ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ” ΤΗΣ Λ.ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Η Λιλή Ζωγράφου (1922-1998) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες συγγραφείς, γνωστή για το αιχμηρό της ύφος και την κοινωνική της ευαισθησία. Γεννημένη στο Ηράκλειο Κρήτης, σπούδασε φιλολογία και δημοσιογραφία, ενώ εργάστηκε ως δημοσιογράφος και επιφυλλιδογράφος σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Το έργο της περιλαμβάνει μυθιστορήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα, με θέματα που αφορούν τη θέση της γυναίκας, την κοινωνική ανισότητα και την πολιτική. Ένα από τα πιο γνωστά της έργα, το «Η αγάπη άργησε μια μέρα», είναι μια βαθιά κοινωνική και ψυχολογική μελέτη που κριτικάρει την πατριαρχική ελληνική κοινωνία. Η Ζωγράφου υπήρξε ενεργή αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και άφησε ένα διαχρονικό έργο που εμπνέει και προβληματίζει.
Τo έργο
Το έργο αποτελεί κραυγή ενάντια στις κοινωνικές δομές που περιορίζουν τις γυναίκες και αρνούνται την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Η Ζωγράφου καλεί τους αναγνώστες να στοχαστούν πάνω στη θέση της γυναίκας, στην ελευθερία της επιλογής και στον αγώνα για ένα δικαιότερο κόσμο. «Η αγάπη άργησε μια μέρα» παραμένει ένα έργο με ισχυρή κοινωνική και ψυχολογική βαρύτητα, αγγίζοντας θέματα που παραμένουν διαχρονικά επίκαιρα. Η «Αγάπη άργησε μια μέρα» της Λιλής Ζωγράφου είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που φωτίζει την πατριαρχική δομή της ελληνικής κοινωνίας και τις επιπτώσεις της στη ζωή των γυναικών. Eστιάζει δε και στον χριστιανισμό που θεωρεί πως ενέτεινε και συνεχίζει να συμβάλλει εν πολλοίς στην αρσενική ηγεμονία. Η συγγραφέας εντούτοις δεν αγκιστρώνεται στη στείρα κατηγοριοποίηση του άντρα ως αέναου θύτη, αλλά αναζητά ευθύνες και στις γυναίκες οι οποίες οικειοποιούνται, ενδοβάλλουν και συντηρούν το αφήγημα της πατριαρχίας. Mε όχημα την ιστορία μιας αυταρχικής οικογένειας σε ένα απομονωμένο επαρχιακό περιβάλλον, η συγγραφέας αναδεικνύει την καταπίεση που ασκεί η πατρική εξουσία, τη σιωπηρή υποταγή των γυναικών και την αργή, μα επώδυνη αναζήτηση της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης.
Το έργο επικεντρώνεται στην εδραιωμένη πατριαρχία που τρέφει τον μισογυνισμό. Ο αυταρχισμός του καθορίζει τη μοίρα των μελών της οικογένειας, ειδικά των γυναικών, οι οποίες ζουν εγκλωβισμένες σε ένα σύστημα που απορρίπτει την επιθυμία και την προσωπική επιλογή τους. Η γυναίκα φαίνεται να έχει κάποια αξία εφόσον καθίσταται η τεκούσα, η μήτρα που κυοφορεί και φέρνει στον κόσμο αρσενικούς απογόνους. Σε αυτό το πλαίσιο, η κεντρική ηρωίδα, η Ερατώ, πλήρης από μητρική αγάπη, επικύρωση και αποδοχή, αντιπροσωπεύει τη φωνή της αντίστασης. Η αντίστασή της συμβολίζει την ελπίδα για αλλαγή, παρότι αυτή καθυστερεί ή δεν έρχεται ποτέ. Μέσα από τις πράξεις και τις σκέψεις της, αναδύεται η ανάγκη για αυτονομία και απόδραση από το ασφυκτικό περιβάλλον. Ωστόσο, η ίδια η προσπάθεια της Ερατούς παραμένει τραγικά ατελής. Το μυθιστόρημα θέτει ως κεντρικό ζήτημα την ανισότητα μεταξύ των φύλων και την αδικία που υφίστανται οι γυναίκες. Οι θηλυκοί χαρακτήρες, από τις αδερφές της Ερατούς μέχρι τη μητέρα τους, ζουν καταπιεσμένες και αδυνατούν να ξεφύγουν από το στερεότυπο της «αφοσιωμένης γυναίκας» που υπάρχει μόνο για να υπηρετεί την οικογένεια. Η κοινωνική κατακραυγή και ο φόβος της «ατίμωσης» λειτουργούν ως αόρατες αλυσίδες που τις κρατούν φυλακισμένες και καθηλωμένες.
