TOP

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 6/4

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Ο Αδαμάντιος Κοραής έφυγε σαν σήμερα στις 6 Απριλίου του 1833 και ήταν Έλληνας φιλόλογος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού. Ο Κοραής είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και μνημονεύεται, ανάμεσα σε άλλα, ως πρωτοπόρος στην έκδοση έργων αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά και για τις γλωσσικές του απόψεις στην υποστήριξη της καθαρεύουσας, σε μια μετριοπαθή όμως μορφή της, με σκοπό την εκκαθάριση των πλείστων ξένων λέξεων που υπήρχαν στη γλώσσα του λαού.

Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 27 Απριλίου του 1748. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κοραής, επιτυχημένος έμπορος μεταξιού με καταγωγή από τη Χίο, που από μικρή ηλικία λόγω ορφάνιας στράφηκε στο εμπόριο. Στην ελληνική κοινότητα της Σμύρνης ο Ιωάννης Κοραής εκλεγόταν συχνά δημογέροντας ή επίτροπος των ιδρυμάτων της κοινότητας και του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στη Σμύρνη. Χρημάτισε πρόεδρος του συστήματος των Χιωτών της πόλης. Μητέρα του ήταν η Θωμαΐδα Ρυσίου από μορφωμένη οικογένεια κι από τις ελάχιστες γυναίκες της εποχής που ήξεραν ανάγνωση και γραφή με καταγωγή από το Ρύσιο της Μικράς Ασίας. Στις οικογένειες και των δύο γονέων του υπήρχαν λόγιοι: Από την πλευρά του πατέρα του, μακρινός πρόγονος ήταν ο ιατροφιλόσοφος Αντώνιος Κοραής, αδελφός του πατέρα του, υπήρχε επίσης ο επίσκοπος Σωφρόνιος Βελιγραδίου, και εξάδελφός του πατέρα του, αλλά και ο ιερομόναχος Κύριλλος, δάσκαλος στη Χίο. Από την πλευρά του πατέρα του προερχόταν κι ο γενναίος ναυτικός Ιππότης Κωνσταντίνος Κοραής. Από την πλευρά της μητέρας του προερχόταν ο παππούς του Αδαμάντιος Ρύσιος, από τον οποίο πήρε το μικρό όνομα, σημαντικός λόγιος της εποχής του, δάσκαλος στη Σμύρνη και τη Χίο, ο οποίος πεθαίνοντας μόλις ένα χρόνο πριν τη γέννηση του Αδαμαντίου (1747), πριν προλάβει να διδάξει ελληνικά στα εγγόνια όπως επιθυμούσε. Ο παππούς του είχε πλούσια βιβλιοθήκη, όπου για παράδειγμα υπήρχαν έργα του Στράβωνα. Στη διαθήκη του έβαλε όρο οτι τα βιβλία θα έπαιρνε όποιο εγγόνι του πρώτο τέλειωνε το δημοτικό σχολείο γνωρίζοντας πιο πολλά κι από το δάσκαλό του. Τον όρο αυτό έμελλε πρώτος να εκπληρώσει ο δωδεκαετής Κοραής το 1760.

Ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του: ωστόσο επέζησε μόνο ένας αδελφός ονόματι Ανδρέας. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου δίδασκε ο Ιερόθεος Δενδρινός. Τα χρόνια στη σχολή αυτή περιέγραψε αργότερα σε επιστολή του με τις λέξεις «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν, συνωδευομένην με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον”. Από το πολύ ξύλο, ο αδερφός του Ανδρέας σταμάτησε να πηγαίνει. Αλλά ο Αδαμάντιος άντεξε με στόχο να πάρει τη βιβλιοθήκη του παππού, σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην εκμάθηση αρχαίας ελληνικής γλώσσας γραμματείας. Επίσης στην εφηβεία του άρχισε να μαθαίνει γαλλικά κι ιταλικά. Διδάχθηκε από κάποιον Εβραίο την εβραϊκή γλώσσα, κι από τον Ολλανδό πάστορα του ολλανδικού προξενείου της Σμύρνης, Bernhard Keun, λατινικά.

