ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 1/4
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες στά περασμένα χρόνια. Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα καί σέ βροχή, σέ χιόνια, δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες. |
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα, μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα, μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου. |
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν μέ τήν ψυχή στό βλέμμα, περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο τῆς ὕπαρξής μου στέμμα, μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν. |
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη μένα ἡ ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα. |
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες ἔζησα, νά πληθαίνω τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες. (Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928) |
———
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε σαν σήμερα την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.
Ήταν κόρη του εξαίρετου φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη, από τη Μικρομάνη, και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στον θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 έχασε και τους δύο γονείς της μέσα σε διάστημα σαράντα ημερών.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές —τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921)— και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του Καρυωτάκη για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Όμως, αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο Δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (σήμερα Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική, αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Οι τρίλλιες που σβήνουν, και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα τον συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση, όμως, τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ηςΑπριλίου του 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια.
Το Βραβείο Ποίησης «Μαρία Πολυδούρη» προκηρύσσει ετησίως ο Δήμος Καλαμάτας, η Κοινωφελής Επιχείρηση «Φάρις» και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Μεσσηνίας για έναν πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή σε πανελλήνια κλίμακα.
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.