ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΓΚΟΛΦΩ” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΘΒΕ
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Το φονικό του έρωτα
Έφτασε η πολυπόθητη ώρα να παρακολουθήσουμε τη θεατρική παράσταση της «επόμενης μέρας», μετά από τόσους μήνες αναμονής και κλειστών θεάτρων. Μετά από μία μικρή αναμονή κάτω από τα υπόστεγα του αύλειου χώρου της Μονής Λαζαριστών, εξαιτίας του άστατου καιρού και της ψιλής βροχής, ανακοινώθηκε η πραγματοποίηση της παράστασης. Σύντομα βρισκόμασταν στις θέσεις μας έχοντας στη διάθεσή μας τον απαραίτητο χρόνο για να περιεργαστούμε τα σκηνικά.
Στο πίσω μέρος της σκηνής υπάρχει μια ανοιχτή ντουλάπα με πολλά διαφορετικά σκουρόχρωμα ρούχα, που στη συνέχεια θα χρησίμευε ως το επί σκηνής βεστιάριο, από το οποίο οι ηθοποιοί παίρνουν κάθε φορά το απαραίτητο διακριτικό-γνώρισμά τους και μεταμορφώνονται στους διαφορετικούς τους ρόλους. Στις δύο άκρες, από ένα ανοιχτό μπαούλο με λευκά υφάσματα να κρέμονται. Στη μέση της σκηνής, μια περήφανη ανθισμένη ιτιά, επάνω σε βάθρο από δύο σκαλοπάτια. Στο βάθος, στο σκοτάδι, υπάρχουν δύο ακόμη κατασκευές που θα γνωρίσουμε στη συνέχεια καθώς και ένας ψηλός καλόγηρος με πολλά χοντρά ρούχα και στην κορυφή ένα ψηλό καπέλο. Ψηλά και γύρω από αυτά, οριοθετώντας άτυπα τον σκηνικό χώρο, είναι κρεμασμένα μικρά κίτρινα λαμπιόνια και στο μπροστινό αριστερό άκρο, μια μεγάλη στρόγγυλη λάμπα σε σκούρο κίτρινο χρώμα. Αργότερα, θα χαμηλώσει και θα σβήσει, χειροκίνητα, κατέχοντας τη θέση του ήλιου.
Πρόκειται για βουκολικό δράμα και ο σκηνοθέτης, Χρήστος Παπαδημητρίου, δε διστάζει να δείξει τη δημιουργικότητά του ήδη από την αρχή. Στη θέση του κουδουνιού, ένας ηθοποιός καλεί τους θεατές με μία κουδούνα ενώ μετά την τρίτη φορά, διαβάζει, σε διάλεκτο, το μήνυμα σχετικά με τα κινητά τηλέφωνα και τις φωτογραφίες που απαγορεύονται.. Τραγουδά όλος ο θίασος το πρελούδιο και στη συνέχεια, σε κανόνα, τραγουδιέται ο πρόλογος.
Το ερωτευμένο ζευγάρι, η Γκόλφω και ο Τάσος, συναντιούνται και καθώς μιλούν, κρεμούν ένα λευκό πανί στην ιτιά και εμείς τους βλέπουμε να παίζουν με τις σκιές τους. Μια πολύ έξυπνη και διακριτική αναφορά στις παραστάσεις του έργου ως θέατρο σκιών, κατά τον 20ό αιώνα.
Φτάνουν οι λόρδοι τουρίστες που έχουν επισκεφθεί την ελληνική επαρχία, πάνω σε μία ογκώδη ξύλινη κατασκευή, την οποία τραβά ο Αγωγιάτης τους, Δημήτρης Μορφακίδης. Τον ίδιο θα δούμε, στη συνέχεια, να ερμηνεύει τους ρόλους του Κίτσου, του Θανασούλα και μέλους του χορού. Όλους, με απόλυτη επιτυχία, δείχνοντας, ανάλογα με τον ήρωα που ενσαρκώνει, την απαραίτητη, κάθε φορά, υπεροψία (Κίτσος) ή ταπεινότητα (Θανασούλας). Οι Εγγλέζοι λόρδοι, επιδεικνύοντας το χιούμορ του σκηνοθέτη, ζητούν βοήθεια μιλώντας ελληνικά με πολύ καλή, αγγλική, προφορά. Ο Τάσος, αναλαμβάνει να τους οδηγήσει στον προορισμό τους και έπειτα, έχοντας σώσει τη ζωή του ενός, επιστρέφει πλούσιος.
