TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΠΕΣ ΜΟΥ ΜΙΑ ΛΕΞΗ!» ΤΟΥ ΦΡΙΕΛ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Ε. ΤΣΟΛΑΚΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ποιος είναι ο Brian Friel

Ο Brian Friel (1929-2015) θεωρείται από τους σημαντικότερους δραματουργούς του σύγχρονου ιρλανδικού και παγκόσμιου θεάτρου, γνωστός για τη βαθιά ανθρωποκεντρική προσέγγισή του και τη διεισδυτική ματιά του στην ιρλανδική ταυτότητα, την οικογένεια και την κοινωνική αλλαγή. Γεννημένος στο Όμαγκ της Βόρειας Ιρλανδίας, σπούδασε στο St. Patrick’s College στο Maynooth και αρχικά εργάστηκε ως δάσκαλος πριν αφοσιωθεί στη συγγραφή. Το 1964 γνώρισε διεθνή επιτυχία με το “Philadelphia, Here I Come!”, ενώ έργα όπως το “Dancing at Lughnasa” (1990) – το οποίο κέρδισε το βραβείο Tony – και το “Translations” (1980) καθιέρωσαν τη φήμη του. Ο Friel  ήταν γνωστός για τον στοχαστικό, ποιητικό του λόγο και την ικανότητά του να αποτυπώνει την ένταση ανάμεσα στην παράδοση και την εξέλιξη. Το 1980 συνίδρυσε με τον ηθοποιό Stephen Rea, την ομάδα Field Day Theatre Company, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ιρλανδικό θέατρο, περιοδεύοντας στην επαρχία με έργα πολιτικής θεματολογίας. Ο Brian Friel υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό, με αρκετά από τα έργα του να έχουν παρουσιαστεί σε σημαντικές θεατρικές σκηνές της χώρας. Το “Give me your answer, Do!” («Πες μου μια λέξη») είναι η πιο πρόσφατη σκηνική μεταφορά του στην Ελλάδα, ανεβαίνοντας από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) τη σεζόν 2024-2025, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική του επιρροή στο ελληνικό θέατρο.

Η Υπόθεση

Το έργο “Πες μου μια λέξη!” (Give Me Your Answer, Do) του Brian Friel εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, όταν ο συγγραφέας Τομ Κόνολι και η σύζυγός του Ντέιζι δέχονται επισκέψεις στο απομονωμένο, επαρχιακό σπίτι τους στην Ιρλανδία. Η ζωή τους επισκιάζεται από την κόρη τους, η οποία είναι μόνιμα νοσηλευόμενη λόγω σοβαρής ψυχικής ασθένειας. Το ζευγάρι δέχεται την επίσκεψη του Ντέιβιντ Νάιτ, ενός Αμερικανού λογοτεχνικού εκτιμητή που αξιολογεί τα γραπτά του Τομ για πιθανή αγορά από ένα πανεπιστήμιο, προσφέροντάς τους οικονομική ασφάλεια. Παράλληλα, τους επισκέπτονται οι φίλοι τους, ο επιτυχημένος συγγραφέας Γκάρετ Φιτζμόρις και η σύζυγός του Γκρέιν, καθώς και οι γονείς της Ντέιζι, ο εκκεντρικός πατέρας της και η πικραμένη, αρθριτική μητέρα της. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, αποκαλύπτονται οι εντάσεις στις σχέσεις τους, οι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες και οι προσωπικές απογοητεύσεις, ενώ το έργο εξερευνά θέματα όπως η δημιουργικότητα, η αναγνώριση και οι προσωπικές θυσίες.

Το έργο

Η ιρλανδική λογοτεχνική παράδοση έχει βαθιές ρίζες στην αφήγηση, στη μνήμη και στην αναμέτρηση με την ιστορική ταυτότητα. Από τον James Joyce μέχρι τον Samuel Beckett, οι Ιρλανδοί συγγραφείς έχουν καταπιαστεί επισταμένως με τη σύγκρουση μεταξύ ατομικότητας και πολιτισμικής κληρονομιάς. Για πολλές μάλιστα γενιές, διάφοροι συγγραφείς από το «Εmerald Isle», συμπεριλαμβανομένου του Brian Friel επιχείρησαν να ορίσουν τα χαρακτηριστικά της ιρλανδικής λογοτεχνίας. Στο θεατρικό έργο Πες μου μια λέξη!, ο Φρίελ εξετάζει αυτό το αειθαλλές δίλημμα μέσω της παρουσίασης δυο συγγραφέων του Τομ και του Γκάρετ. Τα μυθιστορήματα που γράφει ο ένας είναι σύνθετα και απευθύνονται σε απαιτητικούς αναγνώστες, ενώ τα μυθιστορήματα του άλλου είναι ανάλαφρα και δημοφιλή. Η ειδοποιός αυτή διαφορά που διακρίνει το λογοτεχνικό ύφος των δύο συγγραφέων θα αποτελούσε εύλογα το έναυσμα για να εξαγάγει κανείς το συμπέρασμα πως μόνο ένας από τους δύο δύναται να θεωρηθεί «αληθινός Ιρλανδός συγγραφέας». Μια προσεκτική εντούτοις ανάγνωση της ιρλανδικής λογοτεχνίας, αποκαλύπτει πολλές αντικρουόμενες τάσεις και παραδόσεις.  Ο Friel, ακολουθώντας λοιπόν αυτήν την παράδοση, αναδεικνύει τον αγώνα μεταξύ της δημιουργικής φωνής και της πολιτισμικής πίεσης.