Ο τίτλος του βιβλίου, «Η αγάπη άργησε μια μέρα», φέρει βαθύ συμβολισμό. Η καθυστέρηση της αγάπης αντιπροσωπεύει όχι μόνο τη ματαιότητα των προσωπικών προσδοκιών αλλά και την απουσία της κατανόησης, της στοργής και της δικαιοσύνης σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η σκληρότητα. Η αγάπη γίνεται ένας ανέφικτος στόχος, ένας ιδανικός κόσμος που δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στις συνθήκες της καταπίεσης. Η δομή του έργου είναι απλή αλλά βαθιά, εστιάζοντας στις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων και στην αποτύπωση της καθημερινής ζωής τους. Οι εσωτερικοί μονόλογοι και οι λεπτομερείς περιγραφές ενισχύουν τη δραματικότητα, ενώ η λιτή, αιχμηρή γραφή της Ζωγράφου αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα. Το σπίτι, ως βασικός χώρος της αφήγησης, λειτουργεί συμβολικά ως φυλακή, ενώ η φύση, αν και μακρινή, υπονοεί τη δυνατότητα για ελευθερία, αναγέννησης, κάτι που όμως οι χαρακτήρες δεν καταφέρνουν να φτάσουν.
Η Λιλή Ζωγράφου, μέσα από αυτό το έργο, δεν παρουσιάζει απλώς την ιστορία μιας οικογένειας, αλλά μια καθολική αλήθεια για την καταπίεση και τη δυσκολία της αλλαγής. Με μια κραυγή αγανάκτησης, το βιβλίο καλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στις κοινωνικές αδικίες, την πατριαρχία και την ανθρώπινη ανάγκη για ελευθερία και αγάπη. Η διαχρονικότητα του μηνύματός του καθιστά το μυθιστόρημα έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της ελληνικής λογοτεχνίας, παραμένοντας επίκαιρο και προκλητικό μέχρι σήμερα. Μια πρόσθετη πτυχή που αξίζει να σημειωθεί στο «Η αγάπη άργησε μια μέρα» είναι η διαχρονικότητα της κριτικής που ασκεί. Παρότι το έργο τοποθετείται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, οι θεματικές του εξακολουθούν να αντανακλούν προβλήματα που παραμένουν επίκαιρα. Η θέση της γυναίκας, η έμφυλη ανισότητα, οι οικογενειακές δυναμικές εξουσίας και ο αγώνας για προσωπική ελευθερία είναι ζητήματα που εξακολουθούν να απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες.
