TOP

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΠΑΠΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ: «ΤΟ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΤΑ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΤΟΥ»

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Δρ. Θεόδωρος Παπαγαθονίκου είναι ψυχολόγος και ψυχαναλυτής με πολυετή εμπειρία στην ψυχοθεραπεία και τη διδασκαλία. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για τις βαθύτερες ρίζες των ερωτικών σχέσεων, για το πώς οι πρώτες εμπειρίες κρατήματος και καθρεφτίσματος καθορίζουν τον τρόπο που αγαπούμε, αλλά και για τα παράδοξα της σύγχρονης εποχής: τη μοναξιά μέσα στην υπερσυνδεσιμότητα και την ψευδαίσθηση σχέσης που γεννά η τεχνητή νοημοσύνη. Μια συζήτηση που επιχειρεί να ενώσει την ψυχανάλυση με την καθημερινή εμπειρία του έρωτα και της ανθρώπινης συνύπαρξης.

 Δρ. Παπαγαθονίκου, επιτρέψτε μου να ξεκινήσουμε από το Α και το Ω, από αυτό που οι ψυχαναλυτές ονομάζετε «το πρωταρχικό κράτημα της μητέρας». Γνωρίζουμε ότι όταν αυτό είναι ανεπαρκές ή ασυνεπές, εγγράφεται μια βαθιά ρωγμή που ακολουθεί το άτομο. Πιστεύετε, λοιπόν, ότι κάθε μετέπειτα έρωτας είναι, κατά βάθος, μια απεγνωσμένη προσπάθεια να επαναγραφεί, να «διορθωθεί» εκείνη η πρώτη, καθοριστική ιστορία;

Το πρωταρχικό κράτημα της μητέρας είναι πράγματι το Α και το Ω της ψυχικής μας ζωής καθώς δεν αφορά μόνο τη βιολογική φροντίδα, αλλά αντανακλά μία πολύ σημαντική ψυχική λειτουργία, καθώς μέσα από αυτό το βρέφος αρχίζει και αποκτά ψυχική υπόσταση. Με απλά λόγια το κράτημα έχει να κάνει με την υπόσταση, την αναγνώριση και την αγάπη. Το βρέφος που μεγαλώνει με μία «αρκετά καλή», όπως την αποκαλούσε ένα σημαντικός ψυχαναλυτής ο Winnicott, μητέρα∙ μια μητέρα δηλαδή μια μητέρα που μπορεί να το φροντίσει σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, αρχίζει και αποκτά μία αίσθηση ότι υπάρχει επειδή το αγαπά η μητέρα. Αυτό συμβαίνει διότι ψυχική υπόσταση και αυτοπεποίθηση αποκτά κανείς μέσα από το κράτημα και την αγάπη της μητέρας.

Δυστυχώς, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τυχεροί να μεγαλώσουν με μία μητέρα που είναι «αρκετά καλή». Αρκετοί μεγαλώνουν με μία μητέρα που παραμελεί, δεν παρέχει επαρκές κράτημα και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κακοποιητική.  Σε αυτές τις περιπτώσεις πράγματι δημιουργείται ένα έλλειμα, μία «ρωγμή» όπως το ονομάσατε πολύ εύστοχα, την οποία ένας άνθρωπος προσπαθεί να γεφυρώσει με κάθε κόστος καθώς ο ψυχικός  πόνος είναι αφόρητος. Πολύ συχνά οι άνθρωποι διορθώσουν το παρελθόν τους μέσα από ερωτικές σχέσεις, τα δυναμικά των οποίων μοιάζουν πολύ με την πρωταρχική μητρική σχέση. Η επιθυμία αυτή ωστόσο δεν προκύπτει την ευχή να ζήσει κανείς μία επανορθωτική εμπειρία, αλλά κινητοποιείται από τον ασυνείδητο σκοπό να ακυρώσει το παρελθόν του. Έτσι ο έρωτας λειτουργεί ως πεδίο όπου το υποκείμενο αναζητά μια εκ νέου εμπειρία κρατήματος, όπου ο «άλλος» θα καταστεί ο φορέας της «καλής μητέρας».

