TOP

ΦΡΕΝΤ ΑΣΤΑΙΡ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 22/6

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Ο Φρεντ Ασταίρ ( Fred Astaire ) έφυγε σαν σήμερα στις 22 Ιουνίου του 1987 και γεννημένος ως Φρέντερικ Αούστερλιτς στην Ομάχα της Νεμπράσκα, ήταν ένας βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός χορευτής, χορογράφος, τραγουδιστής και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Η καριέρα του στο θέατρο και στον κινηματογράφο διήρκεσε για εβδομήντα έξι ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποίησε τριάντα μία μουσικές ταινίες. Ιδιαίτερα ονομαστή ήταν η καλλιτεχνική του συνεργασία με την Τζίντζερ Ρότζερς, με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε δέκα ταινίες.
Οι Τζωρτζ Μπαλανσίν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ τον κατονόμασαν ως τον μεγαλύτερο χορευτή του εικοστού αιώνα και έχει γενικότερα αναγνωριστεί ως ο χορευτής με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μιούζικαλ. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει ως τον 5ο Μεγαλύτερο Άρρενα Αστέρα Όλων Των Εποχών.

Ο πατέρας του καλλιτέχνη, ο Φρέντερικ “Φριτς” Αούστερλιτς, ήταν Αυστριακός μετανάστης, ζυθοποιός στο επάγγελμα και Καθολικός. Η μητέρα του, η Τζοάννα “Ανν” Τζίλους, γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από Λουθηρανούς Γερμανούς γονείς. Ο ίδιος ο Ασταίρ έγινε μέλος της Επισκοπικής Εκκλησίας των ΗΠΑ το 1912. Μετά την άφιξή του στην πόλη της Νέας Υόρκης, ο Φρέντερικ ταξίδεψε στην Ομάχα, ελπίζοντας να βρει δουλεία ως ζυθοποιός και τελικά βρήκε θέση στην Storz Brewing Company. Λίγο αργότερα, γνώρισε και νυμφεύθηκε την Ανν. Η πρωτότοκη κόρη τους ονομάστηκε Αντέλ και σύντομα αποκαλύφθηκε πως ήταν χορεύτρια σαν από ένστικτο, καθώς και καλή στο τραγούδι. Από νωρίς η Ανν ονειρευόταν να ξεφύγει από την Ομάχα δια μέσου του ταλέντου των παιδιών της. Οραματιζόταν ένα νούμερο αδερφού και αδερφής, που ήταν σύνηθες στη vaudeville εκείνη την εποχή. Παρόλο που αρνήθηκε να κάνει μαθήματα χορού στην αρχή, ο Φρεντ Τζούνιορ μιμήθηκε με ευκολία τα βήματα της αδερφής του. Σύντομα ξεκίνησε να ασχολείται με το πιάνο, το ακορντεόν και το κλαρινέτο. Όταν ξαφνικά ο πατέρας τους έχασε τη δουλειά του, η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να αρχίσει η καριέρα των δύο παιδιών στη show business. Η Αντέλ και ο Φρεντ Τζούνιορ είχαν έναν πειραχτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους μα ευτυχώς γρήγορα ανακάλυψαν τις ατομικές τους δυνατότητες, το αγόρι την αντοχή και το κορίτσι το γενικότερο ταλέντο. Ασταίρ ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που υιοθέτησαν τα δύο παιδιά το 1905, όταν εκπαιδεύονταν στο χορό, την πρόζα και το τραγούδι, προετοιμάζοντας το νούμερο που θα παρουσίαζαν. Οι οικογενειακές αφηγήσεις το αποδίδουν σε ένα θείο με το προσωνύμιο “L’Astaire”. Τελικά το πρώτο τους νούμερο πήρε σχήμα και μορφή και ονομάστηκε Juvenile Artists Presenting an Electric Musical Toe-Dancing Novelty. Σε αυτό, ο Φρεντ φορούσε καπέλο (top hat) και φράκο στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μια στολή αστακού. Το αστείο νούμερο έκανε ντεμπούτο στο Κίπορτ του Νιού Τζέρσεϋ σε ένα θέατρο για πρωτοεμφανιζόμενους, με την τοπική εφημερίδα να γράφει, “οι Ασταίρ είναι το καλύτερο παιδικό νούμερο στη vaudeville.” 
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, σαν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του πατέρα τους, ο Φρεντ και η Αντέλ έκλεισαν μεγάλο συμβόλαιο και έπαιξαν σε διάφορες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και Ομάχα. Σύντομα η Αντέλ βρέθηκε να είναι τρεις ίντσες ψηλότερη από τον αδερφό της και το ζευγάρι άρχισε να μοιάζει αταίριαστο. Η οικογένεια αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα δύο ετών από τις παραστάσεις, επίσης για να αποφύγει προβλήματα εξαιτίας της νομοθεσίας της εποχής για την παιδική εργασία. Η καριέρα τους συνεχίστηκε με διάφορες διακυμάνσεις, αν και το ταλέντο τους αναπτύχθηκε και ραφιναρίστηκε, καθώς άρχισαν να ενσωματώνουν χορό με κλακέτες στα νούμερά τους. Από την Αουρέλια Κότσια έμαθαν τανγκό, βαλς και άλλους χορούς που έγιναν αγαπητοί στον απλό λαό από τον Βέρνον και την Ιρέν Κάσλ. Ορισμένες πηγές αναφέρουν πως τα δύο αδέρφια εμφανίστηκαν σε μια ταινία του 1915 με τίτλο Fanchon, the Cricket , με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Πίκφορντ, αλλά οι Ασταίρ το αρνήθηκαν με επιμονή.

