TOP

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ : «ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΟ»

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε στην Κρήτη και ζει στη Λεμεσό. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και ειδικεύτηκε στην Προσωποκεντρική Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία. Έχει βραβευτεί από την ελληνική κυβέρνηση. Έχει γράψει τρία βιβλία και δεκάδες άρθρα για την κοινωνική ψυχολογία και την ψυχική υγεία, ενώ συμμετείχε ως εισηγητής σε πολλές ημερίδες, διαλέξεις και σεμινάρια. Σήμερα εργάζεται σαν MSc. αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος, διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου, ενώ ενεργή είναι η παρουσία του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου κεντά σαν βουκέντρα την ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής!

Kύριε Ανδρουλιδάκη, υπάρχει η αίσθηση ότι σήμερα βιώνουμε το τέλος μιας εποχής. Η κοινωνία ως εκ τούτου, παραπαίει μέσα στη σύγχυση, τον αποπροσανατολισμό, τη μελαγχολία και την παράλυση. Μοιάζουμε με χώρα που πεθαίνει…αυτοκτονώντας! Θα ήθελα την προσέγγισή σας, όχι τόσο στο γενικό φιλοσοφικό πεδίο, όσο στο άμεσα και πρακτικό και πολιτικό ζητούμενο.

Νομίζω πως είμαστε πολύ μέσα στον ποταμό της Ιστορίας για να μπορέσουμε να δούμε καθαρά τη ροή του ή τις όχθες του που αλλάζουν. Η μετακίνηση όμως του γεωπολιτικού άξονα προς την Ανατολή ή μάλλον η αποκατάσταση του γεωπολιτικού άξονα εκεί όπου βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης Ιστορίας, δηλαδή στην Ανατολή, είναι ολοφάνερο γεγονός.

Αρκεί να δει κανείς την υπογεννητικότητα της Δύσης, μέσα από ένα υπαρξιακό πρίσμα, ως μια άρνηση συνέχισης της ροής της Ζωής, για να αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη Δύση. Στο τοπικό πεδίο της χώρας μας, παραμένει ακόμη πολύ δύσκολο να βρούμε τη δική μας θέση σ’ αυτόν τον μετακινούμενο γεωπολιτικό άξονα. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο αφορισμός σας «πεθαίνουμε αυτοκτονώντας» και μου φέρνει στο νου αυτό που υποστηρίζω συχνά πως «αυτοκτονούμε μην τυχόν και πεθάνουμε». Πρόκειται για μιας μορφής δυσλειτουργική ανταπόκριση στο συλλογικό μας Τραύμα.

Εγκαταλείπουμε μην τυχόν και εγκαταλειφθούμε! Είναι μια ψευδαίσθηση πως επιτέλους έτσι έχουμε τον έλεγχο μπροστά στο Τραύμα της εγκατάλειψης/απόρριψης που βιώνουμε, εδώ και δεκαετίες, συλλογικά. Η σύγχυση, ο αποπροσανατολισμός, η μελαγχολία και η παράλυση, που εύστοχα εντοπίζετε, είναι αντιδράσεις στο Τραύμα που γνωρίζουμε πια πολύ καλά στο πεδίο της ατομικής ψυχολογίας.

Ο άνθρωπος που βιώνει άγχος εγκατάλειψης/απόρριψης, εκδηλώνει αυτές και παρόμοιες συμπεριφορές, όπως αρνητική εικόνα εαυτού, αποπροσωποποίηση, από-πραγμάτωση, χαοτικές σχέσεις, αυτοκαταστροφικές ιδέες και πρακτικές, συνεχείς παραβιάσεις των ορίων του Εαυτού του, ντροπή, δυσπιστία, και όλα αυτά εξ’ αιτίας του πρωταρχικού τραύματος το οποίο έχει υποσκάψει την αίσθηση αξίας του εαυτού. Το ελληνικό συλλογικό βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το σημείο και είναι αυτό που, με ψυχολογικούς όρους, θα ορίζαμε ως Οριακή Κοινωνία. Αυτό είναι το Τραύμα μας και η μη αναγνώρισή του, η απόρριψη των επιπτώσεών του, «παράγει» την πολιτική στην Ελλάδα σήμερα.  