Επιθυμία του πατέρα του όμως αφού είχαν επιζήσει μόνο δύο παιδιά από τα οκτώ ήταν ο Αδαμάντιος να ασχοληθεί με το εμπόριο, γι’ αυτό και το 1771 κατέληξαν στη συμβιβαστική λύση να μεταβεί στο Άμστερνταμ,όπου, παράλληλα με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, θα μπορούσε να διευρύνει τους ορίζοντές του και να αποκτήσει την καλλιέργεια που επιθυμούσε. Μετά από ταξίδι 26 ημερών σε δανικό πλοίο με στάση στο Λιβόρνο, φτάνει με συστατική επιστολή από τον Berhard Keun στην ακμάζουσα εμπορική πόλη της Ολλανδίας που φημιζόταν για την πολυπολιτισμικότητά της. Αρχικά εγκαθίσταται ως αντιπρόσωπος μιας εταιρείας (“συντροφίας”) με έδρα τη Σμύρνη. Χάρη στη συστατική επιστολή του Keun, γίνεται ευμενώς δεκτός από τον Καλβινιστή Αδριανό Βύρτο και τη λογία σύζυγό του που τον βοήθησαν να μάθει γρήγορα την τοπική γλώσσα (ολλανδικά) και να εγκλιματιστεί. Εκείνο που χαρακτηρίζει την παραμονή του εκεί είναι «το πολύπλευρο των δραστηριοτήτων του» και το ραγδαίο της μεταστροφής του μέσα σε λίγους μήνες. Έτσι μαθαίνει γλώσσες, (ολλανδικά, εβραϊκά, ισπανικά) και μουσική (κιθάρα), δοκιμάζει την ξιφασκία, μα και θετικές επιστήμες (γεωμετρία). Παράλληλα σταθεροποιεί και διευρύνει την αρχαιομάθειά του. Γνωρίζει μια Λουθηρανή κοπέλα και δρομολογεί γάμο μαζί της, όμως ο θάνατός της μετά από σύντομη ασθένεια ανατρέπει την προοπτική του γάμου. Οι εμπορικές του ενασχολήσεις επικεντρώνονται σε μεταπρατικές δραστηριότητες. Επιχειρώντας όμως, στη συνέχεια, να ασκήσει με νέους όρους το εμπόριο, δηλαδή να παρακάμψει τους μεσάζοντες, επενδύοντας μέρος του κεφαλαίου της επιχείρησης σε βιοτεχνία η οποία ό,τι παρήγαγε θα το εμπορευόταν και η ίδια, και ταυτόχρονα, να επεκταθεί και στον τομέα του θαλάσσιου εμπορίου, αποτυγχάνει. Η αδυναμία συντονισμού της επιχειρηματικής στρατηγικής και της στρατηγικής των κεφαλαίων οδήγησε σε αποσύνθεση της επιχείρησης. Σε γράμμα προς τον πατέρα του το 1774, ο Σταμάτης Πέτρου, ένας έμπειρος υπάλληλος του πατέρα του τον περιγράφει ως εξής “ένας νεαρός των δημοσίων σχέσεων ντυμένος με φράκο και καπέλο σα Γάλλος, πάει στην Όπερα, μερικές φορές στην κοπέλα του κι αναλώνεται σε συναναστροφές κι απολαύσεις. Δεν κάνει για εμπόριο!”. Το 1777 κι αφού είχε σπαταλήσει πολλά χρήματα κι όνειρα, αναγκάστηκε μετά λύπης να εγκαταλείψει οριστικά το Άμστερνταμ για να επιστρέψει μέσω Λειψίας, Βιέννης και Βενετίας στη Σμύρνη. Δε θέλει να γυρίσει στην καταπιεστική Οθωμανική αυτοκρατορία και παρατείνει το ταξίδι του ελπίζοντας ότι οι γονείς του θα βρουν πόρους να συνεχίσει αλλού τις σπουδές του. Στη Λειψία γνωρίζει τον ιατροφιλόσοφο Θωμά Μανδακάση που τον εισήγαγε στη διδασκαλία του Ευγένιου Βούλγαρη. Στη Βιέννη έμεινε σαράντα μέρες στο θείο του επίσκοπο Σωφρόνιο ενώ το χειμώνα 1778-1779 πέρασε στη Βενετία διαβάζοντας σε δημόσιες βιβλιοθήκες.

Το άγαλμα του Κοραή μπροστά από την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Στη Σμύρνη έφθασε τελικά την άνοιξη του 1779. Με την άφιξή του μαθαίνει ότι η πατρική του οικία είχε καταστραφεί από πυρκαγιά, που είχε κάψει μεγάλο μέρος της πόλης. Έτσι, σχεδόν χρεοκοπημένοι θα αναγκαστούν οικογενειακώς να μετοικήσουν σε άλλη, φτωχότερη συνοικία. Εργάστηκε ως γραμματέας του επιτρόπου πατέρα του και των άλλων επιτρόπων στο εκεί Μετόχι του Παναγίου Τάφου. Η έλλειψη ελευθερίας, η χαμηλή μόρφωση κι η οπισθοδρόμηση που επέβαλαν οι Τούρκοι του προκαλούσε αποστροφή κι έψαχνε ευκαιρία για να ξαναφύγει στην πολιτισμένη Δύση. Οι γονείς του σχεδίαζαν να τον νυμφεύσουν με μια ευκατάσταστη γνωστή τους, αλλά εκείνος το αποφεύγει και θέλει να σπουδάσει ιατρική. Λόγω της επιδεινούμενης υγείας του, οι γονείς του υποχωρούν.

Φεύγει πάλι, τον Οκτώβριο του 1782, για ιατρικές σπουδές στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Το 1783 πέθανε ο πατέρας του και το 1784 η μητέρα του. Από τότε ο Κοραής άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Χάρη όμως στην οικονομική ενίσχυση του Μακάριου Νοταρά ολοκληρώνει τις σπουδές του. Το 1786 δημοσιεύει την διπλωματική του εργασία στη λατινική γλώσσα με τίτλο Pyretologiae Synopsis αλλά και τη σύντομη διδακτορική διατριβή του, Medicus Hippocraticus (1787).

Με το πτυχίο της Ιατρικής από το Μονπελιέ είχε αποφασίσει οριστικά να μην εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού, αλλά να ζήσει στο Παρίσι, ενασχολούμενος με τις φιλολογικές επιστήμες. Η άφιξή του στο Παρίσι στις 24 Ιουνίου 1788 συνέπεσε με τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης και βρέθηκε λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα γεγονότα της Άλωσης της Βαστίλης. Γνωρίστηκε με πολλούς επαναστάτες και φιλελεύθερους όπως ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον. Συγκινήθηκε τόσο από το ζήλο ελευθερίας που προήλθε από τη γνώση, το διάβασμα και τα βιβλία συγγραφέων όπως ο Βολταίρος, ο Ζαν Ζάκ Ρουσσώ, ο Μοντεσκιέ, ο ΝτενίΝτιντερό κ.ά. που αποφάσισε να μείνει οριστικά στη Γαλλία και να ασχοληθεί με την εθνική αφύπνιση και τη δημιουργία κι εξάπλωση ενός πολυδαίδαλου δικτύου μεταφοράς ελληνικών βιβλίων κάτω από τη μύτη των Τούρκων στην υπόδουλη ελληνική επικράτεια. Συνεργάστηκε γι’ αυτό το σκοπό με εμπόρους και λογίους όπως ο Αλέξανδρος Βασιλείου, ο Ιάκωβος Ρώτας, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Θεόφιλος Καϊρης, ο Δημήτρης Δάρβαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, ο Χριστόφορος Φιλητάς κι οι πλούσιοι Γιαννιώτες αδερφοί Ζωσιμάδες. Απ αυτούς άλλοι δίδασκαν σε ελληνικά σχολεία στη Βιέννη, την Κέρκυρα, τη Χίο, τις Κυδωνίες, τη Σμύρνη και αλλού, είτε μέσω των εμπορικών τους δικτύων μεταφοράς και των κεφαλαίων τους που διέθεταν αφιλοκερδώς για το Γένος έστελναν βιβλία από τα λιμάνια της Μασσαλίας, της Τεργέστης, του Λιβόρνο, της Βενετίας και άλλων.

