ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 11/1
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Γυναίκα
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε σαν σήμερα στις 11 Ιανουαρίου του 1910 και ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και ναυτικός.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλλονίτες, τον Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Στην ίδια πόλη γεννήθηκαν και τα αδέλφια του Τζένια (Ευγενία) και ο Μήτιας (Δημήτρης). Ο πατέρας του Καββαδία διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
Το 1914, με το ξέσπασμα του Α’Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα Σημαία με τίτλο “Ο Θάνατος της Παιδούλας”. Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του “Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός”), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο (“Ο Πόθος”) στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως Ο Διανοούμενος. Τον Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως “ναυτόπαις” τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Αργύρη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα το 1915. Το 1931 το περιοδικό Ναυτική Ελλάς δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, “Τραγούδια”. Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.
Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού (από τις εκδόσεις Κύκλος σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα Πρωία. Το 1938 η “Νέα Εστία” δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στο περιοδικό Λόγχη δημοσιεύει το πεζογράφημά του Στο Άλογό μου. Με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει πεζός στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη και Αθήνα 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό “Πρωτοπόροι”. Το 1944 μεταφράζει μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγένιου Ονήλ “Το Ταξίδι του Γυρισμού”. Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο “Κορινθία”. Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής. Το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύει τα ποιήματά του “Αντίσταση” και “Federico Garcia Lorca”, ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας. Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο Πούσι, ενώ επανεκδίδεται και το Μαραμπού.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν τον θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της Βάρδιας στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του Μαραμπού και του Πούσι το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, τον θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φιλίππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε “ποστάλι” (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του ’30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α’Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Ν. Καββαδία ήρθε μετά θάνατον. Ποιήματά του μελοποίησαν ο Γιάννης Σπανός, η Μαρίζα Κωχ, ο Θάνος Μικρούτσικος, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Δημ. Ζερβουδάκης κ.α.
Ποιηση
- Μαραμπού (1933)
- Πούσι (1947)
- Τραβέρσο (1975)
- Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Το ποίημα Αντίσταση αφιερωμένο από τον ποιητή στη Μέλπω Αξιώτη, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζιδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το Εκδοτικό Νέα Ελλάδα. Βρίσκεται στο βιβλίο ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2001, ΚΕΔΡΟΣ).
Πεζογραφια
- Βάρδια (1954)
- Λι (1987)
- Του πολέμου/Στ’ άλογό μου (1987)
Το μικρό πεζό Λι γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο Between the devil and the deep blue sea. Το διήγημα του Νίκου Καββαδία Του πολέμου, που εξιστορεί την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου.
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.