Tο πάλαι ποτέ όραμα της κοινωνίας των πολιτών, το άθλημα της αυταπάρνησης για να υπηρετηθούν τα κοινά, μεταποιείται σήμερα σε ευτελισμένη λοβιτούρα κατασκευής εντυπώσεων, μεθοδικής παραπλάνησης των πολιτών και εξαγοράς εντέλει των ηδονών της εξουσίας με οποιοδήποτε τίμημα. Στην ερώτηση ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, τι θα απαντούσατε;

Η απόρριψη των επιπτώσεων του συλλογικού τραύματος μπορεί να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό, αποφαίνεται ο σπουδαίος ψυχίατρος Bessel Van Der Kolk. Και είναι αυτό νομίζω το σημαντικότερο πρόβλημά μας σήμερα, γιατί από εκεί ακριβώς εκκινούν μια σειρά από καταστροφικές συνέπειες. Η ελληνική κοινωνία στάθηκε ανελέητη απέναντι στους δικούς της “τραυματίες” των Μνημονίων, αλλά και της εργαλειοποίησης της πανδημίας, τους οποίους αντιμετώπισε ως πλάσματα κατώτερα.

Κάτι τέτοιο διαπιστώνεται όχι μόνο στην καθημερινή βιωμένη εμπειρία όλων, αλλά και στη συνεχή υποστήριξη εκείνων των πολιτικών επιλογών που στάθηκαν ανελέητες απέναντι στον “τραυματισμένο αδύναμο”.

Και όπως ακριβώς στη δεκαετία του 1930, η άρνηση της γερμανικής κοινωνίας να αναγνωρίσει τις βλάβες που προκάλεσε ο 1ος Π.Π. και η μη ανοχή απέναντι στην “αδυναμία” υπήρξαν καταλύτες για την άνοδο του φασισμού και της μιλιταριστικής νοοτροπίας, έτσι κι εδώ.

Και αυτό ακριβώς έχει συντελεστεί, αλλά και καθημερινά συντελείται στην “έρμη” χώρα: Η απόρριψη του συλλογικού τραύματος -που “πουλήθηκε” ακόμη και σαν ευλογία- και έχει διαλύσει τον κοινωνικό ιστό.

Η ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, αρνείται επίμονα να δει το συλλογικό μας Τραύμα. Την ολοσχερή έκλειψη της συλλογικής μας ταυτότητας. Και σ’ αυτό, στην «άρνηση» του συλλογικού τραύματος, στην απόρριψη των επιπτώσεων του Τραύματος, ή ακόμη χειρότερα στον πανηγυρισμό αυτής της απώλειας ως επιτέλους απελευθέρωση, ως πρόοδο, πλειοδοτούν οι διάφοροι «οργανωτές» της απώλειας, εισπράττοντας την όποια αμοιβή τους.

Κοντολογίς, οι τραυματισμένοι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στη χειραγώγηση και στην εξαπάτηση. Οπότε η κοινωνική «μεταποίηση» στην οποία αναφέρεστε είναι συνέπεια αυτού του παραπάνω κοινωνιο-ψυχολογικού μηχανισμού.      

Διάχυτη είναι να υπογραμμίσουμε η αίσθηση ότι έχουμε πλέον πολιτικούς-μάνατζερ, δίχως μακρόπνοα σχέδια και κοινωνικό και πολιτικό όραμα. Ο Οκτάβιο Πας είχε πει ότι ο «καθένας βρίσκει τον παράδεισο που του αξίζει». Αντίστοιχα, μήπως και κάθε λαός έχει σε τελική ανάλυση τους πολιτικούς που του αξίζουν; Με άλλα λόγια, θεωρείτε ότι ο ελληνικός λαός είναι εντελώς άμοιρος ευθυνών για τις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές του; Μήπως έχουμε ανάγκη τους «βαρβάρους» του Καβάφη;

Σκέφτομαι, καμιά φορά, πως είμαστε ένας Λαός σε χειρότερη ίσως κατάσταση απ’ ό,τι οι αυτόχθονες Ινδιάνοι στις ΗΠΑ. Μας έκλεψαν τον τόπο μας, τα μικρά χωριά και τις κοινότητές μας, μας έκλεψαν ολόκληρο τον αρχαίο και μεσαιωνικό πολιτισμό μας, οικειοποιήθηκαν και διαστρέβλωσαν ολόκληρη τη γραμματεία μας, λοιδόρησαν τον Τρόπο μας, αλλά πάνω απ’ όλα μας έκλεψαν τον τρόπο μας να συνδεόμαστε, να σχετιζόμαστε και μας πέταξαν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, απομονωμένους επαίτες των δήθεν φώτων τους, να πλακωνόμαστε μεταξύ μας για το πόσο άθλιος λαός είμαστε.

Δε μας επέτρεψαν, δηλαδή, ούτε καν να νιώσουμε μια σταλιά συμπόνοια για τον λεηλατημένο συλλογικό εαυτό μας, όπως εύκολα μπορούμε να νιώθουμε για τον κάθε άλλο απόκληρο.

