TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Θ.ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ 60ΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΚΘΒΕ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Στα 60ά Δημήτρια, ο Γκοντό του Θόδωρου Τερζόπουλου υψώνεται σαν αντήχηση ενός κόσμου σε παράλυση. Σε μια εποχή όπου η αναμονή έχει μετατραπεί σε συλλογική μας μοίρα, αναμονή για ειρήνη, για δικαιοσύνη, για αδελφοσύνη, για έναν λόγο που δεν έρχεται∙ η παράσταση φωτίζει με ωμή διαύγεια το υπαρξιακό τέλμα μέσα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί με τη συναίνεσή του εν πολλοίς,  ο σύγχρονος άνθρωπος.

Ο Μπέκετ, πιο συγκεκριμένα μέσα από το βλέμμα του Τερζόπουλου, μεταμορφώνεται σε τελετουργία σιωπής και επιβίωσης. Τα σώματα αναπνέουν μέσα στο σκοτάδι, αναμετρώνται με τον χρόνο και τη φθορά, γίνονται πολεμικές μηχανές μιας εσωτερικής αντίστασης. Το θέατρο, μέσα σε αυτό το τοπίο ερήμωσης, αναδεικνύεται συνεπώς ως ο τελευταίος ιερός τόπος όπου ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να περιμένει — και να ελπίζει.

Το έργο

Γραμμένο μέσα στα συντρίμμια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο-κραυγή μέσα στη σιωπή του αιώνα. Ο Σάμουελ Μπέκετ, με γλώσσα απογυμνωμένη, σχεδόν μουσική, αποτυπώνει την αγωνία ενός κόσμου που έχασε τη βεβαιότητα της προόδου, της πίστης, ακόμη και του νοήματος. Σαν άλλος αρχαιολόγος της ψυχής, ανασύρει από τα ερείπια του 20ού αιώνα την πιο απλή, και γι’ αυτό την πιο σπαρακτική, εικόνα: δύο άνδρες που περιμένουν.

Οι δύο ήρωες, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, δεν είναι απλώς δύο περιπλανώμενοι· είναι τα υπολείμματα μιας ανθρωπότητας που επιμένει να ελπίζει, παρ’ όλο που γνωρίζει πως τίποτα δεν πρόκειται να έρθει. Η ύπαρξή τους εκτυλίσσεται μέσα σε μια ανελέητη παύση, σε μια καθυστέρηση δίχως λύτρωση, όπου η ατέρμονη επανάληψη αντικαθιστά την εξέλιξη. Η πράξη της αναμονής καθίσταται τελετουργία επιβίωσης — μια μορφή προσευχής χωρίς Θεό, όπου ο χρόνος σταματά και το μόνο που απομένει είναι η ίδια η πράξη της αναμονής.

Στο κέντρο δε, του έργου δε βρίσκεται η πλοκή, αλλά η οντολογική αναμονή: η προσπάθεια του ανθρώπου να σταθεί απέναντι στο κενό χωρίς να συντριβεί. Ως εκ τούτου, κάθε χειρονομία, κάθε σιωπή, κάθε απλή φράση του Μπέκετ μοιάζει να αναμετράται με το ίδιο ερώτημα: πώς επιβιώνει κανείς μέσα στο τίποτα; Το έργο μετατρέπει έτσι την απραξία σε φιλοσοφία, τη σιωπή σε χώρο ακρόασης, το «περιμένω» σε πράξη αντίστασης απέναντι στην ανυπαρξία.

Ο Μπέκετ δε γράφει για να εξηγήσει· γράφει για να υπομείνει. Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα δράμα χωρίς κορύφωση, ένας κόσμος χωρίς λύτρωση—αλλά και μια ύστατη ομολογία πίστης στην ανθρώπινη επιμονή. Γιατί όσο υπάρχει η αναμονή, υπάρχει ακόμη και η δυνατότητα της ελπίδας· κι αν ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ, ίσως αυτό να είναι τελικά το μόνο θαύμα που μας απομένει.

