TOP

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ: «ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΧΕΙ ΤΙΣ ΑΓΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗ»

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Σάββας Πατσαλίδης δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στον χώρο του θεάτρου και της θεατρολογίας. Ομότιμος καθηγητής θεάτρου του Τμήματος Αγγλικής του ΑΠΘ , θεατροκριτικός με μακρά πορεία σε έντυπα και φεστιβάλ, συγγραφέας πλήθους θεωρητικών έργων και μελετών για το νεοελληνικό και διεθνές θέατρο, αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής σκηνής — όχι πάνω στο σανίδι, αλλά πίσω και δίπλα του: ως αναλυτής, ως συνομιλητής, ως συνοδοιπόρος.

Δεν περιγράφει απλώς το θέατρο — το κατοικεί με σεβάσμιο στοχασμό. Η γραφή του λειτουργεί σαν λεπτό φίλτρο που απομονώνει την ουσία μέσα στον θόρυβο των παραστάσεων, ενώ η σκέψη του μετατρέπει τη θεατρική πράξη σε πεδίο αναστοχασμού. Σε αυτήν τη συνέντευξη, με αφορμή το διεθνές φεστιβάλ Δάσους, σε επιμέλεια του Ευθύμιου Ιωαννίδη, η φωνή του διασχίζει τις διασταυρώσεις της αισθητικής, του θεσμού και της πολιτισμικής ευθύνης, αφήνοντας πίσω της όχι μόνο ιδέες αλλά και σιωπές που καλούν σε αναθεώρηση.

Κύριε Πατσαλίδη, το Φεστιβάλ Δάσους φέρει ήδη μια βαρύτητα διεθνούς φεστιβαλικής ταυτότητας. Τι χρειάζεται όμως ένα ελληνικό φεστιβάλ για να πάψει να λειτουργεί ως «σκηνή με διεθνείς καλεσμένους» και να μετουσιωθεί σε θερμοκοιτίδα θεατρικής καινοτομίας — ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ρήξη με το καθιερωμένο;

Εάν με «ελληνικό» εννοείτε ένα φεστιβάλ σε μορφή “showcase” όπου προβάλλεται καθαρά η εγχώρια παραγωγή, τότε είναι πολλά και συχνά απροσπέλαστα τα εμπόδια. Θέλω να πω ότι πριν φτάσουμε καν να μιλάμε για «ρήξη με το καθιερωμένο» ή για «θερμοκοιτίδα θεατρικής καινοτομίας», όπως πολύ σωστά λέτε, δηλαδή να μιλάμε για το αποτέλεσμα, πρέπει πρώτα από όλα να βρούμε τους μηχανισμούς εκείνους που θα μας βοηθήσουν να στήσουμε, με όρους πρακτικούς και συμπεριληπτικούς, αυτό το φεστιβάλ ώστε να ανταποκρίνεται στις κατακτήσεις του εγχώριου θεάτρου. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, όλα τα άλλα περιττεύουν.

Το λέω αυτό γιατί είναι τέτοια η δομή και η λειτουργία των θεατρικών μας πεπραγμένων που κάτι τέτοιο φαντάζει για την ώρα απίθανο. Για σκεφτείτε: Πώς θα μπορέσει άραγε ο εκάστοτε υπεύθυνος ενός φεστιβάλ να συγκεντρώσει μέσα από την τρέχουσα σεζόν των χιλίων και βάλε παραστάσεων αυτές που θεωρεί ως πλέον αντιπροσωπευτικές (ποιοτικά, ερευνητικά, ερμηνευτικά, εικαστικά κ.λπ), τη στιγμή που μόλις ολοκληρώσουν τον προγραμματισμένο κύκλο τους εξαφανίζονται, δηλαδή μέσα σε δύο περίπου μήνες από την πρεμιέρα τους