Ωστόσο, αυτός ο επανορθωτικός χαρακτήρας του έρωτα ενέχει μια τραγικότητα. Είναι σύνηθες οι άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς επαρκές κράτημα από τη μητέρα τους να οδηγούνται σε ναρκισσιστικές επιλογές συντρόφου, δηλαδή έναν σύντροφο ο οποίος είτε παρουσιάζεται είτε φτιάχνεται στον νου του ερωτευμένου ως μία αψεγάδιαστη μητέρα που για αγαπήσει δίχως όρους και όρια και έτσι θα διορθώσει τις πληγές του παρελθόντος. Αυτό όμως οδηγεί σχεδόν πάντα σε εκ νέου τραυματισμό και ο έρωτας από τόπος ελπίδας μετατρέπεται σε τόσο αναβίωσης της απώλειας.

 Ο πατέρας, στην ψυχαναλυτική σκέψη, ανοίγει τον δρόμο προς το Συμβολικό, πέρα από τη διφυΐα με τη μητέρα. Όταν όμως αυτός ο ρόλος είναι αδύναμος, απών ή αφανής, πώς επιστρέφει αργότερα στις ερωτικές μας επιλογές; Πώς εκδηλώνεται αλήθεια αυτή η απουσία ή αδυναμία στην αναζήτηση συντρόφου;”

Πράγματι, στην ψυχαναλυτική σκέψη ο πατέρας δεν περιορίζεται στη βιολογική του υπόσταση. Αποδίδεται σε αυτόν μια λειτουργία θεμελιώδη για την ψυχική συγκρότηση: αποτελεί τον τρίτο που διακόπτει τη συγχωνευτική σχέση μητέρας και παιδιού και εισάγει το παιδί στο πεδίο των ορίων, του νόμου, της γλώσσας και της συμβολικής διάστασης των σχέσεων. Όταν αυτή η πατρική λειτουργία είναι αδύναμη, απούσα, κακοποιητική ή ασυνεπής, η ψυχική μετάβαση από την ανάγκη στην επιθυμία συναντά εμπόδια. Το άτομο ως ενήλικας μπορεί να δυσκολεύεται να στηριχθεί εσωτερικά για να σχετιστεί, αναζητώντας στον ερωτικό Άλλο κάτι που δεν αποκτήθηκε επαρκώς στην παιδική ηλικία.

Η απουσία του πατρικού τρίτου συχνά εκδηλώνεται στις ερωτικές επιλογές με δύο βασικούς πόλους. Ο πρώτος πόλος αφορά τη συνεξάρτηση. Όταν ο πατέρας είναι απών αποτυγχάνει να διευκολύνει τον αποχωρισμό της μητέρας με το βρέφος με αποτέλεσμα να μη μπορεί να απεξαρτοποιηθεί από τη μητέρα και να βρίσκεται σε κατάστασης εξάρτησης από την ίδια. Σε αυτήν την περίπτωση το βρέφος δεν αυτονομείται αλλά συνεχίζει να υπάρχει μέσα από τη μητέρα. Το μοτίβο αυτό της εξάρτησης μεταβιβάζεται και σε όλες τις μετέπειτα  σχέσεις, οι οποίες υπερφορτίζονται με προσδοκίες και φοβίες εγκατάλειψης, με αποτέλεσμα έντονη ζήλεια, άγχος και δυσκολία αντοχής στην απόσταση. Ο δεύτερος πόλος, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον πρώτο,  αφορά την αποφυγή της δέσμευσης. Η εγγύτητα βιώνεται ως απειλή απώλειας του εαυτού, διότι δεν έχει εσωτερικευθεί το όριο που επιτρέπει να είμαστε μαζί χωρίς να χανόμαστε. Στις περιπτώσεις αυτές βλέπουμε φυγή, απόσυρση, ασυνέχεια στις σχέσεις ή έλξη προς μη διαθέσιμους συντρόφους.