Η υπόθεση

Δύο άντρες, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, περιμένουν σ’ έναν άδειο, απροσδιόριστο τόπο τον Γκοντό∙ έναν άγνωστο που ίσως δε θα έρθει ποτέ. Αυτή η απλή, σχεδόν αόρατη πλοκή είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Μπέκετ υφαίνει μια μεταφυσική σπουδή πάνω στην αναμονή. Ο τόπος δεν έχει γεωγραφία· είναι ένα πεδίο χρόνου, ένα μη-τόπος όπου η δράση έχει αποσυρθεί και το μόνο που μένει σταθερό είναι η επανάληψη. Η μέρα κυλάει, οι φράσεις επιστρέφουν, τα σώματα φθείρονται, και η ζωή συνεχίζεται με το βάρος μιας ανυπόφορης συνέπειας.

Η αναμονή δεν είναι απλώς μια παύση· είναι μια μορφή ύπαρξης. Οι ήρωες του Μπέκετ στέκονται στο κατώφλι του μηδενός, ανάμεσα στην πίστη και στην εξάντληση, στη ζωή και στην παραίτηση. Κάθε κίνηση, κάθε σιωπή, κάθε μικρή χειρονομία είναι μια προσπάθεια να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος υπάρχει. Η πράξη του να περιμένεις γίνεται ιεροτελεστία συντήρησης της συνείδησης: αν σταματήσουν να περιμένουν, θα πάψουν και να υπάρχουν.

Κι εκεί, στο διάλειμμα του τίποτα, εισβάλλουν ο Πότζο και ο Λάκυ — κύριος και δούλος, καθρέφτες μιας διαχρονικής σχέσης εξουσίας. Ο Πότζο είναι ο κόσμος που διοικεί, ο άνθρωπος που πιστεύει ότι έχει σκοπό· ο Λάκυ είναι το σώμα που κουβαλά, η σάρκα που πληρώνει το τίμημα. Μαζί, συνθέτουν το δίπολο κυριαρχίας και υποταγής, το αιώνιο ζεύγος της Ιστορίας: εκείνου που διατάζει και εκείνου που υπομένει. Η παρουσία τους διαρρηγνύει προσωρινά την παύση, μόνο και μόνο για να την επιβεβαιώσει. Γιατί και αυτοί, όταν χαθούν από το προσκήνιο, αφήνουν πίσω τους την ίδια άβυσσο.

Κάθε σκηνή του έργου είναι ένας κύκλος επανάληψης, ένα τελετουργικό που ξαναρχίζει από την αρχή. Ο χρόνος δεν προχωρά — κυλάει σαν νερό σε κλειστό δοχείο. Η μέρα τελειώνει για να ξαναρχίσει ίδια, σαν ένας αργός μεταφυσικός βρόχος όπου τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δεν τελειώνει.

Κι όταν, στο τέλος, εμφανίζεται το μικρό αγόρι για να ανακοινώσει ότι ο Γκοντό δε θα έρθει σήμερα, αλλά «οπωσδήποτε αύριο», η ειρωνεία αποκτά αποκαλυπτική διάσταση. Ο θεατής καταλαβαίνει πως το «αύριο» είναι ήδη ένα άλλο όνομα του «ποτέ»· πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει μέσα σε μια ατέρμονη εκκρεμότητα. Έτσι, η αναμονή παύει να είναι πλοκή και γίνεται συνθήκη ύπαρξης και ο χρόνος, αντί να μετριέται, ανασαίνει.

Στο σύμπαν λοιπόν του Μπέκετ, τίποτα δεν τελειώνει και τίποτα δεν αρχίζει. Κι ωστόσο, μέσα σε αυτήν τη σιωπηλή απελπισία, αναβοσβήνει κάτι ανθρώπινο: η πεισματική, σχεδόν παράλογη, παραληρηματική, αδήριτη ανάγκη να πιστεύουμε πως ίσως αύριο

Η παράσταση

Στην ανάγνωση του Θόδωρου Τερζόπουλου, το Περιμένοντας τον Γκοντό παύει να είναι ένα φιλοσοφικό αίνιγμα γύρω από την απραξία. Μετουσιώνεται πιο συγκεκριμένα σε σωματικό τελετουργικό αναμονής∙ σε μια εμπειρία ύπαρξης που παίζει εν ου παικτοίς και αγγίζει τα όρια της αντοχής. Ο σκηνικός χώρος∙ ένας αυστηρός μαύρος κύβος, λειτουργεί σαν ενεργός μηχανισμός εγκλεισμού, χωρίς έξοδο, όπου τα σώματα και οι λέξεις, ταξινομούνται και καταμετρούνται μέσα στον χρόνο και την ένταση. Κάθε κίνηση, κάθε ανάσα, κάθε παύση αποκτά το βάρος μιας πράξης ζωής ή θανάτου.