Το Give Me Your Answer, Do! Αποτελεί θα λέγαμε μέρος μιας άτυπης θεματικής τριλογίας του Brian Friel, μαζί με το Faith Healer (1979) και το Translations (1980). Τα τρία αυτά έργα, παρόλο που αφηγούνται διαφορετικές ιστορίες, μοιράζονται κοινές θεματικές γραμμές και δραματουργικές τεχνικές που αφορούν την αλήθεια, τη μνήμη, τη γλώσσα και τη δημιουργική διαδικασία. Αποτελεί ένα έργο όπου η υπαρξιακή αγωνία και η καλλιτεχνική αμφισβήτηση συνθέτουν ένα λεπταίσθητο ψυχολογικό δράμα. Δομημένο σε δύο πράξεις, παρακολουθεί τον Tom Connolly, έναν Ιρλανδό συγγραφέα σε δημιουργικό και προσωπικό αδιέξοδο να τυλίγει ερωτήματα προς τα μέσα του∙ καθώς παλεύει με το ζήτημα της αναγνώρισης, την έννοια της επιτυχίας και το τίμημα της αφοσίωσης στην τέχνη.  Ο Friel, άλλωστε σε όλη του τη δραματουργία, εστιάζει στη σχέση της Ιρλανδίας με τη γλώσσα, την ιστορία και την πολιτισμική της κληρονομιά. Παρότι το Give Me Your Answer, Do! δεν έχει την ξεκάθαρη πολιτική φόρτιση του Translations ή του The Freedom of the City, εξακολουθεί να αντηχεί τις ανησυχίες του συγγραφέα για τη θέση του Ιρλανδού καλλιτέχνη στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Ως εκ τούτου, ο Tom Connolly δεν είναι απλώς και μόνον ένας συγγραφέας που αμφιταλαντεύεται για την αξία του έργου του, αλλά και ένας Ιρλανδός συγγραφέας που παλεύει να βρει τη θέση του σε έναν αγγλόφωνο, κυρίως βρετανικό και αμερικανικό, εκδοτικό κόσμο. Το δίλημμά του αντικατοπτρίζει και μια διαχρονική πραγματικότητα για πολλούς Ιρλανδούς λογοτέχνες: Πρέπει να συμβιβαστούν με τους κανόνες του αγγλοσαξονικού εκδοτικού κατεστημένου για να εξασφαλίσουν επιτυχία, ή να παραμείνουν πιστοί στη δική τους φωνή, διακινδυνεύοντας την αφάνεια;