Ενώ έψαχνε για νέες καλλιτεχνικές ιδέες, ο Φρεντ Ασταίρ συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Τζορτζ Γκέρσουιν, έναν πλασιέ τραγουδιών της Jerome H. Remick’s, το 1916. Η τυχαία τους συνάντηση έλαχε να έχει βαθιές επιπτώσεις στις μετέπειτα καριέρες και των δυο καλλιτεχνών. Ο Ασταίρ βρισκόταν συνεχώς σε αναζήτηση νέων βημάτων και ξεκίνησε να παρουσιάζει την ακόρεστη επιθυμία του για καινοτομία και τελειότητα. Τελικά, τα δύο αδέρφια εμφανίστηκαν στο Μπρόντγουεϊ με το Over the Top (1917), ένα πατριωτικό νούμερο.
Τα δύο αδέρφια συνέχισαν παρουσιάζοντας καινούρια νούμερα και για τη δουλειά τους στο The Passing Show το 1918, ο Χέιγουντ Μπρουν έγραψε: “Σε μια βραδιά όπου υπήρχε αφθονία καλού χορού, ο Φρεντ Ασταίρ ξεχώριζε… Αυτός και η παρτενέρ του, Αντέλ Ασταίρ, έκαναν το σόου να παύσει νωρίς το βράδυ, με έναν όμορφο χορό με χαλαρά άκρα.” Ως τότε, η ικανότητα του Φρεντ στο χορό είχε αρχίσει να υπερέχει αυτής της αδερφής του, αν και ακόμη εκείνη έδινε τον τόνο στην παράστασή τους και η λάμψη και το χιούμορ της τραβούσαν την προσοχή, εν μέρει χάρις στην προσεχτική προετοιμασία του Φρεντ και την ισχυρή υποστήριξη της χορογραφίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ο Φρεντ και η Αντέλ εμφανίζονταν στο Μπρόντγουεϊ και σε θεατρικές σκηνές του Λονδίνου, σε παραστάσεις όπως οι Lady Be Good (1924) και Funny Face (1927) των Τζορτζ και Άιρα Γκέρσουιν, και αργότερα στο The Band Wagon (1931), κερδίζοντας την αναγνώριση των κριτικών και του κοινού και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων του Funny Face, οι Ασταίρ πήγαν στο Χόλιγουντ για ένα δοκιμαστικό (το οποίο δεν διασώζεται σήμερα) στα στούντιο της Paramount. Ωστόσο δεν θεωρήθηκαν κατάλληλοι για να συμμετάσχουν σε κινηματογραφικές ταινίες. Το καλλιτεχνικό ζευγάρι χώρισε το 1932, όταν η Αντέλ παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, Λόρδο Τσαρλς Κάβεντις, γιο του Δούκα του Ντέβονσαϊρ. Ο Φρεντ Ασταίρ συνέχισε κατακτώντας την επιτυχία μοναχός του στο Μπρόντγουεϊ και στο Λονδίνο με την παράσταση Gay Divorce, ενώ άρχισε και να εξετάζει προτάσεις από το Χόλιγουντ. Το τέλος της συνεργασίας του με την Αντέλ υπήρξε τραυματικό για τον Ασταίρ, ωστόσο του έδωσε κίνητρο να επεκτείνει το ρεπερτόριό του. Ελεύθερος από τους περιορισμούς αδερφού – αδερφής, και με μια νέα συνεργάτιδα, την Κλαιρ Λους, δημιούργησε ένα ρομαντικό χορευτικό για δύο για το Night and Day του Κόουλ Πόρτερ, το οποίο και είχε γραφτεί για το Gay Divorce. Το νούμερο πιστώθηκε με την επιτυχία του θεατρικού και, όταν φτιάχτηκε εκ νέου στη μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο (The Gay Divorcee, 1934), σηματοδότησε μια νέα εποχή στον κινηματογραφημένο χορό. Πρόσφατα, υλικό που γυρίστηκε από τον Φρεντ Στόουν, με τον Ασταίρ να δίνει παράσταση στα πλαίσια του Gay Divorce στη Νέα Υόρκη, με τη διάδοχο της Λους, τη Ντόροθυ Στόουν, το 1933, βγήκε και πάλι στο φως από την χορεύτρια και ιστορικό Μπέτσυ Μπέιτος , και σήμερα αποτελεί το αρχαιότερο κινηματογραφημένο υλικό με ερμηνεία του Ασταίρ που διαθέτουμε.