Η σκηνογραφία του Θόδωρου Τερζόπουλου λειτουργεί σαν μαύρος μηχανισμός αποκάλυψης, ένας αυστηρός κύβος που θυμίζει το «Μαύρο Τετράγωνο» του Μάλεβιτς, εκεί όπου η ύλη μηδενίζεται και το φως ξεπροβάλλει, ανατέλλοντας μέσα από το ζοφερό σκοτάδι. Το σκηνικό μοιάζει με τετράπλευρη κυψέλη ή θάλαμο εγκλεισμού: οι ήρωες, δρουν, αλληλεπιδρούν, βαυκαλίζονται, αναπνέουν μέσα σε μια δομή που είναι ταυτόχρονα μήτρα και τάφος, ψυχικό υπόγειο και θάλαμος (από)συμπίεσης. Η παράσταση μάλιστα δε διαδραματίζεται «επάνω» στη σκηνή αλλά μέσα στο κουτί, σαν ο θεατής να παρακολουθεί το ασυνείδητο σε λειτουργία, μια εσωτερική φυλακή όπου ο άνθρωπος παλεύει με το ίδιο του το κενό.

Στο εσωτερικό του, ένας φωτεινός σταυρός διαιρεί τον χώρο σε τέσσερα τεταρτημόρια· μια γεωμετρία ισορροπίας που ταλαντεύεται ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη. Είναι ο σταυρός του ανθρώπου πάνω στον χρόνο, εκεί όπου το κάθετο (η πίστη, η ψυχή) και το οριζόντιο (η σάρκα, η φθορά) συναντώνται για να σχηματίσουν το σημείο μηδέν της ύπαρξης. Από τον σταυρό αυτόν, κάποτε προβάλλει ο αγγελιοφόρος· σαν σπαραγμένος μεσάζων μεταξύ Θεού και ανθρώπου, υπενθυμίζοντας τη ματαιότητα κάθε σωτηρίας.

Το μπονζάι που δεσπόζει στο κέντρο είναι το πιο πικρό σχόλιο της παράστασης: ένα δέντρο που δεν του επιτρέπεται να αναπτυχθεί∙ σύμβολο της απονεκρωμένης φύσης και της ελεγχόμενης ζωής. Ο Τερζόπουλος το τοποθετεί σαν υπόμνηση της πνευματικής σμίκρυνσης του ανθρώπου — ενός πολιτισμού που θέλει να «καλλιεργεί» ακόμη και το ίδιο του το πένθος. Το δέντρο αυτό, αντί να ριζώνει, αιωρείται μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζει με πολεμικό καταφύγιο, όπου κάθε  ανάσα ακούγεται σαν επίκληση που στεγνώνει και σε φιδώνει σιγά σιγά σε μαλαματένιες σπείρες.

Πάνω από τους ήρωες κρέμονται ματωμένα μαχαίρια και ημερολόγια — εικόνες της ανθρώπινης αυτοκαταστροφής και του πανδαμάτορα χρόνου που σταματά. Τα μαχαίρια είναι ταυτόχρονα εργαλεία βίας και καθαρμού· το τραύμα που ματώνει είναι συνάμα και το τραύμα που αποδεικνύει την ύπαρξη. Κάθε αιχμή τους αντανακλά το φως σαν λάμψη συνείδησης, ενώ τα ημερολόγια που αιωρούνται είναι τα τεφτέρια της ματαίωσης: οι μέρες που διαγράφονται προτού βιωθούν, ο χρόνος που περνά δίχως να αφήνει αποτύπωμα∙ το ίχνος τους μοιάζει με γραφή στο νερό. Η παράσταση, έτσι, συνομιλεί με τη μνήμη και την Ιστορία: με τη βία που ασκεί η εξουσία, αλλά και τη βία που εσωτερικεύει και οικειοποείται ο άνθρωπος για να επιβιώσει.