Το σπίτι στην οδό Voorburgwal 65, όπου έζησε ο Αδαμάντιος Κοραής στο Άμστερνταμ την δεκαετία του 1770

Ενώ δέχθηκε την γαλλική υπηκοότητα, η συνείδησή του παρέμεινε καθαρά ελληνική. Αρνήθηκε κάθε οικονομική βοήθεια από φίλους και επιδόθηκε σε μεταφράσεις ιατρικών έργων εκλαϊκευμένου χαρακτήρα καθώς και αντιγραφές κειμένων από παρισινούς κώδικες, κατά παραγγελία τρίτων. Διέμενε αρχικά στην οικία του ευκατάστατου φίλου του και μαθητή ελληνικών Ετιέν Κλαβιέρ, ενώ αργότερα, στα 1793 και 1795 στην εξοχική έπαυλη του φίλου του στην κωμόπολη Nozay, 25χλμ νότια του Παρισιού. Το 1804/1805 του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το Ναπολέοντα, όταν του ζητήθηκε από παλιό του καθηγητή στο Μονπελιέ που ήταν στο επιτελείο του Αυτοκράτορα να μεταφράσει τα Γεωγραφικά του Στράβωνα στα γαλλικά προς τρεις χιλιάδες φράγκα για χρήση σε επικείμενη εκστρατεία.

Για βιοποριστικούς λόγους έκανε αρχικά μεταφράσεις στα γαλλικά από γερμανικά και αγγλικά βιβλία, όπως το 1772 η Κατήχησις ή Ορθόδοξος διδασκαλία του Ρώσου μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνος και η Κλινικὴ Ἰατρική του Γερμανού ιατροφιλοσόφου Christian Gottlieb Selle. Στο Παρίσι συνέχισε από το 1788 να κάνει μεταφράσεις ιατρικών κυρίως βιβλίων στα γαλλικά και ταυτόχρονα άρχισε να συγγράφει κείμενα σχετικά με την κατάσταση του ελληνισμού. Με τα ποιήματα ᾎσμα Πολεμιστήριον και Σάλπισμα Πολεμιστήριον προσπάθησε να τονώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για απελευθέρωση και να ενισχύσει την αγωνιστική διάθεση, σε μια περίοδο κατά την οποία η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο δημιουργούσε προσδοκίες για ενδεχόμενη βοήθεια των Γάλλων προς τους Έλληνες. Αποτέλεσμα αυτών των προσδοκιών ήταν και το κείμενό του Ὑπόμνημα περὶ τῆς παρούσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος. Επίσης, αντιδρώντας στην “Πατρική Διδασκαλία” του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, που καλούσε τους ορθόδοξους πιστούς να μην στηρίξουν τους άθεους Γάλλους ενάντια στους Οθωμανούς, εξέδωσε την “Αδελφική Διδασκαλία”, στην οποία στηλίτευσε τις θέσεις του συγγραφέα της Πατρικής Διδασκαλίας, σχετικά με την νομιμότητα της Οθωμανικής τυραννίας πάνω στους Έλληνες, αν και αμφισβητούσε ότι συγγραφέας αυτού του κειμένου ήταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, όπως παρουσιάζονταν.

Ο Κοραής εξέδωσε 66 τόμους βιβλίων. Από αυτούς οι 17 αποτελούν την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» και οι 9 τα «Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης».

Η καλλιέργεια των φιλολογικών ροπών του επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: από το λόγιο-οικογενειακό του περιβάλλον και κυρίως τη βιβλιοθήκη του παππού του Αδαμάντιου Ρύσιου, τις λιγοστές γραμματικές γνώσεις που έλαβε από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, τη βιβλιοθήκη του Ολλανδού πάστορα που του μαθαίνει λατινικά με την πληθώρα των Λατίνων κλασικών και την ξενόγλωσση βιβλιογραφία που περιέχει, καθώς και από τη συνάντησή του στο Άμστερνταμ με τον Καλβινιστή Αδριανό Βύρτο και τη λογία σύζυγό του. Στο Μονπελιέ οι σπουδές της ιατρικής τον φέρνουν πιο κοντά στους αρχαίους Έλληνες ιατρούς και δι’ αυτών στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Η επαφή του με τον Γάλλο ελληνιστή Ντ’ Ανς ντε Βιλουαζόν είναι ένας ακόμα σταθμός στην καλλιέργεια και εδραίωση των φιλολογικών του ενδιαφερόντων, αλλά και της φήμης του Κοραή ως φιλολόγου. Οι δύο άνδρες αλληλογραφούν. Ο Κοραής κοινοποιεί στον Βιλουαζόν δείγματα της κριτικής του δουλειάς (π.χ. κάνει διορθώσεις σε Εμπεδοκλή και Σοφοκλή), ο Βιλουαζόν προσκαλεί τον Κοραή στο Παρίσι προκειμένου να δουλέψει στη Βασιλική Βιβλιοθήκη ή του αναθέτει αντιγραφικές εργασίες που ενισχύουν οικονομικά τον Χιώτη λόγιο και τον φέρνει σε επαφή με άλλους λογίους και τις βιβλιοθήκες τους. Επίσης, ο Βιλουαζόν προτείνει τον Κοραή για υποψήφιο κριτικό εκδότη ολόκληρου του Ιπποκρατικού έργου για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Βασικό στοιχείο της κοραϊκής αρχαιογνωσίας ήταν η γλωσσομάθειά του: εννέα ξένες γλώσσες (λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, εβραϊκά, γερμανικά, ολλανδικά, τούρκικα). Πιο ειδικοί λόγοι που ενίσχυσαν τη σχέση του με τη φιλολογία ήταν η φιλάσθενη ιδιοσυγκρασία του, η κάπως προχωρημένη ηλικία του, η έλλειψη της αναγκαίας για το ιατρικό επάγγελμα πρακτικής άσκησης και η στροφή σε μεταφραστικές ενασχολήσεις για λόγους βιοπορισμού. Ακόμα, δέχεται επιδράσεις από τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού: με τα γραπτά του μαχόταν υπέρ της πνευματικής αναγέννησης της Ελλάδας. Κύριο μέλημά του ήταν η πνευματική ανάπτυξη του γένους, την οποία θεωρούσε προϋπόθεση για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Στην ανανέωση της παιδείας προσπάθησε να συμβάλει και σε πρακτικό επίπεδο με τις φιλολογικές εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη σειρά Ελληνική Βιβλιοθήκη, αλλά και θεωρητικά, κυρίως στα προλεγόμενα που προέτασσε στις εκδόσεις, τους Αυτοσχέδιους Στοχασμούς περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης.