Η προσφορά που του γίνεται από ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο –να αγοράσει τα χειρόγραφά του για να τα τοποθετήσει σε αρχείο– λειτουργεί ως μεταφορά για τη συχνή ακαδημαϊκή “απορρόφηση” της ιρλανδικής λογοτεχνίας από αγγλόφωνα ιδρύματα. Η Ιρλανδία έχει δώσει μερικούς από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της αγγλικής γλώσσας (Joyce, Beckett, Yeats, Wilde), αλλά συχνά η επιτυχία τους ήρθε μέσα από την αποδοχή τους από βρετανικά και αμερικανικά ιδρύματα, γεγονός που δημιουργεί μια αμφίσημη σχέση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και λογοτεχνικής αναγνώρισης. Η γλώσσα, ένα από τα κεντρικά θέματα του Translations, κάνει και εδώ την εμφάνισή της ως μέσο επικοινωνίας, αλλά και παρεξήγησης. Ο Friel εξερευνά τη σχέση του συγγραφέα με τη γλώσσα του και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μπορεί να μετατραπεί από εργαλείο δημιουργίας σε εμπόδιο ή ακόμα και σε παγίδα. Στην περίπτωση του Tom, η γραφή του δεν έχει γίνει “οικεία” στο κοινό, κάτι που αντικατοπτρίζει και τη θέση πολλών Ιρλανδών συγγραφέων που πάλευαν να ακουστούν πέρα από τα σύνορα της χώρας τους, διατηρώντας παράλληλα την εθνική τους ταυτότητα. Παρότι το έργο δεν είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένο με την ιρλανδική πολιτική και ιστορική πραγματικότητα όσο άλλα του Friel, η πατρίδα του πρωταγωνιστή είναι μια διαρκής σκιά. Η Ιρλανδία εδώ λειτουργεί περισσότερο ως μια σιωπηλή παρουσία, μια υπόγεια επιρροή που καθορίζει τη συμπεριφορά και τις επιλογές του Tom, ακόμα κι αν δε δηλώνεται ξεκάθαρα. Το γεγονός ότι το ενδιαφέρον για το έργο του έρχεται από το εξωτερικό –όχι από την Ιρλανδία– ενισχύει τη θεματική της αποξένωσης του Ιρλανδού δημιουργού από το ίδιο του το έθνος.

Η ανάγκη άλλωστε του Tom να πουλήσει τα χειρόγραφά του μπορεί να ιδωθεί και ως μια μεταφορά για τον συμβιβασμό που κλήθηκε να κάνει η Ιρλανδία σε πολλά επίπεδα: είτε πολιτικά, λόγω της βρετανικής κυριαρχίας, είτε πολιτισμικά, λόγω της ανάγκης να υιοθετήσει την αγγλική γλώσσα για να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Όπως ο Tom παλεύει να αποφασίσει αν η πώληση είναι ένας αναγκαίος συμβιβασμός ή μια προδοσία της τέχνης του, έτσι και η Ιρλανδία έχει περάσει από ανάλογα διλήμματα στην ιστορία της. Παράλληλα, το δίλημμά του σχετικά με την πώληση του αρχείου του συμβολίζει τον φόβο της «εμπορευματοποίησης» της τέχνης και την αγωνία της αυθεντικότητας. Το έργο, λοιπόν, λειτουργεί και ως ένας καθρέφτης των βασανιστικών ερωτημάτων που συνοδεύουν κάθε δημιουργική πράξη, κάνοντάς το μια βαθιά υπαρξιακή και αυτοαναφορική αλληγορία.

Η παράσταση

Έλκοντας τη δυναμική του από τον υπαρξιακό και ψυχολογικό ρεαλισμό του Brian Friel, το έργο ζωντανεύει σκηνικά στο φουαγιέ του ΚΘΒΕ, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ευδόκιμου Τσολακίδη. Η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στην αδιέξοδη αγωνία του συγγραφέα και τη λεπτή ειρωνεία της καθημερινότητας, δημιουργώντας ένα σκηνικό σύμπαν όπου οι χαρακτήρες μοιάζουν να κινούνται σε μια διαρκή συναισθηματική και πνευματική ακροβασία. Το Give Me Your Answer, Do! μπορεί βέβαια να ιδωθεί από πολλές διαφορετικές οπτικές, καθώς ο Friel υφαίνει ένα πυκνό δίκτυο θεμάτων που αγγίζουν την τέχνη, την ύπαρξη, την κοινωνία και την ψυχολογία. Ο  θεατής καλείται να ερμηνεύσει το έργο μέσα από τη δική του σκοπιά: Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που αποδέχεται τη μοίρα του ή η αφήγηση ενός δημιουργού που αρνείται να αφήσει το έργο του να γίνει αρχείο πριν ολοκληρωθεί πραγματικά; Η απάντηση –όπως και η ίδια η αλήθεια στο θέατρο του Friel– παραμένει ανοιχτή.

