TOP

Αντωνης Τσιπιανιτης: «Η μαγεια της Τεχνης και η λυτρωτικη της δραση εγκειται στο οτι αποδεχεσαι με ανακουφιση οσα φοβασαι να παραδεχτεις, στην καθημερινοτητά σου, οχι μονο στους αλλους αλλα και στον ιδιο σου τον εαυτο»

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Αντώνης Τσιπιανίτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε επί αρκέτα έτη ως δημοσιογράφος σε περιοδικά (Symbol, Down Town). Η μεγάλη του αγάπη, ωστόσο, όπως ανακάλυψε είναι η ρέουσα γραφή και δη η θεατρική γραφή. Έχει συγγράψει πολλά θεατρικά έργα τα οποία έχουν κερδίσει την εκτίμηση του κοινού και έχουν αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές από κριτικούς της Τέχνης. Στην προσπάθεια να τον γνωρίσουμε καλύτερα ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας μίλησε στον Ευθύμιο Ιωαννίδη του Thessculture.gr και μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις του για το θέατρο. Ας τον γνωρίσουμε λοιπόν μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις μας…

 Αντώνη, σπούδασες ελληνική φιλολογία, εργάστηκες ως δημοσιογράφος, έχεις ασχοληθεί με το μυθιστορημα, σε έχει εντούτοις διαρρήδην απορροφήσει το θέατρο. Ποιο ήταν αλήθεια το έναυσμα να ασχοληθείς με τον μαγικό κόσμο της θεατρικής γραφής;

Στην Πόρνη από πάνω, η ηρωίδα, η Ερατώ, λέει κάποια στιγμή: «Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν η ζωή μας είναι ένα δεδομένο σχέδιο, στο οποίο εμείς επιλέγουμε μονάχα τι χρώμα θα έχουν οι κλωστές που θα το κεντήσουμε…». Έβαλα αυτή τη φράση στο έργο επειδή αναρωτιέμαι συχνά κι εγώ το ίδιο πράγμα (όπως οι περισσότεροι, υποθέτω). Ξεκίνησα τυχαία να γράφω θέατρο ή ήταν προδιαγεγραμμένο από κάπου; (και ποιο είναι αυτό το «κάπου»;) Γιατί το λέω αυτό… Πριν από χρόνια, όταν εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, μια συνάδελφος είχε κανονίσει να επισκεφθεί μια κυρία που έριχνε μια παράξενη τράπουλα και τα έβρισκε όλα-έτσι είχε ακούσει. Την πήγα λοιπόν με το αυτοκίνητό μου και ανέβηκα να περιμένω στο σαλόνι να τελειώσει το ραντεβού. Βγαίνοντας, επέμενε να μπω κι εγώ, διότι μου είπε: «είναι πολύ δυνατή, βρίσκει τα πάντα». Όντως βρήκε εκπληκτικά πράγματα και, ειδικά για τα επαγγελματικά μου, είπε ότι εκτός από τη δημοσιογραφία θα έκανα και κάτι άλλο που θα είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Τη ρώτησα τι θα ήταν αυτό και με τι θα είχε σχέση αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Μου είπε μόνο ότι έβλεπε μεγάλες αίθουσες, γεμάτες πολύ κόσμο κι ότι εκεί ελάμβανε χώρα αυτή η δραστηριότητά μου. Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν ανέβηκε στη σκηνή το πρώτο μου έργο- η «Απολυμένη»-κατάλαβα πως εννοούσε το Θέατρο και το επιβεβαίωσα με τη μεγάλη επιτυχία του δεύτερου έργου μου, «Η πόρνη από πάνω».Τώρα πώς γράφτηκε το πρώτο έργο, η «Απολυμένη»! Κι εγώ αναρωτιέμαι… Δεν είχα δει ποτέ μονόλογο, το απέφευγα μάλιστα γιατί πίστευα πως θα ήταν κάτι βαρετό… (ναι, ακούω το γέλιο της ζωής…) Είχε ανέβει τότε, (2009 νομίζω) στο Εθνικό, ο μονόλογος Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α της Λένας Κιτσοπούλου και συζητιόταν πολύ. Αλλά και πάλι δεν πήγα να το δω. Ωστόσο μια μέρα,, μπαίνοντας σε ένα βιβλιοπωλείο, είδα το βιβλίο και το αγόρασα να δω πως ήταν επιτέλους το κείμενο ενός μονολόγου. Γοητεύτηκα! Και είπα μακάρι να έγραφα κι εγώ έναν μονόλογο… ‘Υστερα από λίγες μέρες λοιπόν με πήρε τηλέφωνο μια πρώην συνάδελφος που είχε απολυθεί κι εκείνη, όπως κι εγώ, λόγω περικοπών. Ήταν διευθύντρια ενός από τα lifestyle έντυπα της εταιρείας και μου είπε πως από τη στιγμή της απόλυσης, όλες οι κοσμικές και επώνυμες «φίλες» της είχαν «εξαφανιστεί», δεν απαντούσαν στο τηλέφωνο και φυσικά δεν την καλούσαν πουθενά. Είχε μείνει μόνη με άδειο πορτοφόλι, άδειο ψυγείο, άδεια ζωή…