Σύμφωνα με έναν μύθο του Χόλιγουντ, σε μια αναφορά που συνόδεψε ένα δοκιμαστικό που έκανε ο Ασταίρ για την κινηματογραφική εταιρία RKO, σήμερα χαμένη μαζί με το δοκιμαστικό, γράφτηκε: “Δεν μπορεί να τραγουδήσει. Δεν μπορεί να παίξει. Χάνει τα μαλλιά του. Μπορεί να χορέψει λιγουλάκι.” Ο παραγωγός των ταινιών των Ασταίρ – Ρότζερς Πάντρο Σ. Μπέρμαν υποστήριξε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ την ιστορία αυτή κατά τη δεκαετία του 1930 και πως προέκυψε αργότερα. Ο Ασταίρ, σε μια συνέντευξη το 1980 για την εκπομπή 20/20 της Μπάρμπαρα Γουόλτερς στο δίκτυο ABC, επέμεινε πως η αναφορά στην πραγματικότητα έγραφε: “Δεν μπορεί να παίξει. Λίγο καραφλός. Επίσης χορεύει.”  Σε κάθε περίπτωση, το δοκιμαστικό ήταν προφανώς απογοητευτικό, και ο Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, που ήταν αυτός που έφερε τον Ασταίρ στην εταιρία και παρήγγειλε το δοκιμαστικό, το περιέγραψε ως “ελεεινό” σε κάποιο υπόμνημα του 1933. Εν τούτοις, αυτό δεν επηρέασε τα πλάνα της εταιρίας για τον καλλιτέχνη, δανείζοντάς τον αρχικά για μερικές μέρες στην MGM το 1933 για το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ, όπου εμφανίστηκε ως ο εαυτός του, χορεύοντας με την Τζόαν Κρόφορντ στο επιτυχημένο μιούζικαλ Dancing Lady. Αφού επέστρεψε στην RKO Pictures, το όνομά του αναγράφτηκε πέμπτο μαζί με τη Τζίντζερ Ρότζερς στο έργο του 1933 της Ντολόρες ντελ Ρίο με τίτλο Flying Down to Rio. Σε μια του κριτική, το περιοδικό Variety αποδίδει την επιτυχία του έργου στην παρουσία του Ασταίρ. Παρόλο που ο Ασταίρ ήταν αρχικά πολύ επιφυλακτικός στο να αποτελέσει και πάλι μέλος χορευτικού διδύμου, πείσθηκε από την προφανή έλξη που ασκούσε στο κοινό το ταίριασμα Ασταίρ – Ρότζερς. Αυτή η συνεργασία, και η χορογραφία των Ασταίρ και Ερμή Παν, βοήθησαν το χορό να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι των κινηματογραφικών μιούζικαλ του Χόλιγουντ. Οι Ασταίρ και Ρότζερς γύρισαν δέκα ταινίες μαζί, ανάμεσα στις οποίες τις The Gay Divorcee (1934), Roberta (1935), Top Hat (1935), Follow the Fleet (1936), Swing Time (1936), Shall We Dance (1937) , και Carefree (1938). Έξι από τα εννιά μιούζικαλ που δημιούργησε αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της RKO, όλα έφεραν ένα κάποιο πρεστίζ και καλλιτεχνία που όλα τα στούντιο επιθυμούσαν την εποχή εκείνη. Η συνεργασία των Ασταίρ και Ρότζερς τους μετέτρεψε σε αστέρια πρώτου μεγέθους. Όπως είπε η Κάθριν Χέπμπορν: “Αυτός της δίνει κλάση και εκείνη του δίνει σεξ”. 

Ο Ασταίρ με ευκολία απέσπασε ένα ποσοστό του κέρδους που απέφεραν οι ταινίες του, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στα συμβόλαια των ηθοποιών της εποχής, καθώς επίσης και πλήρη αυτονομία στο πώς θα παρουσιάζονταν οι χοροί του, επιτρέποντάς του να φέρει επανάσταση στον κινηματογραφικό χορό. Στον Ασταίρ αποδίδονται δύο σημαντικοί νεωτερισμοί στα πρώτα κινηματογραφικά μιούζικαλ. Αρχικά επέμεινε η (πρακτικά ακίνητη) κάμερα να τραβά ένα ολόκληρο χορευτικό σε ένα μοναδικό πλάνο, και αν ήταν δυνατόν, να έχει πλήρη ορατότητα των χορευτών συνεχώς. Ο Ασταίρ έχει κάνει τη διάσημη δήλωση: “Είτε η κάμερα θα χορεύει, είτε εγώ.” Ο Ασταίρ έκανε να επικρατήσει αυτή την πολιτική από το The Gay Divorcee (1934) και μετά, μέχρι που την ανέτρεψε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, όταν σκηνοθέτησε την ταινία Finian’s Rainbow (1968), το πρώτο του μιούζικαλ. Με τον τρόπο αυτό οι χορευτικές σκηνές του Ασταίρ διαφοροποιήθηκαν από αυτές των μιούζικαλ του Μπάσμπυ Μπέρκλεϊ, τα οποία είναι γνωστά για χορευτικά νούμερα γεμάτα λήψεις από αέρος, γρήγορες αλλαγές και ζουμ σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, όπως τα χέρια ή τα πόδια. Δεύτερον, φρόντιζε ώστε όλα τα μουσικά νούμερα να εναρμονίζονται απόλυτα με την πλοκή του έργου. Αντί να χρησιμοποιεί το χορό καθαρά ως θέαμα όπως ο Μπέρκλεϋ, ο Ασταίρ τον χρησιμοποίησε σαν στοιχείο που δίνει ώθηση στην πλοκή. Συνήθως, μια ταινία του Ασταίρ θα περιελάμβανε μια σόλο ερμηνεία από τον ίδιο τον Ασταίρ – την οποία και ονόμαζε “sock solo” –, ένα κωμικό χορευτικό με την παρτενέρ του και ένα ρομαντικό χορευτικό. Οι κριτικοί χορού Αρλήν Κρότσε, Χάνα Χύαμ και Τζον Μιούελερ θεωρούν πως η Ρότζερς υπήρξε η καλύτερη παρτενέρ που είχε ποτέ ο Ασταίρ, αναγνωρίζοντας συγχρόνως πως ορισμένες από τις μεταγενέστερες παρτενέρ του είχαν περισσότερες ικανότητες, μια άποψη που μοιράζονται επίσης  οι Ερμής Παν και Στάνλεϋ Ντόνεν. Η κριτικός κινηματογράφου Πωλίν Κάελ υιοθετεί μια πιο ουδέτερη στάση, ενώ ο κριτικός του περιοδικού Time Ρίτσαρντ Σκίκελ γράφει: “Η νοσταλγία που περιβάλλει το ζεύγος Ρότζερς – Ασταίρ έχει την τάση να ξεθωριάζει τις άλλες παρτενέρ.”
