ αποτελεί τον πυρήνα του έργου· μια συνάντηση φωτός και σκοταδιού, πάθους και θαυμασμού. Αναρωτιέμαι, πώς χτίσατε τη σκηνική σας χημεία με την Κασσάνδρα Δημοπούλου; Τι ανακαλύψατε μέσα από αυτή τη θεατρική συνεύρεση;
Από την πρώτη μας συνάντηση, καταλάβαμε ότι η συμπόρευσή μας θα ήταν πολύ γόνιμη διαδικασία. Προερχόμαστε από διαφορετικούς χώρους, εγώ από τον χώρο του θεάτρου και του εντεχνολαϊκού τραγουδιού, η Κασσάνδρα από τον χώρο της όπερας και του κλασσικού τραγουδιού και είχαμε να καταθέσουμε διαφορετικά στοιχεία που είχαν ενδιαφέρον να συναντηθούν. Το διαφορετικό υπόβαθρο βοηθούσε την καθεμιά να χτίσει τον δικό της ρόλο. Στην πορεία, βέβαια, αυτό που ανακαλύψαμε είναι ότι τα κοινά χαρακτηριστικά κάθε καλλιτεχνικού χώρου είναι η εργατικότητα, η τεχνική, η ενεργητική παρουσία, η διαθεσιμότητα και το ψάξιμο του ρόλου σε βάθος. Με τα ίδια εργαλεία χτίζει ο κάθε καλλιτέχνης. Συνειδητοποιήσαμε, επίσης, πως, ως τραγουδίστριες, προσεγγίζουμε την πρόζα μέσα από την ανακάλυψη της φωνής του ρόλου και αντιμετωπίζουμε την αφήγηση της ιστορίας ως την εκτέλεση μιας μουσικής παρτιτούρας. Πιστεύω, όμως, ότι το πιο σημαντικό, ήταν ότι φέραμε επί σκηνής ενέργειες διαθέσιμες να συνθέσουν δυο ρόλους που να τους κάνουν να συναντηθούν, να συγκρουστούν, να απομακρυνθούν, να ξαναβρεθούν. Θέλω να πιστεύω πως χτίσαμε μια συνεύρεση ουσιαστική και βαθιά που μπορεί να αφηγηθεί στο κοινό την ιστορία των δύο αυτών θρύλων.

Η σκηνοθετική ματιά του Αντώνη Καραγιάννη εστιάζει στη λεπτή ψυχολογική ισορροπία ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Πώς βιώσατε αυτή τη συνεργασία; Υπήρξε θα λέγατε κάτι στη σκηνοθετική του προσέγγιση που σας άνοιξε νέους δρόμους, ερμηνευτικούς ή εσωτερικούς;
Ο Αντώνης Καραγιάννης χτίζει ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο οποίο νιώθεις πως μπορείς να δοκιμάσεις τα πάντα μέχρι να φτάσεις να συναντήσεις τον ρόλο. Σου επιτρέπει να ψάξεις χωρίς να κρίνει αλλά αν λοξοδρομείς σου δείχνει έναν άλλο δρόμο. Έχει την ικανότητα να εκμαιεύει από τους ηθοποιούς του βαθιά και ειλικρινή συναισθήματα ώστε να μπορούν να αποδώσουν τον ρόλο με ποικίλες ψυχολογικές διακυμάνσεις. Θεωρώ πολύ μεγάλο μάθημα την ακρίβεια και τη λιτότητα με την οποία θέλει να αποδίδονται τα πράγματα και ταυτόχρονα τη λεπτομέρεια με την οποία δουλεύει μέχρι να αποδοθούν η ακρίβεια και η λιτότητα. Το έργο φτάνει βαθιά στον πυρήνα της ύπαρξης των δύο γυναικών και μόνο ψάχνοντας σε βάθος θα μπορούσαμε να φτάσουμε στις πιο ευαίσθητες πτυχές τους.
Το έργο αγγίζει διακριτικά μια ερωτική, όχι τόσο προβεβλημένη, πτυχή στη σχέση Πιάφ– Ντίτριχ. Πώς επιλέξατε να την προσεγγίσετε ερμηνευτικά — ως νύξη, ως ενέργεια, ως υπόγειο ρεύμα — ώστε να φωτίζει την ουσία της σχέσης τους χωρίς να την αγκυλώνει σε έναν ορισμό;
Επιλέξαμε να την αποδώσουμε με σαφήνεια και καθαρότητα και την ίδια στιγμή με τρυφερότητα και ρομαντισμό. Έντεχνα σκηνοθετημένες σκηνές αποδίδουν την πτυχή αυτή χωρίς να γίνονται ηδονοβλεπτικές. Υπήρξαν δυο γυναίκες βαθιά ερωτικές, τολμηρές και αντισυμβατικές οι οποίες καθοδηγούνταν από τις επιθυμίες τους και δεν κουβαλούσαν τις αναστολές που επέβαλλε η κοινωνία του καιρού τους. Ωστόσο, η ερωτική αυτή πτυχή είναι βραχύβια καθώς εξελίσσεται σε φιλία και σε βαθιά ανθρώπινη σχέση.