Πόσο συχνά ακούμε ή διαβάζουμε για τη σημασία της σχέσης με τον εαυτό: αυτογνωσία, αποδοχή, φροντίδα… Πόσο θεμελιώδη είναι αυτά για κάθε άλλη σχέση, για την επαφή με τον Άλλο; Και, εντέλει, αν δεν μπορούμε να αντέξουμε τη δική μας αλήθεια, πώς περιμένουμε να αντέξουμε την αλήθεια του Άλλου;

Το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, κατά την άποψη μου, είναι μία από τις πιο θεμελιώδεις ψυχικές αρετές. Αν κανείς δεν καλλιεργήσει το γνῶθι σαυτόν, τότε είναι δύσκολο να ζήσει μία συναισθηματικά πλούσια ζωή με νόημα και δημιουργικότητα. Για αυτό άλλωστε ο Σωκράτης πίστευε ότι μία ζωή που δεν εξετάζεται δεν μπορεί να είναι μία καλώς βιωμένη ζωή. Το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό σημαίνει το να γνωρίζει κατά βάση το ασυνείδητό του. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει όλο του το ασυνείδητο όση θεραπεία κι αν κάνει. Μπορεί όμως να γνωρίσει ένα σημαντικό κομμάτι, το οποίο είναι αρκετό για να τον βγάλει από τις αχρείαστες οδύνες της ζωής και αυτό το οποίο θα τον κάνει να ζήσει εποικοδομητικά και δημιουργικά. Το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του σημαίνει να είναι κοινωνός της δικής του αλήθειας. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία φέρνει έναν άνθρωπο με προσοχή και φροντίδα κοντά σε όψεις της αλήθειας, πολλές από τις οποίες είναι άβολες. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δεν αλλάζει το ποιος είναι κανείς. Τον βοηθά να κατανοεί σε βάθος τον εαυτό του και κυρίως να αντέχει τον εαυτό του και έτσι να μπορεί να αντέχει και τους άλλους ανθρώπους γύρω του.

 Ο Balint μίλησε για το «basic fault», ο Freud για την επανάληψη του τραύματος. Στην πλούσια κλινική σας εμπειρία, παρατηρείτε τους ανθρώπους να επιλέγουν συντρόφους με βάση, ή ακόμα και ανάλογα με, το τραυματικό τους επίπεδο; Και έτσι να εγκλωβίζονται ξανά στην ίδια πληγή, επαναλαμβάνοντας ένα μοτίβο;

Το να εγκλωβίζεται κανείς επαναλαμβανόμενα σε παραμελητικές ή κακοποιητικές σχέσεις είναι ένα σύνηθες φαινόμενο το οποίο ο Freud περιέγραψε ως «καταναγκασμό επανάληψης». Ο καταναγκασμός της επανάληψης αφορά την εσωτερική τάση ενός ανθρώπου να επαναλαμβάνει επώδυνες εμπειρίες με την ελπίδα ότι μέσα από την επανάληψη το παρελθόν θα διορθωθεί. Για να το περιγράψω λίγο αλληγορικά, είναι σαν να βλέπει κανείς την ίδια ταινία ξανά και ξανά και να προσδοκά ότι θα αλλάξει το σενάριο απλώς και μόνο αλλάζοντας τους ηθοποιούς που παίζουν στην ταινία αυτή. Το πρώιμο αναπτυξιακό τραύμα βρίσκεται στη βάση του καταναγκασμού επανάληψης και μέσω αυτού του καταναγκασμού ο ψυχισμός του ανθρώπου προσπαθεί να διαγράψει το τραυματικό γεγονός. Κανένας από εμάς, ωστόσο, δεν μπορεί να διαγράψει κομμάτια της προσωπικής του ιστορίας και ο καταναγκασμός της επανάληψης δημιουργεί στον ψυχισμό του ανθρώπου περισσότερο πόνο, απελπισία και απόγνωση. Το τραύμα δε σταματά να αιμορραγεί με την επανάληψη, αλλά με την επεξεργασία.

