TOP

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 9/2

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

” Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.”

————– 

Ο Διονύσιος Σολωμός έφυγε σαν σήμερα στις 9 Φεβρουαρίου του 1857, ο αρχηγέτης της Επτανησιακής Σχολής. Είναι μια από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του Νεώτερου Ελληνισμού. Τον Μάιο του 1823, σε μια περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε το εκτεταμένο ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερία», οι δύο πρώτες στροφές του οποίου, σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου, αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της.

Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι ΠολιορκημένοιΟ ΠόρφυραςΗ Γυναίκα της ΖάκυθοςΛάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτε δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «…(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».

Η ημερομηνία θανάτου του (9 Φεβρουαρίου) έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου του 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων, που ζούσαν στο χωριό Χανδρά, 25 χλμ. νότια της Σητείας, και εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670 μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από τη Μάνη.

Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από τη νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.

Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στη Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, Αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με τη συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.

Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα Ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στη δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Για να διαμορφώσει το γλωσσικό του όργανο άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα καλύτερα ώς τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η Ξανθούλα, η ΑγνώριστηΤα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.

Ο τάφος του Διονύσιου Σολωμού στη Ζάκυνθο

Σημαντική για τη στροφή του προς τη συγγραφή στα ελληνικά θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόδουλου. Ο αριστοκράτης Σολωμός αντίθετα από τον Κάλβο, ξεκινώντας από την ιταλική παιδεία, «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό».

Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι) και στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. Με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για τη μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή: είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον τη γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού.

Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Αιτία της αναχώρησής δεν ήταν όμως μόνο τα οικογενειακά προβλήματα· ο Σολωμός σχεδίαζε ήδη από το 1825 να ταξιδέψει στο νησί. Η Κέρκυρα θα του προσέφερε όχι μόνο ένα περιβάλλον πνευματικότερο, αλλά και την απομόνωση που ταίριαζε στον μονήρη και ιδιότροπο χαρακτήρα του και η οποία ήταν απαραίτητη για τη μελέτη και την ενασχόλησή του με την ποίηση, σύμφωνα και με τις υψηλές αντιλήψεις που είχε για την Τέχνη. Γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια. Την εποχή εκείνη ξεκίνησε την εντατική μελέτη της γερμανικής ρομαντικής φιλοσοφίας και ποίησης (Hegel. Schlegel, Schiller, Goethe). Επειδή δεν γνώριζε γερμανικά, τα διάβαζε από ιταλικές μεταφράσεις που εκπονούσε γι’ αυτόν ο φίλος του Νικόλαος Λούντζης. Όμως η Γερμανική αισθητική δεν πρόκειται να επιδράσει ολοκληρωτικά πάνω στην ποίηση του. Επίσης συνέχισε να επεξεργάζεται τα έργα Γυναίκα της Ζάκυθος και Λάμπρος, που είχε αρχίσει το 1826.

Στην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο επίκεντρο ενός κύκλου θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση και με αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Τα σημαντικότερα πρόσωπα με τα οποία συσχετίστηκε ο ποιητής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Ερμάννος Λούντζης, ο Nicolo Tommaseo, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς.

Οι Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς ήταν οι «μαθητές» του Σολωμού, οι ποιητές που συγκροτούν τον κύκλο των << σολωμικών ποιητών>>, από τον οποίο αρχίζει η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκαετίες πριν από την Αθήνα, όπου ο Κωστής Παλαμάς επιχείρησε μια δεύτερη ποιητική αναγέννηση, ως «αρχηγός» της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.

Το 1851 εμφανίστηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμη πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του πρόσωπα, όπως τον Πολυλά (οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854) και μετά και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.