ΑΡΩΜΑ 1830 ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ
«Το συνηθισμένο και το εύπεπτο δεν είναι καν επιλογή γι’ αυτόν τον οραματιστή των 88 πλήκτρων» έγραφε για τον Ίβο Πογκορέλιτς η Salzburger Nachrichten. Κι είναι αυτός ο εκρηκτικός βιρτουόζος που αναλαμβάνει ρόλο σολίστα στο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε φα ελάσσονα του Φρεντερίκ Σοπέν που βρίσκεται στο κέντρο της συναυλίας που θα δώσει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 4 Νοεμβρίου. Έργο, του οποίου «η μουσική οδηγεί τον ακροατή σε μια κατάσταση λεπταίσθητης έκστασης» όπως σημείωνε με ενθουσιασμό κριτικός μετά την πρεμιέρα του στο Εθνικό Θέατρο της Βαρσοβίας το 1830. Η βραδιά ανοίγει με τη δημοφιλή εισαγωγή «Οι Εβρίδες» του Φέλιξ Μέντελσον, που εμπνέεται από το ομώνυμο νησιωτικό σύμπλεγμα της Σκωτίας. Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την κατά πολλούς επαναστατικότερη πρώτη συμφωνίαπου έχει γραφτεί ποτέ από συνθέτη, τη Φανταστική Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ. Διευθύνει, ο περιζήτητος Γάλλος αρχιμουσικός Φιλίπ Ωγκέν.
Η συναυλία τελεί υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ελλάδα.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΦΕΛΙΞ ΜΕΝΤΕΛΣΟΝ (1809-1847)
«Οι Εβρίδες», εισαγωγή, έργο 26
ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΣΟΠΕΝ (1810–1849)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε φα ελάσσονα, έργο 21
ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΡΛΙΟΖ (1803–1869)
Φανταστική Συμφωνία, έργο 14 «Επεισόδιο από την ζωή ενός καλλιτέχνη»
ΣΟΛΙΣΤ
Ίβο Πογκορέλιτς, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Φιλίπ Ωγκέν
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές: 60€, 45€, 35€, 25€ και 20€ (εκπτωτικό)
Online αγορά εδώ
Ώρα: 19:30
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία του Χαράλαμπου Γωγιού για τους κατόχους εισιτηρίων
Το σχόλιο του σολίστ
Ανυπομονώ ιδιαίτερα να ερμηνεύσω το Δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο του Σοπέν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο Σοπέν διαθέτει μια απίστευτη ειλικρίνεια, την οποία μπορούν να νιώσουν όλοι οι ακροατές της μουσικής του.
Το σχόλιο του μαέστρου
Πρόκειται για μια συναρπαστική συνάντηση με τρεις ιδιοσυγκρασιακά αντιπαραβαλλόμενες μορφές του πρώιμου ρομαντισμού, μια πολύ ενδιαφέρουσα εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου τριών από τους μεγαλύτερους συνθέτες.
Οι μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών διαθέτουν μια ένδοξη ιστορία, από τον Ρίχαρντ Στράους μέχρι τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Λόριν Μάαζελ, ενώ έχουν παίξει στο παρελθόν τα έργα που θα ερμηνεύσουμε μαζί. Έρχομαι σε αυτούς ως εκπρόσωπος των συνθετών, αλλά και ως μεταφραστής των γραπτών τους.
Για την ιστορία…
FRÉDÉRIC CHOPIN (1810 – 1849)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε φα ελάσσονα, έργο 21
- Maestoso
- Larghetto
- Allegro vivace
“O Mozart καλύπτει όλο το φάσμα της μουσικής δημιουργίας, ενώ εγώ έχω μόνο τα πλήκτρα του πιάνου στο φτωχό μυαλό μου. Ξέρω τα όριά μου και θα γελοιοποιούμουν αν προσπαθούσα να σκαρφαλώσω πιο ψηλά από όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Με μολύνουν μέχρι θανάτου με το να με πιέζουν να γράψω συμφωνίες και όπερες και απαιτούν να είμαι πολλά σε ένα: ένας Πολωνός Rossini, ένας Mozart και ένας Beethoven. Όμως εγώ από μέσα μου γελώ και σκέφτομαι πως κανείς πρέπει να ξεκινά από μικρά πράγματα. Είμαι μόνο ένας πιανίστας…” Τα λόγια αυτά, που ο Chopin σε ηλικία 24 ετών έγραφε σε ένα φίλο του, είναι αδιαμφισβήτητα τα λόγια ενός πραγματικά Μεγάλου. Ενός Μεγάλου, που από πολύ νωρίς στη ζωή του έχει βαθιά αυτογνωσία και σαφείς καλλιτεχνικές στοχεύσεις, που θέλει και μπορεί να είναι ο εαυτός του ανυπόκριτα, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς την παραμικρή κενοδοξία.