Τα αρμόζοντα κοστούμια, φθαρμένα, σκισμένα, βαμμένα με σκιές γης, αίματος και μετάλλου, αποτυπώνουν τη διάβρωση του ανθρώπινου σώματος και της Ιστορίας. Κανένα ρούχο δεν είναι αμιγές· όλα φέρουν ίχνη χρόνου, λάσπης, πολέμου, μνήμης. Οι αποχρώσεις τους κινούνται ανάμεσα στο καφέ της γης, του αιμάτινα πορφυρού, το γκρι της στάχτης και το μπλε του μελανιού — σαν να κουβαλούν επάνω τους τα χρώματα μιας καμένης ζωής.

Ο Τερζόπουλος επιλέγει κοστούμια που μοιάζουν δουλεμένα με τα χέρια της Ιστορίας: ρούχα ανθρώπων που έχουν περιπλανηθεί, εργαστεί, πεινάσει, επιβιώσει. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν φαίνονται σαν δυο πλάνητες μοναχοί, σπαρακτικά ανθρώπινοι, φέροντας το αποτύπωμα της καθημερινής φθοράς και της πνευματικής τους εξάντλησης. Οι παντελόνες, οι ραφές, οι λεκέδες, τα κομμάτια ύφασμα που θυμίζουν δέρμα ή σκουριασμένο μέταλλο, μετατρέπουν τον άνθρωπο σε κινητό απολίθωμα του χρόνου.

Ο Πότζο, με τη μαύρη του ενδυμασία, δεν ξεφεύγει από αυτό το σύμπαν· μοιάζει περισσότερο με διοικητή ενός ερειπίου, ενός κόσμου που έχει χάσει κάθε σχήμα εξουσίας αλλά συνεχίζει να προσποιείται ότι κυβερνά. Ο Λάκυ, από την άλλη, εμφανίζεται σαν σκιά της ανθρωπότητας· τα ρούχα του μοιάζουν παραγεμισμένα από λάσπη και ιδρώτα, σαν να έχει κουβαλήσει αιώνες υποταγής στους ώμους του.

Τα κοστούμια δεν υπηρετούν τη ρεαλιστική απεικόνιση· λειτουργούν ως εξωτερικεύσεις του ψυχικού τοπίου. Καθένα από αυτά είναι μια παραλλαγή της ίδιας ύλης — της ύλης του πόνου. Οι χαρακτήρες του Μπέκετ δεν αλλάζουν ρούχα, όπως δεν αλλάζουν και μοίρα: φορούν την ίδια ύπαρξη ξανά και ξανά, σαν άσκηση αντοχής.

Στη σύλληψη του Τερζόπουλου, το ρούχο γίνεται σύμβολο της αέναης επιστροφής. Δεν κρύβει, αλλά αποκαλύπτει· δεν προστατεύει, αλλά εκθέτει. Κάθε ύφασμα, κάθε λεκές, κάθε φθορά είναι μαρτυρία· το σώμα ως τεκμήριο της ζωής και του τέλους της.

Οι φωτισμοί του δε φωτίζουν· χαρτογραφούν. Με αυστηρότητα και μεταβλητό ρυθμό, αναδεικνύουν τις μικρές κινήσεις, τις συσπάσεις, τα βλέμματα που φεύγουν ή συγκρούονται, δημιουργώντας έναν χώρο όπου οι σχέσεις γίνονται ορατές μέσα από τις σκιές και τις αντιθέσεις φωτός-σκότους. Το φως άλλωστε στον Τερζόπουλο δεν είναι ποτέ διακοσμητικό· είναι ανακριτικό. Διαπερνά τις σκιές, εκθέτει τα σώματα, αποκαλύπτει τις ρωγμές της ύπαρξης. Η εναλλαγή δε, φωτός και σκότους χαρτογραφεί την ψυχολογική τοπογραφία του έργου· η σιωπή αποκτά όγκο, το βλέμμα μετατρέπεται σε όργανο ακρόασης. Εκεί όπου το φως κατακλύζει τη σκηνή, δεν προβάλλει λύτρωση, αλλά η υπερβολή της συνείδησης· ενώ το σκοτάδι, αντιθέτως, αφήνει ένα ίχνος δυνατότητας — το ίσως.