Συνεπώς, το ερώτημα «μήπως και κάθε λαός έχει σε τελική ανάλυση τους πολιτικούς που του αξίζουν», μήπως δηλαδή έχουμε τους ηγέτες που ταιριάζουν στην αναξιότητά μας, δεν είναι ερώτημα αλλά μάλλον μια αυτοενοχοποιητική καταγγελτική κατάφαση, σύμπτωμα του τραύματος, που απλά διαιωνίζει το τραύμα και κυρίως αθωώνει τις κυρίαρχες ελίτ. Δε σημαίνει αυτό πως είμαστε ανεύθυνοι ή πως μας αρέσει να «χαϊδεύουμε αφτιά», αλλά ότι χρειάζεται να θέσουμε το ερώτημα για τις πολιτικές μας επιλογές με μια συμπονετική περιέργεια. Γιατί να πάρει η ευχή αυτοκαταστρεφόμαστε;       

Και η απάντηση μπορεί να είναι ένα νέο ερώτημα: υπάρχει άλλος Λαός, που να νιώθει τέτοια ντροπή για τη συλλογική του ταυτότητα, έτσι ώστε φτάνει ως τα άκρα προκειμένου να κρύψει αυτό το βαθύ αίσθημα μειονεκτικότητας, αναξιότητας και ανεπάρκειας που χρόνια τώρα τον βασανίζει;

Απαντά ο Γεράσιμος Κακλαμάνης «…Καὶ ὁ πλέον προηγμένος λαὸς τῆς Εὐρώπης σήμερα, ἐὰν ὑφίστατο τὴν ἀνάλγητη μεταχείρηση ἐξανδραποδισμοῦ πού ὑφίσταται ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀπὸ τὴν ἀστική του ἡγεσία, σὲ πολὺ λιγότερο ἀπὸ 150 χρόνια θὰ μεταβαλλόταν σὲ ἀγέλη πιθήκων».

Πολύ φοβάμαι πως σήμερα πια, αφού περάσαμε μερικές δεκαετίες ναρκισσιστικής υπεραναπλήρωσης της εθνικής μας ανεπάρκειας, θεωρώντας πως είμαστε ο περιούσιος λαός του κόσμου και μετά μερικές δεκαετίες αυτομαστιγώματος ότι είμαστε ο χειρότερος λαός του κόσμου, κινδυνεύουμε πλέον να μην υπάρχουμε, οπότε και οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις μπορούν να κοιμούνται ήσυχες,   

Καταρχήν ευρεία είναι η αίσθηση των πολιτών πως στην ελλαδική κοινωνία τίποτε δεν καινουργείται προϊόντος του χρόνου, πως οι «σοσιαλιστές» ασκούν θατσερική πολιτική, ενώ η «Δεξιά» πιθηκίζει την καπατσοσύνη των «σοσιαλιστών» πως η Κίρκη της εκλογής ή επανεκλογής τούς κάνει όλους ίδιους. Εκτός πραγματικότητας. Η ελπίδα μέσα σε αυτό το χάσμα πού μπορεί να αναζητηθεί;

 Το ερώτημά σας, εμπεριέχει έναν πρώτης τάξεως ορισμό του Πολιτικού Τραύματος που αφορά το σύνολο του δυτικού κόσμου. Ναι, τίποτα δεν καινουργείται, πέραν των τεχνολογικών επιτευγμάτων, που απλά αναπληρώνουν το υπαρξιακό έλλειμμα του ανθρωπολογικού τύπου που εξέθρεψε και συντηρεί τη δυτική κουλτούρα. Θα το έλεγα ακόμη χειρότερα: τίποτα δεν έχει συνοχή γιατί τίποτα δε διακρίνεται. Όλα είναι και είμαστε αόρατα.

Το Πολιτικό Τραύμα στον δυτικό κόσμο έχει καταστρέψει ένα μέρος της αξιοπρέπειάς μας, ορίζοντάς μας αόρατους. Και εύλογα τότε εμφανίζονται οι ενσωματωμένες σε όλους μας στρατηγικές επιβίωσης: η αντίδραση πάλης ή φυγής ή το συναισθηματικό πάγωμα ή η αποστασιοποίηση. Εύλογα τότε εμφανίζεται ο ορατός influencer, εύλογα οι φτωχοί πρέπει να φορέσουν φωσφοριζέ «κίτρινα γιλέκα» για να γίνουν ορατοί. Πώς περιμένουμε λοιπόν από έναν τραυματισμένο – συναισθηματικά μουδιασμένο άνθρωπο να αντιδράσει, να βγει από την παθητικοποίηση, όταν έχει ακρωτηριαστεί η αξιοπρέπειά του; Μπορούμε άραγε να φανταστούμε την οδυνηρή εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο ανθρώπινος ψυχισμός που για να νιώθει μια κάποια ασφάλεια δεν μπορεί να νιώθει αξιοπρέπεια; Πώς νιώθει άραγε ο άνθρωπος που μπορεί να συνδεθεί συγκροτώντας συλλογικότητες, αλλά για να το κάνει πρέπει να εγκαταλείψει την ασφάλειά του;