Το μιούζικαλ ως μορφή ισορροπεί ανάμεσα στη θεατρική αλήθεια και τη μουσική εξωστρέφεια. Πώς βιώνετε αυτή τη συνύπαρξη ως ερμηνεύτρια; Τι μπορεί να εκφράσει το τραγούδι που δεν μπορεί να ειπωθεί με τον λόγο;
Με γοητεύει ο τρόπος που στο μιούζικαλ το τραγούδι προκύπτει οργανικά μέσα από τη θεατρική συνθήκη, ως εξέλιξη της πρόζας. Ουσιαστικά έρχεται να προσδώσει με τις δονήσεις του μεγαλύτερη συγκινησιακή φόρτιση, να φτάσει με τους αρμονικούς τους πιο κοντά στο κοινό. Δίνει μεγαλύτερη δυναμική σε όσα έχει να εκφράσει ο ρόλος.
Η Πιάφ και η Ντίτριχ υπήρξαν γυναίκες που έζησαν με πάθος, ελευθερία και αφοσίωση στην τέχνη. Πιστεύετε πως το έργο συνομιλεί με τη σύγχρονη γυναίκα; Τι έχει να μας πει σήμερα για την ελευθερία, την ευαλωτότητα και την αυθεντικότητα;
Η Πιάφ και η Ντίτριχ ήταν γυναίκες μπροστά από τον καιρό τους. Έζησαν πράγματι με πάθος, τόλμη και αφοσίωση στην τέχνη. Δεν ακολούθησαν τα «πρέπει» της εποχής τους κι αυτό είναι, ίσως, ένας από τους λόγους που τις έκανε να υπερβούν την εποχή τους. Αν υπήρξαν πράγματι ελεύθερες και αυθεντικές με τον εαυτό τους, αυτό είναι κάτι που τίθεται υπό συζήτηση στη διάρκεια του έργου. Πιστεύω πως η ελευθερία και η αυθεντικότητα δεν κατακτώνται ποτέ πλήρως ακόμη κι αν χτίζει κανείς το προσωπικό του αφήγημα με αυτή την ψευδαίσθηση, κάτι που φαίνεται έντονα μέσα από το έργο. Όσο για την ευαλωτότητα είναι μια έννοια που δαιμονοποιείται, ίσως όχι μόνο στον καιρό μας. Ο άνθρωπος φοβάται να είναι ευάλωτος, χτίζει τις άμυνές του και θωρακίζεται σε μια προσπάθεια αυτοπροστασίας και επιβίωσης. Νομίζω πως οι γυναίκες αυτές τόλμησαν να υπάρξουν ευάλωτες πληρώνοντας το τίμημα και αυτό είναι ίσως ένα από τα πιο δυνατά σημεία του έργου. Σαφώς και έχει να πει πολλά για τη σημερινή γυναίκα γιατί ακόμη παλεύει να επιτρέψει στον εαυτό της να ζει με τόλμη, πάθος και ελευθερία αλλά κι αν η ίδια το επιτρέπει, παλεύει να δημιουργήσει το πλαίσιο που θα επιτρέπει σ’ εκείνη μια τέτοια στάση ζωής.

Αν μπορούσατε να συμπυκνώσετε σε μια σκέψη όσα σας άφησε η συνάντηση με την Εντίθ Πιάφ, ως εμπειρία, ως ρόλος, ως ψυχική κατάθεση ποια θα ήταν;
Μου έμαθε να μη μετανιώνουμε ποτέ «non rien de rien, non je ne regrette rien» για τη διαδρομή μας και κυρίως μου έμαθε πως πρέπει να βγάλεις όλα σου τα σωθικά πάνω στη σκηνή για να γίνει το μικρό μεγάλο, το σκοτάδι φως, ο δαίμονας θεός. Το έδειξε με τη στάση της μια γυναίκα που έκανε λάθη, πόνεσε, τραυματίστηκε, εγκαταλείφθηκε, προδόθηκε, λύγισε, έπεσε, σηκώθηκε, ξαναπόνεσε αλλά τελικά έζησε με τόλμη κουβαλώντας ως το τέλος μια ασίγαστη φλόγα.
Ευχαριστώ πολύ τη Δήμητρα Αντωνακούδη για την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας.
Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.