Στο μεταξύ, η Γκόλφω απορρίπτει την πρόταση γάμου του Κίτσου. Προκειμένου να δοθεί έμφαση στον μονόλογό του, κάποιες φράσεις που απευθύνονται στην κοπέλα, ακούγονται και από τα ηχεία, έπειτα ο πλούσιος νέος ζητάει βοήθεια από τον πιστό του φίλο. Στον ρόλο του φίλου και βοηθού του, Γιάννου, ο ένας από τους Άγγλους περιηγητές, που αργότερα θα μεταμορφωθεί στον Δήμο, τη Γιαννούλα και σε μέλος του χορού, ο ικανότατος Θάνος Φερετζέλης, που έχει αναλάβει και την κινησιολογία του θιάσου.
Το λευκό πανί επανέρχεται, όταν η Γκόλφω και η μητέρα της Αστέρω, το τινάζουν και το απλώνουν και ο φουριόζος Δήμος, σκοντάφτει επάνω του πέφτοντας άτσαλα, καθώς και στο νυφικό ένδυμα της Σταυρούλας. Στο ρόλο της Αστέρως, η χαρισματική Δάφνη Λαμπρόγιαννη, που για μια ακόμη φορά αποδεικνύει το αστείρευτο ταλέντο της. Μετατρέπει, στη συνέχεια, όλη την αγάπη και στοργή που απέπνεε ως Αστέρω, σε υπεροψία ακόμα και ζήλεια προς την Γκόλφω, που γεύεται τη χαρά του να την αγαπούν, ενσαρκώνοντας την επιθετική τσελιγκοπούλα, Σταυρούλα.
Όταν ο Τάσος επιστρέφει πλούσιος, σέρνοντας μαζί του μια ημικυκλική ξύλινη κατασκευή που υποδηλώνει τη βρύση του χωριού, αρραβωνιάζεται την αγαπημένη του με τις ευχές των γονιών τους. Έκτοτε, ο Τάσος φοράει ένα στεφάνι από λουλούδια, όμοιο με εκείνο που η Γκόλφω φοράει από την αρχή του έργου, ως ένδειξη της αγνότητας και της άδολης καρδιάς της.
Οι κοπέλες του χωριού μαζεύονται στη βρύση. Είναι η Γκόλφω και με μία γερή δόση χιούμορ, όλοι οι άνδρες του θιάσου, φορώντας φορέματα. Πλησιάζει και η Σταυρούλα. Ο διάλογος των δύο γυναικών αρθρώνεται στη μορφή δύο παράλληλων μονολόγων.
Καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται, εμφανίζεται στη σκηνή ο Ζήσης, ο μεγάλος τσέλιγκας της περιοχής, πατέρας της Σταυρούλας και θείος του Κίτσου. «Ενσαρκώνεται» μέσω του καλόγηρου με τα πολλά χοντρά ρούχα και φλουριά, ενώ τη φωνή της του χαρίζει και πάλι η Δάφνη Λαμπρόγιαννη που ακούγεται, κατάλληλα επεξεργασμένη, από τα ηχεία. Αποδίδει με μεγάλη ευκολία την ιταμότητα με την οποία αντιμετωπίζει αυτός ο άνδρας τους συγχωριανούς του. Θέτει ένα σοβαρό δίλημμα στον Τάσο.
Τότε, ο Χρήστος Παπαδημητρίου στον ρόλο του Τάσου, αποδεικνύει, εκτός από το σκηνοθετικό και το υποκριτικό του ταλέντο, αντιμετωπίζοντας σαν σε πραγματικό χρόνο, το δίλημμα που του έθεσε ο τσέλιγκας. Το μεταφέρει, από τη θέση του, με τη φωνή και το σώμα του, σε κάθε θεατή. Υπακούοντας στις συμβουλές του χορού, απαρνείται την Γκόλφω. Η ρήξη μεταξύ τους υποδεικνύεται και από το σκηνικό.