Με την έννοια αυτή, η μόνη ελπίδα που βλέπω, έγκειται κατ’ αρχήν στην αποδοχή ότι αυτό ακριβώς είναι το τραύμα που προκαλεί ο καπιταλισμός κάθε φορά που θέτει το τραγικό δίλημμα «ασφάλεια ή αξιοπρέπεια»: μια διαρκή εσωτερική δυσφορία, μια απελπισία που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, επειδή τίποτα δεν έχει συνοχή, επειδή τίποτα δεν είναι διακριτό, μέσα στον παγκοσμιοποιητική χυλό-πέραν ίσως της σεξουαλικότητας.

Με άλλα λόγια, η μεγαλύτερη «επιτυχία» του Καπιταλισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να διαχωρίσει το τι συμβαίνει στην ύπαρξη, στο σώμα, στις οικογένειες και στα σπίτια μας με το τι συμβαίνει στον πολιτικό-κοινωνικό χώρο, πείθοντάς μας πως αυτά είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους.

Η αλήθεια είναι πως το ένα είναι συνέπεια του άλλου και πως αυτά τα δυο είναι εγγενώς συνδεδεμένα μεταξύ τους, με τον ίδιο τρόπο που ένα άνυδρο, ανήλιο και βραχώδες περιβάλλον είναι καταστροφικό για την ανάπτυξη της ζωής ενός δέντρου! Το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που κυριαρχεί είναι πολλαπλά τραυματικό. Και αυτό χρειάζεται συλλογική αποδοχή και συλλογική θεραπεία.

Μιλώντας ειδικότερα για την Ελλάδα, μια ελπίδα έγκειται στο γεγονός πως όλα αυτά, κατά κάποιον τρόπο, ίσως να μη μας αφορούν, στο βαθμό που ο δικός μας κοινοτικός τρόπος του βίου, η δικιά μας παράδοση, ο προσωποκεντρικός μας τρόπος ύπαρξης, δεν απειλείται από τέτοιους ατομοκεντρικούς τραυματισμούς. Αλλά εδώ ξανασκοντάφτουμε στο πρόβλημα ότι εδώ και δεκαετίες ο Λαός μας εκπαιδεύτηκε να πιστεύει ότι δεν αξίζει όσο οι άλλοι λαοί, ότι η παράδοσή του είναι μια οπισθοδρομική δεισιδαιμονία και η μειονεκτική αυτή ταυτότητα έχει πλέον πλήρως εσωτερικευτεί.

Μάλλον δεν υποψιαστήκαμε πως το πρώτο και βασικό πράγμα που κάνει στην αποικία κάθε σοβαρός αποικιοκράτης είναι να την πείσει για το ψευδές, το ανόητο, το “λίγο”, το οπισθοδρομικό και το ανώριμο της ντόπιας παράδοσής της. Το πόσο δυστυχία, δηλαδή, είναι να είσαι Έλληνας, αν με εννοείς, ούτως ώστε “δεν είμαστε λαός εμείς ναούμε” και έτσι “μνημόνια και lockdown και ψηφιακά δελτία παντού, μέχρι να σβήσει ο ήλιος”…και “τέτχοιος λαός που είμαστε καλά να πάθουμε ναούμε”.


Συμπερασματικά, η όποια ελπίδα για τη χώρα μας, ξεκινά εκεί που σταματά η επίθεση στο τραυματισμένο συλλογικό μας εαυτό.

Κατά πόσο είναι δυνατόν εκείνοι που δημιούργησαν το πρόβλημα στην Ελλάδα, να αποτελέσουν μέρος της λύσης του; Κι αν «έσχατος κριτής είναι οι σχέσεις ισχύος»  τότε ποιος μπορεί να διασφαλίσει ότι ακόμη κι αν πολιτικές δυνάμεις που δεν είχαν ποτέ πρόσβαση στην εξουσία, και τελικά την αποκτήσουν, θα υιοθετήσουν μια συμπεριφορά που θα απάδει ως προς την αλαζονεία της εξουσίας; Ήδη βλέπουμε εναλλακτικές πολιτικές δυνάμεις να εκφράζονται με λόγο δημαγωγικό (αποφεύγω τη λέξη «λαϊκιστικό», κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των «παραδοσιακών» δυνάμεων.

