TOP

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα)

Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ’ το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νά ‘μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν’ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

— Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

— Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.

Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

— Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

— Τί θέλαμε, τί γυρεύαμε μεις να ‘ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τί θέλαμε και τί γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!

Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ’ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.

Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ’ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; τί να σκεφτούν; τί να ξεχάσουν; τί να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ’ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ’ αλάτι.

Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….

Η Διδώ Σωτηρίου έφυγε σαν σήμερα στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004 και ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.
Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1909 στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου, και μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ. Το 1933 παντρεύτηκε τον Πλάτωνα Σωτηρίου, αδελφό της μητέρας της Άλκης Ζέη, για την οποία η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε πρότυπο. Δώρισε το σπίτι της στην οδό Κοδριγκτώνος, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως, που ανήκε σε κείνη και τον κουνιάδο της Νίκο Μπελογιάννη, στο υπουργείο Πολιτισμού. Η παραχώρηση έγινε με τον όρο να είναι διά παντός τα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, της οποίας η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Μέχρι το θάνατό της νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Ζωγράφου.

Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.

Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941–1944) έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζήβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι. Διαγράφηκε το 1947 από το ΚΚΕ με την αιτιολογία ότι δείλιασε λόγω της αστικής της καταγωγής γιατί ενώ μπορούσε να πάει στην έδρα του Δ.Σ.Ε μέσα στα πλαίσια της συμμετοχής της στην επιτροπή του Ο.Η.Ε που πήγαν να συναντήσουν τον Μάρκο Βαφειάδη η Σωτηρίου δήλωσε άρρωστη και δε πήγε, καθώς και επειδή έγραψε δημοσιογραφικό κείμενο που έγραψε για την μετάβαση της Ελλάδας από την Αγγλική ζώνη επιρροής στην Αμερικάνικη. 

Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα.

Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματαέχει κυκλοφορήσει σε περισσότερα από 400.000 αντίτυπα. Η Διδώ Σωτηρίου συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Τέλος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.

Το 2001 η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο “Διδώ Σωτηρίου”, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.

Προς τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί, σχολεία και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.