TOP

ΤΖΕΙΝ ΦΟΝΤΑ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 21/12

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Τζέιν Φόντα ( Jane Fonda ) γεννήθηκε σαν σήμερα στις 21 Δεκεμβρίου 1937 και είναι Αμερικανίδα ηθοποιός βραβευμένη δύο φορές με Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Πέρα από τη συμμετοχή της σε πολυάριθμες παραγωγές του θεάτρου και του κινηματογράφου είναι γνωστή για το ακτιβιστικό της έργο κατά τη διάρκεια του πολέμου των ΗΠΑ με το Βιετνάμ, καθώς και για το λανσάρισμα μιας σειράς από βιντεοκασέτες γυμναστικής, δικής της παραγωγής, που έκαναν την αερόβια άσκηση μόδα, κατά τη διάρκεια δεκαετίας του ’80.

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και είναι κόρη του μεγάλου Αμερικανού ηθοποιού Χένρι Φόντα και της Φράνσις Φορντ Σέιμουρ. Είναι επίσης αδερφή του ηθοποιού Πίτερ Φόντα που γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα και θεία της ηθοποιού Μπρίτζετ Φόντα, κόρης του Πίτερ. Οι γονείς της Τζέιν την ονόμασαν Λαίδη Τζέιν Σέιμουρ εμπνευσμένοι από τη μακρινή απόγονο της μητέρας της, την Τζέιν Σέιμουρ, η οποία ήταν τρίτη σύζυγος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου του Η’. Η μητέρα της, που αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε όταν η Τζέιν ήταν 13 ετών κι ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε.

Κατα τη διάρκεια της εφηβείας της η Τζέιν Φόντα εργάστηκε ως μοντέλο κοσμώντας δυο φορές το εξώφυλλο του περιοδικού Vogue, ενώ στα δεκαεφτά της έλαβε τα πρώτα ερεθίσματα που την οδήγησαν να ασχοληθεί με την υποκριτική, όταν εμφανίστηκε στο πλάι του πατέρα της στο θεατρικό του Κλίφορντ Όντετς Η χωριατοπούλα. Μετά την αποφοίτησή της από το αριστοκρατικό κολλέγιο Βασάρ αναχώρησε για την Ευρώπη. Σπούδασε ιστορία της τέχνης στο Παρίσι για δυο χρόνια κι όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ η Φόντα γνωρίστηκε με τον πρωτοπόρο της υποκριτικής και καθηγητή του Actor’s Studio Λι Στράσµπεργκ, ο οποίος της είπε ότι έχει ταλέντο. Η δήλωση του Στράσμπεργκ άλλαξε ριζικά τη ζωή της Τζέιν, που πλέον μοχθούσε να γίνει ηθοποιός. Έτσι το 1960 η Φόντα έκανε την παρθενική της εμφάνιση στο Μπρόντγουέϊ στο θεατρικό There was a little girl, ενώ την ίδια χρονιά γύρισε και την πρώτη της ταινία στο πλευρό του Άντονι Πέρκινς με τίτλο Οι γυναίκες τρελαίνονται για τους ψηλούς, (Tall Story). Ακολούθησαν οι ταινίες Το σπίτι της αμαρτίας, (Walk On The Wild Side, 1962), που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για χρυσή σφαίρα, Γάμος υπό δοκιμή, (Period Of Adjustment, 1963) βασισμένο σε θεατρικό του Τενεσί Γουίλιαμς και Κυριακή στη Νέα Υόρκη, (Sunday In New York, 1965). Ήταν όμως η συμμετοχή της στην ταινία του 1965 Η Λησταρχίνα (Cat Ballou) που την έκανε σταρ.

Το 1965 η Φόντα παντρεύτηκε το Γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ, ο οποίος τη σκηνοθέτησε το 1968 στην καλτ πλέον ταινία Μπαρμπαρέλα (Barbarella). Η ταινία αυτή την καθιέρωσε ως «σύμβολο του σεξ» και «Αμερικανίδα Μπριζίτ Μπαρντό», καθώς η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητά της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από τα εντυπωσιακά κοστούμια του έργου φέρνοντας ρίγη ανεκπλήρωτου πόθου σε εκατομμύρια αρσενικούς θαυμαστές της. Την ίδια χρονιά η Φόντα απέκτησε το πρώτο της παιδί, τη Βανέσσα Βαντίμ. Η ζωή με το Βαντίμ διεύρυνε τους ορίζοντες της Τζέιν, η οποία μυήθηκε στην έντονη και ταραχώδη πολιτικοποίηση και άλλαξε τον τρόπο σκέψης της, πράγμα που άρχισε να γίνεται εμφανές και στη δουλεία της ως ηθοποιός εφόσον το ταλέντο της άρχισε να ωριμάζει. Πρώτο δείγμα είναι η ταινία που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, το Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν (They Shoot Horses, Don’t They?, 1969), ενώ παράλληλα απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες Μπόνι καιΚλάιντ (Bonnie and Clyde, 1967) και Το μωρό της Ρόζμαρι (Rosemary’s Baby, 1968). Η Φόντα βίωνε την πιο παραγωγική της περίοδο ως ηθοποιός, η έντονη πολιτικοποίηση της και το γεγονός ότι ήταν υποστηρίκτρια του κινήματος κατά του πολέμου του Βιετνάμ, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί αρνητικές κριτικές κι έντονα πυρά από τον τύπο. Το 1970 η Φόντα μαζί με τον ηθοποιό Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον ακτιβιστή Φρεντ Γκάρντνερ δημιούργησαν ένα είδος πολιτικής επιθεώρησης που αποκαλούσαν FTA Tour (Free the army tour) με την οποία περιόδευσαν κατά μήκος της δυτικής ακτής των ΗΠΑ συνομιλώντας με στρατιώτες που θα πήγαιναν να πολεμήσουν στο Βιετναμ. Η νίκη της το 1972 στα όσκαρ και στην κατηγορία Α’ γυναικείος ρόλος για την ταινία του Άλαν Πακούλα Η Εξαφάνιση (Klute), έλαβε χλιαρή υποδοχή. Στο λόγο της η Φόντα ευχαρίστησε όσους τη χειροκρότησαν και προσέθεσε ότι θα μπορούσε να πει πολλά περισσότερα, αλλά δεν επρόκειτο να το κάνει εκείνη τη βραδιά. Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε το Βόρειο Βιετνάμ και μπήκε για άλλη μια φορά στο μάτι του κυκλώνα. Έκτοτε αποκαλούνταν από τον τύπο «Χάνοϊ Τζέιν». Η Φόντα κατά την παραμονή της στο Βιετνάμ συμμετείχε σε 10 ραδιοφωνικές εκπομπές όπου αποκαλούσε τα ανώτατα στελέχη του αμερικάνικου κράτους και του αμερικανικού στρατού εγκληματίες πολέμου. Επισκέφτηκε επίσης τους Αμερικάνους αιχμαλώτους πολέμου για χάρη των οποίων μετέφερε μηνύματα από τις οικογένειές τους.