Η υπόθεση
Στο Νεοχώρι της Κρήτης, την περίοδο της Κατοχής, η πολυμελής οικογένεια Φτενούδου, ζει υπό το βάρος της ενοχής, της θρησκευτικής καταπίεσης και των άκαμπτων ηθικών κανόνων της επαρχίας. Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, η μικρότερη κόρη, Ερατώ, η πολυαγαπημένη της μητέρας της, ερωτεύεται έναν Ιταλό στρατιώτη, που κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού τους και μένει έγκυος από αυτόν. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μεγάλη κόρη της οικογένειας αναλαμβάνει τα ηνία του σπιτιού, επιβάλλοντας τη θέλησή της μέσα από την απόλυτη υπακοή στο αναχρονιστικό σύστημα αξιών, τον ενσωματωμένο μισογυνισμό, τα μίση και τα απωθημένα της ερωτικής στέρησης. Ταυτόχρονα, η ανάγκη προάσπισης της εικόνας μιας φαντασιωσικής υπεροχής της οικογένειας Φτενούδου, την οδηγεί σε μια άνευ νοήματος μεγαλομανία, που ανατροφοδοτεί την κοινωνική υποκρισία: αποκρύπτει (ή θανατώνει) ό,τι πλήττει την οικογενειακή τιμή και επιδεικνύει κάθε ανούσια σύμβαση που προσδίδει κύρος στην παρηκμασμένη τους ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον κάθε μορφή αγάπης και έρωτα αποκλείεται, ποινικοποιείται και διώκεται. Κάθε ανάγκη για ζωή μαραίνεται.
Η παράσταση
Το δίπολο επιθυμία και ενοχή διατρέχει το μυθιστόρημα. Ποιος έχει δικαίωμα στην απόλαυση και ποιος στην επιθυμία; Tα ζητήματα αυτά συγκρούονται και ταυτόχρονα γεννούν και τρέφουν την έλξη που ενώνει τους ήρωες του έργου. Η παράσταση αναζητά κάτω από τη μετωπική και θυελλώδη σύγκρουση της ερωτικής συνάντησης τα ημιτόνια και αγωνίζεται να διατηρήσει τα ερωτήματα ανοιχτά. Αυτό άλλωστε ζητά από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς το ιδιαιτέρως συμβολικό και εξομολογητικό έργο της Λιλής Ζωγράφου. Η καθημερινότητα των Φτενούδων είναι ταυτόχρονα ανοιχτή και κλειστή στον δημόσιο χώρο, πότε περιχαρακώνεται, πότε γίνεται παράθυρο στον κόσμο.
Ο σκηνικός χώρος και η πλατεία ενώνονται σε μια εικαστική συμμετοχική εγκατάσταση αποτελούμενη από διαφορετικές πύλες που η κάθε μια είναι φορτωμένη με διάφορα μηνύματα αναφορικά με την ταυτότητα, τη μνήμη και τη σωματικότητα. Ο χώρος ξετυλίγεται δίκην διαλογικής-δραματοποιημένης παρουσίασης, όπου τα διαχρονικά και πανανθρώπινα ψυχογραφικά αιτήματα διεκδικούν δικαίωση και ορατότητα. Αναμειγνύοντας παράλληλα, το ιδιοσυγκρασιακό με το θεατρικό του στίγμα, ο σκηνοθέτης Ένκε Φεζολλάρι πετυχαίνει να συγκεράσει την ιδιομορφία του έργου: Να μπλέξει το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το τοπικό με το παγκόσμιο χαριτώνοντάς μας με μια υψηλής συγκινησιακής φόρτισης αισθητική.
H υποβλητική συνάμα και λιτή, συμπεριληπτική σκηνογραφία, καθώς και τα αρμόζοντα κοστούμια των ηθοποιών σε επιμέλεια της Δανάης Πανά, όπως και τα βίντεο σε επιμέλεια της Άντας Λιάκου, επιτρέπουν με περίτεχνο τρόπο την πρόκληση και συνεπίκρουρη συμμετοχή του κοινού, που οδηγεί κλιμακωτά στην ανάπτυξη του κριτικού και συγκινησιακού στοχασμού του.