Με το που κλείσαμε το τηλέφωνο είπα στον εαυτό μου: Θα γράψω ένα μονόλογο που θα λέγεται «Απολυμένη» και ηρωίδα θα είναι μια γυναίκα που όταν απολύεται συνειδητοποιεί πως ήταν πάντα «απολυμένη» από την προσωπική της αλήθεια.

Αναρωτιέμαι, έχεις μια συγκεκριμένη μέθοδο γραφής, ή η ίδια η γραφή σε παρασύρει;  Πόσο επηρεάζουν τη συγγραφή των έργων σου τα θέλω και οι απαιτήσεις του μεγάλου αναγνωστικού κοινού που έχεις δημιουργήσει, και πόσο ελεύθερος αισθάνεσαι μέσα στη συγγραφική διαδικασία;

Όταν ερωτεύεσαι ακολουθείς μια συγκεκριμένη μέθοδο…; Το ίδιο θα έλεγα ισχύει και όταν ερωτεύεσαι την ιδέα ενός έργου και τα πρόσωπά του. Αφήνεσαι να σε πάει όπου θέλει το πάθος σου.

 Στα έργα σου οι ήρωες φέρουν πρώτα απ’ όλα σαν ακριβοθώρητο θησαυρό την αλήθεια. Η ελληνική κοινωνία με τις τόσες αναστολές και αρρυθμίες που την κατατρύχουν πόσο έτοιμη φαίνεται να επωμιστεί το βάρος της αλήθειας των πραγμάτων;

Αυτή είναι η μαγεία της Τέχνης και η λυτρωτική της δράση: αποδέχεσαι με ανακούφιση όσα φοβάσαι να παραδεχτείς, στην καθημερινότητά σου, όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό. Μακάρι να είχα μια φωτογραφία να σας στείλω από τα πρόσωπα των θεατών όταν βγαίνουν από παράσταση έργου μου-είτε μονολόγου, είτε πολυπρόσωπου. Βλέπω τα μάτια τους κι αναρωτιέμαι: «εγώ τους προκάλεσα τόσα συναισθήματα»; Εκπλήσσομαι φυσικά, γιατί δε φανταζόμουν ποτέ πως ήμουν ικανός να δημιουργήσω κάτι που θα πρόσφερε στους ανθρώπους ένα τόσο δυνατό «ταξίδι» μέσα τους…

Τα έργα σου έχουν κατά γενική ομολογία κερδίσει κοινό και κριτικούς, ωστόσο, ήταν «Η πόρνη από πάνω» που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Γιατί πιστεύεις ότι οι αναγνώστες και το θεατρικό κοινό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό αγάπησαν τόσο πολύ τη δική σου Πόρνη από πάνω;

Για πολλούς λόγους αλλά δε θα τους αναλύσω γιατί θα ακουστεί σαν περιαυτολογία. Θα σου πω μόνο πως κάθε φορά που το βλέπω-και το έχω δει πάνω από 200 φορές-κλαίω και γελάω σαν να είναι ενός άλλου και δε γνωρίζω τι θα γίνει μετά.

Αντώνη, πώς είσαι αλήθεια ο ίδιος ως θεατής; Η ιδιότητά σου ως θεατρικού συγγραφέα εκτόπισε άραγε κάπως τη χαρά της εσωτερικής συγκινησιακής φόρτισης από μέσα σου, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα; Σε έχει ωθήσει μήπως η ενασχόλησή σου με τη θεατρική γραφή να έχεις μια ανατομική αντίληψη για το θέατρο;

Πολύ σωστή η σκέψη σου. Πράγματι υπάρχει η ανατομική παρατήρηση, η αποστασιοποίηση… στο ήμισι του εαυτού μου. Το άλλο μισό λειτουργεί σαν κάθε θεατής που αφήνεται στην παράσταση όπως επιβιβάζεται κάποιος σε ένα καράβι και προσδοκά να έχει ένα ωραίο ταξίδι.