Λίγα χρόνια πριν από τη διατύπωση αυτών των σκέψεων και συγκεκριμένα στα τέλη του 1829 ο Chopin –τελειόφοιτος σπουδαστής ακόμα στο Ωδείο της Βαρσοβίας- καταπιανόταν με τη σύνθεση του Κοντσέρτου για πιάνο σε φα ελάσσονα, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1830. Παρά το ότι το Κοντσέρτο σε φα ελάσσονα γράφτηκε πριν το Κοντσέρτο σε μι ελάσσονα, είναι γνωστό ως το δεύτερο κοντσέρτο και αυτό οφείλεται στο ότι τα δύο κοντσέρτα εκδόθηκαν αντίστροφα προς τη χρονολογική σειρά σύνθεσής τους. Κατά το ταξίδι του Chopin από τη Βαρσοβία προς το Παρίσι (φθινόπωρο του 1830) οι πάρτες της ορχήστρας του κοντσέρτου σε φα ελάσσονα χάθηκαν και έπρεπε να ξαναγραφτούν από την αρχή, με αποτέλεσμα η έκδοση του κοντσέρτου να πρέπει να περιμένει μέχρι το 1836, τρία δηλαδή χρόνια μετά την έκδοση του Κοντσέρτου σε μι ελάσσονα.
Το Κοντσέρτο σε φα ελάσσονα εκτελέστηκε από τον Chopin για πρώτη φορά ανεπίσημα στις 3 Μαρτίου 1830 στο σπίτι του και με τη συνοδεία ενός μικρού ορχηστρικού συνόλου, ενώ η επίσημη πρεμιέρα δόθηκε από τον ίδιο στις 17 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς στο Εθνικό Θέατρο της Βαρσοβίας υπό τη διεύθυνση του σημαντικού Πολωνού αρχιμουσικού και συνθέτη Karol Kurpiński (1785 – 1857) σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ένας κριτικός έγραψε μετά την πρεμιέρα: “Παίζει με τόση βεβαιότητα και καθαρότητα, που το Κοντσέρτο θα μπορούσε να συγκριθεί με τη ζωή ενός δίκαιου ανθρώπου: καμία ασάφεια, κανένα λάθος… Η μουσική του είναι γεμάτη εκφραστικά συναισθήματα και τραγούδι και οδηγεί τον ακροατή σε μία κατάσταση λεπταίσθητης έκστασης επαναφέροντας στη σκέψη του όλες τις ευτυχισμένες αναμνήσεις του”. Το έργο έμελλε να συνδεθεί και με μία άλλη θριαμβευτική στιγμή του Chopin, αφού στις 26 Φεβρουαρίου 1832 το έπαιξε με ανάλογη επιτυχία στο Παρίσι για ένα ακροατήριο, στο οποίο βρίσκονταν μεταξύ διακεκριμένων προσωπικοτήτων της παρισινής κοινωνίας οι Felix Mendelssohn-Bartholdy και Franz Liszt.
Πέραν της εκπληκτικά ευαίσθητης αλλά συνάμα λαμπερής πιανιστικής γραφής του κοντσέρτου και της αστείρευτης, πηγαίας μελωδικότητάς του, συχνά αυτό (όπως και το πρώτο κοντσέρτο) επικρίνεται για μία κάπως αμήχανη ενορχήστρωση και για το ότι η ορχήστρα λειτουργεί ως επί το πλείστον τελείως συνοδευτικά χωρίς να συνδιαλέγεται δυναμικά με το πιάνο, όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις στα τελευταία κοντσέρτα του Mozart και σε αυτά του Beethoven. Με κυνισμό μάλιστα ο Hector Berlioz σχολίαζε πως στα κοντσέρτα του Chopin η ορχήστρα στα tutti φαίνεται σαν να μην μπορεί να παίξει με επαρκή ήχο, ενώ όταν συνοδεύει το πιάνο, κανείς αισθάνεται πως αποτελεί δυσάρεστη παρέμβαση. Παρόλα αυτά, τόσο η σταθερή παρουσία των κοντσέρτων του Chopin στις ανά τον κόσμο συναυλίες όσο και η διαχρονική, ειλικρινής και αταλάντευτη αγάπη, με την οποία τα περιβάλλουν οι πιανίστες και το κοινό παγκοσμίως, καθιστούν τους ανωτέρω σχολιασμούς μάλλον αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης και μόνο.