Συγχρόνως, οι περίτεχνες φωτοσκιάσεις της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου και η μουσική σε επιμέλεια του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη συνεπικουρούν το τελικό αποτέλεσμα και λειτουργούν ως δραματικός παράγοντας που ενισχύουν τις υπαρξιακές συγκρούσεις των ηρώων. Με εφόδιο μάλιστα τον ασθματικό λόγο στη σκηνή, οι ηθικοί προβληματισμοί με τους οποίους καταπιάνεται το κείμενο της Ζωγράφου, ανταμώνουν, με αντίλαλη αίσθηση, σε παραλληλισμούς διασταυρώσεων, εξορίζονται και σμίγουν εκ νέου σε υπερβατικά όντα με ένα και μοναδικό σκοπό: να «τελεσιδικήσουν» αναφορικά με τις ματαιώσεις των αφηγητών και να ρίξουν ωσαύτως ανέσπερο φως στα πυκνά σκοτάδια της ψυχοσύνθεσής τους.
Οι ερμηνείες
Άπαντες, οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, τέλεια σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια που προκαλεί προβληματισμό και εμβολίζει τον εφησυχασμό του κοινού.
Η Άννυ Τσολακίδου αξιοποιώντας πιο συγκεκριμένα, τις τεχνικές της υποκριτικής τέχνης, υποδύεται με δεξιοτεχνία τη μανά την, Εριφύλη (Έρις + φύλο ή φυλή= «αυτή που προκαλεί έριδες (διαμάχες) στην οικογένεια» ή «αυτή που σχετίζεται με διχόνοιες».). Το όνομά της, υποδηλώνει ότι είναι ένας χαρακτήρας-φορέας συγκρούσεων, είτε αυτές είναι εσωτερικές (σε προσωπικό επίπεδο) είτε εξωτερικές (σε επίπεδο οικογενειακών ή κοινωνικών σχέσεων). Η Εριφύλη είναι επίσης συχνά μια τραγική φιγούρα, που ταλαντεύεται ανάμεσα σε επιλογές, καθήκοντα και συνέπειες, κάτι που ταιριάζει απόλυτα με την κεντρική θεματολογία του βιβλίου, όπου η μοίρα, η θυσία και η αναμονή της αγάπης παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταλαντούχα ηθοποιός, πάλλεται επί σκηνής από ερμηνευτική δεινότητα και με τα αναμφήριστα ασκημένα μέσα που διαθέτει (το σώμα, τη φωνή, την κίνηση, τις χειρονομίες) μορφοποιεί με ενάργεια τον ρόλο της, καθιστώντας παραστατική την κατάσταση και την εντύπωση, το περίγραμμα και το συναίσθημα των ρόλων της μάνας, του Τάγαρη και του Κωνσταντέν που υποδύεται επί σκηνής.
Στο ίδιο μήκος κύματος η Μαρία Χατζηιωαννίδου υποδύεται την Ασπασία (ασπάζομαι και σημαίνει «η αγαπητή», «η καλοδεχούμενη» ή «αυτή που προκαλεί θέρμη και αποδοχή»). Ο χαρακτήρας της στο βιβλίο φαίνεται να υπονομεύει αυτή την έννοια και να είναι εν γένει ειρωνικός. Αντί για αποδοχή και αγάπη, η Ασπασία επιβάλλει τη θέλησή της, δημιουργώντας συναισθήματα φόβου ή αποξένωσης. Αυτή η αντίθεση ενισχύει τον τραγικό χαρακτήρα της, δείχνοντας πως οι προσδοκίες που συνοδεύουν ένα όνομα δεν αντιστοιχούν πάντα στην πραγματικότητα. Αν συνδέσουμε το όνομά της με την ιστορική Ασπασία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και εκείνη ήταν μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα που προκαλούσε αντιδράσεις στο ανδροκρατούμενο περιβάλλον της αρχαίας Αθήνας. Στο βιβλίο, η αυταρχική Ασπασία μπορεί να παρουσιάζεται ως μια παραμορφωμένη εκδοχή αυτής της ισχύος: μια γυναίκα που χρησιμοποιεί τη δύναμή της για καταπίεση, όχι για πρόοδο. Η Ασπασία, ως εκπρόσωπος της παλαιάς τάξης πραγμάτων, ενσαρκώνει τις πιέσεις της κοινωνίας και της οικογένειας για συμμόρφωση. Η αυταρχικότητά της μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής δομής, που απαιτεί θυσίες από τους άλλους για τη διατήρηση των παραδοσιακών αξιών. Άλλωστε η πατριαρχία συντηρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις γυναίκες. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία, ανταποκρινόμενα υφολογικά πλήρως στον απαιτητικό ρόλο της Ασπασίας.