Ο Μιούελερ συνοψίζει τις ικανότητες της Ρότζερς ως εξής: “Η Ρότζερς ξεχωρίζει από τις άλλες παρτενέρ του Ασταίρ όχι γιατί ήταν ανώτερή τους ως χορεύτρια αλλά επειδή, σαν μια ικανή ηθοποιός με ένστικτο, ήταν αρκετά επιφυλακτική ώστε να καταλάβει πως η υποκριτική δεν σταματούσε όταν άρχιζε ο χορός… ο λόγος που τόσο πολλές γυναίκες είχαν τη φαντασίωση να χορέψουν με τον Φρεντ Ασταίρ ήταν ότι η ίδια η Τζίντζερ Ρότζερς έδινε την εντύπωση πως, το να χορεύεις μαζί του, ήταν η πιο συναρπαστική εμπειρία που μπορεί κανείς να φανταστεί.” Σύμφωνα με τον Ασταίρ, “Η Τζίντζερ δεν είχε ποτέ χορέψει με παρτενέρ στο παρελθόν. Προσποιόταν υπερβολικά. Δεν μπορούσε να χορέψει κλακέτες και δεν μπορούσε να κάνει εκείνο ή το άλλο… αλλά η Τζίντζερ είχε στιλ και ταλέντο και βελτιωνόταν καθώς περνούσε ο καιρός . Τα κατάφερε τόσο καλά ώστε μετά από λίγο οποιαδήποτε άλλη χόρευε μαζί μου φαινόταν να το κάνει λάθος.”  Ωστόσο, ο Ασταίρ ακόμη επιθυμούσε να αποφύγει την ταύτιση της καριέρας του με μια συγκεκριμένη συνεργάτιδα, έχοντας το ήδη υποστεί μια φορά με την αδερφή του, την Αντέλ. Μέχρι που διαπραγματεύτηκε με την RKO να εμφανιστεί μόνος στην ταινία A Damsel in Distress το 1937, δίχως επιτυχία όπως αποδείχτηκε. Έκανε τελικά δύο ακόμη ταινίες με τη Ρότζερς, τις Carefree (1938) και The Story of Vernon and Irene Castle (1939). Όταν και οι δύο έχασαν χρήματα, ο Ασταίρ αποχώρησε από την RKO, ενώ η Ρότζερς παρέμεινε και τελικά έγινε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του στούντιο κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’40. Οι δυο τους επανενώθηκαν το 1949 για μια τελευταία συνεργασία, με τίτλο The Barkleys of Broadway.

Το 1939, ο Ασταίρ αποχώρησε από την RKO για να ακολουθήσει νέες ευκαιρίες, με μεικτά αν και γενικότερα επιτυχή αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ασταίρ συνέχισε να δίνει προσοχή στην αξία των συνεργατών του στη χορογραφία και, αντίθετα με την επιλογή του της δεκαετίας του 1930 να συνεργαστεί αποκλειστικά με τον Ερμή Παν, επένδυσε στο ταλέντο καινούριων συνεργατών ώστε να συνεχίσει να είναι καινοτόμος. Η πρώτη του παρτενέρ μετά την Τζίντζερ ήταν η εξαιρετική Έλινορ Πάουελ, η οποία θεωρήθηκε η αρτιότερη χορεύτρια στις κλακέτες της γενιάς της, στην παραγωγή Broadway Melody of 1940 όπου και παρουσίασαν μια φημισμένη ρουτίνα μεγάλης διάρκειας για το Begin the Beguine του Κόουλ Πόρτερ. Εμφανίστηκε επίσης στο πλάι του Μπινγκ Κρόσμπυ στις ταινίες Holiday Inn (1942) και Blue Skies (1946), μα παρά την τεράστια εμπορική επιτυχία και των δύο, ο Ασταίρ φάνηκε δυσαρεστημένος με τους ρόλους όπου έχανε το κορίτσι από τον Κρόσμπυ. Το πρώτο φιλμ είναι ξακουστό για το χορευτικό του σόλο “Let’s Say it with Firecrackers”, ενώ το δεύτερο περιελάμβανε μια καινοτόμο ρουτίνα χορού και τραγουδιού που ταυτίστηκε μαζί του, το “Puttin on the Ritz”. Άλλες παρτενέρ του αυτή την περίοδο περιλαμβάνουν την Πολέτ Γκοντάρ στο Second Chorus (1940), παραγωγή στην οποία διηύθυνε χορεύοντας την ορχήστρα Artie Shaw. Γύρισε δύο ταινίες με την Ρίτα Χέιγουορθ, η οποία έγινε η αγαπημένη του παρτενέρ: η πρώτη, You’ll Never Get Rich (1941) ανέδειξε την Χέιγουορθ σε αστέρι και παρείχε στον Ασταίρ την πρώτη του ευκαιρία να ενσωματώσει λατινοαμερικάνικα στοιχεία στο χορευτικό του στιλ, επωφελούμενος από την επαγγελματική κληρονομιά της Χέιγουρθ στους λάτιν χορούς. Το δεύτερο του φιλμ μαζί της, You Were Never Lovelier (1942), είχε εξίσου επιτυχία, και περιελάμβανε ένα ντουέτο του “I’m Old Fashioned” του Κερν, το οποίο και έγινε ο κορμός του αφιερώματος στον Ασταίρ που επιμελήθηκε το 1983 ο Ζερόμ Ρόμπινς με το New York City Ballet. Κατόπιν εμφανίστηκε μαζί με την δεκαεπτάχρονη Τζόαν Λέζλι στο πολεμικό δράμα The Sky’s the Limit (1943) όπου και παρουσίασε το “One for My Baby” των Αρλήν και Μέρτσερ ενώ χορεύει σε ένα μπαρ μια σκοτεινή και προβληματισμένη χορογραφία. Η ταινία, της οποίας τις χορογραφίες ανέλαβε ο Ασταίρ μονάχος του και που πέτυχε μέτρια εισπρακτική επιτυχία, αποτέλεσε για τον Ασταίρ μία στροφή από την γοητευτική και χαρούμενη περσόνα που υποδυόταν συνήθως στην οθόνη και μπέρδεψε τους σύγχρονούς του κριτικούς.
