TOP

ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 26/11

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Καζαμπλάνκα (Casablanca) κάνει πρεμιέρα στις 26 Νοεμβρίου του 1942 και είναι ένα ρομαντικό δράμα παραγωγής, σκηνοθετημένο από τον Μάικλ Κερτίζ, βασισμένο σε θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπέρνετ, Τζόαν Άλισον, με τίτλο Everybody Comes to Rick’s. Πρωταγωνιστούν ο Χάμφρεϊ Μπογκάρτ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ο Πολ Χένριντ. Η ταινία τοποθετείται στην εποχή του Β’Παγκοσμίου Πολέμου και επικεντρώνεται στο δίλημμα ενός Αμερικανού που ζει στην Καζαμπλάνκα, ο οποίος έχει να επιλέξει μεταξύ της γυναίκας που αγαπάει και της βοήθειας που μπορεί να δώσει σε έναν Τσεχοσλοβάκο αντιστασιακό, σύζυγο της αγαπημένης του, ο οποίος θέλει να διαφύγει από τη γαλλοκρατούμενη Καζαμπλάνκα του Μαρόκο, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα κατά του Γ’Ράιχ.

Η Ιρίνα Νάιμοντ πείθει τον παραγωγό ΧαλΟυόλις να αγοράσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, ώστε να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1942. Το σενάριο είχε ανατεθεί αρχικά στα αδέλφια Έπσταϊν Τζούλιος και Φίλιπ. Ωστόσο, παρά την αντίσταση από το στούντιο, πάνε να δουλέψουν επάνω στο σενάριο μιας σειράς του Φρανκ Κάπρα, το Why We Fight. Παράλληλα το σενάριο της ταινίας ανατέθηκε στον Χάουρντ ΕΚοχ, μέχρι οι αδελφοί Επστέιν να επιστρέψουν, ένα μήνα αργότερα. Ο Κέισι Ρόμπινσον, βοηθούσε για 3 βδομάδες στο σενάριο, η συμμετοχή του όμως θα κατέληγε ανεπίσημη. Ο Ουόλις αρχικά ήθελα για σκηνοθέτη της ταινίας τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό τη δεδομένη χρονική στιγμή, έτσι στη συνέχεια κατέληξε στον Μάικλ Κερτίζ. Η φωτογράφιση ξεκίνησε 25 Μαΐου του 1942 και τα γυρίσματα στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Τα γυρίσματα της ταινίας έλαβαν χώρο, εξ ολοκλήρου στα στούντιο της εταιρείας Warner Bros. σε μία πόλη της Καλιφόρνιας, το Μπέρμπανκ, με μοναδική εξαίρεση κάποια γυρίσματα στο αεροδρόμιο Van Nuys Airport, στο Βαν Άις, του Λος Άντζελες.

Αν και η Καζαμπλάνκα είχε πρωτοκλασάτους συντελεστές, με την παραγωγή της δεν ασχολήθηκαν αρκετά, καθότι δεν αναμενόταν να υπάρξει κάποια έκπληξη. Ήταν απλώς μία από τις εκατοντάδες ταινίες που παράγονται στο Χόλλυγουντ, κάθε χρόνο. Η Καζαμπλάνκα την πρώτη της παγκόσμια προβολή την έκανε στη Νέα Υόρκη στις 26 Νοεμβρίου 1942, ενώ στις ΗΠΑ στις 23 Ιανουαρίου του 1943. Η ταινία ήταν επιτυχημένη στην πρώτη της προβολή, αλλά μετά την εισβολή των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δημοσιότητα και να την κυκλοφορήσουν 2-3 εβδομάδες αργότερα. Η φήμη της ταινίας μεγάλωσε και το κοινό την αγκάλιασε. Η ταινία έλαβε οκτώ υποψηφιότητες και κέρδισε τρία Όσκαρ, ανάμεσα τους Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας,οι αξέχαστες στιχομυθίες της και η μουσική της, έγιναν όλα πασίγνωστα στην λαϊκή κουλτούρα. Η ταινία σταθερά, ακόμα και σήμερα, κατατάσσεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Η ταινία προλογίζεται με το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής. Εξιστορεί το πως μετανάστευαν από τη Γαλλία, μετά την κατάληψή της από τα γερμανικά στρατεύματα, ώστε να φτάσουν στην Αμερική. Η Καζαμπλάνκα για αυτούς ήταν ο προτελευταίος σταθμός. Πολλοί όπως αναφέρει το προλογικό της ταινίας έμεναν εκεί πέρα, μη μπορώντας να βγάλουν άδεια για να ταξιδέψουν με το αεροπλάνο στη Λισαβόνα και από εκεί με καράβι στην Αμερική.