Ο σκηνοθέτης, έχοντας πλήρη γνώση της υπαρξιακής αγωνίας που διατρέχει το έργο, αποτυπώνει με ακρίβεια τη ρευστότητα της αλήθειας και τις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων, δημιουργώντας μια σκηνική αφήγηση που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αλληγορία. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από μια λεπτομερή κινησιολογική προσέγγιση, η σκηνοθεσία αναδεικνύει τη σωματική και ψυχική ακινησία των χαρακτήρων, καθώς παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο αμφιβολιών, ενοχών και ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Η χρήση των παύσεων, των σιωπών και της διαρκούς έντασης στον ρυθμό του διαλόγου ενισχύει την αίσθηση της ασφυκτικής αβεβαιότητας, επιτρέποντας στο κοινό να βιώσει την πίεση των επιλογών και τη βαθιά αμφιθυμία των ηρώων απέναντι στην επιτυχία, την αναγνώριση και την προσωπική τους ταυτότητα. Ο Τσολακίδης κατανοεί επισταμένως το έργο του Φρίελ και το μεταφράζει σκηνικά με απόλυτο σεβασμό στη λεπτοδουλεμένη ψυχολογία των χαρακτήρων, αφήνοντας το ίδιο το κείμενο να αναπνεύσει χωρίς υπερβολές. Δεν επιλέγει ως εκ τούτου μια ψυχρή ή αποστασιοποιημένη ανάγνωση, αλλά αντίθετα αφήνει το συναίσθημα να αναδυθεί φυσικά σαν αρτεσιανό φρέαρ∙ μέσα από τις ίδιες τις συγκρούσεις των χαρακτήρων. Η σκηνοθεσία του Ευδόκιμου Τσολακίδη είναι λεπτοδουλεμένη, ουσιαστική και βαθιά ανθρωποκεντρική. Χτίζει την ένταση χωρίς θόρυβο, επιτρέποντας στις λέξεις και στη σιωπή να αποκτήσουν το μέγιστο βάρος. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην εξαίσια  μουσική επένδυση σε επιμέλεια του ίδιου. Πολύ σπάνια άλλωστε οι σκηνοθέτες αφήνουν χώρο στη μουσική να μετουσιωθεί σε σκηνικό δρώμενο. Συνήθως δε, η μουσική «ντύνει» διακριτικά κάποια δράση, κάποιο συναίσθημα. Εδώ σχεδόν πρωταγωνιστεί, απλώνοντας ενώπιόν μας ένα μουσικό χαλί που μετακινείται από σκηνή σε σκηνή με καλούς ρυθμούς, χρώματα, σημάνσεις και επισημάνσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια παράσταση που αναδεικνύει το έργο με τον πιο αγνό και αληθινό τρόπο, φέρνοντας στην επιφάνεια την υπαρξιακή αγωνία που βρίσκεται στον πυρήνα του “Give me your answer, Do!”.

 Ο θεατρικός χώρος μετατρέπεται έτσι σε έναν ψυχολογικό λαβύρινθο, όπου οι αναμνήσεις, οι φόβοι και οι επιθυμίες συγκρούονται αδιαλείπτως. Οι σκηνικές εναλλαγές δε λειτουργούν απλώς ως μεταβάσεις, αλλά ως στιγμές αποδόμησης και ανασύνθεσης των χαρακτήρων, αποκαλύπτοντας τις εύθραυστες ισορροπίες της ύπαρξής τους. Η σκηνοθεσία δε, του Ευδόκιμου Τσολακίδη δεν επενδύει στον εντυπωσιασμό, αλλά στη λεπτοδουλεμένη σκιαγράφηση της ψυχικής κατάστασης των ηρώων. Ο χώρος λοιπόν της σκηνής αξιοποιείται με μια υποδόρια ένταση. Οι χαρακτήρες δε στέκονται ποτέ τυχαία, αλλά κάθε τους θέση στο σκηνικό χάρτη αντανακλά το συναισθηματικό τους φορτίο. Η στατικότητα δεν είναι ποτέ αδρανής, αλλά μοιάζει να κοχλάζει από μέσα. Οι ήρωες μοιάζουν παγιδευμένοι σε έναν διάλογο που τους εκθέτει, ενώ οι παύσεις λειτουργούν όχι ως σιωπή, αλλά ως έκρηξη της αμηχανίας και της απόγνωσης. Έτσι, το έργο δε μένει απλώς μια θεατρική αναπαράσταση, αλλά μετατρέπεται σε μια βιωματική εμπειρία για το κοινό, που καλείται να αναμετρηθεί με τα ίδια ερωτήματα και τις ίδιες υπαρξιακές αμφιβολίες που βασανίζουν τους χαρακτήρες μέσα από έναν αφαιρετικό αλλά εξαιρετικά φορτισμένο συναισθηματικά σκηνικό χώρο.