Η έδρα και το γραφείο του Αδαμάντιου Κοραή. Από την μόνιμη έκθεση του Εθνικού και Ιστορικού Μουσείου

Η εκδοτική του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1799, με τους Χαρακτῆρας του Θεόφραστου. Την επόμενη χρονιά τύπωσε το Περὶ ἀνέμων, ὑδάτων καὶ τόπων του Ἰπποκράτη, έκδοση που βραβεύτηκε το 1810, και το 1804 τα Αἰθιοπικά του Ἡλιοδώρου, η εισαγωγή του οποίου είναι η πρώτη ελληνική πραγματεία για το λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος. Μετά το 1805 ενέταξε τις εκδόσεις του στη σειρά Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, η οποία συνεχίστηκε έως το 1827, με τη χορηγία των αδερφών Ζωσιμά από τα Ιωάννινα. Στην Ἑλληνικὴν Βιβλιοθήκην εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τους Βίους Παραλλήλους του Πλουτάρχου, Λόγους του Ἰσοκράτη, τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες της Ιλιάδας, Γαληνό, Στράβωνα, Μάρκο Αυρήλιο(“Τα εις εαυτόν“), τα Πολιτικά και τα Ἠθικὰ Νικομάχειατου Ἀριστοτέλους, τα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Επίσης σχεδίαζε, αλλά ματαίωσε, την έκδοση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, των αρχαίων μυθογράφων και του Ἡροδότου.

Σημαντική είναι και η συμβολή του στο χώρο της επιγραφικής μέσα από την έκδοση της Ὕλης Χιακῆς ἀρχαιολογίας, αφού διασώζει επιγραφές που πια έχουν χαθεί, σχολιάζοντάς τες φιλολογικά και ιστορικά. Οι εκδόσεις του Κοραή και κυρίως οι πρόλογοί του δίνουν αφορμή για συζητήσεις σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα. Συνεργάστηκε με ξένους φιλολόγους, τον Tomas Burgess και τον Robert Holmes. Ο πρώτος τον χαρακτήρισε eruditissimum and sagacissimum και δημοσίευσε την πρώτη καθαρά φιλολογική εργασία του Κοραή, Emandationes in Hippocratem στο περιοδικό του Musei Oxoniensi Literarii cospectus et specimina, Oxonnii MDCCXCII σ. 11-23. 

Ο Αδαμάντιος Κοραής, καθότι πολυσχιδής προσωπικότητα, ασχολήθηκε και με το θεολογικό κομμάτι της επιμόρφωσης των Ελλήνων. Ο ίδιος ήταν συνειδητά ορθόδοξος χριστιανός, αλλά πίστευε πως η ορθόδοξη εκκλησία είχε αλλοιωθεί αρκετά σε σχέση με την αρχική πίστη των αποστόλων, θεωρώντας ιδιαιτέρως υπεύθυνο για αυτό τον μοναχισμό, αλλά και την έλλειψη παιδείας που παρατηρούσε. Ήταν επικριτής της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας, της άγνοιας του κλήρου και εναντίον πρακτικών όπως το Άγιο Φως. Ο ίδιος επεδίωκε ουσιαστικά μια μεταρρύθμιση βασισμένη στην επιμόρφωση των υπόδουλων Ελλήνων, εξού και ο θερμός χαιρετισμός του για τη λειτουργία της Αθωνιάδας σχολής. Η προσπάθεια της αναγέννησης αυτής θεωρείται πως είχε επηρεασθεί αισθητά από το κίνημα του διαφωτισμού και τις βάσεις των προτεσταντικών θεμελίων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εξαιρούσε από την κριτική του και τις προτεσταντικές εκκλησίες. Τελικά επεδίωξε μια μεταρρύθμιση για την ορθόδοξη εκκλησία βασισμένη στο μεταφυσικό οικοδόμημα του προτεσταντισμού, θεμέλια που σήμερα κάποιοι υποστηρίζουν πως έχουν κατεδαφιστεί από τις σύγχρονες κοινωνικές και θετικές επιστήμες.

 Ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαμάντιος Κοραής υποβαστάζουν την Ελλάδα – Από το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο από τη Λέσβο.

Ο Αδαμάντιος Κοραής στα θεολογικά θέματα συχνά παρότρυνε τους ιερείς να αρχίσουν να κηρύττουν και να εξηγούν την Αγία Γραφή μέσα στις εκκλησίες, για την οποία έλεγε ότι «ἂν καὶ εἶναι ἔργον αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ» έχει φθαρεί από την επίδραση της ανθρώπινης κακίας ώστε «ἡ σημερινὴ θρησκεία δὲν εἶναι πλέον ἡ αὐτὴ καὶ ἀπαράλλακτος θρησκεία, καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Ἰησοῦ». Ήταν θερμός υποστηρικτής της διάδοσης της Αγίας Γραφής. Χαρακτηριστικό είναι πως σε γράμμα του στον Μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγαροβλαχίας, έγραφε «Μόνον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχὴ ἐμπορεῖ νὰ σώσῃ τὴν αὐτονομίαν τοῦ Γένους».

