ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20/3
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen)γεννήθηκε σαν σήμερα στις 20 Μαρτίου του 1828 και ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Ως ένας από τους ιδρυτές του μοντερνισμού στο θέατρο, ο Ιψεν αναφέρεται συχνά ως ο πατέρας του ρεαλισμού και ένας από τους πιο επιδραστικούς θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του. Σημαντικά του έργα του είναι μεταξύ άλλων τα Πέερ Γκυντ, , Το κουκλόσπιτο, Έντα Γκάμπλερ, Βρυκόλακες, Η αγριόπαπια και Αρχιμάστορας Σόλνες. Είναι ο πιο πολυπαιγμένος θεατρικός συγγραφέας στον κόσμο μετά το Σαίξπηρ και Το κουκλόσπιτο ήταν το πιο πολυπαιγμένο έργο στον κόσμο το 2006.
Το πρώτο ποιητικό και θεατρικό έργο του Ιψεν, Πέερ Γκυντ, έχει έντονα σουρρεαλιστικά στοιχεία. Μετά από αυτό ο Ιψεν εγκατέλειψε το στίχο και έγραφε σε ρεαλιστική πρόζα. Αρκετά από τα μεταγενέστερα θεατρικά του έργα θεωρήθηκαν σκανδαλώδη από πολλούς της εποχής του, όταν αναμενόταν το ευρωπαϊκό θέατρο να δίνει πρότυπα αυστηρά ηθικής οικογενειακής ζωής και ευπρέπειας. Στα επόμενα έργα του ο Ιψεν εξέτασε τις πραγματικότητες, που κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτοντας πολλά που ήταν ενοχλητικά σε αρκετούς από τους συγχρόνους του. Είχε μια κριτική ματιά και διερευνούσε ελεύθερα τις συνθήκες της ζωής και τα ζητήματα ηθικής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις πολλών κριτικών Η αγριόπαπια και το ”Ρόσμερσχολμ συναγωνίζονται για την πρώτη θέση μεταξύ των έργων του. Ο ίδιος ο Ιψεν θεωρούσε ως αριστούργημά του το Ο Αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος. Ο Ιψεν κατατάσσεται συχνά μεταξύ των πιο διακεκριμένων θεατρικών συγγραφέων της ευρωπαϊκής παράδοσης. Θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας του 19ου αιώνα. Επηρέασε άλλους θεατρικούς συγγραφείς και μυθιστοριογράφους, όπως οι Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Όσκαρ Γουάιλντ, Άρθουρ Μίλερ, Τζέιμς Τζόυς, Ευγένιος Ο’ Νηλ και Μίροσλαβ Κρλέζα. Προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1902, το 1903 και το 1904. Ο Ιψεν έγραψε τα έργα του στα Δανική γλώσσα (την κοινή γραπτή γλώσσα Δανίας και Νορβηγίας κατά τη διάρκεια της ζωής του) και αυτά εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Gyldendal της Δανίας. Αν και τα περισσότερα έργα του τοποθετούνται στη Νορβηγία – συχνά στο Σίεν, την πόλη-λιμάνι όπου μεγάλωσε – ο Ιψεν έζησε 27 χρόνια στην Ιταλία και τη Γερμανία και σπάνια επισκέφτηκε τη Νορβηγία κατά τα πιο παραγωγικά του χρόνια. Γεννημένος στην οικογένεια Πάους-Ιψεν, εμπόρων της ανώτερης μεσαίας τάξης, διαμόρφωσε τα έργα του σύμφωνα με το οικογενειακό του περιβάλλον και συχνά χαρακτήρες με πρότυπο μέλη της οικογένειάς του. Ηταν πατέρας του πρωθυπουργού (1903-1905) Σίγκουρντ Ιψεν. Τα έργα του Ιψεν είχαν έντονη επιρροή στο σύγχρονο πολιτισμό.