 Στην Ελλάδα το θέατρό μας ημερολογιακά «πεθαίνει» με το τέλος κάθε σεζόν, για να επανακάμψει την επόμενη. Δεν αποθηκεύεται. Είναι ένα θέατρο κυριολεκτικά εφήμερο, σε αντίθεση με χώρες (βλ. πρώην ανατολικές) όπου λειτουργεί ακόμη το σύστημα ρεπερτορίου, όπου εκεί οι παρατάσεις αποθηκεύονται για πολλά χρόνια, δεν εξαφανίζονται, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε καλλιτεχνικό διευθυντή ενός φεστιβάλ να επιλέξει ό,τι θεωρεί ποιοτικά καλύτερο.

Αυτό βέβαια αντιλαμβάνεστε ότι προϋποθέτει, εκτός όλων των άλλων, ένα σχεδόν μόνιμο θίασο, διαθέσιμους χώρους αποθήκευσης, άλλο εργασιακό καθεστώς, συμβόλαια κλπ. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν εδώ. Αυτό που γίνεται στο θέατρό μας είναι ό,τι πιο ψυχοφθόρο για τον οποιονδήποτε φιλοδοξεί να στήσει ένα φεστιβάλ με βάση αποκλειστικά παραστάσεις που παίζονται κατά τη διάρκεια της σεζόν. Έχω ζήσει εκ των έσω και για τρία χρόνια την επώδυνη εμπειρία  ως πρόεδρος της Επιτροπής Σύστημα Αθήνα που είχε εγκαινιάσει ο τότε πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου στην Αθήνα Μιχαήλ Μαρμαρινός. Όλοι στην Επιτροπή είχαμε βγάλει «έλκη», αναζητώντας παραστάσεις για το showcase. Ήταν ένας άνισος αγώνας δρόμου, όπου όλοι ευχόμασταν να παίζονται καλές παραστάσεις, φεστιβαλικών προδιαγραφών τις ημερομηνίες του φεστιβάλ.  Αντιλαμβάνεστε ότι έτσι δεν μπορεί να επιβιώσει με αξιώσεις ένα φεστιβάλ, δηλαδή να επαφίεται στην τύχη και τις συγκυρίες.

Νομίζω πως αυτό που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια η Κατερίνα Ευαγγελάτου (εκδήλωση ενδιαφέροντος και ανάθεση) είναι το πλέον εφικτό και λειτουργικό. Σίγουρα δεν είναι απαλλαγμένο προβλημάτων και απρόβλεπτων εκπλήξεων. Πχ. δεν μπορεί να γνωρίζει η καλλιτεχνική διεύθυνση την ποιότητα του παραδοτέου πριν την ολοκλήρωση—οπότε ενδέχεται το αποτέλεσμα να μην είναι ικανοποιητικό. Είναι μια επιλογή που κουβαλά μαζί της και το αναπόφευκτο ρίσκο. Παράλληλα, όμως, είναι και μια επιλογή που δίνει χώρο και χρόνο αλλά και τη δυνατότητα στους εμπλεκόμενους να δημιουργήσουν μια «άλλη» τέχνη χωρίς το άγχος της οικονομικής αποτυχίας. Το κατά πόσο θα είναι καλή ή κακή πρότασή τους είναι ένα άλλο θέμα και θα κριθούν επ’ αυτού.

Σε μια εποχή όπου τα φεστιβάλ συχνά μετατρέπονται σε «πολιτισμικές βιτρίνες», τι κομίζει — ή τι αποφεύγει — το Φεστιβάλ Δάσους, ώστε να μη διολισθήσει στον σκόπελο του εξωραϊσμένου φολκλόρ;

Η αλήθεια είναι ότι ο πολλαπλασιασμός των φεστιβάλ, ιδίως στην Ευρώπη, είναι εντυπωσιακός ως προς τον όγκο όχι όμως πάντοτε καθαρός ως προς τους στόχους, τις προθέσεις. Η αίσθησή μου είναι ότι πολλά φεστιβάλ εγκαινιάζονται σε διάφορες πόλεις πιο πολύ για λόγους «τουριστικούς» παρά καλλιτεχνικούς. Είναι ένα συνονθύλευμα χωρίς έρμα και κυρίως χωρίς αγωνίες.