Η γενική κατάπτωση στην οποία βρίσκονταν οι Έλληνες αναφορικά με την χριστιανική πίστη τους και το γεγονός ότι τα κηρύγματα των ιεροκηρύκων της εποχής αναφέρονταν μόνο σε ηθικά διδάγματα, παραλείποντας την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, υποκίνησε κληρικούς και άλλους θρησκευόμενους της εποχής να εκδώσουν θρησκευτικά βιβλία με σκοπό την κατήχηση των πιστών περί του δόγματος, της λατρείας και του ήθους. Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Νεκτάριο Πενταπόλεως, «ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας ἡ πρώτη σημαντικὴ προσπάθεια εἰς τὸν τομέα αὐτόν [δηλ. την κατήχηση του λαού] ὀφείλεται εἰς τὸν μεγάλον διδάσκαλον τοῦ Γένους Ἀδαμάντιον Κοραῆν». Ο Κοραής καταπολέμησε την κοινή τότε άποψη ότι η κατήχηση των Χριστιανών είναι περιττή και αναζήτησε διαθέσιμα έργα Ορθόδοξης κατήχησης. Εντόπισε και θεώρησε ως καλύτερο του είδους του την Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν του μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνα, ο οποίος το είχε συντάξει το 1765 κατόπιν αιτήματος του Μεγάλου Δούκα και μετέπειτα Τσάρου της Ρωσίας Παύλου. Ο Κοραής μετέφρασε το έργο αυτό από τη γερμανική έκδοση στα ελληνικά και, αφού το εμπλούτισε με αγιογραφικές παραπομπές και άλλες πρόσθετες σημειώσεις, το παρέδωσε για χρήση στον λαό το 1772. Σύμφωνα με τον Νεκτάριο Πενταπόλεως, «αἱ πολλαὶ ὑποσημειώσεις, ἅπασαι τοῦ Ἀδ. Κοραῆ, ἀποκαλύπτουσι τὴν βαθεῖαν γνῶσιν τῶν θεμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπὸ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τοῦ Γένους». Η κατήχηση αυτή διαδόθηκε ευρύτατα μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων και όταν απέκτησε την ανεξαρτησία του το ελληνικό κράτος τυπώθηκε επανειλημμένα στην Αθήνα «μὲ ἔγκρισιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως Ὑπουργείου […] πρὸς χρῆσιν τῶν ἁπανταχοῦ Γυμνασίων καὶ Σχολείων». Η εμπλουτισμένη από τον Κοραή Κατήχησις αποδείχτηκε «ὠφελιμοτάτη διὰ τοὺς κατὰ πρῶτον ἐξερχομένους ἀπὸ τῆς πλήρους ἀγνοίας Ἕλληνας». Στη συνέχεια ακολούθησαν πλήθος άλλων Κατηχήσεων για χρήση από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα τόσο εντός του Βασιλείου της Ελλάδας όσο και στις περιοχές της Οθωμανική αυτοκρατορίας.

Ένα άλλο όμως σύγγραμμα του Κοραή δεν είχε την ίδια τύχη. Το «Συνέκδημον Ἱερατικόν», μιλούσε για τη δεισιδαιμονία, την τιτλομανία και την ηθική κατάπτωση μέρους του κλήρου, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ὁ φίλαρχος ἱερωμένος καταντᾷ εἰς φονικὸν τύραννον, ὁ φιλόπλουτος εἰς αἰσχροκερδῆ γόητα καὶ ὁ φιλήδονος γίνεται ἵππος θηλυμανής». Επίσης συνιστούσε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και την ανακαίνιση των εκκλησιών. Το 1839 το βιβλίο καταδικάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ο Κοραής ήταν θερμός υποστηρικτής της ανεξιθρησκείας.

Από την αρχή της Επαναστάσεως είχε διατυπώσει τις απόψεις του για τις κατ’ αυτόν αναγκαίες εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, που θα έπρεπε κατά προτεραιότητα να συνοδεύουν την πολιτική οργάνωση της απελευθερωμένης Ελλάδας. Οι απόψεις του για τη θεσμοθέτηση ενός νέου συστήματος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, μέσα από τις οποίες έβλεπε να υλοποιούνται οι μεταρρυθμίσεις αυτές, στηριζόταν πάνω σε δύο κύριου άξονες: α) στην άμεση διοικητική απεξάρτηση της εν Ελλάδι τοπική Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην υπαγωγή ολόκληρου του Εκκλησιαστικού οργανισμού στην εποπτεία και τον έλεγχο της Ελληνικής Πολιτείας. Την πρώτη θέση, με μορφή παραινέσεων προς τους αγωνιζομένους Έλληνες, διατύπωνε στα Προλεγόμενα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης στα Πολιτικὰ τοῦ Ἀριστοτέλους, «τοῦ ἕως τὴν ὥραν ταύτην ἐλευθερωθέντος μέρους τῆς Ἑλλάδος ὁ κλῆρος δὲν χρεωστεῖ πλέον νὰ γνωρίζῃ ἐκκλησιαστικὸν αρχηγόν του τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ἐνόσω ἡ Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη ἀπὸ τὴν καθέδραν τοῦ ἀνόμου τυράννου». Ως προς τον τρόπο διοίκησής της προέβλεπε «σύνοδον ἱερέων, ἐκλεγμένην ἐλευθέρως ἀπὸ ἱερεῖς καὶ κοσμικούς, καθὼς ἔπρασσεν ἡ αρχαία ἐκκλησία, καὶ πράσσει ἐκ μέρους σήμερον ἀκόμη τῶν ὁμοθρήσκων Ῥώσσων ἡ ἐκκλησία…». Ο θεωρητικές απόψεις του δεν διατυπώνονταν μόνο διά των συγγραμμάτων του αλλά και με επιστολές και υπομνήματα, σε μία επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, του πρότεινε «[…] νὰ περιορισθῶσιν οἱ ἐκκλησιστικοὶ εἰς τὸ ἐξῆς εἰς μόνην τὴν ἐκκλησιαστικὴν στρατείαν, ἀποκλειόμενοι ἀπὸ ὅλα τὰ πολιτικὰ ὑπουργήματα».