Η μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη από την άλλη, μετουσιώνεται σε σκηνηνικό δρώμενο και λειτουργεί ως άυλος συμπρωταγωνιστής. Ενσωματώνεται στην ατμόσφαιρα με τέτοιον τρόπο που λειτουργεί σαν ένα αόρατο, αλλά καθοριστικό, δραματικό εργαλείο, ενισχύοντας τις εσωτερικές μάχες και τις ψυχικές αναταράξεις των προσώπων.  Μελωδίες που θυμίζουν ιταλική θρησκευτική παράδοση και καθολικούς ύμνους (canti) συμπλέκονται με κρότους, σειρήνες, ηχητικές εκρήξεις, δημιουργώντας ένα τοπίο ηχητικής αποκαλύψεως. Είναι μια ακουστική γεωγραφία του τραύματος, όπου ο ήχος δε συνοδεύει τη δράση αλλά την υποκαθιστά: η μουσική καθίσταται ως εκ τούτου η αναπνοή των σωμάτων, ο απόηχος της προσευχής που δεν ακούστηκε ποτέ. Ο θεατής δεν ακούει απλώς ωσαύτως· κοινωνεί  τον ήχος της απουσίας.

Συνολικά, η σκηνογραφία του Τερζόπουλου δεν είναι σκηνικό αλλά σώμα σκέψης· ένας μηχανισμός φιλοσοφικής ανάκρισης, όπου το φως, το σκοτάδι, το μέταλλο και το αίμα σχηματίζουν μια θεατρική αλχημεία. Μέσα στο μαύρο κουτί της παράστασης, το τίποτα αποκτά βάρος, η σιωπή μετατρέπεται σε κραυγή, και ο θεατής γίνεται μάρτυρας μιας υπαρξιακής λειτουργίας που δεν τελειώνει με την αυλαία, αλλά συνεχίζει να ηχεί μέσα του.

Συνδυασμένα, αυτά τα στοιχεία — ένδυση, φως, ήχος, κίνηση — δεν απεικονίζουν απλώς την παράσταση· σμιλεύουν την εμπειρία της αναμονής, της αβεβαιότητας και της επιβίωσης, μετατρέποντας κάθε στιγμή σε βιωματικό, σχεδόν υπαρξιακό, τελετουργικό. Ο θεατής δεν παρακολουθεί· συμμετέχει, αναπνέει και αγωνιά μαζί με τους χαρακτήρες, αισθανόμενος την πίεση του χρόνου, την ακινησία της αναμονής και την ακαριαία συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ευαλωτότητας.

Οι ερμηνείες

Η παράσταση του Θόδωρου Τερζόπουλου μετατρέπει τον Γκοντό σε ένα τελετουργικό σχήμα ύπαρξης, όπου η ανθρώπινη παρουσία οργανώνεται γύρω από την αναπνοή, τη σιωπή και την αντίσταση. Ο σκηνοθέτης, πιστός στο «θέατρο της ενέργειας» που υπηρετεί εδώ και δεκαετίες, αναπλάθει το κείμενο του Μπέκετ σε παρτιτούρα κίνησης και εσωτερικής τάσης. Το σώμα δεν είναι πια φορέας νοήματος, αλλά το ίδιο το νόημα· ένα σώμα που σκέφτεται, πάλλεται και φθείρεται μέσα στη συνθήκη της αναμονής. Οι ηθοποιοί κινούνται με γεωμετρική ακρίβεια, σαν να υπακούουν σε αόρατους κανόνες βαρύτητας· η κάθε στάση, η κάθε περιστροφή, ο παραμικρός ήχος, συντονίζονται σε μια μεταφυσική χορογραφία. Ο λόγος απογυμνώνεται από ψυχολογισμό, αποκτά τον ρυθμό της αναπνοής — γίνεται ύλη. Ο Τερζόπουλος δε σκηνοθετεί δράση, αλλά ρυθμό· δεν εικονογραφεί το κείμενο, αλλά το εκτελεί, με την ακρίβεια ενός μουσικού έργου δωματίου. Η παράσταση αναπτύσσεται σαν λειτουργία εντάσεως και αποφόρτισης, σαν τελετουργία σιωπής που αναμετράται με την απουσία του Θεού και τη φθορά του ανθρώπου. Μέσα μάλιστα από αυτήν τη συνεχή δόνηση, η αναμονή αποκτά μορφή, το τίποτα μετατρέπεται σε πράξη, και το θέατρο επιστρέφει στην αρχέγονη του ουσία — εκεί όπου το σώμα, ο ήχος και το φως συνιστούν ένα και το αυτό: την ύπαρξη που επιμένει.