Την εποχή που έγραφε ο Ιψεν η λογοτεχνία αναδυόταν ως μια τρομερή δύναμη στις κοινωνίες του 19ου αιώνα. Ηταν ακόμη μια σχετικά νέα μορφή λαϊκής συζήτησης και ψυχαγωγίας. Με την τεράστια αύξηση του αλφαβητισμού προς το τέλος του αιώνα, οι ανατρεπτικές δυνατότητες της λογοτεχνίας αποτελούσαν τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά του κατεστημένου. Τα έργα του Ιψεν, από Το κουκλόσπιτο και μετά, θορύβησαν όχι μόνο τη Νορβηγία αλλά όλη την Ευρώπη, ακόμη και πέρα από τον Ατλαντικό την Αμερική. Κανένας άλλος καλλιτέχνης, εκτός από το Ρίχαρντ Βάγκνερ, δεν είχε τέτοια απήχηση διεθνώς, εμπνέοντας βλάσφημη λατρεία και υστερική κατακραυγή.
Ο Ιψεν το 1868 μετακόμισε από την Ιταλία στη Δρέσδη (Γερμανία), όπου πέρασε χρόνια γράφοντας εκείνο που θεωρούσε ως κύριο έργο του, το Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος, που δραματοποιούσε τη ζωή και την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Αποστάτη. Αν και πάντα ο ίδιος ο Ιψεν θεωρούσε αυτό ως τον ακρογωνιαίο λίθο όλου του έργου του, πολύ λίγοι συμμερίζονταν την άποψή του και τα επόμενα έργα του γνώρισαν πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση. Ο Ιψεν μετακόμισε στο Μόναχο το 1875 και άρχισε να δουλεύει το πρώτο του ρεαλιστικό έργο της εποχής του Τα στηρίγματα της κοινωνίας, που πρωτοεκδόθηκε και ανέβηκε το 1877. Ακολούθησε Το κουκλόσπιτο το 1879. Αυτό το έργο αποτελεί μια οξεία κριτική των συζυγικών ρόλων που γίνονταν αποδεκτοί από άνδρες και γυναίκες και χαρακτήριζαν την κοινωνία του Ιψεν.
Ο Ιψεν ήταν ήδη πενήντα χρονών όταν εκδόθηκε Το κουκλόσπιτο. Ο ίδιος είδε τα επόμενα έργα του ως μια ακολουθία. Στο τέλος της καριέρας του τα περιέγραψε ως “εκείνη τη σειρά που άρχισε με το Το κουκλόσπιτο και τώρα συμπληρώνεται με το Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί. Επίσης η υποδοχή του Κουκλόσπιτου έφερε στον Ιψεν τη διεθνή αναγνώριση.
Ακολούθησαν Οι Βρυκόλακες το 1881, ένα ακόμη δηκτικό σχόλιο για την ηθική της κοινωνίας του Ιψεν, στο οποίο μια χήρα αποκαλύπτει στον πάστορά της ότι είχε αποκρύψει τα κακά του γάμου της καθ’ όλη τη διάρκειά του. Ο πάστορας την είχε συμβουλεύσει να παντρευτεί τον αρραβωνιαστικό της παρά τις εξωσυζυγικές του σχέσεις και το έκανε με την πεποίθηση ότι η αγάπη της θα τον μεταμόρφωνε. Όμως αυτός τις συνέχισε μέχρι το θάνατό του και η φαυλότητά του μεταδόθηκε στο γιο τους με τη μορφή της σύφιλης. Η αναφορά και μόνο αφροδίσιας νόσου ήταν σκανδαλώδης, αλλά ιδίως το να δείξει πώς θα μπορούσε να δηλητηριάσει μια αξιοσέβαστη οικογένεια θεωρήθηκε απαράδεκτο.