Στο έργο του, Προλεγόμενα εἰς Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα καὶ Πλάτωνος Γοργίαν ασχολείται με το ζήτημα της προσέγγισης με τον παπικό θρόνο για παροχή βοήθειας και αποδοκιμάζει αυστηρά κάθε σχετικη πρωτοβουλία από όπου κι αν προέρχεται, χαρακτηρίζοντάς την μωρίαν. Το κυριώτερο επιχείρημά του είναι το Παπικό πρωτείο, «ενόσω ο πάπας ισχυρίζεται να κρατή ενωμένα δύο πράγματ’ ασυμβίβαστα, την ποιμενικήν ράβδον του Χριστού, και των κοσμικών ηγεμόνων το σκήπτρον». Ως προς το ζήτημα της ρύθμισης της θέσεως των μουσουλμάνων και Εβραίων μέσα στην ελληνική επικράτεια, ο Κοραής, θεωρούσε πως ήταν εθνικά επιζήμια η απροϋπόθετη ένταξή τους στην νεοσύστατη Ελληνική πολιτεία. Τον Κοραή δεν τον αφήνει αδιάφορο και η δράση των ξένων ιεραποστολικών ομάδων και του προσηλυτιστικού τους έργου: προτείνει την διά νόμου υπαγωγή όλων σχεδόν των δραστηριοτήτων των εν Ελλάδι δραστηριοτήτων των ετεροδόξων υπό τον προληπτικό έλεγχο του Λειτουργοῦ τῆς Δημοσίας παιδείας. Το ενδιαφέρον του για την προστασία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την εις βάρος της προσηλυτιστική δράση, δεν εξηγείται παρά από την «[…] ισχυρή επίδραση που είχε δεχθεί από το έντονα εχθρικό κλίμα κατά της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας[…]που την εποχή εκείνη επικρατούσε στη Γαλλία[…]».

Στα «Προλεγόμενα» των εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων κατέθετε τις προτάσεις του για την παιδεία, το περιεχόμενο των μαθημάτων, τα εγχειρίδια και τις μεθόδους της διδασκαλίας και κυρίως την γλώσσα, που ήταν το βασικό μέλημα των λογίων κατά την περίοδο του Διαφωτισμού.Ο προβληματισμός του κάλυπτε διάφορες πτυχές της εκπαίδευσης:οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, μεθόδους διδασκαλίας, Βασικές του ιδέες ήταν η ανάγκη «μετακένωσης» της δυτικής παιδείας στην Ελλάδα και ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας, διδακτέα ύλη και σχολικά βιβλία, κατάρτιση διδασκάλων και εκπαίδευση μαθητών. Τον όρο μετακένωσις τον έπλασε ο Κοραής για να αποδώσει το αίτημα της αξιοποίησης των δυτικών επιτευγμάτων, που μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής προσπάθειας. Έτσι για την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, δεχόταν τρεις βαθμίδες: τα κοινά: υποχρεωτικά για όλους με διδασκαλία της ανάγνωσης, γραφής κι αριθμητικής αλλά και της θρησκευτικής κατηχήσεως, τα γυμνάσια της Ελληνικής φιλολογίας και τα νεώτερα γυμνάσια των επιστημών. Την φροντίδα για τη σύσταση των σχολείων -προεπαναστατικά- να έχουν οι κοινότητες υπό την εποπτεία του Κοινού της Κωνσταντινουπόλεως και την αιγίδα του Πατριάρχη. Μόλις συσταθεί ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, τον κεντρικό συντονισμό να έχει Λειτουργός της Δημοσίου Παιδείας. Δεν αποκλείει την καταβολή διδάκτρων αλλά βασικά, υποστηρίζει τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από ταμείο χρηματοδοτούμενο από εισφορές λαϊκών και κληρικών και τη φορολόγηση των μονών. Για τις μεθόδους διδασκαλίας, εισηγείτο, τη χρήση σχολικών βιβλίων γραμμένων στην κοινήν γλώσσαν με την αλληλοδιδικτική μέθοδο. Ως προς τη διδακτέα ύλη, να είναι κοινή για όλα τα σχολεία κάθε βαθμίδας, τα αναγνωσματάρια να είναι όχι το Ψαλτήρι κι η Οκταήχος, αλλά βιβλία Ιστορίας και Γεωγραφίας και το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Για την εφαρμογή των ιδεών του συμμετείχε στην ομάδα των λογίων όπως ο Άνθιμος Γαζής που ίδρυσαν το 1811 το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, στο οποίο αρθρογραφούσε συχνά.

Οι απόψεις του Κοραή για τη γλώσσα δεν είναι συστηματοποιημένες αλλά διατυπώνονται διάσπαρτα στα κείμενά του: σε επιστολές, στους Αὐτοσχεδίους Στοχασμούς του και στα Προλεγόμενα των Αρχαίων συγγραφέων του. Αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της Φιλοσοφίας, της Παιδαγωγικής και της μεθόδου διδακτικής της Αρχαίας. Ως κύριο στόχο είχε την διαμόρφωση ενός γλωσσικού οργάνου κατάλληλου για την πνευματική ανάπτυξη. Ανάμεσα στις δύο αντίρροπες τάσεις της εποχής, την αποκλειστική χρήση της ομιλουμένης γλώσσας και την επαναφορά της αρχαίας, ο Κοραής κράτησε μία ενδιάμεση στάση: βάση του ήταν η ομιλουμένη γλώσσα, για την οποία πρότεινε τον «καθαρισμό» από ξένες και ιδιωματικές λέξεις και την γενικότερη «διόρθωσιν» από τους λογίους. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, επισημαίνει, «…ζητούσε μια καλλιέργεια της δημοτικής και διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων που και δύσκολο να εφαρμοσθεί ήταν και γλήγορα κατάντησε με τους οπαδούς του σ΄έναν αχαλίνωτο καθαρισμό πίσω προς τ’αρχαία, εντελώς αντίθετο προς τη βάση της αρχικής του διδασκαλίας[…]Είναι λοιπόν στραβό να επικαλούνται τον Κοραή για πατέρα και υπερασπιστή της σημερινής γλώσσας [ενν.Καθαρεύουσας] Με πολύ περισσότερο θα του δοθή μια θέση κοντά στους άλλους συνηγόρους της κοινής[…]». Όπως επισημαίνει ο Peter Mackridge, «…δεν σημαίνει ότι ο Κοραής και οι ομόφρονες με αυτόν διανοούμενοι επινόησαν την καθαρεύουσα: αυτή η μορφή της Ελληνικής που πρότειναν ως γλώσσα του κράτους και της παιδείας υπήρχε ήδη, αλλά ήταν πιο πολύ το αποτέλεσμα τυχαίας συνάντησης αρχαίας και νεότερων στοιχείων παρά κάποιος μεθοδικά σχεδιασμένος συμβιβασμός».

Όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «Ο Κοραής ούτε στη δημοτική, όπως τη νοούμε σήμερα, έγραψε ούτε ειδική γλωσσολογική κατάρτιση διέθετε[…]έγραψε σε γλώσσα που αποτελούσε απλοποιημένη (καθαρισμένη) μορφή της Εκκλησιαστικής κοινής των τελευταίων μεταβυζαντινών αιώνων (16ος-18ος αι.)[…]στην πράξη όμως έγραψε σε μια μορφή (συνεχώς μεταβαλλόμενη) δημοτικίζουσας καθαρεύουσας».

Ο Κοραής δεν φαινόταν να περίμενε την πολιτική εξέλιξη αυτή, αν και διέγνωσε πως οι συνθήκες μέσα στη γαλλική κοινωνία κυοφορούσαν μια τέτοια μεταβολή. Αρχικά υποστήριζε τις ενέργειές της και τα κηρύγματά της όπως αυτά εκδηλώθηκαν από τους αρχικούς ηγέτες της. Η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη χρησιμοποιούνται εκτενώς στα Κοραϊκά κείμενα: στην Ἀδελφικὴ Διδασκαλία, στην επιστολή του προς τους φιλοπάτριδας προεστῶτας τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς λοιπῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος (1822) και στις αδημοσίευτες Σημειώσεις εἰς τὸ προσωρινὸν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, ενώ μετέφρασε την Decleration στα ελληνικά, χωρίς να τη δημοσιεύσει. Αργότερα στηλίτευσε τις ακρότητες των Ιακωβίνων, τον Ροβεσπίερο υπαινικτικά. Επέκρινε αυστηρά ακόμα και τον ίδιο τον Ναπολέοντα, αποφεύγοντας να του παράσχει υπηρεσίες λογοκριτή βιβλίων με υψηλή αμοιβή, επειδή ερχόταν σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του. Αντιτάχθηκε στη Γαλλική Επανάσταση κατά τη ριζοσπαστική της περίοδο (1792-1794/95) και στα γραπτά του την περιέγραφε ως “βάρβαρη εποχή”, υπό την κυριαρχία “κανιβάλων”, “δολοφόνων” και “ληστών”.

Ο Κοραής έζησε τη Γαλλική Επανάσταση και την απήχησή της στην Ελλάδα. Σε επιστολή του στα τέλη του 1814, έγραφε, «Δὲν ἔμεινεν ἀμφιβολία […] ὅτι ἔφθασε καὶ τῶν Γραικῶν ὁ καλὸς καιρός. καὶ ἔφθασε μὲ τόσην ὁρμήν ὥστε καμμία δύναμις ἀνθρώπινος δὲν εἶναι πλέον καλὴ νὰ μᾶς ὀπισθοποδίσῃ». Στα 1818 έγραφε, «ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι ὄχι μὴ φωτσιθῇ τὸ γένος, ἀλλὰ μή, πρὶν ἀποκτήσῃ φῶτα ἀρκετά, κεφαλαί τινες ἐνθουσιαστικαὶ ἐπιχειρήσωσι πρὸ τοῦ πρέποντος καιροῦ τὴν συντριβὴν τοῦ ζυγοῦ». Γύρω στον Απρίλιο του 1821 ο Κοραής πληροφορήθηκε την είδηση την εκδήλωσης της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σε επιστολή του προς τον Παντολέοντα Βλαστό, έγραψε: «Χαίρω χαρὰν δὲν ἐμπορεῖς νὰ φαντασθῇς πόσην[…]Εἴκοσι ἔτη ἡλικίας ὀλιγότερα νὰ εἶχα, οὔτε θεοὶ οὔτε δαίμονες ἤθελον μ’ ἐμποδίσει», να κατέβει δηλαδή κι αυτός στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η πεποίθησή του πως η Επανάσταση ήταν πρόωρη επαναλαμβάνεται συχνά, όπως στην επίσημη επιστολή του προς τις Ελληνικές αρχές τον Αύγουστο του 1825 και στα 1831, οπότε σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, έγραψε: «Ἡ ἐπανάστασις τῆς Ἑλλάδος ἦτο δικαιοτάτη, ἀλλὰ ἔγινεν ἀκαίρως. Ὁ καιρός της ἦτο τὸ 1850 ἔτος, ὅτε ἠθέλαμεν ἔχει πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἔτι σπουδάζοντας νέους μας, ἡλικιωμένους ἄλλους μεταξὺ 30 καὶ 40 ἐτῶν, καὶ ἄλλους ὑπὲρ τὰ 40, καὶ διδαγμένους ἀπὸ τὰ συμβάντα καὶ συμβαίνοντα σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην, ἱκανοὺς νὰ δράξωσι τὰ πράγματα καὶ νὰ διαλύσωσι τὰς φατρίας». Σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη δεν ήταν μόνο η σύνδεση μεταξύ της ανόδου του εκπαιδευτικού επιπέδου και των καλύτερων όρων για την επαναστατική εκδήλωση, που προϋπέθετε ο Κοραής, αλλά και ο προηγούμενος περιορισμός της κοινωνικής επιρροής των κοτσαμπάσηδων, ιερωμένων και των Φαναριωτών, για να μην αντικατασταθούν οι Τούρκοι από χριστιανοὺς τουρκίζοντας. Αντάλλαξε επιστολές περί το 1823 με τον παλιό φίλο του Τόμας Τζέφερσον, που ‘χε πια αποσυρθεί από την προεδρία των ΗΠΑ, στις οποίες περιγράφει τις θέσεις του και ζητά τις γνώσεις του από την αντίστοιχη Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και του δωρίζει ένα αντίγραφο των «Πολιτικών» του Πλουτάρχου. Οι επιστολές αυτές έμελλε να αναφερθούν το 2016 από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα που τον ονόμασε «πατριώτη» τονίζοντας τον κοινό αγώνα των δυο μεγάλων ανδρών και των λαών τους για την ελευθερία.

