TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Ο ΜΠΑΜΠΑΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ” ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ποιος είναι ο Καμπανέλλης

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός. Από τα θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”, “Έβδομη μέρα της δημιουργίας”, “Η Αυλή των θαυμάτων“, “Ηλικία της νύχτας”, “Παραμύθι χωρίς όνομα”, “Γειτονιά των Αγγέλων”, “Βίβα Ασπασία”, “Οδυσσέα γύρισε σπίτι”, “Αποικία των τιμωρημένων”, “Το μεγάλο μας τσίρκο“, “Ο εχθρός λαός” και “Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα”.  Γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921 και ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Το 1935 η οικογένειά του μετέβη για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Εργαζόταν το πρωί και το βράδυ σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο. Το φθινόπωρο του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι τον Μάιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μαγεύτηκε από τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον χειμώνα του 1945-46. Προσπάθησε να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν έγινε αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν «Ο χορός πάνω στα στάχυα», που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο του 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.

Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2000 του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.

Το έργο

Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος δε συμπεριλαμβάνεται στα πιο γνωστά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου. Είναι όμως αναντίλεκτα ένα από τα πιο επιτυχημένα, μια καυστική σάτιρα του πολέμου και όσων τον καπηλεύονται, η οποία διακρίνεται για τον ευφυή και ευπαίδευτο τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύεται θέματα και μοτίβα του αρχαίου δράματος, ιδιαίτερα της Νέας Κωμωδίας. Θεωρείται μέρος μιας τριλογίας, που ολοκληρώνεται με τον Οδυσσέα γύρισε σπίτι και το παραμύθι χωρίς όνομα. Ο Καμπανέλλης ξεκίνησε να γράφει τον Μπαμπά Πόλεμο το 1951, εποχή όπου στο ελληνικό θέατρο δέσποζαν τα ρεαλιστικά κείμενα. Ως εκ τούτου, το κείμενο αυτό δεν κατόρθωσε να βρει σε σύγχρονο χρόνο τη θέση του στις ελληνικές σκηνές με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να το επεξεργάζεται συνεχώς, προσθέτοντας κάθε φορά τα στοιχεία εκείνα που το φέρνουν περισσότερο κοντά στην επικαιρότητα. Το θέμα του ειναι αρχαιόθεμο, ενώ η επικρατούσα παράδοση πρόετασσε οι συγγραφείς να προσεγγίζουν τα συγκεκριμένα έργα με σοβαρό τρόπο.

Το έργο είναι βαθύτατα πολιτικό και φιλοσοφικό. Ο Καμπανέλλης εμπνεύστηκε το θέμα από το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Η τοποθέτηση του έργου στα 305 π.Χ., τη χρονιά της μακεδονικής εισβολής στη μέχρι τότε ουδέτερη Ρόδο, είναι βεβαίως απλά η πρόφαση, για να σχολιαστεί η μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα. Συνεπώς η άμεση αφετηρία του είναι ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά κυρίως οι άμεσες μεταπολεμικές εξελίξεις — τα πρώτα συμπτώματα του Ψυχρού Πολέμου — και η υποκρισία των συμμάχων, που καταλήγουν να εξομοιωθούν με το κακό που πολέμησαν.

Θα περάσουν, ωστόσο, πολλά χρόνια και θα μεσολαβήσουν πολλά γεγονότα (ανάμεσά τους και μια απόρριψη από τη λογοκρισία της Χούντας), μέχρι το έργο να ανέβει τελικά επί σκηνής, το 1979, από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στην τελική του εκδοχή το έργο δεν μπορεί παρά να είναι φορτισμένο και με τις εμπειρίες της Επταετίας. Γιατί πάνω απ᾽ όλα στο έργο του Καμπανέλλη ο Πόλεμος είναι ο Μπαμπάς των τυράννων. Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος πρωτογράφτηκε με άλλο πολιτικοκοινωνικό προσανατολισμό, καταλήγει όμως κόλαφος κατά των Συνταγματαρχών – όχι πάντως με το πολεμικό μίσος του στρατευμένου πολίτη, αλλά με την κατασταλαγμένη πίκρα του ιστορικού φιλοσόφου.