Πολύ συχνά στη δυσκολία μιας σχέσης, κατηγορούμε τον Άλλον: «δεν αγαπά αρκετά», «δεν μπορεί να σταθεί», «είναι τοξικός». Μήπως αυτή η ατέρμονη, ανακουφιστική και στείρα τολμώ να πω κατηγορία κρύβει κι ένα όφελος για εμάς, μας προστατεύει από το να δούμε τη δική μας ρωγμή, τη δική μας αδυναμία, και μας κρατά «ασφαλείς» στη μοναξιά μας;

Πράγματι, η κατηγορία του άλλου σε μια δυσλειτουργική σχέση συχνά λειτουργεί ως ψυχική άμυνα. Όταν λέμε «δεν αγαπά αρκετά», «είναι τοξικός», ή «δεν μπορεί να σταθεί», μεταφέρουμε την ευθύνη και το βάρος της δυσφορίας έξω από τον εαυτό μας. Αυτό μας προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας, διότι η ρωγμή, η αδυναμία ή οι φόβοι μας δε χρειάζεται να εξεταστούν. Παραμένουν έτσι πρόβλημα του άλλου  και κρυμμένοι «εκτός εμάς».

Η διεργασία αυτή παρέχει βραχυπρόθεσμα ανακούφιση και διατηρεί με έναν προβληματικό τρόπο την ψυχική ακεραιότητα, αλλά μακροπρόθεσμα εγκλωβίζει κάποιον σε έναν κόσμο δυστυχίας. Η σχέση δεν προχωρά και τα ίδια μοτίβα επαναλαμβάνονται, καθώς η αλήθεια για τον εαυτό μας δεν αντιμετωπίζεται. Υποσυνείδητα, η κατηγορία μας επιτρέπει να κρατάμε αποστάσεις, να παραμένουμε «ασφαλείς» στη μοναξιά μας, χωρίς να ρισκάρουμε την εγγύτητα που θα έφερε αντιμέτωπη την προσωπική μας πληγή. Μία σχέση όμως έχει πολύπλοκα δυναμικά και χρειάζεται οι σύντροφοι να εξετάζουν την αλληλεπίδραση τους.

Η ψυχοθεραπευτική εμπειρία δείχνει ότι όταν το άτομο καταφέρει να κοιτάξει τη δική του ρωγμή, όχι με αυτοκατηγορία αλλά με επίγνωση και κυρίως συμπόνια, τότε η σχέση αποκτά νέο νόημα. Η κατηγορία δε χρειάζεται πια ως μηχανισμός άμυνας, και η σχέση μπορεί να εξελιχθεί σε συνάντηση δύο ανθρώπων που αναγνωρίζουν τα τραύματά τους, χωρίς να τα προβάλλουν στον άλλον. Έτσι, η ασφάλεια της μοναξιάς σταδιακά αντικαθίσταται από ουσιαστική εγγύτητα.

 Υπάρχει ένα οξύμωρο που βλέπουμε συχνά: όσο περισσότερο λαχταρούμε την εγγύτητα και τη βαθιά σχέση, τόσο πιο πολύ, ενδόμυχα ίσως, την υπονομεύουμε με τις άμυνές μας. Θα λέγατε ότι αυτή η αδυναμία συνδεσιμότητας δεν είναι απλώς μια δυσκολία, αλλά και μια μορφή άρνησης της ευθύνης και του κινδύνου που αναπόφευκτα συνεπάγεται η αληθινή σχέση;

Το σχετίζεσθαι είναι μία οικουμενική, υπαρξιακή και ψυχική αναγκαιότητα. Για κάποιους ανθρώπους, ωστόσο, η λαχτάρα για εγγύτητα έρχεται μαζί με έντονο φόβο και συνυπάρχει με υποσυνείδητες ενέργειες που τη σαμποτάρουν. Αυτή η αντίφαση δεν είναι τυχαία, αλλά αντανακλά τη βαθύτερη σύγκρουση ανάμεσα στην εξάρτηση και την ανεξαρτησία. Από τη μία, το άτομο επιθυμεί τον άλλο, την αλληλεπίδραση και τη συναισθηματική ένωση και από την άλλη, φοβάται την απώλεια αυτονομίας, την ευθύνη για τη συναισθηματική επένδυση και τον κίνδυνο τραυματισμού.