Υπάρχουν κάποιες αρετές ή κάποια εφόδια που προκρίνεις απαραίτητα για τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου; Ποια συμβουλή θα έδινες αλήθεια σ’ ένα νέο θεατρικό συγγραφέα που φιλοδοξεί να αναμετρηθεί με το θέατρο;

Όπως δε χρειάζεται συμβουλές η μηλιά για να κάνει μήλα, έτσι δε χρειάζεται και ο γεννημένος για να γίνει συγγραφέας (ή μουσικός ή ζωγράφος) συμβουλές για να γράψει έργα. Θα το κάνει έτσι κι αλλιώς γιατί είναι στη φύση του. Κι όποια βοήθεια χρειαστεί για να λύσει κάποια απορία του, το ένστικτό του θα τον οδηγήσει να τη βρει. Θα του έλεγα μόνο πως μια ιδέα που έχει, αξίζει πραγματικά να γραφτεί αν τη σκέφτεσαι συνέχεια, ακόμα και όταν ψωνίζει μακαρόνια στο σούπερμάρκετ ή κατεβάζει τα σκουπίδια το βράδυ.

Στην ερώτηση αν είναι διδακτή η συγγραφική αρετή ή είναι κάτι που εναπόκειται στο βίωμα του γράφοντος, τι θα απαντούσες;

Θα επανέλθω στο παράδειγμα του έρωτα: Διδάσκεται ο έρωτας προς έναν άνθρωπο;… Η Τέχνη είναι έρωτας. Συνοικέσιο στην Τέχνη δεν υπάρχει.

 Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια για ένα θεατρικό συγγραφέα να καταφέρει να δημιουργήσει, αλλά και να επιβιώσει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Θεωρείς ότι η πολιτεία στηρίζει τους νέους συγγραφείς;

Πάρα πολύ δύσκολο, αλλά η επιμονή να παραμείνεις κάπου, παρόλες τις θυσίες, αποδεικνύει και το ότι είσαι φτιαγμένος και ταγμένος γι αυτό το κάπου, είτε είναι η Ιατρική σε δημόσια νοσοκομεία, είτε η Διδασκαλία σε ακριτικά μέρη, είτε η Τέχνη με τις γνωστές δυσκολίες…

  Ένας συγγραφέας γράφει άραγε για το κοινό του, για τον εαυτό ή και για τα δύο; Συνιστά ουσιαστικά μια λύτρωση για τον λογοτέχνη η συγγραφή, δηλωτικό ότι υπάρχουν πρωτογενή  οφέλη για τον συγγραφέα; Εν ολίγοις Αντώνη, γιατί γράφεις, το έχεις απαντήσει;

Γράφω γιατί είναι ό,τι πιο συναρπαστικό μου συμβαίνει. Γράφω γιατί είναι μια ανάγκη όπως το φαγητό-γίνεται να μη θέλουμε το φαγητό;1 Με το που τελειώνω ένα έργο, σκέφτομαι αμέσως ποιο θα είναι το επόμενο, από τις τόσες ιδέες που χορεύουν μέσα στο μυαλό μου.

Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας μία χρήσιμη συμβουλή που σου έδωσαν κάποτε;

Θα σου πω μια συμβουλή που έδωσε στην αδερφή μου μια ηλικιωμένη θεία μου λίγο πριν πεθάνει. Της έδειξε ένα σεντούκι με κεντήματα και της είπε: «Τα βλέπεις αυτά; Είναι τα νιάτα μου! Αντί να βγαίνω έξω, με κρατούσαν σπίτι και με έβαζαν να κεντάω, γιατί αυτό ήταν το πρέπον τότε. Μη κεντήσεις ποτέ! Βγες έξω και ζήσε! Ζήσε»! Είχα ταραχτεί πολύ-ήμουν μπροστά όταν της το είπε, θυμάμαι σαν τώρα την οργή της για τα νιάτα της που σπαταλήθηκαν-και συμπεριέλαβα αυτήν τη σκηνή στην Πόρνη από πάνω.

Ευχαριστώ από καρδιάς τον Αντώνη Τσιπιανίτη για την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας και του εύχομαι να συνεχίσει να μας μαγεύει με την πάντα γοητευτική του πένα!

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.