Ο τίτλος του έργου παραπέμπει σαφώς στη γνωστή ρήση του Ηρακλείτου: πόλεμος πατήρ πάντων ἐστί, η οποία βεβαίως αντιστρέφεται ειρωνικά και ανανοηματοδοτείται. Ο Ηράκλειτος προσδίδει εξάλλου στη φράση του θετικό νόημα. Κατά τον προσωκρατικό δε, φιλόσοφο ο κόσμος βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης, από την οποία νέες συνθήκες αναφύονται και παλιές εξαφανίζονται τόσο στη φύση όσο και στην κοινωνία. Ο Καμπανέλλης εντούτοις αντιστρέφει το νόημα του Ηρακλείτου. Για τον Καμπανέλλη ωσαύτως ο πόλεμος είναι ο πατέρας κάθε ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κάθε ανθρώπινης παράνοιας, πάνω από όλα της μεγαλομανίας και της καπηλείας των ιδανικών.

Υπόθεση

Η Ρόδος του 305 π.Χ. έχει μετατραπεί σε έναν τουριστικό παράδεισο. Οι υπηρεσίες που παρέχονται στους τουρίστες βελτιώνονται συνεχώς και οι κάτοικοι παλεύουν  αρειμανίως να διατηρήσουν τον πλούτο και την ιδιοκτησία τους, μέσα σε ένα καθεστώς πολιτικής ουδετερότητας. Τα σχέδιά τους όμως ανατρέπονται όταν το νησί τους αποκτά στρατηγική σημασία για τα σχέδια των κατακτητών. Θα καταφέρουν οι πολίτες της Ρόδου να γλιτώσουν από την πολεμική μανία του Δημήτριου του Πολιορκητή; Και ποια είναι τα μέσα και τα όπλα για την επιβίωσή τους;
 
Με αφορμή το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, το 305 π.Χ., ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με τη χαρακτηριστική του οξύνοια και την πολιτική του διορατικότητα, δημιουργεί μια ευφάνταστη κωμωδία, στηλιτεύοντας την κερδοσκοπική και μικρονοϊκή τουριστική δραστηριότητα, μέσα από διαδικασίες υποτέλειας και ξεπουλήματος των αξιών. Σατιρίζοντας την έλλειψη πολιτικής συνείδησης των κατοίκων της Ρόδου, ο συγγραφέας σχολιάζει παράλληλα, τον άρρηκτο δεσμό της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ανάπτυξης με την πολεμική δραστηριότητα. Άλλωστε, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, ο πόλεμος είναι ο μπαμπάς… του κέρδους, της μεγαλομανίας, της απληστίας. 

Οι ερμηνείες

Όταν έχεις στη σκηνή νέους ως επί το πλείστον ηθοποιούς, κάποια πράγματα τα περιμένεις το δίχως άλλο με ενθουσιασμό, δόσιμο, φρεσκάδα. Τω όντι άπαντες οι ηθοποιοί αποδείχτηκαν πολύ ικανοί σε ένα παιχνίδι-δοκιμαστήρι, καταφέρνοντας να καταθέσουν τη χαρά τους που είναι μαζί και παίζουν. Κατόρθωσαν συνάμα, δίχως φλυαρίες, να μεταδώσουν αρμονικά ο ένας στον άλλο την κίνηση, τη διαμόρφωση της εξέλιξης και το πέρασμά τους από τα κατατόπια της διαδρομής.  Με αρωγό τους τα καλά υποκριτικά τους εργαλεία, υποστήριξαν αυτό που διδάχτηκαν χωρίς ακκισμούς και υπερβολές. Κατέθεσαν κέφι, ταλέντο και μέτρο. Οι ήρωες έτσι της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία καταρχήν άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με πολύ καλή άρθρωση του λόγου, ιδανική σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ένα συμπαγές πλέγμα, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Σαν τους ακριβείς δείχτες του ατέρμονου και ακάματου ρολογιού της Ιστορίας, οι οποίοι  -θύματα και θύτες- ύστερα από την καταγγελία-απολογία  τους αφανίζονται πιασμένοι πισθάγκωνα στην αχλή του χρόνου.  