Η επόμενη παρτενέρ του, η Λουσίλ Μπρέμερ, εμφανίστηκε σε δύο ταινίες, και οι δύο σκηνοθετημένες από τον Βιντσέντε Μινέλλι: το έργο φαντασίας Yolanda and the Thief που περιελάμβανε ένα avant-garde σουρεαλιστικό μπαλέτο, και το μιούζικαλ Ziegfeld Follies (1946) το οποίο περιελάμβανε ένα αξιομνημόνευτο ντουέτο του Ασταίρ με τον Τζιν Κέλλι στο “The Babbit and the Bromide”, ένα τραγούδι του Γκέρσουιν που ο Ασταίρ είχε παρουσιάσει με την Αντέλ πολύ παλαιότερα, το 1927. Αν και η δεύτερη ταινία ήταν πολύ επιτυχημένη, η πρώτη πάτωσε και ο Ασταίρ, πάντα ανασφαλής και πιστεύοντας πως η καριέρα του ξεκινούσε να ξεθωριάζει, αιφνιδίασε το κοινό του ανακοινώνοντας την απόσυρσή του κατά τη διάρκεια της παραγωγής του Blue Skies (1946), κατονομάζοντας το “Puttin on the Ritz” ως τον αποχαιρετιστήριο χορό του. Μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής του από τα καλλιτεχνικά δρώμενα το 1946, ο Ασταίρ συγκεντρώθηκε στις ιπποδρομίες και ίδρυσε τα Fred Astaire Dance Studios το 1947, τα οποία τελικά πούλησε το 1966.
Ο Ασταίρ σύντομα επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη για να αντικαταστήσει τον τραυματία Τζιν Κέλλι στην ταινία Eastern Parade στο πλευρό των Τζούντι Γκάρλαντ και Ανν Μίλερ, και για μια τελική επανένωση με την Ρότζερς στο The Barkleys of Broadway (1949). Κατόπιν συνέχισε να γυρίζει κι άλλα μιούζικαλ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50: Let’s Dance (1950) με την Μπέτυ Χάτον, Royal Wedding (1951) με την Τζέην Πάουελ, Three Little Words (1950) και The Belle of New York (1952 ) με την Βέρα-Έλλεν, The Band Wagon (1953) και Silk Stockings (1957) με την Σιντ Τσαρίς, Daddy Long Legs (1955) με την Λέζλι Κάρον, και Funny Face (1957) με την Όντρεϊ Χέπμπορν. Η προσφορά του μέχρι εκείνο το σημείο ήταν τριάντα μουσικές ταινίες σε είκοσι πέντε χρόνια. Ακολούθως, ανακοίνωσε ότι αποσυρόταν από τον χορό στον κινηματογράφο για να επικεντρωθεί στην δραματική ηθοποιία, επιτυγχάνοντας παραληρηματικές κριτικές για το πολεμικό δράμα On the Beach (1959).