Στην κατεχόμενη, λοιπόν, Καζαμπλάνκα, εμφανίζεται ο Γερμανός Ταγματάρχης Στράσερ, καθότι δολοφονήθηκαν δύο Γερμανοί αγγελιοφόροι. Όταν ο Γερμανός Ταγματάρχης Στράσερ καταφτάνει στην Καζαμπλάνκα, ο αρχηγός της γαλλικής αστυνομίας, στη Καζαμπλάνκα, Ρενώ κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει, υπόσχεται επίσης να του παραδώσει τον διάσημο Τσέχο αρχηγό της Αντίστασης Βίκτορ Λάζλο. Ωστόσο, την εμφάνισή του κάνει και ο Ρικ, ένας Αμερικανός, που έμεινε στην Καζαμπλάνκα και διευθύνει ένα από τα πιο φημισμένα κέντρα διασκέδασης στην πόλη. Ο Ρικ μοιάζει να είναι κυνικός και να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του. Ένα βράδυ, λοιπόν, πλησιάζει τον Ρικ ο Ουγκάρτε και του αποκαλύπτει ότι έχει δύο επιστολές επιβίβασης για το αεροπλάνο και δη υπογεγραμμένες από τον ντεΓκωλ, σκοπεύοντας να τις πουλήσει αδρά. Όμως φοβάται να τις κρατήσει και τις δίνει στον Ρικ, ώστε να τις φυλάει. Οι δύο αγγελιοφόροι Γερμανοί κουβαλούσαν αυτές τις δύο επιστολές και η αστυνομία συλλαμβάνει τον Ουγκάρτε μες στο μαγαζί την ώρα που ήρθε ο Γερμανός Ταγματάρχης, ώστε να τον εντυπωσιάσουν με την αποτελεσματικότητά τους. Οι επιστολές έμειναν στον Ρικ.

Το ίδιο βράδυ στο κέντρο εμφανίζονται οι Βίκτορ Λαζλο και Ίλσα Λάντ, οι οποίοι έψαχναν τον Ουγκάρτε. Ο Λάζλο γίνεται αντιληπτός από ένα μέλος της αντίστασης που του λέει ότι ο Ουγκάρτε συνελήφθη. Όσο ο Λάζλο μιλά με τον αντιστασιακό, η Ίλσα συναντά έναν παλιό της γνώριμο, τον πιανίστα του μαγαζιού και του ζητά να της παίξει ένα κομμάτι, το As Time Goes By. Ο Ρικ που απουσίαζε, μόλις άκουσε αυτό το κομμάτι έγινε έξαλλος. Μέχρι που είδε την Ίλσα και έμεινε άφωνος. Κατόπιν, όταν όλοι έφυγαν από το μαγαζί, ο Ρικ ζητά από τον πιανίστα να παίξει πάλι αυτό το κομμάτι και η ταινία αρχίζει αναδρομικά να εξιστορεί τι είχε συμβεί στο Παρίσι με την Ίλσα: Μεταξύ άλλων, ο Ρικ και η Ίλσα είχαν ερωτευθεί αληθινά και ζούσαν τον έρωτά του, στο Παρίσι, υπό τη σκιά του πολέμου. Η κατάληψη δεν άργησε της πόλης και ο Ρικ έπρεπε να φύγει, προτείνοντας στην Ίλσα αρχικά να τον παντρευτεί και κατόπιν να τον ακολουθήσει. Στον σταθμό των τραίνων, όμως, η Ίλσα δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το κομμάτι του θύμιζε το Παρίσι. Σταματώντας την αναδρομή η ταινία επανέρχεται στο μαγαζί, με την Ίλσα να εμφανίζεται. Ο Ρικ, κυνικός και μεθυσμένος όπως ήταν, της μιλά πολύ άσχημα.