Η προτομή του, φιλοτεχνημένη από τον Λάζ

Ο Κοραής αντιπολιτεύθηκε με οξύτητα το καθεστώς του Καποδίστρια και ευχήθηκε την ανατροπή του. Χρησιμοποίησε το γνώριμό του διαλογικό είδος εκδίδοντας δύο ψευδώνυμους διαλόγους με τίτλο, Τί συμφέρει εἰς τὴν ἐλευθερωμένην ἀπὸ τοὺς Τούρκους Ἑλλάδα νὰ πράξῃ εἰς τὰς παρούσας περιστάσεις διὰ νὰ μὴ δουλωθῇ εἰς Χριστιανοὺς Τουρκίζοντας. Ο πρώτος διάλογος δημοσιεύθηκε το 1830 και δεύτερος μετά το θάνατο του Καποδίστρια, το 1831. Το δεύτερο κείμενο καταστράφηκε από τους Καποδιστριακούς στην Εθνοσυνέλευση του Ναυπλίου το 1832.

Τα αίτια της ξαφνικής μεταστροφής του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής, σύμφωνα με τον Απόστολο Δασκαλάκη, α) η προσήλωση του Κοραή στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές, σε αντίθεση με τον ολοένα και πιο συγκεντρωτικό τρόπο διακυβέρνησης του Καποδίστρια β) Γινόταν αποκλειστικά δέκτης των επικριτικών και δυσφημιστικών μηνυμάτων και πληροφοριών που έφταναν από την Ελλάδα (διά αλληλογραφίας, επισκέψεων και εφημερίδων που έφταναν σε αυτόν) γ) Η υπόθεση της Χίου και των Χίων, συμπατριωτών του, δεν επιλυόταν από τον Κυβερνήτη δ) οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία την ίδια περίοδο: τον Ιούλιο του 1830 ανατρέπεται το -μισητό για τον Κοραή- καθεστώς των Βουρβόνων και ανεβαίνει στο θρόνο ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης. Η απόφασή του να στραφεί κατά του καποδιστριακού καθεστώτος ενίσχυσε το κύρος του αντικυβερνητικού αγώνα και τον πλούτισε με νέα επιχειρήματα. Παράλληλα, έφερε, με το κύρος και την επιρροή του, νέους οπαδούς στην αντιπολίτευση, κυρίως Έλληνες της διασποράς, ενώ εξασφάλισε πρόσβαση σε πολιτικούς κύκλους του Παρισιού, για να στραφεί η γαλλική κοινή γνώμη κατά του Κυβερνήτη. «Οπωσδήποτε, η πληροφόρηση του Κοραή για τα ελληνικά πράγματα ήταν μονομερής. Ωστόσο κι αν ακόμη είχε τη δυνατότητα σφαιρικότερης ενημέρωσης, η σύγκρουση με τον Καποδίστρια δύσκολα θα αποφευγόταν».

Στην τελευταία περίοδο της ζωής του επιθυμούσε να πεθάνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του. Ο Κοραής υπέφερε παιδιόθεν από αιμοπτύσεις. Πέθανε τελικά στο Παρίσι, σε ηλικία 84 χρονών. Τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του μας τις δίνει ο Χιώτης γιατρός Φίλιππος Φουρναράκης, ο οποίος στάθηκε από τους πιο στενούς συντρόφους του Κοραή, σε μια επιστολή του προς τον Ιάκωβο Ρώτα: ο θάνατος του Κοραή δεν είχε έλθει φυσιολογικά, αλλά επισπεύθηκε από ένα ατύχημα: το μεσημέρι της 18ης Μαρτίου 1833 ο Κοραής μετά από απώλεια της ισορροπίας του υπέστη κάταγμα στο μηριαίο οστούν και μυϊκή κάκωση. Αυτό σε συνδυασμό με την επιδεινούμενη αρθρίτιδα από την οποία έπασχε, επέσπευσε το τέλος, το οποίο επήλθε στις 12:40 μεταμεσονύχτια ώρα.


Τάφηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς το 1833. Σήμερα διατηρείται ακόμη ο τάφος του Κοραή στο νεκροταφείο αυτό. Στην βάση είναι χαραγμένη η επιγραφή που είχε συντάξει ο ίδιος;

« Ἀδαμάντιος Κοραῆς
Χίος
Ὑπὸ ξένην μὲν
ἴσα δὲ τῇ φυσάσῃ μ’ Ἑλλάδι
πεφιλημένην γῆν
τῶν Παρισίων
κεῖμαι »
« Ci-gît
Adamantios Koraïs
De Chios
Une terre étrangère me couvre
Mais cette terre de Paris,
Je la chérissais à l’égal de mon pays natal,
la Grèce. »

Σήμερα, ο επισκέπτης, εκτός από τους δικούς του στίχους μπορεί να διαβάσει ένα επίγραμμα στα γαλλικά που σκαλίστηκε μετά την ανέγερση του μνημείου όπως φαίνεται στη φωτογραφία.

“Ce noble enfant des Grecs évoquant leur génie, Fit lever à sa voix un peuple de héros. La France, ô Coraïs, ta seconde patrie, Te garde avec orgueil dans la paix de tombeaux”

”Αυτό το ευγενικό τέκνο των Ελλήνων, που ανακαλεί τη γενιά τους, έκαμε να εγερθεί με τη φωνή του ένας ηρωικός λαός. Η Γαλλία, Κοραή, η δεύτερη πατρίδα σου, σε φυλάσσει με υπερηφάνεια στην ειρήνη των τάφων.”

Το 1838 ο παλιός του συνεργάτης Ιάκωβος Ρώτας, που είχε λάβει τις επιστολές του εξέδωσε τις κυριότερες στο έργο “Απάνθισμα Επιστολών Αδαμάντιου Κοραή” στην Αθήνα προκαλώντας αίσθηση στο αναγνωστικό κοινό. Η εκδοτική επιτυχία τον ώθησε να δημοσιεύσει και τις υπόλοιπες σε δεύτερο τόμο το 1841, χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία. Ο ίδιος φρόντισε να μεταφερθεί η πολύτιμη βιβλιοθήκη του στη Χίο.

Στις 8 Απριλίου του 1877 έγινε η μεταφορά των οστών του στην Αθήνα σε ένα εντυπωσιακό μνημείο στο 1ο Νεκροταφείο, για το οποίο μερίμνησαν οι διανοούμενοι Αθηναίοι.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.