Από τη στιγμή που κέρδισε το όσκαρ το 1971, μέχρι και την προβολή της ταινίας Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας (Fun with Dick and Jane) το 1977, η Φόντα δεν είχε εμπορική επιτυχία παρά το γεγονός ότι γύριζε ταινίες. Οι πολιτικές της πεποιθήσεις είχαν αμαυρώσει την εικόνα της. Το 1972 συμμετείχε στην ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ Όλα πάνε καλά (Tout va bien), ενώ ένα χρόνο μετά χώρισε από τον Ροζέ Βαντίμ και παντρεύτηκε τον αμερικάνο ακτιβιστή Τομ Χέιντεν με τον οποίο απέκτησε ένα γιο τον Τομ Γκάριτι.

Η μεγάλη επιτυχία της κωμωδίας Χρυσοδάχτυλοι της υψηλής κοινωνίας (Fun with Dick and Jane) το 1977 την επανέφερε στο προσκήνιο. Ενώ η ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν Τζούλια (Julia), βασισμένη στο μυθιστόρημα της Λίλιαν Χέλμαν Pentimento απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Η Φόντα που συμπρωταγωνιστεί στην ταινία με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, υποδύεται την ίδια τη Χέλμαν, η οποία την περίοδο του μεσοπολέμου κατάφερε να διασχίσει τη Γερμανία του Χίτλερ μεταφέροντας χρήματα για τον αγώνα των κομμουνιστών κατά του φασισμού, προτάθηκε για όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το οποίο έχασε από τη Ντάιαν Κίτον για την ταινία του Γούντι Άλεν Ο Νευρικός Εραστής (Annie Hall). Η τύχη όμως βρισκόταν στο πλευρό της Φόντα, η οποία ξαναχτύπησε φλέβα χρυσού την επόμενη χρονιά, πρωταγωνιστώντας στο πλευρό του Τζον Βόιτ στο φιλμ Ο Γυρισμός (Coming Home, 1978) που της απέφερε το δεύτερό της όσκαρ. Οι επιτυχίες και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, καθώς ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής και πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως Το Σύνδρομο της Κίνας (The China Syndrome, 1979) και Στη Χρυσή Λίμνη (On Golden Pond, 1981) που ήταν η μοναδική ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον διάσημο πατέρα της. Ενώ η δεκαετία του ’80 τη βρήκε να ασχολείται πέρα από τον κινηματογράφο και τον ακτιβισμό και με την αεροβική γυμναστική, την οποία έκανε μόδα.

Το 1990 η Τζέιν Φόντα πήρε διαζύγιο από το δεύτερό της σύζυγο, τον Τομ Χέιντεν κι ένα χρόνο αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων της παντρεύτηκε τον ιδρυτή του ειδησεογραφικού δικτύου CNN, Τεντ Τέρνερ κι αποσύρθηκε από το χώρο της υποκριτικής. Το Στάνλεϊ και Ίρις (Stanley & Iris, 1990), με συμπρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ήταν και η τελευταία ταινία που γύρισε τη δεκαετία του ’90. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι ενέργός στο χώρο της αεροβικής γυμναστικής μέχρι και το 1995 που έβγαλε την τελευταία της κασέτα.

Η νέα χιλιετία βρήκε τη Φόντα να χωρίζει από τον Τέντ Τέρνερ το 2000 και να επιστρέφει στο χώρο της 7ης τέχνης, του θεάτρου, του πολιτικού ακτιβισμού και του αερόμπικ. Το 2005 υποδύθηκε την “κακιά πεθερά” στο ομώνυμο φιλμ (Monster-in-Law) όπου ταλαιπωρούσε την Τζένιφερ Λόπεζ και το 2007 στην ταινία Σπίτι με κανόνες (Georgia Rule). Τον Απρίλιο του 2005 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο My Life So Far.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.