Η Λίλιαν Παλάντζα υποδύεται με σεβασμό και μεστότητα την Εργίνη (έργο, και δηλώνει αυτήν που εργάζεται» ή «αυτή που προσπαθεί και παράγει έργο). Παρόλο που το όνομα παραπέμπει σε δράση, η Εργίνη στο μυθιστόρημα μπορεί να παρουσιάζεται ως παθητική ή υποταγμένη μορφή. Το όνομά της γίνεται έτσι ειρωνικό: ενώ θα έπρεπε να είναι η δημιουργική δύναμη, καταλήγει εγκλωβισμένη σε ρόλους που την περιορίζουν. Η Εργίνη, ως πιθανή φιγούρα σιωπηλής υπομονής, έρχεται σε αντίθεση με πιο δυναμικές ή αυταρχικές προσωπικότητες, όπως η Ασπασία. Αυτή η δυναμική αναδεικνύει τις διαφορετικές όψεις της γυναικείας εμπειρίας και τους κοινωνικούς ρόλους που τους επιβάλλονται. Η Εργίνη στο μυθιστόρημα φαίνεται να λειτουργεί ως η φιγούρα που στηρίζει τη «σκηνή» της οικογένειας ή της κοινωνικής δομής, χωρίς όμως να απολαμβάνει αναγνώριση. Αντιπροσωπεύει τη γυναίκα που εργάζεται σιωπηλά για τους άλλους, συχνά εις βάρος του εαυτού της. Ακριβής, άμεση και με υπόρρητη συναισθηματική διαφάνεια, καταφέρνει να εντυπωσιάσει υποδυόμενη πέραν της Εργίνης, τους δεύτερους ρόλους (Καλόγρια Β’, Αντώνιος, Χριστόφορος, Μαρλέν) με περισσή πειστικότητα.
Η Δανάη Σπυροπούλου απέδωσε με σεβασμό την Αικατερίνη (Από την αρχαία εποχή παρετυμολογείται από το καθαρός). Υποδηλώνει μια γυναίκα που υποφέρει λόγω της αγνότητας ή της θυσίας της. Ένα πρόσωπο που, με τη στάση ή τις αποφάσεις της, επηρεάζει την πορεία της οικογένειας ή άλλων χαρακτήρων. Στο έργο ως εκπρόσωπος της «καθαρότητας», η Αικατερίνη ενσαρκώνει την ελπίδα ή τη δυνατότητα συγχώρεσης και λύτρωσης. Καθόλα σωστή και ευθύβολη και στους συμπληρωματικούς ρόλους (Ελευθέριος, Καλόγρια Α΄, Γιατρός, Κωνσταντίνου).
Η Ιωάννα Παγιατάκη αγκάλιασε όσο θα ήθελα τον νευραλγικής σημασίας ρόλο της Πηνελόπης (Πήνη + λωπός = αυτή που υφαίνει). Η Πηνελόπη, του μυθιστορήματος, το Τέρας, όπως την αποκαλούσαν, ενσωματώνει στοιχεία της μυθολογικής Πηνελόπης, αλλά σε έναν σύγχρονο και δραματικότερο ρόλο, που αντικατοπτρίζει την καταπίεση, την αναμονή και τη θυσία στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Σε αντίθεση με τη μυθολογική Πηνελόπη δεν υφαίνει ως μηχανισμό αποφυγής των μνηστήρων, αλλά υφαίνει το πέπλο των οικιακών υποχρεώσεων, το υφαντό της έμφυλης και οικογενειακής καταπίεσης η οποία προέρχεται και από τον κόσμο των καταπιεσμένων. Η Πηνελόπη είναι ένας κεντρικός πυλώνας στην εξερεύνηση των έμφυλων ρόλων και της έλλειψης ελευθερίας και ενσυναίσθησης στο βιβλίο. Εξαιρετική και στον ρόλο της ηγουμένης.