Ναι, καλά το λέτε! Τίποτα δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι κάποιες «αγνές» πολιτικές δυνάμεις δε θα υιοθετήσουν και αυτές τελικά κακοποιητικές συμπεριφορές. Μάλλον το αντίθετο είναι βέβαιο. Γιατί και αυτές οι δυνάμεις τελούν υπό την ανεπίγνωστη αλλά καθοριστική επιρροή του συλλογικού (και ίσως ατομικού) τραύματος.

Όπως υποστηρίζει η ψυχοθεραπεύτρια, ακτιβίστρια και συγγραφέας για το Πολιτικό Τραύμα Prentis Hemphill : «Η πολιτική είναι ένα είδος ιστορίας για το «ανήκειν». Μιλάμε για την ασφάλεια, το ανήκειν και την αξιοπρέπεια. Η πολιτική λέει ποιος ανήκει και ποιος όχι. Ποιος είναι σε θέση να λάβει τους αναγκαίους πόρους και ποιος όχι, ποιος δεν μπορεί και γιατί. Μπορούμε να πλάσουμε διάφορες ιστορίες για το ποιος αξίζει και ποιος όχι να μοιραστούμε μαζί του τους πόρους. Όταν μιλάμε για τον φόβο ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής, είναι επειδή κάποιοι πολιτικοί ενεργοποιούν αυτή την απειλή απώλειας του ανήκειν. Κάποιος θα σου πάρει κάτι, κάποιοι δε θέλουν να είσαι εδώ και λοιπά».

Και μήπως δεν το ζήσαμε στο πετσί μας στη χώρα μας αυτό; Γιατί τι άλλο ήταν τα Μνημόνια και η εργαλειοποίηση της πανδημίας, από μια αφήγηση, μια ιστορία, για το “ανήκειν”; Μια αφήγηση για την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά μας. Τα «ευλογημένα» Μνημόνια και η Πανδημία είπαν ποιος ανήκει και ποιος όχι. Ποιος είναι σε θέση να λάβει τους αναγκαίους πόρους και ποιος δεν μπορεί και γιατί. Με άλλα λόγια ενεργοποίησαν τον φόβο ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής. Τον φόβο της απώλειας του ανήκειν. Και αυτό είναι το Τραύμα της νεοελληνικής πολιτικής κακοποίησης, που όπως πάντα ενεργοποιεί αυτόν ακριβώς το φόβο. Τα Μνημόνια προκάλεσαν ένα τραύμα αβοηθησίας/ανημπόριας στον ελληνικό λαό και αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανταπόκριση του λαού μας στο τραύμα αυτό. Η μετακίνηση του αξιακού άξονα της κοινωνίας μας προς τη με κάθε τρόπο ασφάλεια, η παραίτηση από την ευθύνη της ελευθερίας, είναι συνέπεια αυτού του τραύματος. 

Άλλο τόσο, είμαι βέβαιος, πως όσοι είχαν τη βιωμένη εμπειρία ενασχόλησης με κοινωνικούς-πολιτικούς φορείς που επικαλούνταν μια μορφή κοινωνικής αλλαγής, ένιωσαν από πρώτο χέρι μέσα στους κόλπους τον φορέων αυτών αυτόν τον φόβο της απώλειας του ανήκειν, τον φόβο του αποκλεισμού, την αδικία ή την κοινωνική προδοσία, που τόσο πολύ υποτίθεται ότι ζητούσαν να αντιμετωπίσουν.

Τι χρειάζεται να γίνει λοιπόν; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που δε θα αναπαράγουν το συλλογικό Πολιτικό Τραύμα;  Όπως εντοπίζει εύστοχα η Prentis Hemphill : «Τα κοινωνικά κινήματα χρειάζεται να πουν μια ιστορία για το ανήκειν που δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Γιατί το τραύμα της καταπίεσης διαταράσσει την αίσθηση του ανήκειν. Ακόμη και οι ίδιοι οι καταπιεστές έχουν μια διακεκομμένη αίσθηση του «ανήκειν». Ανήκουν πέρα από το σώμα τους, ανήκουν πέρα από την κοινότητα, πέρα από την πρόσκλησή τους σε μια γη ή σ’ έναν τόπο. Υπάρχει μια διακοπή στο ανήκειν που δεν αφορά μόνον τους καταπιεσμένους. Όλα αυτά χρειάζεται να αναδιαμορφωθούν να θεραπευτούν και να αλλάξουν».

Ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα ερείδεται καταρχήν στη λογική του «τρέλαινε, διαίρει και βασίλευε» και στο «μισείτε αλλήλους». Πώς θα μπορούσαμε άραγε ως λαός να καλλιεργήσουμε και να υιοθετήσουμε έμπρακτα το «πάταξον μεν, άκουσον δε» το οποίο συμπυκνώνει την ουσία της δημοκρατικής διαπάλης και του λόγου στο πλαίσιο αυτής;

Ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα, αφορά όπως πολύ ωραία το θέτετε, σε μια λογική «μισείτε αλλήλους», δηλαδή σε μια ψευδο-πόλωση που διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτό είναι συστημικό ζητούμενο: η κατάρρευση των σχέσεων, είτε πρόκειται για ερωτικές, φιλικές, συγγενικές ή επαγγελματικές. Για να μην είναι κατορθωτή η μετάβαση από το «Εγώ» στο «Εμείς», επειδή προφανώς αυτό είναι απειλητικό για το Σύστημα. Και όλο αυτό διεκπεραιώνεται μέσα από τον Τραυματισμό των ανθρώπων.

Το Σύστημα, δηλαδή, έχει βρει έναν θαυμάσιο τρόπο να μας χειραγωγεί και να μας εξαπατά. Πρώτα μας τραυματίζει προκαλώντας διαρκώς μια απειλή στην αίσθηση του “ανήκειν” και στη δυνατότητα να λαμβάνουμε ή όχι τους απαραίτητους πόρους για να νιώσουμε ασφαλείς και μετά μας εμφυτεύει μια κυρίαρχη αφήγηση που κανονικοποιεί αυτήν την απειλή.

Με άλλα λόγια, πίσω από τα “γίδια” ή τα “πρόβατα”, πίσω από τους «μπατριώτες» η τους «μπαναστάτες» που τόσο απλοϊκά καταγγέλλουμε, πίσω από τον άνθρωπο δούλο των συστημάτων, κρύβεται ο τραυματισμένος και εγκαταλειμμένος άνθρωπος, που είναι έτοιμος να θυσιάσει την αξιοπρέπειά του για λίγη ασφάλεια. Γιατί αυτό του ορίζει το Τραύμα του. Και αυτό καθιστά εύκολη την κυριαρχία επάνω του, δηλαδή την υποδούλωσή του.

Το τώρα λοιπόν απαιτεί να ενσωματώσουμε τη θεραπεία σε άτομα και συλλογικότητες και να συνδέσουμε τη θεραπεία του τραύματος με τα κοινωνικά κινήματα. Ή τουλάχιστον να λάβουμε υπόψιν στις αναλύσεις μας το Τραύμα και τις συνέπειές του.

Όπως πολύ εύστοχα το ορίζει η Prentis Hemphill : «Το είδος της αλλαγής που επιδιώκουμε είναι κυτταρικό και θεσμικό, είναι προσωπικό και οικείο, είναι συλλογικό, αλλά και πολιτισμικό».

Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στο πολιτικό πεδίο και στο τι συμβαίνει στην ύπαρξή μας, στο σώμα, στις οικογένειές μας και στα σπίτια μας. Χρειάζεται να τα επανασυνδέσουμε όλα αυτά και να αναλάβουμε την ευθύνη για το «όλον».  

Χρειάζεται να αποκαταστήσουμε την πραγματικότητα, αφαιρώντας τα στρεβλωτικά γυαλιά που μας έχει φορέσει το Σύστημα και να δούμε το γελοίο της πολιτικής που πουλιέται για σοβαρό και αληθινό. Αρκεί κανείς να δει διάφορους ηγέτες την ώρα που μιλούν στον τηλεοπτικό δέκτη απομονώνοντας τη φωνή τους, ώστε να αποκαλυφθεί το μικρό τρομαγμένο «εσωτερικό τους παιδί» που ναρκισσεύεται μεγαλομανιακά!  

Χρειάζεται να στηρίξουμε τους ανθρώπους να παραιτηθούν από το σύστημα σκέψης που βασίζεται στον φόβο. Να τους εξηγήσουμε πως η θέση τους αυτή είναι απλά η ανταπόκρισή τους στο τραύμα που προκαλεί το ίδιο το σύστημα. Να τους πούμε πως μεγάλο μέρος της πολιτικής βασίζεται στον φόβο.