Πιστός στη μέθοδό του, ο Θόδωρος Τερζόπουλος οικοδομεί την παράσταση πάνω στην πειθαρχία του σώματος και στη ρυθμική οικονομία της αναπνοής. Δεν ζητά από τους ηθοποιούς του να «ερμηνεύσουν» τους ρόλους, αλλά να τους αναπνεύσουν — να αφήσουν τη φωνή, το βλέμμα και τη σιωπή να γίνουν φορείς νοήματος.

Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μια καλοκουρδισμένη και πειθαρχημένη ομάδα ηθοποιών, που λειτουργεί με τη συνοχή ενός ενιαίου οργανισμού. Οι κινήσεις τους είναι ακριβείς, οι παύσεις τους φορτισμένες, η άρθρωση του λόγου τους πεντακάθαρη· τίποτα δεν περισσεύει, τίποτα δεν υποχωρεί στην αυθαιρεσία. Όλοι τους, χωρίς εξαίρεση, επιτελούν το παράδοξο του Μπέκετ: να κάνουν το «τίποτα» να πάλλεται από νόημα.

Οι ηθοποιοί του Τερζόπουλου δεν «παίζουν» τον Μπέκετ· τον ενσαρκώνουν ως μύχια ανθρώπινη κραυγή. Κάθε κίνησή τους μοιάζει με επιβίωση, κάθε ανάσα με διαμαρτυρία απέναντι στο άρρητο. Ο Enzo Vetrano (Βλαντιμίρ) και ο Stefano Randisi (Εστραγκόν), παλαίμαχοι Σικελοί με σαράντα επτά χρόνια κοινής θεατρικής πορείας, λειτουργούν σαν δίδυμο οντολογικό σύστημα — σαν δύο φωνές που πάλλονται στο ίδιο ηχείο του κενού. Δεν ανταλλάσσουν απλώς λόγια· ανασαίνουν τον ίδιο χρόνο, μοιράζονται την ίδια αποτυχία, γερνούν ταυτόχρονα μέσα στο τίποτα. Το σώμα τους είναι ένα εργαλείο γεωμετρίας και ρυθμού, ένας εκκρεμής μετρονόμος της ύπαρξης που μετατρέπει τον λόγο σε σιωπή και τη σιωπή σε κραδασμό. Στο βλέμμα τους κατοικεί η φθορά και στο περπάτημά τους η παιδική αθωότητα του ανθρώπου που περιμένει ακόμη το θαύμα — έστω κι αν το βιώνει δια της ανυπαρξίας του.

Ο Paolo Musio, ως Πότζο, είναι η ενσάρκωση της εξουσίας που γνωρίζει το τέλος της. Εμφανίζεται με την πληθωρικότητα ενός κοσμικού άρχοντα, όμως πίσω από κάθε του χειρονομία παραμονεύει η αγωνία της αποσύνθεσης. Η ρητορική του, σπασμωδική και θεατρικά επιτηδευμένη, μετατρέπεται σε μια κωμικοτραγική ιεροτελεστία πανικού· ο Πότζο δεν είναι πια κύριος, αλλά ανδρείκελο του ίδιου του ρόλου του, ένα φάντασμα που προσπαθεί να επιβληθεί μέσα στη νύχτα της λήθης.