Κι αν κάπου υπήρχε κάποιος δισταγμός, ένα ανεπαίσθητο «κούμπωμα», είναι απόλυτα φυσιολογικό για νέα παιδιά που τώρα διαμορφώνουν τον επαγγελματικό τους δρόμο. Δε θέλουν να κάνουν λάθη. Προσέχουν πιο πολύ αυτό παρά οτιδήποτε άλλο. Κουβαλούν ακόμη τα «πρέπει» και «δεν πρέπει» των δασκάλων τους. Και αυτό μοιραία κάπου τα «κλείνει», χωρίς όμως να «μουτζουρώνει» το αποτέλεσμα της προσπάθειας.

Πιο συγκεκριμένα ο Δημήτρης Διακοσάββας υποδύεται τον Φιλόξενο με αξιοθαύμαστη συνέπεια.Ο Καμπανέλλης παίζει εδώ με τη λέξη φιλοξενία και τον ρόλο του Φιλοξένου ως αυτοεκπορνευόμενου ξενοδόχου, που μεταμορφώνεται εντούτοις στο τέλος σε αφιλόξενο στρατιωτικό.  Άρτιος υποκριτικά και τεχνικά, έμεινε πιστός στις απαιτήσεις του ρόλου του από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ με κρυστάλλινη και ανάλογα χρωματισμένη φωνή του στα συναισθήματα που βιώνει ο ήρωας, απέδωσε τη συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία του ήρωα που ερμηνεύει με περισσή άνεση και αξιοθαύμαστη ενάργεια.  

 Ο Νίκος Καπέλιος αγκάλιασε όσο θα ήθελα τον ρόλο του Πάμφιλου, ρόλο απαιτητικών προδιαγράφων, που η επιπόλαιη ανάγνωσή του μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί σε καρικατούρα. Πάμφιλος ήταν ας μη λησμονούμε το όνομα που έφεραν αρκετοί νεαροί εραστές στη Νέα Κωμωδία. Το όνομα, που σημαίνει «ιδιαίτερα αξιαγάπητος» ή «αγαπητός από τους πάντες», εμφανίζεται μάλιστα συχνότατα στις σωζόμενες κωμωδίες του Ρωμαίου κωμικού ποιητή Τερεντίου. Ο Καπέλιος με απόλυτο έλεγχο των ασκημένων εκφραστικών του μέσων κάταφερε και κράτησε λεπτές πλην ακριβέστατες ισορροπίες χωρίς να καταφύγει στις ευκολίες στερεοτυπικών αντιλήψεων, γεγονός που θα ευτέλιζε το ρόλο που κλήθηκε να υπηρετήσει επιδεικνύοντας- τηρουμένων των αναλογιών- αξιοθαύμαστο σεβασμό και προσήλωση.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου απέδωσε με σεβασμό και ευθύβολα τον νευραλγικής σημασίας ρόλο του Μέντη. Το όνομα παραπέμπει σαφώς στη μέντα, βασικό άρτυμα στη ζαχαροπλαστική. Μέντης όμως ήταν και το όνομα που χρησιμοποίησε η θεά Αθηνά, όταν παρουσιάστηκε με ανθρώπινη μορφή στον Τηλέμαχο, τον γιο του Οδυσσέα. Η εμφάνιση μάλιστα της Αθηνάς/Μέντη ήταν αυτή που έπεισε τον Τηλέμαχο να υπερβεί τη φοβία του και να αναζητήσει τον αγνοούμενο πατέρα του. Στο έργο έτσι ο Μέντης καθίσταται ο βασικός διαφθορέας του Δημητρίου μαζί με την Ουρανία. Παρόλα αυτά, διατηρεί τη λογική και την αξιοπρέπειά του. Μαζί δε, με τον Χάρητα, που συσχετίζεται με το Χάρητα τον Λίνδιο, τον αρχαίο γλύπτη, ο οποίος κατασκεύασε τον Κολοσσό της Ρόδου και που υποδύεται με άνεση και περισσή πειστικότητα ο Δημήτρης Χαρτόκης είναι μια όαση σοφίας και λογικής. Ο Καμπανέλλης μάλιστα χαρίζει σε ένα πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από απόλυτη έλλειψη στρατιωτικής πειθαρχίας, αναρχισμό και ολοκληρωτική άρνηση να ενδώσει στο κατεστημένο το όνομα ενός από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της Αθήνας του 4ου αιώνα.