Χρειάζεται να ενημερώσουμε τους ανθρώπους πως η αιτία του ψυχικού τραύματος είναι το τυραννικό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, που για να δώσει μια σταλιά ασφάλειας απαιτεί την ολοσχερή εξαφάνιση της αξιοπρέπειας. Ακριβώς όπως οι θεραπευτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κοινωνικούς παράγοντες που κρύβονται πίσω από το τραύμα, έτσι και οι κοινωνικοί ακτιβιστές πρέπει να κατανοούν τις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις του τραύματος στη δική τους ζωή και στις ζωές των κοινοτήτων με τις οποίες οργανώνονται. Δηλαδή, η θεραπεία του τραύματος και η κοινωνική αλλαγή είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αλληλεξαρτώμενες.

Όπως το γράφει η Staci Haines, συγγραφέας του βιβλίου The Politics of Trauma: Somatics, Healing and Social Justice :«χρειάζεται να προσκαλέσουμε τους ανθρώπους να κοιτάξουν πέρα από τις ατομικές εμπειρίες του σώματος και του νου για να εξετάσουν τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες του τραύματος—συμπεριλαμβανομένου του ρατσισμού, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, του σεξισμού και της φτώχειας».

Χρειάζεται, και αυτό είναι πρωταρχική ευθύνη των κοινωνικών κινημάτων, να υποστηρίξουν την αποκατάσταση της κοινοτικής αίσθησης του ανήκειν όλων των τραυματισμένων ανθρώπων. Χρειάζεται να αποκαταστήσουμε αυτό που είναι πιο αληθινό, πιο στοργικό, πιο αγαπητικό και που από το κυρίαρχο σύστημα παραγκωνίζεται. Να κάνουμε την αγάπη συνώνυμο της δικαιοσύνης!

Πολλοί πολίτες απαυδισμένοι από το υπάρχον πολιτικό σύστημα επιλέγουν να απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες. Η αποχή συνιστά το δίχως άλλο πολιτική άποψη. Τι θα απευθύνατε σε όλους όσοι επιλέγουν να εκτονώσουν την τραυματική τους αίσθηση, τις ματαιώσεις τους, δίκην αγανάκτησης, υιοθετώντας τη συγκεκριμένη παθητική-επιθετική στάση;

Νομίζω πως κατανοώ βαθιά αυτήν τη στάση της παθητικοποίησης, δε σας κρύβω μάλιστα πως έχω βρεθεί και εγώ σ’ αυτήν τη θέση. Χρειάζεται να επιστρατεύσουμε όλη τη συμπονετική μας δεξαμενή προς τους ανθρώπους που γίνονται, ανεπίγνωστα, κατά κάποιο τρόπο θεατές της ίδιας της ζωής τους. Το ανέφερα και προηγούμενα: η παθητικοποίηση, η αδράνεια, το ψυχικό μούδιασμα, είναι μηχανισμός προστασίας απέναντι στην οδύνη του Τραύματος. Είναι μάλιστα μηχανισμός που η κυρίαρχη κοινωνική μηχανική γνωρίζει να πυροδοτεί και να αξιοποιεί πολύ καλά. Θα πρότεινα να στοχαστούμε, πάλι με συμπονετική περιέργεια, αυτή η ματαίωση που αναφέρετε, τι μήνυμα φέρει. Τι θέλει να μου πει, αυτή η αίσθηση; «Οὐδὲν ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως. Αὕτη οὐ γιγνώσκει ἡττηθῆναι ὑπό τινος», λέει κάπου η παράδοσή μας. Η ματαίωση δηλαδή, υποκρύπτει μια καταπληκτική εσωτερική δυναμική που έχει καλυφθεί και ζητά την αποκάλυψή της.

Η δυναμική αυτή της ματαίωσης μου θυμίζει αυτό που θεμελιακά μου δίδαξε η ψυχοθεραπεία, και αυτό είναι ότι η ζωή δεν αναβάλλεται, δεν αναστέλλεται. Δεν μπορείς να αναβάλλεις να ζήσεις μέχρι να έρθει το Σαββατοκύριακο, δεν μπορείς να αναστείλεις τον χρόνο μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά ή μέχρι να πας διακοπές. Δεν μπορείς να αναβάλλεις να ζήσεις μέχρι να χωρίσεις ή να βγεις στη σύνταξη. Γιατί κάθε φορά στο τέλος της αναβολής παραμονεύει ένα “τι κρίμα που δεν έζησα πιο πριν”, αν το προλάβεις κι αυτό ποτέ. Η ματαίωση είναι αργά ή γρήγορα η πληρωμή κάθε αναστολής της ζωής.