Μία εκτεταμένη ορχηστρική ενότητα ανοίγει το πρώτο μέρος εκθέτοντας το πρώτο σκοτεινό και μελαγχολικό θέμα στα έγχορδα και το κάπως πιο ανάλαφρο δεύτερο με εντονότερη παρουσία των πνευστών. Μετά από μία πρώτη κορύφωση η ορχήστρα παραμερίζει προς μία θεαματική είσοδο του πιάνου, του οποίου η παρουσία από εκεί και μετά είναι σχεδόν διαρκώς πρωταγωνιστική. Μία δεύτερη έκθεση του θεματικού υλικού πραγματοποιείται με το σολίστα να διανθίζει τα θέματα με τρόπο παρεμφερή με τις αρχές του τόσο αγαπημένου από το Chopin bel canto. Η ενότητα της επεξεργασίας χαρακτηρίζεται από μία κάπως ουσιαστικότερη συμμετοχή της ορχήστρας αλλά και από ακατάπαυστα δεξιοτεχνικά περάσματα του πιάνου, ενώ το μέρος κλείνει με μία τυπική επανέκθεση.
Σε μία επιστολή προς το στενό του φίλο, Titus Wojciechowski, ο συνθέτης αποκάλυψε πως γράφοντας το αργό, δεύτερο μέρος του κοντσέρτου είχε στο μυαλό του την Konstancja Gladkowska, τραγουδίστρια και συμφοιτήτριά του στο Ωδείο της Βαρσοβίας, την οποία είχε ερωτευτεί βαθιά –ουσιαστικά χωρίς ανταπόκριση. Εδώ ο ακροατής συναντά έναν αφοπλιστικά βαθύ λυρισμό, παρόμοιο με εκείνο των Νυχτερινών του Chopin. Το ενδιάμεσο τμήμα της τριμερούς δομής του μέρους είναι ένα εκφραστικό ρετσιτατίβο, με το πιάνο να αναπτύσσει μία δραματική ρητορική. Ο ίδιος ο Liszt σχολίασε για το μέρος αυτό: “Περάσματα εκπληκτικού μεγαλείου υπάρχουν στο Adagio του δεύτερου κοντσέρτου, για το οποίο (ο Chopin) έδειχνε μία αποφασιστική προτίμηση… Όλο το κομμάτι έχει μία σχεδόν ιδεατή τελειότητα. Η έκφρασή του άλλοτε ακτινοβολεί φως, ενώ άλλοτε είναι γεμάτη τρυφερό πάθος”.
Το φινάλε είναι ένα ζωηρό, χαριτωμένο και δεξιοτεχνικό ροντό έντονα χορευτικού χαρακτήρα. Ένα εκ των επεισοδίων βασίζεται στο ρυθμό της μαζούρκας, με το πιάνο να παρουσιάζει τη μελωδία υπό τη ρυθμική συνοδεία των εγχόρδων, που παίζουν col legno. Ένα κάλεσμα του κόρνου σηματοδοτεί την έναρξη μίας εκτενούς coda, που με αισιόδοξο και θεαματικό τρόπο επισφραγίζει και επεκτείνει περαιτέρω την έτσι κι αλλιώς πρόδηλη πιανιστική κυριαρχία.
ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΡΛΙΟΖ (1803 – 1869)
Φανταστική Συμφωνία, έργο 14 «Επεισόδιο από την ζωή ενός καλλιτέχνη»
- Όνειρα – Πάθη (Largo – allegro agitato e appassionato assai – Religiosamente)
- Ένας Χορός (Valse: Allegro non troppo)
- Σκηνή στους αγρούς (Adagio)
- Πορεία προς το μαρτύριο (Allegretto non troppo)
- Όνειρο μιας οργιαστικής νύχτας (Larghetto – Allegro assai – Allegro – Dies irae – Ronde du Sabbat – Dies irae et Ronde du Sabbat ensemble)
Πολλοί θεωρούν τη Φανταστική Συμφωνία ως την επαναστατικότερη πρώτη συμφωνία που έχει γραφτεί ποτέ από συνθέτη –και μάλλον έχουν δίκιο. Γράφτηκε στις αρχές του 1830 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 5 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς στο Ωδείο του Παρισιού υπό τη διεύθυνση του Φρανσουά–Αντουάν Χαμπενέκ. Πρόκειται για ένα έργο προγραμματικό, υπό την έννοια ότι η μουσική εκφράζει συγκεκριμένες εικόνες και καταστάσεις μη μουσικής προέλευσης. Αν και αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο, η Φανταστική Συμφωνία αποτέλεσε ορόσημο για τους συνθέτες του Ρομαντισμού, που αντλούσαν συχνά τη μουσική τους έμπνευση από ανάλογα «προγράμματα».
Κάθε μέρος της Συμφωνίας περιγράφει με μουσικό τρόπο «επεισόδια» που βιώνει ένας «καλλιτέχνης», τα οποία έχουν σε έναν βαθμό αυτοβιογραφική διάσταση και κινούνται μεταξύ πάθους και παραίσθησης. Στο πρώτο, ένας νέος μουσικός ερωτεύεται παράφορα μία γυναίκα και παραδίδεται σε στιγμές μελαγχολικού ρεμβασμού ή ξέφρενου πάθους, παλλόμενος ανάμεσα σε συναισθήματα οργής και τρυφερότητας. Η μορφή της αγαπημένης συνεχίζει να «στοιχειώνει» τον νέο είτε αυτός παρευρίσκεται σε μία χαρούμενη γιορτή (δεύτερο μέρος) είτε περνά μόνος ένα βράδυ στην εξοχή ακούγοντας από μακριά δύο βοσκούς να παίζουν έναν σκοπό και παραδιδόμενος άλλοτε στην ελπίδα και άλλοτε στον φόβο (τρίτο μέρος). Στη συνέχεια ο καλλιτέχνης, νιώθοντας πως ο έρωτάς του δεν έχει ανταπόκριση, δηλητηριάζεται με ουσίες που του δημιουργούν παραισθήσεις· έτσι οραματίζεται πως έχει σκοτώσει την αγαπημένη του, έχει καταδικαστεί γι’ αυτό και οδηγείται προς εκτέλεση. Το φινάλε περιγράφει σκηνές ενός δαιμονικού, μακάβριου οργίου, με αλλόκοτα πλάσματα -αλλά και την άλλοτε αγαπημένη- να έχουν συγκεντρωθεί για την κηδεία του καλλιτέχνη.
Αξιοσημείωτη καινοτομία της Φανταστικής είναι η ύπαρξη μίας έμμονης θεματικής ιδέας (idée fixe), η οποία εμφανίζεται σε όλα τα μέρη της και αποτελεί τη μουσική ενσάρκωση της μορφής της Αγαπημένης. Το εκτενές και λυρικό αυτό θέμα εκτίθεται για πρώτη φορά από τα φλάουτα και τα βιολιά στην αρχή του κυρίως γρήγορου τμήματος του πρώτου μέρους. Στο δεύτερο μέρος, φλάουτο και όμποε το παρουσιάζουν μεταμορφωμένο σε τρίσημο χορευτικό ρυθμό, ενώ στο επόμενο μέρος το θέμα μεταμορφώνεται βουκολικά από τα ίδια όργανα. Ένα μικρό τμήμα της idée fixe επανέρχεται προς το τέλος του τέταρτου μέρος στο σόλο κλαρινέτο, ενώ περιπαικτικοί υπαινιγμοί του γίνονται στο φινάλε από το πίκολο φλάουτο και το κλαρινέτο σε μι ύφεση.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής ενορχήστρωση του έργου. Όργανα ασυνήθιστα για μία τυπική συμφωνική ορχήστρα του 1830, όπως η άρπα, η κορνέτα, οι καμπάνες ή η οφικλείδα (ένας πρόγονος της τούμπας) κάνουν εμφανέστατη την παρουσία τους στην Φανταστική Συμφωνία. Επίσης, ο συνθέτης χρησιμοποιεί διάσπαρτα ειδικά ηχητικά εφέ, όπως είναι το παίξιμο των εγχόρδων με το ξύλο του δοξαριού ή ένα απειλητικό τρέμολο από τέσσερις τυμπανίστες στο τρίτο μέρος, που παραπέμπει σε μία μακρινή καταιγίδα.