Ο Ασταίρ δεν αποσύρθηκε πλήρως από το χορό. Γύρισε μια σειρά τεσσάρων μιούζικαλ για την τηλεόραση, η οποία έλαβε πολύ καλές κριτικές και βραβεύτηκε με Έμμυ, κατά τα έτη 1958, 1959, 1960 και 1968. Καθένα από αυτά περιελάμβανε στο καστ τον Μπάρυ Τσέης, με τον οποίο ο Ασταίρ πέρασε ένα καλοκαίρι μεγάλης καλλιτεχνικής έμπνευσης. Το πρώτο από τα προγράμματα αυτά, με τίτλο An Evening with Fred Astaire (1958), κέρδισε συνολικά εννέα βραβεία Έμμυ. Υπήρξε επίσης αξιοσημείωτο γιατί ήταν η πρώτη μεγάλη μετάδοση που προεγγράφηκε σε έγχρωμη βιντεοταινία, και αποκαταστάθηκε μόλις πρόσφατα. Η τελευταία μεγάλη μουσική ταινία του καλλιτέχνη ήταν το Finian’s Rainbow (1968), για την οποία αποχωρίστηκε τη λευκή του γραβάτα και το φράκο για να υποδυθεί έναν Ιρλανδό περιπλανώμενο, ο οποίος πιστεύει πως αν θάψει ένα κομμάτι χρυσό στη σκιά του Φορτ Νοξ αυτό θα πολλαπλασιαστεί . Παρτενέρ του στο χορό ήταν η Πετούλα Κλαρκ, η οποία υποδύθηκε τη σκεπτικίστρια κόρη του. Εκείνος εξομολογήθηκε πως ήταν νευρικός για το γεγονός ότι θα τραγουδήσει μαζί της, ενώ εκείνη ομολόγησε τον ίδιο φόβο όταν κλήθηκε να χορέψει μαζί του. Δυστυχώς, η ταινία, την οποία σκηνοθέτησε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, υπήρξε αποτυχημένη εμπορικά. Ο Ασταίρ συνέχισε να ασχολείται με την υποκριτική και τη δεκαετία του 1970, κάνοντας εμφανίσεις στην τηλεόραση όπως στο It Takes a Thief και σε ταινίες όπως ο Πύργος της Κολάσεως (1974), για τον οποίο έλαβε τη μοναδική του υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Β ‘ Ανδρικής Ερμηνείας. Χάρισε τη φωνή του στον αφηγητή της κλασικής ταινίας κινουμένων σχεδίων της δεκαετίας του ’70, με τίτλο Santa Claus is Comin’ to Town. Εμφανίστηκε ακόμη στα δύο πρώτα ντοκιμαντέρ της σειράς That’s Entertainment! στα μέσα της ίδιας δεκαετίας. Στο δεύτερο, σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών πραγματοποίησε μουσικοχορευτικά νούμερα με τον Τζιν Κέλλυ, ερμηνείες που αποτέλεσαν τις τελευταίες του σε μουσική ταινία. Το καλοκαίρι του 1975, έκανε τρία άλμπουμ στο Λονδίνο, τα London, Attitude Dancing, They Can’t Take These Away From Me, και A Couple of Song and Dance Men, με το τελευταίο να περιλαμβάνει ντουέτα του με τον Μπινγκ Κρόσμπυ. Το 1978, ο Φρεντ Ασταίρ συμπρωταγωνίστησε με την Έλεν Χέιζ σε μια τηλεταινία, την A Family Upside Down, όπου και υποδύονται ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Για την ερμηνεία του αυτή ο Ασταίρ κέρδισε Βραβείο Έμμυ. Έκανε μια καλοδιαφημισμένη εμφάνιση ως γκεστ στην τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας του 1979, Battlestar Galactica, στο ρόλο του Chameleon, κατόπιν προσωπικής του αιτήσεως διαμέσου του ατζέντη του. Τελευταία του ταινία ήταν η διασκευή το 1981 του μυθιστορήματος του Πήτερ Στράουμπ με τίτλο Ghost Story.
Ο Ασταίρ ήταν βιρτουόζος χορευτής, ικανός να εκπέμπει ανάλαφρη ανεμελιά ή βαθύ συναίσθημα όταν ο ρόλος το απαιτούσε. Διέθετε εντυπωσιακό έλεγχο πάνω στην τεχνική του και εφάμιλλη αίσθηση του ρυθμού. Καιρό μετά την ολοκλήρωση της φωτογραφίας για το σόλο χορευτικό του νούμερο με τίτλο “I Want To Be A Dancin’ Man” για την ταινία The Belle Of New York (1952), κρίθηκε πως το ταπεινό κοστούμι του Ασταίρ, αλλά και το σύνολο του σκηνικού ήταν ακατάλληλα και ολόκληρη η σκηνή έπρεπε να γυριστεί από την αρχή. Το ντοκιμαντέρ “That’s Entertainment! Part III” (1994) αντιπαραβάλει τις δύο σκηνές σε χωρισμένη στα δύο οθόνη. Καρέ προς καρέ, οι δύο ερμηνείες είναι εντελώς ίδιες, μέχρι και την πιο αδιόρατη χειρονομία. Η εκτέλεση μιας χορευτικής ρουτίνας από τον Ασταίρ τύγχανε επιδοκιμασίας για την κομψότητα, τη χάρη, την πρωτοτυπία και την ακρίβειά της. Άντλησε έμπνευση από μια ποικιλία από πηγές, ανάμεσα στις οποίες το χορό με κλακέτες και άλλους Αφροαμερικάνικους ρυθμούς, τον κλασικό χορό και το υψηλό επίπεδο των Βέρνον και Ιρέν Κάσλ, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα αναγνωρίσιμο στυλ χορού, το οποίο επηρέασε και έθεσε τα στάνταρντ, σύμφωνα με τα οποία θα κρίνονταν όλες οι μεταγενέστερες μουσικοχορευτικές ταινίες. Χορογραφούσε ο ίδιος τα νούμερά του, συχνά με τη βοήθεια άλλων καλλιτεχνών, και κυρίως του Ερμή Παν. Η τελειομανία του υπήρξε θρυλική, όπως η μετριοφροσύνη και η φροντίδα του για τους συμπρωταγωνιστές του. Αν και η επιμονή του για πρόβες και επαναλήψεις έκαναν κάποιους να δυσανασχετούν. Παρόλο που έβλεπε τον εαυτό του σα διασκεδαστή πρώτα από όλα, το μέγεθος της τέχνης του κέρδισε την εκτίμηση θρύλων του χορού του 20ου αιώνα, όπως ο Ζώρζ Μπαλανσίν, οι αδερφοί Νίκολας, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, η Μάργκοτ Φοντέυν, ο Μποπ Φόσυ, ο Γκρέγκορυ Χάινς, ο Τζιν Κέλλι, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Μάικλ Τζάκσον και ο Μπιλ Ρόμπινσον.