Στον Εχθρό του λαού (1882) ο Ίψεν πήγε ακόμη πιο μακριά. Στα μέχρι τότε έργα του τα επίμαχα ζητήματα ήταν σημαντικά και ακόμη κεντρικά συστατικά της δράσης, αλλά στη μικρή κλίμακα μεμονωμένων νοικοκυριών. Στον Εχθρό του λαού η διαμάχη ήταν το κύριο επίκεντρο και ανταγωνιστής ήταν ολόκληρη η κοινότητα. Ένα πρωταρχικό μήνυμα του έργου είναι ότι το άτομο, που αντιστέκεται μόνο του, είναι πιο συχνά «σωστό» και όχι η μάζα των ανθρώπων, που απεικονίζονται ως αδαής και σαν πρόβατα. Η πεποίθηση της κοινωνίας της εποχής ήταν ότι η κοινότητα ήταν ένας ευγενής θεσμός που μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί, μια ιδέα που αμφισβήτησε ο Ιψεν. Στον Εχθρό του λαού ο Ίψεν στηλίτευσε όχι μόνο το συντηρητισμό της κοινωνίας αλλά και το φιλελευθερισμό της εποχής. Επεσήμανε πώς άνθρωποι και στις δύο πλευρές του κοινωνικού φάσματος μπορούσαν να είναι εξίσου συμφεροντολόγοι. Το έργο αυτό γράφτηκε ως απάντηση στους ανθρώπους που είχαν απορρίψει το προηγούμενο έργο του, τους Βρυκόλακες. Η πλοκή του έργου είναι μια προσχηματική ματιά στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντέδρασαν στην πλοκή των Βρυκολάκων. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας γιατρός σε ένα θέρετρο του οποίου το κύριο στοιχείο είναι τα δημόσια λουτρά. Ο γιατρός ανακαλύπτει ότι το νερό είναι μολυσμένο από το τοπικό βυρσοδεψείο. Αναμένει να χειροκροτηθεί που θα σώσει την πόλη από τον εφιάλτη της μόλυνσης των επισκεπτών, αλλά αντ ‘αυτού κηρύσσεται «εχθρός του λαού» από τους ντόπιους, που συνασπίζονται εναντίον του και πετροβολούν τα παράθυρά του. Το έργο τελειώνει με τον πλήρη εξοστρακισμό του. Είναι προφανές στον αναγνώστη ότι η καταστροφή επέρχεται τόσο για την πόλη όσο και για το γιατρό.
Όπως ήδη περίμενε το ακροατήριο, το επόμενο έργο του Ίψεν επιτέθηκε και πάλι σε παγιωμένες πεποιθήσεις και απόψεις. αλλά αυτή τη φορά η επίθεσή του δεν ήταν ενάντια στα ήθη της κοινωνίας, αλλά ενάντια στους διακαείς μεταρρυθμιστές και τον ιδεαλισμό τους. Πάντα εικονοκλάστης, ο Ίψεν θεωρούσε τον εαυτό του ως αντικειμενικό παρατηρητή της κοινωνίας, «σαν ένα μοναχικό μαχητή στις προφυλακές». Ο Ιψεν, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε από τους συγχρόνους του, βασιζόταν σε άμεσες πηγές όπως εφημερίδες και αναφορές από δεύτερο χέρι για την επαφή του με την πνευματική σκέψη. Ισχυριζόταν ότι αγνοούσε τα βιβλία, αφήνοντάς τα στη γυναίκα και στο γιο του, αλλά, όπως περιέγραψε ο Γκέοργκ Μπράντες, «φάνηκε να βρισκόταν σε μια μυστηριώδη αντιστοιχία με τις ζυμώσεις και τις νεοφυείς ιδέες της εποχής.»
Η αγριόπαπια(1884) θεωρείται από πολλούς το τελειότερο έργο του Ίψεν και είναι σίγουρα το πιο περίπλοκο. Αφηγείται την ιστορία του Γκρέγκερς Βέρλε, ενός νεαρού άνδρα που επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από παρατεταμένη εξορία και ξαναβρίσκει τον παιδικό φίλο του Χγιάλμαρ Εκνταλ. Στην πορεία του έργου τα πολλά μυστικά που κρύβονται πίσω από το φαινομενικά χαρούμενο σπίτι του Εκνταλ αποκαλύπτονται στον Γκρέγκερς, που επιμένει να επιδιώξει την απόλυτη αλήθεια, ή τις «Κλήσεις του Ιδανικού». Ανάμεσα σε αυτές τις αλήθειες: ο πατέρας του Γκρέγκερς άφησε έγκυο την υπηρέτριά του Τζίνα και μετά την πάντρεψε με τον Χγιάλμαρ για να νομιμοποιήσει το παιδί. Ένας άλλος άνδρας είχε ατιμαστεί και φυλακιστεί για ένα έγκλημα που διέπραξε ο πρεσβύτερος Βέρλε. Επιπλέον ενώ ο Χγιάλμαρ περνά τις μέρες του δουλεύοντας σε μια εντελώς φανταστική «εφεύρεση», η σύζυγός του κερδίζει το εισόδημα του νοικοκυριού.