Αντίθετά, ο Giulio Germano Cervi ως Λάκυ εκρήγνυται σαν ενσάρκωση της απόγνωσης. Ο μονόλογός του, μια συρραφή ασύνδετων λέξεων και συλλαβών, εκφέρεται σαν προσευχή που έχει χάσει τον θεό της· η φωνή του ανεβαίνει, σπάει, διαλύεται — ένα μεταφυσικό παραλήρημα που σαρώνει την πραγματικότητα. Ο Λάκυ δε μιλά πια· ξεστομίζει τον ίδιο τον τρόμο της ύπαρξης, το άναρθρο ουρλιαχτό του ανθρώπου που γνωρίζει ότι δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο Rocco Ancarola, ως το Αγόρι, εμφανίζεται σαν αίνιγμα. Η παιδική του παρουσία είναι η μόνη ρωγμή φωτός μέσα στην ολική σκηνική μαυρίλα, όμως αυτό το φως δεν σώζει — αναπαράγει την αναμονή. Ο λόγος του λιτός, σχεδόν μηχανικός: «Ο Γκοντό δε θα έρθει σήμερα… αλλά αναμφήριστα αύριο». Έτσι, γίνεται ο φορέας του αιώνιου ψεύδους, η φωνή της ανθρώπινης ψευδαίσθησης που κρατά την ύπαρξη όρθια.

Κάθε ερμηνεία είναι άσκηση ακρίβειας και ενσώματης πειθαρχίας. Οι ηθοποιοί δεν παραδίδονται στο συναίσθημα — το καθυποτάσσουν, το μετουσιώνουν, το καθαγιάζουν. Ο λόγος τους, ρυθμικά τεμαχισμένος, λειτουργεί σαν ανάσα που αντιστέκεται στον θάνατο. Η σκηνή μετατρέπεται έτσι σε κοινό πεδίο εξομολόγησης, όπου η ανθρώπινη αδυναμία αποκτά υπόσταση και η αναμονή παίρνει σάρκα και οστά. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, άπαντες οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν και καθηλώνουν το κοινό με τη δύναμη της σιωπηλής συγκίνησης. Καταφέρνουν δε, να αναδείξουν την υπαρξιακή διάσταση του έργου με μια συναισθηματική ένταση που διαπερνά την ψυχή.

Στο τέλος, ο θεατής συνειδητοποιεί ότι δεν παρακολουθεί απλώς μια παράσταση, αλλά ένα είδος λειτουργίας: οι ηθοποιοί είναι τα ιερατικά όργανα ενός θεάτρου που αναζητά τη χαμένη του πίστη, ενός κόσμου που επιμένει να περιμένει ακόμη και μέσα στο μηδέν.

Εν κατακλείδι

Ο Θόδωρος Τερζόπουλος, μέσα από το Περιμένοντας τον Γκοντό, δεν περιορίζεται στην ανάγνωση ενός κλασικού έργου· το ανασυνθέτει σε εμπειρία ζωής, όπου κάθε σιωπή, κάθε σώμα και κάθε λέξη αποκτούν βαρύτητα υπαρξιακή. Η παράσταση γίνεται τόπος συνάντησης του θεατή με την αβεβαιότητα, την αναμονή και την ανθρώπινη ευαλωτότητα, αναδεικνύοντας πως η αναμονή δεν είναι παθητική, αλλά πράξη αντίστασης και αυτοσυνείδησης.

Στο πλαίσιο των 60ών Δημητρίων, η παράσταση μιλά στον σημερινό θεατή για τα τραύματα, τις αδικίες και τις απώλειες που συνεχίζουν να διαμορφώνουν τον κόσμο μας. Μέσα από το σωματικό θέατρο, τον ήχο, το φως και την ακριβή σκηνοθετική καθοδήγηση, η παράσταση μετατρέπει την απραξία σε ενεργό εμπειρία: το κοινό δεν παρακολουθεί απλώς· συμμετέχει στη γέννηση και την αναπαράσταση του παραλόγου και του υπαρξιακού κενού.

Τελικά, ο Τερζόπουλος υπενθυμίζει ότι το θέατρο, ακόμη και όταν μας βάζει αντιμέτωπους με το τίποτα, είναι ο χώρος όπου η ανθρώπινη αντοχή, η μνήμη και η ελπίδα συνεχίζουν να υπάρχουν. Και αυτό κάνει το Περιμένοντας τον Γκοντό όχι απλώς μια παράσταση, αλλά μια αναγκαία εμπειρία, που παραμένει ζωντανή μέσα στο σώμα και τη συνείδηση του θεατή πολύ μετά την έξοδο από τη σκηνή.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/profile.php?id=61552319949886

thessculture.gr

https://www.instagram.com

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p  με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.