Τώρα, σε ό,τι αφορά τη δική μας προσπάθεια, το Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους άρχισε το 2018, επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Γιάννη Αναστασάκη. Εξαρχής η στόχευση ήταν αποκλειστικά οι ξένες παραγωγές, κατά προτίμηση μικρού όγκου ώστε να μπορούμε οικονομικά να τις διαχειριστούμε, και κυρίως παραστάσεις μιας, ας την ονομάσουμε, ιδιαίτερης αισθητικής. Δηλαδή η στόχευση ήταν ένα φεστιβάλ που να προσφέρει στο θεατρόφιλο κοινό της πόλης (και όχι μόνο) κάποια καινούρια ή διαφορετικά ερεθίσματα σε σχέση με το θέατρο που έχει συνηθίσει να παρακολουθεί .

Από τη Νότια Αφρική στον Λίβανο και από το Βέλγιο στην Ουρουγουάη: Πώς συγκροτείται αλήθεια η παγκόσμια σκηνή μέσα από τις τοπικές ρηγματώσεις; Το φεστιβάλ αναρωτιέμαι λειτουργεί ως διαμετακομιστικός κόμβος ή ως πεδίο αναμέτρησης μεταξύ πολιτιστικών αφηγημάτων;

Ένα καλό φεστιβάλ είναι μια δημιουργική κυψέλη συνάντησης, διαλόγου, αλληλοτροφοδότησης αλλά και δοκιμής και δοκιμασίας ιδιωμάτων, ανησυχιών, στοχεύσεων, θέσεων, αφηγήσεων, εμπειριών. Μια συνεχής αναμέτρηση με το οικείο κάθε παράδοσης και κάθε τόπου. Μια αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης ενός κόσμου δυσερμήνευτου, απρόβλεπτου, πολιορκημένου πέρα ως πέρα από τους παγκόσμιους μηχανισμούς μιας δυσοίωνης βιοπολιτικής.

Το φετινό μότο “Embracing the un-scene” μοιάζει να αρθρώνει μια πρόταση υπέρ του αθέατου. Το “un-scene” πιο συγκεκριμένα, μοιάζει να αναφέρεται σε ό,τι εξορίζεται από τη σκηνική αφήγηση. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη σκηνική εξαφάνιση που ελλοχεύει: ο Λόγος, η Παράσταση ή το πιο ανησυχητικό, ο ίδιος ο θεατής;

Το τι επίκειται να εξαφανιστεί και τι όχι είναι ένα μεγάλο θέμα που εξαρτάται εν πολλοίς από το πώς θα αναπτυχθούν από δω και πέρα οι σχέσεις του θεάτρου με την τεχνολογία και δη την τεχνητή νοημοσύνη. Πιστεύω πως στο επόμενα δέκα  με είκοσι χρόνια, όταν πια την τύχη του θεάτρου θα αναλάβει η νέα γενιά, δηλαδή η γενιά που αυτή τη στιγμή μεγαλώνει με τα δεδομένα της τεχνολογίας, κάποια από αυτά που θεωρούμε ζωτικά στοιχεία της θεατρικής δημιουργίας και εμπειρίας μπορεί να τα δούμε να περιθωριοποιούνται. Ήδη έχουμε πολλά και επικίνδυνα δείγματα γραφής στο πώς η τεχνολογία «εκπαραθυρώνει» με ταχείς ρυθμούς σκηνογράφους, γραφίστες, φωτιστές, προγραμματιστές, ηχολήπτες κ.λπ.