Η αδυναμία συνδεσιμότητας λειτουργεί ως άμυνα: προστατεύει από τον φόβο της ψυχικής έκθεσης και της συναισθηματικής απώλειας, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύει την ίδια την εγγύτητα που επιθυμεί. Εδώ αναδύεται η τραγική δυναμική του έρωτα και της σχέσης: η επιθυμία για σύνδεση συγκρούεται με την ανάγκη για ανεξαρτησία, και η ένταση αυτής της σύγκρουσης εκδηλώνεται σε αποφυγές, απόσυρση ή προβολή ευθυνών στον άλλον.

Συνεπώς, σε αυτούς τους ανθρώπους δίπλα στη λαχτάρα για σύνδεση συνυπάρχει ο τρόμος του να χάσει κανείς την αυτονομία του μέσα στην σχέση με τον άλλο. Η συνειδητοποίηση αυτής της δυναμικής, μέσα από ψυχοθεραπεία ή αυτοπαρατήρηση, επιτρέπει στο άτομο να διαχειριστεί την εξάρτηση και την ανεξαρτησία του, ώστε η σχέση να μην γίνεται πεδίο άμυνας αλλά πραγματικής συνάντησης.

 Η θεωρία της διυποκειμενικότητας υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ταυτότητα χτίζεται και συγκροτείται μέσα στη σχέση με τον Άλλο. Πώς εξηγείτε τότε το παράδοξο της εποχής μας; Ενώ οι εφαρμογές γνωριμιών και τα κοινωνικά δίκτυα υπόσχονται άπειρη συνδεσιμότητα, γιατί πολλοί βιώνουν πιο έντονη μοναξιά; Γιατί εξακολουθούμε να «ζούμε ολομόναχοι μαζί»;

Έχετε δίκιο και αποτελεί πράγματι παράδοξο της εποχής μας το ότι παρά τη θεαματική τεχνολογική ανάπτυξη και της δυνατότητες επικοινωνίας που αυτή φέρει μέσω των διαφόρων εφαρμογών και κοινωνικών δικτύων, οι άνθρωποι νιώθουν περισσότερο μόνοι από ποτέ. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι πολλά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν ένα περιβάλλον «ψευδοεγγύτητας». Η ουσιαστική εγγύτητα έχει να κάνει με την ψυχοσυναισθηματική συνάντηση δύο ανθρώπων και την σύνδεση τους μέσα από την ολότητα της προσωπικότητα τους. Εγγύτητα σημαίνει να σε βλέπω και να βλέπομαι.

Η ανθρώπινη ψυχή δε «γεμίζει» με likes ή μηνύματα. Χρειάζεται την εμπειρία της αμοιβαιότητας, της συναισθηματικής ανταπόκρισης και της συντροφικότητας που συνοδεύεται από εκτίμηση και αλληλεγγύη. Οι ψηφιακές σχέσεις συχνά ενισχύουν την ψευδαίσθηση της εγγύτητας χωρίς να απαιτούν τον κίνδυνο και την ευθύνη που φέρνει η αληθινή συνάντηση, με αποτέλεσμα πολλοί να βιώνουν έντονη μοναξιά μέσα στη φαινομενική πληρότητα.

Η φράση «ζούμε ολομόναχοι μαζί» περιγράφει ακριβώς αυτήν τη σύγκρουση: είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι σε άλλους, αλλά χωρίς να υπάρχει πραγματική διυποκειμενική ανταλλαγή. Η ταυτότητα παραμένει αποσπασματική, η αίσθηση της εγγύτητας κενή, και η μοναξιά, παρά την επιφανειακή κοινωνική συνδεσιμότητα, παραμένει υπαρκτή και επώδυνη.