Στη συνέχεια ο Ορέστης Παλιαδέλης ήταν καθόλα σωστός στον ρόλο του Δημήτριου. Προικισμένος με υποκριτική δεινότητα και ευειδής, κατάφερε να αποδώσει τον δυισμό στον χαρακτήρα του ιστορικού Δημητρίου: τη στρατιωτική του ιδιοφυία από τη μια, την τάση του προς τις ηδονές, τη ροπή του προς την κολακεία και τη διεφθαρμένη φύση του από την άλλη. Ο προτιθέμενος παραλληλισμός του Δημητρίου με κάθε στρατοκράτορα και ειδικά με τους Συνταγματάρχες, είναι εμφανής, γεγονός που ανέδειξε στο έπακρο ο ταλαντούχος ηθοποιός.

Η Χρυσή Μπαχτσεβάνη από την άλλη, στον ρόλο της Βουτίας, της κωμικής μαστροπού, της τσατσάς, της βετεράνης πόρνης, που λειτουργεί τώρα ως προαγωγός νεαρών κοριτσιών (Χαρά Γιώτα, Ουρανία) και μέντοράς τους ως προς τα μυστικά του επαγγέλματος ήταν Χάρμά ιδέσθαι. Μαζί δε, με τη Χαρά Γιώτα που υποδύεται την Ουρανία, το αθώο, δροσερό και τρυφερό κορίτσι, που μπαίνει στο επάγγελμα αναγκαστικά και εκπορνεύεται στο σώμα, αλλά όχι στην ψυχή, καθώς και τη Λάμια, την έτερη εταίρα και μετρέσα του Δημήτριου που υποδύεται επί σκηνής η Αννα Ευθυμίου, αποτελούν μια άκρως ενδιαφέρουσα σκηνικά τριπλέτα.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί: Πάρης Αλεξανδρόπουλος (Φρίξος),  Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (Άγνωστος έμπορος όπλων, Χιλίαρχος), Πάνος Καμμένος (Καλλικράτης), Κωνσταντίνος Καπελλίδης (Δίδυμος), Άννα Λουϊζίδη (Κορνηλία, κόρη του Λούκιου), Νίκος Μήλιας (Νεοκλής), Δημήτρης Μορφακίδης (Ευελπίδης), Στέφανος Πίττας (Δημάδης), Θανάσης Ρέστας (Πυθίας), Σπύρος Σιδέρης (Λούκιος Τερέντιος Πίκουλος), Κωνσταντίνος Χειλάς (Δίδυμος), Γλυκερία Ψαρρού (Ποππαία, κόρη του Λούκιου) καθώς και οι Χρήστος Γκρόζος, Ηλέκτρα Καζάκου, Νίκος Μανωλάς, Βασίλης Μπόγδανος, Στέλλα Παπανικολάου, Ελίζα Χαραλαμπογιάννη (Παραθεριστές, Φρουροί, Αιχμάλωτοι, Ροδίτες), Δέσποινα Ντικούλη (Ειρήνη) ανταποκρίθηκαν υφολογικά στις απαιτήσεις του ρόλου τους και ακολούθησαν κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες, συνθήκη που φάνηκε και αγλάισε το τελικό αποτέλεσμα.

Η παράσταση

Το έργο έλκει τη γραμματολογική του ένταξη αφενός από το ρεαλιστικό ψυχολογικό δράμα του Ίψεν, αφετέρου από την αρχαία παράδοση της κωμωδίας, κυρίως της Νέας. Από την κλασική κωμωδία πιο συγκεκριμένα, τον προπάτορα κάθε μορφής δυτικού κωμικού θεάτρου, ο Καμπανέλλης δανείζεται κυρίως τους κωμικούς τύπους από τους οποίους οι χαρακτήρες του έλκουν την καταγωγή τους.