Υπ’ αυτήν την έννοια, το «αθέατο» που υπαινίσσεται «λογο-παίζοντας» το motto του φετινού 6ου φεστιβάλ δεν αφορά το παραπάνω θέμα, αλλά πιο πολύ προδίδει τις προθέσεις των επιλεγμένων δράσεων, προθέσεις που δείχνουν προς την κατεύθυνση του «ανοίκειου» ή και εκείνου που ξεφεύγει από τα αυστηρά πλαίσια της σκηνής (un-scene). Όλο το πρόγραμμα όπως είναι διαρθρωμένο συγκλίνει γύρω από τη δυναμική παρουσία της περφόρμανς, την ελευθερία επιτέλεσης χωρίς δεσμευτικά πλαίσια.

Η αποδραματοποίηση διαχέεται φέτος σαν ομίχλη που θολώνει τις παραστασιακές συμβάσεις. Όταν το μεταδραματικό εκλείπει, αυτό που μένει είναι άρνηση ή νέα θεσμική γλώσσα; Το φεστιβάλ προτείνει μια ρήξη ή σκιαγραφεί το επόμενο κανονικό; Και το θεατρικό συμβόλαιο που άλλοτε ένωνε, τώρα διαλύεται ή επαναγράφεται;

Το ανοίκειο του σήμερα είναι το κανονικό του αύριο. Η νομοτέλεια των πράγματων. Και όχι μόνο των θεατρικών. Σε αυτή τη φάση το θέατρο, στην αναμέτρησή του με την πραγματικότητα, επιχειρεί να ξαναγράψει βασικά κεφάλαια από το βιβλίο της Γένεσης του. Είναι σε μια φάση επαναπροσδιορισμού, που σημαίνει επαναπροσδιορισμού και των σχέσεών του με τους νέους θεατές. Σιγά σιγά αποχωρούν από το κάδρο οι boomers και τη σκυτάλη παίρνει η Generation X, με λιγότερες επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά την τεχνολογία αλλά και με άλλες απόψεις που αφορούν την πολιτική, τη συμμετοχή, τη δημοκρατία, τα φύλα, τα έθνη κ.λπ., οπότε μοιραία πολλά θα αλλάξουν. Βέβαια αυτό πάντοτε συνέβαινε, όχι όμως με τέτοια ένταση, ταχύτητα, και ενίοτε βιαιότητα. Ίσως γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία του το θέατρο από μπροστάρης, σκαπανέας έχει περάσει σε θέση ακόλουθου, που ασθμαίνοντας τρέχει ασταμάτητα να προλάβει μια πραγματικότητα που αποδεικνύεται κάθε μέρα ότι είναι πιο γρήγορη και πιο επιδραστική από αυτό.

Έχουν αλλάξει πολύ οι συνθήκες που διαμορφώνουν τις σχέσεις θεάτρου/κοινωνίας. Και ως έχει η κατάσταση θα αλλάξουν ακόμη πιο πολύ και μαζί θα αλλάξει και το «συμβόλαιο» σκηνής/πλατείας.

Φέτος, το σώμα ανεβαίνει στη σκηνή δίπλα στην τεχνολογία — όχι πια ως εργαλείο αλλά ως παρτενέρ, συνομιλητής, άλλοτε συνοφρυωμένος κι άλλοτε εξαϋλωμένος. Πώς μεταβάλλεται η θεατρική του δύναμη όταν διαμεσολαβείται από φίλτρα, οθόνες, αποστάσεις; Ενσαρκώνει ακόμη ή προβάλλεται; Αντιστέκεται ή υποχωρεί; Και μήπως τελικά η λάμψη του ψηφιακού δεν είναι παρά μια νέα εκδοχή της απουσίας;

Να αρχίσω με τη λέξη «απουσία», που σωστά απομονώνετε, γιατί είναι μια λέξη που ήταν πάντοτε κλειδί στον ορισμό της έννοιας του θεάτρου, στον ορισμό της διττότητάς του. Παρουσία «εδώ και τώρα» και ταυτόχρονα μια απουσία «εκεί και τότε». Τώρα αυτές οι έννοιες έχουν μπερδευτεί.