Η Υρώ Λούπη ζωγραφίζει την ανεπιτήδευτη Ερατώ (Ερως= Αυτή που εμπνέει τον έρωτα, η αγαπητή, η ποθητή), ποτισμένη με την αίσθηση της απαρτίωσης. Η Ερατώ, ως μέρος της οικογενειακής δομής που περιγράφεται στο έργο, συμβάλλει στην ανάδειξη των θεμάτων της καταπίεσης, της έλλειψης επικοινωνίας και της αγάπης που δε φτάνει εγκαίρως. Ενσαρκώνει την τραγικότητα του ανολοκλήρωτου, παρόλο που είναι προορισμένη, όπως δηλώνει και το όνομά της να εμπνέει τον οίστρο, επηρεάζοντας τη δυναμική της ιστορίας και των άλλων χαρακτήρων. Κράτησε θαυμαστά το μέτρο και σε καμιά στιγμή δεν υπέκυψε στο δέλεαρ της εκφραστικής ευκολίας ή της υπερβολής. Μέσα δε, από την κατάλληλη αξιοποίηση των υποκριτικών κωδίκων, μορφοποιεί την αντιφατικότητα του λόγου και της πράξης, την αντίθεση των προθέσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης και γενικότερα κατορθώνει να προκαλέσει στη συνείδηση του θεατή έντονους προβληματισμούς και συγκινήσεις. Αξιοθαύμαστη και στον ρόλο του Τονίνο
Η Πολυξένη Σπυροπούλου υποδύεται με αφοπλιστική άνεση, εκφραστικότητα και αναμφήριστη δεξιοτεχνία την Αμαλία. Αν το όνομα σχετίζεται με την έννοια της εργασίας, η Αμαλία μπορεί να είναι μια φιγούρα που αφιερώνει τη ζωή της σε μια οικογένεια ή σε καθήκοντα που δεν της επιτρέπουν να ζήσει για τον εαυτό της. Στο πλαίσιο του έργου, η Αμαλία μπορεί να λειτουργεί ως σύμβολο των γυναικών που καταπνίγουν τις επιθυμίες και τα όνειρά τους για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της οικογένειας και της κοινωνίας. Αυτή η καταπίεση προσδίδει μια τραγικότητα στην ύπαρξή της. Αυτή η θυσία μπορεί να είναι είτε συνειδητή είτε επιβεβλημένη από τις κοινωνικές συνθήκες. Η Αμαλία όπως δηλώνει και το όνομά της εκφράζει όμως κι έναν πιο εσωτερικό αγώνα, μια αντίσταση που δε φαίνεται ανοιχτά αλλά εκδηλώνεται μέσα από τη στάση της ή τις πράξεις της. Εξαίσια και στον ρόλο του Επαμεινώνδα.
Εν κατακλείδι, «Η αγάπη άργησε μια μέρα» σε δραματουργική επεξεργασία της Ροδής Στεφανίδου και του Ένκε Φεζολλάρι παρουσιάζεται σε μια δεινή εκδοχή από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους όντως θεατρόφιλους. Ο λόγος της σπουδαίας Ζωγράφου ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για το ανεκπλήρωτο της πίστης των ανθρώπων στην αλλαγή και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης που καταρχήν κατατρέχει, κατατρύχει και τελικά κατακυριεύει τη ζωή των ανθρώπων. Να πιστεύει άλλωστε κανείς δίχως απτές αποδείξεις, είναι το είδος της πίστης που έχει αδήριτη ανάγκη ο άνθρωπος, προκειμένου να συνεχίσει να εργάζεται για την εξασφάλιση της μελλοντικής του ευτυχίας, ενώ συγχρόνως έχει θεμελιώδη επίγνωση της παροντικής του δυστυχίας.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.
Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.