Ο καμβάς ως εκ τούτου του έργου είναι κωμικός και έτσι τον χειρίστηκε ο ικανότατας και ευφυής σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ασπιώτης, βρίσκοντας στα κωμικά στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικής νοοτροπιας και ρομαντικής αφέλειας το κλειδί της παράστασης. Κατά συνέπεια, προσανατολίζεται στην ανάδειξη της ουσίας του έργου δίχως να το υπερφορτώνει με άστοχα ευρήματα ή σκηνοθετικές υπερβολές που θα στόμωναν ενδεχομένως τα βέλη της σάτιρας. Ο σκηνοθέτης έτσι με αξιοθαύμαστη ενσυναίσθηση και ευαισθησία κατορθώνει να περάσει με κάθε λεπτομέρεια όλο το σκεπτικό της συγγραφής του έργου σε μια θεατρική σκηνή δημιουργώντας έτσι μια παράσταση απίστευτα αληθινή. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί σαφώς και η μαξιμαλιστική σκηνογραφία που επιμελήθηκε η Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη, καθώς οπτικοποίησε ευθύβολα την τρυφηλή ζωή των Ροδίων και τη συνακόλουθη τύρβη με όλη την υπερβολη που τους χαρακτήριζε… Επιπλέον οι περίτεχνοι φωτισμοί της και εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους! Παράλληλα, τα κοστούμια της Σοφίας Τσιριγώτη αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος της παράστασης. Επιπρόσθετα, η μουσική Γιώργου Χριστιανάκη ανέδειξε το κείμενο, ενώ η άκρως λειτουργική κίνηση σε επιμέλεια της Αναστασίας Κελέση, ήταν σύμφυτη με τη σκηνοθετική ματιά, την εποχή συγγραφής του έργου και τις ανάγκες των ηθοποιών.

Ο Καμπανέλλης δε διακατέχεται από την αισιοδοξία μιας θετικότερης εξέλιξης των πραγμάτων. Οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην εξέλιξη της πλοκής αφορούν στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ο Μπαμπάς πόλεμος κλείνει με μια καθαρά απαισιόδοξη νότα…Όσο για την τελευταία σκηνή στην οποία οι Ροδίτες στρατηλάτες «αγεωγράφητοι και πολεμοκάπηλοι» αδυνατούν να εντοπίσουν την πατρίδα τους στον χάρτη: υποκλίνομαι.

 Όλοι οι ηθοποιοί, παλιοί και νέοι, βρέθηκαν να τελούν στην ίδια ευθεία και με το ίδιο σθένος, κάτι που, ας μην γελιόμαστε, δεν είναι δεδομένο όταν συμπράττουν πεπειραμένοι με λιγότερο έμπειρους ηθοποιούς. Συνήθως οι παλαιότεροι εμφανίζονται πιο «χαλαροί» και «άνετοι» και οι νεότεροι διαθέσιμοι για το κάτι παραπάνω. Εδώ υπήρχε μια ισορροπημένη σύμπλευση και τη χαρήκαμε.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, «Ο Μπαμπας ο  πόλεμος» σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη παρουσιάζεται σε μια άξια αναφοράς εκδοχή. Ο λόγος του σπουδαίου Καμπανέλλη ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για τη διαλεκτική κίνηση της Ιστορίας…Είναι μια παράσταση βαθιά πολιτική με κωμικό μανδύα, που αφυπνίζει και εγείρει γόνιμα ερωτήματα και πολλούς προβληματισμούς. Πρόκειται για ένα έργο που βρίσκει τρόπο να εξορύξει τον συσχετισμό της οικονομικής ανάπτυξης με τον πόλεμο. Με δυο λόγια: μια παράσταση που δεν αρκέστηκε σε παραλλαγή κάδρου, αλλά κατέθεσε δραστικό θεατρικό ένστικτο. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές και δη στον καλλιτεχνικό διευθυντή Αστέριο Πελτέκη για το όραμά του.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.