Κατ’ αρχάς, τι πάει να πει ζωντανό; Όταν καθόμαστε λ.χ. στο σαλόνι του σπιτιού μας και παρακολουθούμε (εδώ και τώρα) ζωντανή αναμετάδοση ενός αγώνα 100 χιλιόμετρα μακριά, πόσο ζωντανό είναι αυτό; Όταν κάτι είναι διαμεσολαβημένο είναι παράλληλα και «ζωντανό»; Μια βιντεοπροβολή σε μια παράσταση (εδώ και τώρα) είναι κάτι ζωντανό; Κι αν είναι, ο ηθοποιός στη σκηνή  τι είναι; Θέλω να πω ότι πολλά από τα στοιχεία που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε μέρος της ίδιας της οντολογίας του θεάτρου τίθενται ξανά υπό διερεύνηση και νέα θεωρητική και πρακτική εξέταση. Η δυναμική της τεχνολογίας μας αναγκάζει να δούμε πολλά συμπεράσματά μας από μια άλλη οπτική και άλλη θεώρηση.

Όσο για το σώμα, το οποίο σωστά απομονώνετε, αποτελούσε πάντοτε τον βασικό φορέα της θεατρικότητας. Απλώς στις μέρες μας, και με όλες τις ανακατατάξει, και τους επαναπροσδιορισμούς του, έχει αποκτήσει μια άλλη δυναμική, μια πιο τονισμένη σκηνική ορατότητα. Είναι ένα σώμα που διεκδικεί τον χώρο του, ένα σώμα που «κατασκευάζεται» και ανακατασκευάζεται διαρκώς, σώμα πρωτεϊκό χωρίς αμετακίνητες σταθερές. Και αυτό το σώμα κυριαρχεί και στις επιλεγμένες παραστάσεις του 6ου Φεστιβάλ.

Να υπογραμμίσουμε πως το φεστιβάλ ανοίγει τις πύλες του σε ένα κοινό που δεν κατέχει πάντα το λεξιλόγιο των αποδομημένων μορφών. Ποιο είναι ωσαύτως το αληθινό στοίχημα της πρόσληψης; Ζητάτε από το κοινό να ερμηνεύσει, να βιώσει ή εντέλει να συμφιλιωθεί με την αδυναμία κατανόησης, που δεν αποκλείει εντούτοις τη συγκίνηση;

Σε μια παράσταση οποιασδήποτε μορφής πρέπει ως θεατές  να είμαστε γενναιόδωροι και καλοπροαίρετοι απέναντί της, εννοώντας με αυτό ότι της δίνουμε τον χρόνο να μας πείσει, να μας παρασύρει στο δικό της ταξίδι, είτε αυτό λέγεται πνευματικό είτε άλλης μορφής. Το κατά πόσο θα μας συγκινήσει στο τέλος ή όχι εξαρτάται από τον καθένα από μας. Δεν υπάρχουν ολιστικά συμπεράσματα ούτε συνταγές συγκίνησης , επιτυχίας ή αποτυχίας. Όλα αξιολογούνται από εκείνο το ζευγάρι μάτια που παρακολουθεί και εκείνο το ζευγάρι αφτιά που ακούει, που σημαίνει αξιολογoύνται με βάση τις προσδοκίες του καθενός, τις γνώσεις του, το χρώμα του, το γένος του, την τάξη του, τη διάθεσή του κ.λπ Αυτό είναι και το νόημα αλλά και η γοητεία της πρόσληψης: το ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε να εγκλωβιστεί σε τσελεμεντέδες με συνταγές.

