ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΟΜΠΡΟΣ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 25/11
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Ο Μιχάλης Τόμπρος γεννήθηκε σαν σήμερα στις 25 Νοεμβρίου του 1889 και ήταν Έλληνας γλύπτης της γενιάς του Μεσοπολέμου, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και Ακαδημαϊκός.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο κρητικής καταγωγής μαρμαροτεχνίτης Θεόδωρος Τόμπρος από τον Όρμο Κορθίου της Άνδρου και μητέρα του η Μαργαρίτα Ν. Ρεμούνδου ή Ραμούνδου από το Μοσχιώνα της Άνδρου. Μεγάλωσε στο Κόρθι της Άνδρου αλλά σε νεαρή ηλικία εγκατέλειψε το νησί του και μετέβη στην Αθήνα. Από το 1903 έως το 1909, σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στην Σχολή Καλών Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) στην Αθήνα, με δασκάλους τον Γεώργιο Βρούτο, τον Λάζαρο Σώχο, τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Δημήτριο Γερανιώτη. Το 1910 έφτιαξε δικό του εργαστήριο στην Αθήνα ενώ το 1912 – 1913 έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, καταφέρνοντας να κερδίσει δύο μετάλλια. Το 1914 μέσω διαγωνισμού ενός κληροδοτήματος του Γεωργίου Αβέρωφ κέρδισε υποτροφία για τη Γαλλία. Έτσι, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους L. H. Bouchard και P. M. Landowski.
Το 1919 άρχισε να διδάσκει γλυπτική στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, αλλά το 1923 αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω αντιδράσεων που προκάλεσε η στάση του κατά της ίδρυσης του Πολεμικού Μουσείου. Την περίοδο από το 1925 ως 1928 έζησε στο Παρίσι. Με παρέμβαση του μεταξικού καθεστώτος, διορίσθηκε καθηγητής της γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1938 την ίδια χρονιά, πάλι με την υποστήριξη της δικτατορίας του Μεταξά, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Νοέμβριο του 1940, σε συνεννόηση με τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών επέβλεψε τη μεταφορά των αρχαιολογικών εκθεμάτων του μουσείου ενώ το Μάιο του 1943, αποσπάστηκε στη διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Ο Τόμπρος κατηγορήθηκε για τη δράση του τόσο από τη θέση του διευθυντή Καλών Τεχνών, όσο και για τη συνεργασία του με το φασιστικό-προπαγανδιστικό ελληνόφωνο περιοδικό των Ιταλών Κουαδρίβιο, όπου δημοσίευσε ένα κολακευτικό άρθρο για τη σημασία της Ρώμης ως πνευματικού κέντρου ισάξιου του Μονάχου και του Παρισιού, στο οποίο οι Έλληνες καλλιτέχνες στηρίχτηκαν. Η συνεργασία του Τόμπρου με το περιοδικό, πιθανώς αποσκοπούσε στην κατάληψη της θέσης του Διευθυντή Καλών Τεχνών τον Απρίλιο του 1943. Ο Τόμπρος δεν είχε κανένα προγραμματισμό για τα ζητήματα των Καλών τεχνών. Το καλοκαίρι του 1944 αρνήθηκε να παραιτηθεί, ακόμα και όταν του το ζήτησαν πιεστικά εαμίτες καλλιτέχνες (Απάρτης,Κοντόπουλος,Φέρτης, Σακελλαρίδης). Στη συνέχεια οι Απάρτης και Μακρής ζήτησαν να διαγραφεί από το Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο, αλλά κατόρθωσε να αθωωθεί. «Κατέληξε όμως, αν και πρώην φιλελεύθερος αντιβασιλικός, να στήνει ανδριάντες της Φρειδερίκης».
Κορμός Αμερικανίδας αθλήτριας (μερική άποψη), 1928. Μπρούτζος, 142 εκ. x 68 εκ. x 40 εκ. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο.
Παράλληλα, εκδήλωσε σημαντικό ενδιαφέρον για τα προβλήματα του κλάδου των γλυπτών ενώ σε δικές του ενέργειες στηρίχτηκε ο νόμος 1863/1944 που οδήγησε στην ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Από το 1957 έως το 1959 διετέλεσε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1960 σταμάτησε να διδάσκει. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του, σε μάρμαρο, μπρούτζο, γύψο ή πηλό, είναι σημαντικό και ευρύ. Τα γλυπτά που έκανε κατά παραγγελία (προτομές, ανδριάντες και ηρώα) έχουν ρεαλιστικό ή κλασικό/ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Αντιθέτως, οι ελεύθερες συνθέσεις του έχουν τον αέρα των νεοτεριστικών κινημάτων του Παρισιού της εποχής του Μεσοπολέμου.
Πέθανε στις 28 Μαΐου του 1974 κατά τη μεταφορά του σε κλινική έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί την προηγούμενη μέρα. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δύο μέρες μετά, δημοσία δαπάνη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν οι Μενέλαος Παλλάντιος και Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας.
Το 1979, πολλά έργα του δωρίστηκαν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, όπου και φυλάσσονται σε ειδική πτέρυγα.
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.