Η Γκόλφω μοιρολογεί, τραγουδάει για την αγάπη και καταλήγει να καταριέται τον Τάσο που την απαρνήθηκε. Οι κατάρες της λέγονται σε πλήρη ησυχία και τα λαμπιόνια της σκηνής αναβοσβήνουν ενώ στη συνέχεια ακούγεται η καρδιά της και ο άνεμος που λυσσομανάει. Αργότερα, θα τις μετουσιώσει σε ευχές.. Η Χρύσα Τουμανίδου, που έχει μεταδώσει τις γνώσεις της στη φωνητική και στον υπόλοιπο θίασο, εδώ, μας χαρίζει απλόχερα ένα μέρος από το υποκριτικό της ταλέντο, δίνοντας σάρκα και οστά στη δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής της νεαρής κοπέλας που φτάνει στο σημείο να «νυμφευθεί τον Χάρο», μην θέλοντας να ζήσει χωρίς τον αγαπημένο της.
Η Γκόλφω εισέρχεται στο γλέντι για τον επικείμενο γάμο του Τάσου και της Σταυρούλας, δίνοντας τις ευχές της ενώ η στάση όλων είναι απαξιωτική. Μένοντας μόνος, ο Τάσος, βγάζει την δεύτερη αρραβώνα του και δικαιολογείται στον Ζήση λέγοντας ότι δεν μπορεί να γίνει γαμπρός του έχοντας προδώσει την αγάπη του.
Ο Τάσος ζητάει συγχώρεση από την αγαπημένη του, εκείνη τη δέχεται αλλά πεθαίνει, θρηνώντας, στην αγκαλιά του. Ο χορός περιγράφει τον απαρηγόρητο θρήνο και την αυτοκτονία του νεαρού άνδρα. Οι δύο γονείς, Θανασούλας και Αστέρω, θρηνούν τα αδικοχαμένα παιδιά τους με κραυγές πόνου.
Η παράσταση είναι δομημένη σε σχήμα κύκλου, καθώς στο τέλος, όλοι οι ηθοποιοί, σε χορό, τραγουδούν ξανά το πρελούδιο.
Μια παράσταση με εκπληκτικές ερμηνείες, μπολιασμένη με αυτοσχεδιαστικά στοιχεία, χιούμορ, τραγούδια και εκσυγχρονισμούς. Τα κοστούμια της Μαρίας Καβαλιώτη, πιστά στο παραδοσιακό στυλιζάρισμα αλλά την ίδια στιγμή, σύγχρονα και ιδιαίτερα λειτουργικά ώστε να αποδίδονται όλοι οι ρόλοι από τους πέντε ηθοποιούς επί σκηνής, όπως και τα λιτά σκηνικά της, υπηρέτησαν με περίσσια επιτυχία τις ανάγκες της παράστασης. Ενδιαφέρουσα ήταν και η επιλογή του σκηνοθέτη, να είναι, τα κοστούμια των ηθοποιών κατά βάση, λευκά, κάτι που δεν συναντάται ευρέως στην ελληνική επαρχία. Ίσως, με σκοπό να μην προδίδουν κανένα στοιχείο του ήρωα που τα ενδύεται, κάτι για το οποίο «φροντίζουν» τα διακριτικά (σακάκια, φόρεμα, ποδιά) του καθενός.
Η μουσική σύνθεση του Άλκη Κανίδη, την οποία εκτέλεσαν ο Γιάννης Δούσκος και ο Μανόλης Σταματιάδης, με τον δεύτερο να είναι επί σκηνής, αποδίδει με ξεκάθαρο τρόπο την ατμόσφαιρα του έργου και την ψυχική κατάσταση των ηρώων. Στην ατμόσφαιρα του έργου προσθέτουν και οι φωτισμοί της Δήμητρας Αλουτζανίδου.
Η παράσταση της Γκόλφως, με την εξαιρετική και δημιουργικότατη σκηνοθεσία αλλά και τις καταπληκτικές και απέριττες ερμηνείες, δικαίως κατέχει τη θέση της πρώτης παράστασης μετά την μακρά και δύσκολη περίοδο της καραντίνας.
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου.
Είμαι 25 ετών και είμαι τελειόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στη Δραματολογία.
Μου αρέσει το θέατρο και η μουσική και από μικρή ηλικία παίζω βιολοντσέλο.
Έχω παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά και με την εκπαίδευση του θεάτρου