Ιδιαίτερα μετριόφρων αναφορικά με τις ικανότητές του στο τραγούδι — συχνά υποστήριζε πως δεν μπορούσε να τραγουδήσει — ο Ασταίρ ερμήνευσε πρώτος μερικά από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Great American Songbook. Συγκεκριμένα το τραγούδι του Κόουλ Πόρτερ “Night and Day” στην ταινία Gay Divorce (1932), τα τραγούδια του Ίρβιν Μπερλίν “Isn’t This a Lovely Day?”, “Cheek to Cheek” και “Top Hat, White Tie and Tails” στην ταινία Top Hat (1935), “Let’s Face the Music and Dance” στην ταινία Follow the Fleet (1936) και “Change Partners” στην ταινία Carefree (1938). Ερμήνευσε πρώτος τη δημιουργία του Ζερόμ Κερν “The Way You Look Tonight” στην ταινία Swing Time (1936), τα έργα του Τζορτζ Γκέρσουιν “They Can’t Take That Away From Me” στην ταινία Shall We Dance (1937), “A Foggy Day” και “Nice Work If You Can Get It” στην ταινία A Damsel in Distress (1937), το τραγούδι του Τζόνι Μέρσερ “One for My Baby (and One More for the Road)” από την ταινία The Sky’s the Limit (1943 ) και “Something’s Gotta Give” από την ταινία Daddy Long Legs (1955). Τέλος, το τραγούδι των Χάρι Γουόρνερ και Άρθουρ Φριντ “This Heart of Mine” από την ταινία Ziegfeld Follies (1946). Διάσημα τραγούδια επίσης ερμήνευσε μαζί με τους συμπρωταγωνιστές του. Παραδείγματα είναι:

• με την αδερφή του, Αντέλ, τα κομμάτια του Τζορτζ Γκέρσουιν “I’ll Build a Stairway to Paradise” από την ταινία Stop Flirting (1923), “Fascinating Rhythm” από την ταινία Lady, Be Good (1924), “Funny Face” από την ταινία Funny Face (1957).
• με την Τζίντζερ Ρότζερς, τα κομμάτια του Ίρβιν Μπερλίν “I’m Putting all My Eggs in One Basket” από την ταινία Follow the Fleet (1936), τα έργα του Ζερόμ Κερν “Pick Yourself Up” και “A Fine Romance” από την ταινία Swing Time (1936), από κοινού με αυτό του Γκέρσουιν “Let’s Call The Whole Thing Off” από την ταινία Shall We Dance (1937).
• με την Τζούντυ Γκάρλαντ τραγούδησε το κομμάτι του Ίρβιν Μπερλίν “A Couple of Swells” από την ταινία Easter Parade (1948).
Παρόλο που διέθετε απαλή φωνή, ξεχώριζε για το λυρισμό και την ορθοφωνία του. Η χάρη και η κομψότητα που τύγχαναν ευρείας αναγνώρισης στο χορό του, ανακλώνταν και στο τραγούδι, μια συνθετική ικανότητα που οδήγησε τον Μπάρτον Λέην να τον περιγράψει ως τον “Καλύτερο ερμηνευτή του κόσμου”. Ο Ίρβιν Μπερλίν τον θεωρούσε ισάξιο με οποιονδήποτε μεγάλο ερμηνευτή των κομματιών του, “όσο καλός όσο και οι Αλ Τζόλσον, Μπινγκ Κρόσμπυ και Φρανκ Σινάτρα, όχι απαραίτητα για τις φωνητικές του ικανότητες όσο για την αντίληψη του πως εκπέμπεται ένα τραγούδι”. Ο Ζερόμ Κερν τον θεωρούσε ως το μεγαλύτερο ερμηνευτή των τραγουδιών του, ενώ οι Κόουλ Πόρτερ και Τζόννυ Μέρσερ επίσης θαύμαζαν το μοναδικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το έργο τους. Όσο για τον Τζορτζ Γκέρσουιν, αν και ήταν κάπως επιφυλακτικός σχετικά με τις φωνητικές ικανότητες του Ασταίρ, έγραψε πολλά από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια του για κείνον. Στην ακμή του, ο Ασταίρ αναφερόταν στους στίχους διάσημων τραγουδοποιών όπως ο Κόουλ Πόρτερ, Λόρεντς Χαρτ και Έρικ Μάσκβιτς και εξακολουθεί να εμπνέει τους σύγχρονους δημιουργούς. Παραδείγματα αποτελούν τα κομμάτια “I Am Fred Astaire” από τους Taking Back Sunday, “No Myth” από τον Μάικλ Πεν, “Take you on a cruise” από τους Interpol, “Fred Astaire” από τους Lucky Boys Confusion, “Long Tall Glasses ” του Λίο Σάγιερ, “Just Like Fred Astaire” από τους James, “After Hours” από τους The Bluetones, “Fred Astaire” από τους Pips, Chips and Videoclips, “Decadence Dance” από τους Extreme, και τέλος εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του άλμπουμ των Beatles’ “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band”. Ο Ασταίρ υπήρξε και ο ίδιος στιχουργός. Έγραψε το “I’m Building Up to an Awful Letdown” – από κοινού με τον Τζόννυ Μέρσερ – το οποίο έφτασε το νούμερο 4 του Hit Parade of 1936. Ηχογράφησε το δικό του “It’s Just Like Taking Candy from a Baby” με τον Μπέννυ Γκούντμαν το 1941, και όλη του τη ζωή τον διακατείχε η επιθυμία να γίνει επιτυχημένος τραγουδοποιός.