Ωστόσο, ο Λάζλο πληροφορείται ότι ο Ρικ έχει αυτές τις δύο επιστολές, που επρόκειτο να πάρει από τον Ουγκάρτε, τη βραδιά της σύλληψής του. Όταν, όμως, ο Λάζλο παρακαλά τον Ρικ να του δώσει τις επιστολές, εκείνος αρνείται με οποιοδήποτε κέρδος και του λέει να ρωτήσει τη γυναίκα του το γιατί. Αργότερα ο Λάζλο ενημερώνει την Ίλσα για τις εξελίξεις, η οποία αργά το βράδυ, και κατά την απουσία του Λάζλο, πάει στο κέντρο. Αρχικά μέχρι και με όπλο θα τον απειλήσει για να πάρει τις επιστολές, στη συνέχεια όμως λυγίζει και εκμυστηρεύεται στον Ρικ ότι τον αγαπά ακόμα και ότι είναι διατεθειμένη να μείνει μαζί του. Το ίδιο βράδυ η συνάντηση του Λάζλο με άλλους αντιστασιακούς δεν πάει πολύ καλά και τραυματισμένος μπαίνει στο κέντρο, αφού εκεί τον οδήγησε ο σερβιτόρος. Εκεί ο Λάζλο λέει στον Ρικ, αφού αγαπά κι εκείνος τη γυναίκα του, να του δώσει τις επιστολές για εκείνη, ώστε να σωθεί, κι αυτός ας μείνει στην Καζαμπλάνκα. Όμως οι αστυνομικοί εισβάλουν στο κέντρο και συλλαμβάνουν τον Λάζλο.

Την επομένη ο Ρικ πηγαίνει στον Ρενώ, τον αρχηγό της αστυνομίας, και του αποκαλύπτει ότι αυτός έχει τις επιστολές και ότι είναι διατεθειμένος να δώσει τον Λάζλο στην αστυνομία και στον Γερμανό Ταγματάρχη, ώστε να οδηγηθεί σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κι αυτός να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις επιστολές και να φύγει μαζί με την Ίλσα στην Αμερική. Έτσι καταστρώνει ένα σχέδιο με τον Ρενώ, στο οποίο συμφωνήσαν να δώσει τις επιστολές στον Λάζλο και να τον πιάσει ο Ρενώ, αφού οι επιστολές βρέθηκαν στα χέρια του. Όμως ο Ρικ είχε άλλα σχέδια. Αφού όλοι είναι μαζεμένοι στο κέντρο (Ίλσα, Ρικ, Ρενώ, Λάζλο) και ο Ρενώ πάει να κάνει τη σύλληψή του, ο Ρικ τον σημαδεύει με το όπλο και του λέει να πάρει τηλέφωνο στο αεροδρόμιο και να επιτραπεί στον Λάζλο να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Όμως ο Ρενώ αντί να τηλεφωνήσει στο αεροδρόμιο τηλεφωνεί στον Ταγματάρχη.