 Και για το τέλος, μια ερώτηση που αφορά το παρόν και το μέλλον: στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, ερχόμαστε σε επαφή με «τέλειους καθρέφτες» που, φαινομενικά, μας επιβεβαιώνουν, μας επικυρώνουν διαρκώς. Πώς επηρεάζεται, κατά τη γνώμη σας, η ανθρώπινη ταυτότητα, η οποία, όπως γνωρίζουμε, δομείται μέσα από τη διαφορά, μέσα από τον Άλλο; Μήπως αυτή η «παραίσθηση σχέσης» με την Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ προσφέρει μια λανθάνουσα ασφάλεια, εν τέλει ενισχύει την αδυναμία μας για αληθινή συνδεσιμότητα, στερώντας μας την πολύτιμη αλήθεια του Άλλου;

Πριν μιλήσω για τους καθρέπτες της τεχνητής νοημοσύνης, θα ήθελα να πω σύντομα δύο λόγια για μία πολύ σημαντική διεργασία το  καθρέφτισμα της μητέρας, το οποίο σχετίζεται πολύ με την πρώτη ερώτηση που μου κάνατε για το κράτημα της μητέρας καθώς είναι μέρος αυτού. Το καθρέπτισμα της μητέρας, δεν είναι απλώς αναγνώριση ή έπαινος: είναι μια διαδικασία που επιτρέπει στο βρέφος να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα σε ένα πλαίσιο αγάπης, προσοχής και ορίου. Η μητέρα αντικατοπτρίζει τις ανάγκες, τα συναισθήματα και τις δυνατότητες του παιδιού με τρόπο που σέβεται τη ψυχική του μοναδικότητα, επιτρέποντάς του να αναπτύξει σταδιακά αυτογνωσία, αυτονομία και δυνατότητα σχέσης με τον Άλλο. Το καθρέφτισμα της μητέρας, εν αντιθέσει με της τεχνητής νοημοσύνης, δεν είναι τέλειο· περιέχει διαφοροποίηση, αμφισημία και μερική αλήθεια, ακριβώς για να επιτρέπει την ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας.

Η σχέση με την Τεχνητή Νοημοσύνη λειτουργεί ως ένας «τεχνητός καθρέφτης», αλλά διαφοροποιείται ουσιαστικά. Η ΑΙ παρέχει συνεχείς, προσαρμοσμένες επιβεβαιώσεις, χωρίς όρια, χωρίς αμφισημία και χωρίς την απαραίτητη αντίσταση που συναντά κανείς στην ανθρώπινη σχέση. Η ψευδαίσθηση τέλειας αποδοχής μπορεί να φαίνεται ασφαλής, αλλά στην πραγματικότητα υπονομεύει τη δυνατότητα αληθινής συνδεσιμότητας. Δεν απαιτεί επεξεργασία της διαφοράς, δε θέτει όρια ούτε φέρνει την πρόκληση του πραγματικού Άλλου· έτσι, το άτομο μπορεί να εγκλωβιστεί σε μια επιφανειακή επιβεβαίωση, που δεν καλλιεργεί αυτογνωσία ούτε ωριμότητα στη σχέση.

Με άλλα λόγια, ενώ το μητρικό καθρέφτισμα επιτρέπει ανάπτυξη μέσα από το μέτρο, τη φροντίδα και τη διαφορά, το καθρέφτισμα της ΑΙ προσφέρει λανθάνουσα ασφάλεια αλλά στερεί την αλήθεια του Άλλου, που είναι θεμελιώδης για την ψυχική ωρίμανση και την ικανότητα για αληθινή εγγύτητα.

Ευχαριστώ από καρδιάς τον Δρ. Παπαγαθονίκου Θεόδωρο για την προσήνειά του και τη γόνιμη συνομιλία που είχαμε!

Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/profile.php?id=61552319949886

thessculture.gr

https://www.instagram.com

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p  με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.