Ο Ασταίρ παρέμεινε ανδρικό πρότυπο ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, παραμερίζοντας το χαρακτηριστικό του ημίψηλο καπέλο, λευκή γραβάτα και σμόκιν (το οποίο και απεχθανόταν) για χάρη αέρινων σπορ ντυσιμάτων, χρωματιστών πουκαμίσων, γραβατών και παντελονιών – τα τελευταία με τη χαρακτηριστική λεπτομέρεια χρήσης μιας παλιάς γραβάτας στη θέση της ζώνης. Έκανε τον πρώτο του γάμο το 1933, με τη 25χρονη Φίλις Πότερ (πατρικό όνομα Φίλις Λίβινγκστον Μπέικερ, 1908-1954), με καταγωγή από τη Βοστώνη, αφού την πολιόρκησε για δύο χρόνια. Ο θάνατος της Πότερ από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία μόλις 46 ετών, έδωσε τέλος σε 21 χρόνια ευτυχισμένου γάμου και άφησε τον Ασταίρ περίλυπο. Την εποχή εκείνη σκέφτηκε να παραιτηθεί από την ταινία Daddy Long Legs, το εγχείρημά του εκείνη την εποχή, κάνοντας μια πρόταση χωρίς προηγούμενο στο στούντιο να πληρώσει από την τσέπη του το κόστος. Τελικά αποφάσισε να ολοκληρώσει την ταινία, για να έχει κάτι να τον περισπά από τη θλίψη του (και γιατί η σύζυγος του θα επιθυμούσε από αυτόν να το κάνει). Έκτοτε παρέμενε όσο απασχολημένος γινόταν. Εκτός από τον γιο της Πότερ από προηγούμενο γάμο, τον Πήτερ, οι Ασταίρ απέκτησαν δύο παιδιά, τον Φρεντ Τζούνιορ (γεννημένο το 1936), ο οποίος εμφανίστηκε με τον πατέρα του στην ταινία Midas Run, αλλά έγινε τελικά πιλότος και ιδιοκτήτης ράντσου αντί για ηθοποιός , και την Άβα Ασταίρ Μακένζι (γεννημένη το 1942) η οποία και εξακολουθεί να προωθεί την κληρονομιά του αποθανόντος πατέρα της. Είναι νυμφευμένη με τον Ρίτσαρντ Μακένζι και μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Λονδίνο και την Ιρλανδία. Ο Ασταίρ αγαπούσε ιδιαίτερα το γκολφ και τους αγώνες με άλογα, με το δικό του, το Triplicate, να κερδίζει το Hollywood Gold Cup το 1946. Παρέμεινε ενεργητικός μέχρι τα ογδόντα του, και ξαναπαντρεύτηκε το 1980, τη Ρόμπιν Σμιθ, μια ηθοποιό / πρωταθλήτρια τζόκεϋ , περίπου 45 χρόνια νεότερη. Ο Ασταίρ ξανάκανε πρωτοσέλιδα όταν σε ηλικία 78 ετών εισήχθη στο νοσοκομείο αφού έσπασε τον αριστερό του καρπό ενώ έκανε skateboard με το πατίνι του εγγονού του.  Έτσι κέρδισε μια εφ όρου ζωής θέση στην Εθνική Κοινότητα Skateboard. Ο ίδιος δήλωσε: «Ο Τζιν Κέλλι με προειδοποίησε να μην κάνω σαχλαμάρες, αλλά είδα αυτά τα μαραφέτια που καβαλάνε τα παιδιά στην τηλεόραση κάνοντας ένα σωρό κόλπα. Τι χορογραφία θα μπορούσα να σκαρφιστώ για μια σκηνή ταινίας αν αυτά υπήρχαν χρόνια πριν. Τέλοσπάντων έκανα εξάσκηση στο δρομάκι του σπιτιού μου».
Ο Ασταίρ απεβίωσε από πνευμονία σε ηλικία 88 ετών και κηδεύτηκε στο Oakwood Memorial Park Cemetery στην Καλιφόρνια. Μια τελευταία του επιθυμία ήταν να ευχαριστήσει τους θαυμαστές του για τα χρόνια που τον υποστήριξαν. Ο Ασταίρ δεν έχει ποτέ απεικονιστεί σε φιλμ. Πάντα αρνούνταν να δώσει συγκατάθεση λέγοντας, «Όσα και να μου προσφέρουν – και προσφορές φτάνουν όλη την ώρα – δεν θα πουλήσω». Στη διαθήκη του συμπεριέλαβε μια ρήτρα βάσει της οποίας ζήτησε να μην λάβει ποτέ χώρα τέτοια απεικόνιση, σχολιάζοντας: «Υπάρχει εκεί γιατί δεν έχω ιδιαίτερη επιθυμία να δω τη ζωή μου παρεξηγημένη, που θα είναι».

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.