Μετά την έκδοση των Βρυκολάκων έγραψε: “ενώ μαινόταν η καταιγίδα έκανα πολλές μελέτες και παρατηρήσεις και δεν θα διστάσω να τις εκμεταλλευτώ στα μελλοντικά γραπτά μου”. Πράγματι το επόμενο έργο του Ο εχθρός του λαού θεωρήθηκε αρχικά από τους κριτικούς ότι ήταν η απάντησή του στη βίαιη κριτική που είχαν δεχθεί οι Βρυκόλακες. Ο Ιψεν ανέμενε την κριτική: όπως έγραψε στον εκδότη του : “Τα Φαντάσματα πιθανόν θα θορυβήσουν κάποιους κύκλους, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αν δεν το έκαναν, δεν θα ήταν ανάγκη να το γράψω”.
Ο Ιψεν δεν διάβαζε μόνο τις κριτικές για τα έργα του, επικοινωνούσε συνεχώς με κριτικούς, εκδότες, σκηνοθέτες και εκδότες εφημερίδων για αυτά. Η εκτίμηση του έργου του, τόσο από κριτικούς όσο και από σκηνοθέτες, τον ενδιέφερε πολύ. Συχνά συμβούλευε σκηνοθέτες για το ποιός ή ποιά ηθοποιός ταίριαζε για ένα συγκεκριμένο ρόλο.
Τα έργα του Ιψεν έφθασαν αρχικά σε πολύ ευρύτερο ακροατήριο μάλλον ως αναγνώσματα παρά ως παραστάσεις. Για παράδειγμα πέρασαν 20 χρόνια για να επιτρέψουν οι αρχές την παράσταση των Βρυκολάκων στη Νορβηγία. Κάθε νέο έργο που έγραφε ο Ιψεν από το 1879 και μετά είχε εκρηκτική επίδραση στους κύκλους των διανοούμενων. Αυτή ήταν μεγαλύτερη για το Κουκλόσπιτο κσι τους Βρυκόλακες και δεν μετριάστηκε με τα επόμενα έργα, αλλά η μετάφραση των έργων του Ιψεν στα γερμανικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά τη δεκαετία που ακολουθούσε την αρχική έκδοση κάθε έργου και οι συχνές νέες παραστάσεις σήμαινε ότι ο Ιψεν παρέμενε αντικείμενο σοβαρής συζήτησης τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οταν εκδόθηκε Το κουκλόσπιτο είχε εκρηκτική επίδραση: ήταν το κέντρο των συζητήσεων σε κάθε κοινωνική συγκέντρωση στη Χριστιανία (Οσλο). Μια οικοδέσποινα έγραψε στις προσκλήσεις για το σουαρέ της: “Παρακαλείσθε ευγενικά να μην αναφέρετε το νέο έργο του Κυρίου Ιψεν”.
Ο Ίψεν τιμήθηκε ως Ιππότης το 1873, Διοικητής το 1892, και με το Μεγάλο Σταυρό του Τάγματος του Αγίου Ολαφ το 1893. Έλαβε το Μεγάλο Σταυρό του Δανικού Τάγματος του Ντάνεμποργκ και το Μεγάλο Σταυρό του Σουηδικού Τάγματος του Πολικού Αστέρα και έγινε Ιππότης Πρώτης τάξη του (Σουηδικού) Τάγματος του Βάζα.
Ο Ιψεν πέθανε στις 23 Μαίου 1906 στο σπίτι του στην Arbins gade 1 της Χριστιανίας (Όσλο), από το 2006 Μουσείο Ιψεν, μετά από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων το Μάρτιο του 1900. Οταν, στις 22 Μαίου, η νοσοκόμα του διαβεβαίωσε έναν επισκέπτη ότι ήταν λίγο καλύτερα, εκείνος ψέλισε “Αντιθέτως” (“Tvertimod”). Πέθανε την επόμενη μέρα στις 2.30 μ.μ.
Ο Ιψεν ετάφη στο Var Frelsers gravlund (Νεκροταφείο του Σωτήρος) στο κέντρο του Οσλο.
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.