 Σαν ένα μέλλον που δείλιασε να γίνει παρόν. Αλλά επίσης η ματαίωση, σου δείχνει ότι προσπάθησες για κάτι, ότι κάποιες στιγμές δεν παραδόθηκες στην αδράνεια και ότι νοιάζεσαι ακόμη. Και αυτό το νοιάξιμο χρειάζεται να έρθει τώρα στο παρόν, στο εδώ και τώρα, με όποιον τρόπο βρει κανείς να εκφραστεί. Θέλω να πω -κι αυτό μπορεί να φανεί λίγο αιρετικό- δε με νοιάζει τόσο αν κάποιος συμμετέχει στις εκλογικές διαδικασίες, όσο αν στην καθημερινότητά του φέρει μια νέα αφήγηση για το «ανήκειν», την οποία κατορθώνει έμπρακτα να μοιραστεί έστω με τους σημαντικούς του Άλλους.   

Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, παρόλα τα προβλήματα του τόπου μας, -εγκλωβισμός στην ατομικότητα, αναξιοκρατία, προβλήματα στην Παιδεία και στον Πολιτισμό, σκάνδαλα, διαπλοκές, κοινωνικές ανισότητες, διασπάθιση του Δημόσιου χρήματος-, τι είναι αυτό θα λέγατε που θαυμάζετε και αγαπάτε στην Ελλάδα του σήμερα, το οποίο ενδεχομένως σας δώρισε στο παρελθόν και έχει παραμείνει αδιασάλευτο;

Πριν απ’ όλα, το να είσαι Έλληνας σήμερα, σημαίνει να ζεις σε μια συνθήκη καταπιεσμένης οργής κάθε δευτερόλεπτο και αυτό είναι μια συνθήκη που απαιτεί υψηλή ψυχική ανθεκτικότητα. Γιατί, όπως ένα παιδί που κακοποιείται από τους γονείς του δε σταματά να αγαπά τους γονείς του, αλλά σταματά να αγαπά τον εαυτό του, έτσι και μια κοινωνία που κακοποιείται κατ’ επανάληψιν από τους κυβερνώντες της, μαθαίνει στο τέλος, όχι να μισεί τους κυβερνώντες-κακοποιητές της, αλλά τον ίδιο τον συλλογικό της εαυτό. Οπότε αγαπώ την Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί αγαπά αυτούς που του χάρισαν το δώρο της ζωής, ακόμη κι αν το τραυμάτισαν. Αγαπώ το τόσο περιφρονημένο «σεμεδάκι» της μάνας μου πάνω στην τηλεόραση, γιατί με προστάτευσε από την κοινωνική της μόλυνση.

Αγαπώ το ήθος αντίστασης του Λαού μας, αυτήν την «ευέλπιδα απερισκεψία» που λέει ο Θουκυδίδης, αγαπώ την τόσο ανυπεράσπιστη παράδοσή μας, αγαπώ ακόμη και τη συλλογική μας ντροπή, την ντροπή γι’ αυτό που μας είπαν ότι είμαστε. Ίσως, κατά έναν παράδοξο τρόπο, αυτήν την ντροπή να αγαπώ πιο πολύ. Όπως θα αγαπήσω βαθιά ένα παιδί που νιώθει μειονεκτικά. Γιατί ξέρω καλά πως αυτή η αγάπη θα σπάσει κάποια στιγμή την κυρίαρχη ερμηνεία που επέβαλαν οι αποικιοκράτες προκειμένου να δικαιολογήσουν και να νομιμοποιήσουν τις χρόνιες ανεκπλήρωτες ανάγκες του Λαού μας. Γιατί ξέρω πως αυτή η αγάπη θα διακόψει κάποια στιγμή τη «δυστυχία του να είσαι Έλληνας», αυτό το καλύτερο πλυντήριο στη διαρκή λεηλασία της χώρας και του Λαού μας.

Στο τέλος-τέλος αυτοεκτίμηση δε σημαίνει πως δεν έχω ελαττώματα, αλλά πως παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να με εκτιμώ! Η Ελλάδα ως Τρόπος, συνεχίζει να προσφέρει αυτήν τη θεραπευτική συμπεριληπτική ανοιχτότητα, ενάντια στον κυρίαρχο αρρωστημένο τιμωρητικό αποκλεισμό του δυτικού προτεσταντικού τρόπου. Ευτυχώς!      

Ευχαριστώ από καρδιάς τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη και του εύχομαι να είναι γερός, να συνεχίσει να μας μεταγγίζει οξυδέρκεια και ζείδωρη φωταψία μέσα σε αυτό έρεβος όπου έχουμε αγκιστρωθεί!

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.