Η ταινία τελειώνει στο αεροδρόμιο. Ο Ρικ πείθει την Ίλσα να ανέβει στο αεροπλάνο, λέγοντάς της και μία από τις πιο γνωστές φράσεις τις ταινίας Εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι (We’ll always have Paris). Στο μεταξύ καταφτάνει και ο Ταγματάρχης, ο οποίος παρά την απειλή όπλου τηλεφωνεί στο κέντρο ελέγχου να ακυρώσει την πτήση. Ο Ρικ τον πυροβολεί. Και ο Ρενώ, αντί να ζητήσει από τους αστυνομικούς να τον συλλάβουν τον αφήνει, αφού του δημιουργήθηκαν πατριωτικά συναισθήματα. Η ταινία κλείνει με τους δυο τους να φεύγουν και να συζητούν, ενώ το αεροπλάνο απογειώνεται.

Πρώτη επιλογή για το ρόλο της Ίλσα ήταν η Αν Σέρινταν, ενώ κάποια στιγμή ο Γουόλις προσέγγισε και τη Χέντι Λαμάρ. Στο τέλος ο Γουόρνερ δανείστηκε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η οποία ανήκε στο ενεργητικό της εταιρίας του παραγωγού Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ, ανταλλάσσοντάς την με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Ο Μπόγκαρτ ανέλαβε τον πρώτο του ρομαντικό πρωταγωνιστικό ρόλο με την ταινία Καζαμπλάνκα, εφόσον μέχρι το 1941 είχε αναλάβει αποκλειστικά ρόλους γκάνγκστερ (με εξαίρεση ίσως Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941) όπου υποδυόταν τον ντετέκτιβ). Ο Πολ Χένριντ ήταν διστακτικός να αναλάβει το δευτεραγωνιστικό ρόλο του Βίκτορ Λάζλο στην ταινία. Δέχτηκε μόνο όταν ο Ουόλις του υποσχέθηκε ότι το όνομά του θα αναγραφόταν στους τίτλους πλάι σε εκείνα των Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ο Χένριντ δεν είχε καλές σχέσεις με τους συμπρωταγωνιστές του: αποκάλεσε τον Μπόγκαρτ μέτριο ηθοποιό, ενώ η Μπέργκμαν τον αποκάλεσε πριμαντόνα.

Η έναρξη των γυρισμάτων καθορίστηκε για τον Απρίλιο του 1942, αλλά η μια καθυστέρηση έφερε την άλλη και τα γυρίσματα ξεκίνησαν τελικά στις 25 Μαΐου του 1942. Το σενάριο ήταν ημιτελές όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα και οι καυγάδες των συντελεστών με την εταιρία παραγωγής αποτέλεσε επιβραδυντικό παράγοντα για την ολοκλήρωση της ταινίας. Οι σεναριογράφοι της ταινίας Τζούλιους και Φίλιπ Έπσταϊν, μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ και παρά τη θέληση της εταιρίας εγκατέλειψαν τη συγγραφή του σεναρίου, για να μεταβούν στην Ουάσινγκτον και να εργαστούν με τον Φρανκ Κάπρα που γύριζε το ντοκιμαντέρ Why We Fight. Τη θέση τους πήρε ο Χάουαρντ Κοχ ο οποίος προσέθεσε γύρω στις 40 σελίδες σεναρίου. Όταν οι αδελφοί Έπσταϊν επέστρεψαν από την Ουάσινγκτον συνέχισαν τη συγγραφή του σεναρίου. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο του 1942 και μέχρι την τελευταία στιγμή οι πρωταγωνιστές δεν ήξεραν που θα οδηγούσε η θυελλώδης σχέση του Ρικ και της Ίλσα. Η Μπέργκμαν ήταν ψηλότερη από τον Μπόγκαρντ και το γεγονός αυτό δημιούργησε κάποια προβλήματα (ο Μπόγκαρντ έπρεπε να στέκεται πάνω σε κούτες στις σκηνές στις οποίες βρισκόταν κοντά στην ηθοποιό). Η ταινία επρόκειτο να έχει ακόμη μια σκηνή, που ήθελε τον Ρικ και τον αξιωματικό Ρενώ να κατατάσσονται στο στρατό των Συμμάχων που ετοιμαζόταν να αποβιβαστεί στην Αφρική. Ο Ρέινς δεν ήταν διαθέσιμος για την τελική αυτή σκηνή έτσι η ταινία έκλεισε με την ατάκα του ηθοποιού Νομίζω ότι πρόκειται για την αρχή μιας ωραίας φιλίας την οποία έγραψε ο ίδιος ο Χαλ Ουόλις και αποτελεί μια από τις δημοφιλέστερες όλων των εποχών. Ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ δήλωσε ότι θα ήταν τεράστιο λάθος αν η ταινία είχε διαφορετικό τέλος. Κατά τη λήξη των γυρισμάτων η ταινία είχε κοστίσει 1.039.000 δολάρια και είχε υπερβεί κατά 75.000 δολάρια τον αρχικό προϋπολογισμό.

Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας έπαιξε η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Άρθουρ Έντεσον, ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση φωτογραφίας στις ταινίες Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941) και Φρανκενστάιν (Frankenstein, 1931). Ο Έντεσον χρησιμοποίησε σκοτεινό φωτισμό που παραπέμπει στα φιλμ νουάρ και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ πίσω από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών εμφανίζονται λωρίδες σκιάς που παραπέμπουν στη φυλάκιση, στον εσταυρωμένο και στον Σταυρό της Λωρραίνης. Το τραγούδι As Time Goes By επίσης συνετέλεσε στην επιτυχία της ταινίας. Το τραγούδι αναφερόταν επίσης στο θεατρικό και ο συνθέτης Μαξ Στάινερ ήθελε να γράψει καινούργιο μουσικό θέμα για να το αντικαταστήσει, αλλά όταν η Μπέργκμαν κλήθηκε να ξαναγυρίσει τις σκηνές στις οποίες ακούγεται το τραγούδι είχε ήδη κόψει τα μαλλιά της κοντά για τον επόμενο ρόλο της εκείνον της Μαρίας στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα (For Whom the Bell Tolls, 1943) και δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει τις σκηνές της.

Η ταινία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με ειδική μνεία στις ερμηνείες των Μπόγκαρτ και Μπέργκμαν. Έλαβε περαιτέρω διαφήμιση τον Ιανουάριο του 1943, όταν έκανε πρεμιέρα στο Λος Άντζελες την ίδια περίοδο με τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας. Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1942, οι κριτικοί της Νέας Υόρκης τη συμπεριέλαβαν στη λίστα με της καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Έχασε όμως το βραβείο των κριτικών από την ταινία Ναυάγιο στα Νερά της Κρήτης (In Which We Serve, 1942) του Νόελ Κάουαρντ. Δεδομένου ότι η ταινία έλαβε γενική κυκλοφορία στις Η.Π.Α. στις αρχές του 1943 η ακαδημία του αμερικανικού κινηματογράφου αναγκάστηκε να την συμπεριλάβει στη λίστα με τις υποψήφιες ταινίες του 1943. Η ταινία συνέχισε την ανοδική της πορεία λαμβάνοντας οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ, αποσπώντας τρία, μεταξύ των οποίων και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όταν ανακοινώθηκε η νίκη της ταινίας, ο Χαλ Ουόλις έσπευσε να παραλάβει το βραβείο του, εφόσον ήταν ο παραγωγός της ταινίας για να ανακαλύψει ότι τον είχε προλάβει ο Τζακ Γουόρνερ που βρισκόταν ήδη στη σκηνή. Ο Ουόλις στη συνέχεια δήλωσε: Δεν είχα άλλη επιλογή από το να επιστρέψω στη θέση μου ταπεινωμένος κι εξοργισμένος… Έχουν περάσει σαράντα χρόνια κι ακόμη δεν έχω ξεπεράσει το σοκ. Το περιστατικό αυτό οδήγησε τον Ουόλις να εγκαταλείψει την εταιρία δυο μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1943. Η ταινία μέχρι και σήμερα έχει κατακτήσει μια θέση στην καρδιά του κάθε σινεφίλ και μη σε κάθε γωνιά της υφηλίου.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.