Ένα φεστιβάλ δεν είναι ποτέ απλώς καλλιτεχνικό γεγονός. Είναι επίσης θεσμός, προοπτική, μια διαρκής επιτελεστική ερώτηση για το πώς μπορεί να οργανωθεί η συλλογική επιθυμία. Ποια είναι η βαθύτερη πολιτική του πρόταση φέτος; Κι αν το θέατρο είναι κοινωνική φαντασία, τι κοινωνία μας προτείνει να φανταστούμε;

Εκείνο που φέρνουν οι επιλογές του φετινού φεστιβάλ είναι θέματα που απασχολούν σήμερα τις κοινωνίες, όπως είναι η βία, η ανισότητα, η δικαιοσύνη, οι έμφυλες και φυλετικές σχέσεις. Είναι επιλογές που ανήκουν στο γενικότερο σκεπτικό μας που αφορά την έννοια «Φεστιβάλ». Τι είναι ένα φεστιβάλ, τι περιμένουμε απ΄αυτό; Γιατί πηγαίνουμε και το παρακολουθούμε;

Και για να κλείσω, η δική μου απάντηση στην ερώτησή σας λέει ότι:

Σε ένα κόσμο σε συνεχή μεταμορφωτική ροή, σε ένα κόσμο συνεχών ανατροπών το θέατρο και ιδίως ο θεσμός ενός φεστιβάλ δεν μπορεί παρά και το ίδιο να μπαίνει στη βάσανο μιας διαρκούς αναζήτησης εργαλείων και θεμάτων προκειμένου να κρατήσει ζωντανό και ανοικτό τον διάλογό του με τους θεατές.

Ένα σύγχρονο φεστιβάλ, δεν είναι απλά μια γιορτή του πολιτισμού, αλλά και ένα εργοτάξιο, όπου δοκιμάζονται ιδέες και τάσεις, προκαλούνται ρήξεις, γίνονται λάθη, και παίρνονται ρίσκα.

Ένα σύγχρονο φεστιβάλ σκέφτεται παγκόσμια και δρα τοπικά.

Ένα σύγχρονο φεστιβάλ έχει να κάνει με το πώς κοιτάμε τον κόσμο και πώς θέλουμε να συνομιλήσουμε μαζί του. Είναι ένα εργοτάξιο του δικού μας παρόντος.

Ένα σύγχρονο φεστιβάλ οφείλει να έχει τις αγωνίες του πολίτη αλλά και την ψυχολογία και φιλοσοφία του κοσμοπολίτη.

Με αυτά κατά νου το φετινό 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους συγκεντρώνει φωνές (ως επί το πλείστο άγνωστες στο ελληνικό κοινό) από διαφορετικές ηπείρους και καλλιτεχνικές καταβολές και κυρίως φωνές με διαφορετικές καλλιτεχνικές γλώσσες, κάθε μια από τις οποίες προτείνει τόπους συνεύρεσης, στοχασμού, προβληματισμού και αναζήτησης.

Μολονότι οι καιροί είναι δύσκολοι και απειλητικοί, οι καλλιτέχνες αυτοί δεν απελπίζονται, δεν παραδίδονται, δεν μηδενίζουν. Πιστεύουν ότι δεν χάθηκαν όλα ακόμη, και έτσι επιμένουν να αναζητούν το φως στο σκοτάδι. Με τον τρόπο τους δείχνουν ότι εκεί όπου υπάρχει τόλμη υπάρχει και η ελπίδα.

Αντλώντας από τη δεξαμενή της ανθρώπινης εμπειρίας επενδύουν στη γοητεία τόσο της σιωπής όσο και του μιλημένου λόγου, ώστε να μας οδηγήσουν πέρα από το γνωστό και το οικείο, σε κόσμους «αόρατους» και ανοίκειους.

 Ευχαριστώ θερμά τον Σάββα Πατσαλίδη για την προσήνειά του και την πολύ ενδιαφέρουσα και πάντα γόνιμη συνομιλία μας.

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/profile.php?id=61552319949886

thessculture.gr

https://www.instagram.com

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p  με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.