Η σκηνογραφία της Δανάης Πανα διαμορφώνει ένα σκηνικό περιβάλλον που αποτυπώνει τη στασιμότητα, την υπαρξιακή αγωνία και την αθέατη καταπίεση των ηρώων. Η επιλογή των λιτών, γεωμετρικών γραμμών και της μινιμαλιστικής αισθητικής λειτουργεί ως αντανάκλαση της εσωτερικής τους φυλακής, ενός χώρου όπου το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Τα βιβλία, στοιβαγμένα σε αλλόκοτες, σχεδόν ασταθείς διατάξεις, δεν είναι απλώς αντικείμενα· γίνονται σύμβολα, σιωπηλοί μάρτυρες του δημιουργικού άγχους που βαραίνει τους χαρακτήρες, των φιλοδοξιών που κάποτε έλαμπαν και τώρα απειλούν να τους πλακώσουν κάτω από το βάρος τους. Η σκηνή μοιάζει άλλοτε με μελέτη, άλλοτε με φυλακή και άλλοτε με λείψανο ενός διανοητικού κόσμου που αργοσβήνει.

Στο κέντρο του σκηνικού δεσπόζουν τα πορτρέτα τεσσάρων εγνωσμένου κύρους, Ιρλανδών συγγραφέων, προβαλλόμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Οι μορφές τους επιβλέπουν αμείλικτα, γίνονται οι άυλοι κριτές μιας παράδοσης από την οποία οι ήρωες αδυνατούν να ξεφύγουν. Είναι η δόξα και το βάρος της λογοτεχνίας, η κληρονομιά που άλλοτε εμπνέει και άλλοτε καθηλώνει σε μια ατέρμονη εσωτερική μάχη. Κάτω από τα πορτρέτα, οι χαρακτήρες στέκονται μικροί, σχεδόν ανήμποροι, καθώς προσπαθούν να βρουν τη θέση τους μέσα σε αυτή τη βαριά σκιά.

Η Δανάη Πανά επιμελείται και τα κοστούμια, τα οποία λειτουργούν ως προέκταση της ψυχολογίας των χαρακτήρων και της θέσης τους μέσα στο σύμπαν του έργου. Οι χρωματικές τους επιλογές χαρτογραφούν τη σταδιακή αποσάθρωση των ονείρων και των επιθυμιών: μουντές αποχρώσεις και πολυκαιρισμένα υφάσματα ντύνουν τον Τομ και τη Ντέιζι, αποτυπώνοντας τη φθορά της σχέσης τους, το ξεθώριασμα της μεταξύ τους επικοινωνίας, την αίσθηση ότι είναι παγιδευμένοι σε έναν κύκλο επαναλαμβανόμενης αδράνειας. Η υφή των ενδυμάτων τους παραπέμπει στη διάβρωση: ρούχα που κάποτε ήταν κομψά αλλά τώρα φέρουν ίχνη χρόνου, «λεκέδες» από ανεκπλήρωτες προσδοκίες, πτυχώσεις που υποδηλώνουν την ασφυξία μιας ζωής που δεν εξελίσσεται.

Σε αντίθεση με αυτούς, τα αυστηρά, καλοραμμένα ενδύματα του Ντέιβιντ Νάιτ επιβάλλουν μια διαφορετική οπτική: η ψυχρή, εμπορική προσέγγισή του στην τέχνη αποτυπώνεται στο άκαμπτο ύφασμα, στις καθαρές, άτεγκτες γραμμές των ρούχων του, στις προσεκτικά επιλεγμένες αποχρώσεις που παραπέμπουν σε έναν άνθρωπο που ξέρει πώς να παρουσιάζεται αλλά δεν αφήνει τίποτα να τον διαπεράσει. Το παρουσιαστικό του αντιπαρατίθεται στη ρηγμάτωση του Τομ και της Ντέιζι, γίνεται ένα σημείο αναφοράς για το χάσμα ανάμεσα στην τέχνη ως πάθος και στην τέχνη ως προϊόν. Η αντίθεση ανάμεσα στο φαινομενικά τακτοποιημένο παρουσιαστικό και τη χαοτική εσωτερική ζωή των ηρώων αναδεικνύεται σε κάθε στοιχείο της σκηνογραφίας και του ενδυματολογικού σχεδιασμού. Η Δανάη Πανά δημιουργεί έναν κόσμο όπου η ύλη και η συμβολική της διάσταση είναι αλληλένδετες, όπου κάθε υφή, κάθε χρώμα και κάθε αντικείμενο αφηγείται μια ιστορία. Έτσι, το σκηνικό και τα κοστούμια δεν αποτελούν απλώς πλαίσιο αλλά δρουν ενεργά στη σκηνική αφήγηση, αποκαλύπτοντας όσα οι λέξεις συχνά αφήνουν ανείπωτα.

Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου αξιοποιούνται με εξαιρετική ευαισθησία, λειτουργώντας ως αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης και υπογραμμίζοντας τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων. Μέσα από την εναλλαγή φωτεινών και σκοτεινών ζωνών, η σκηνοθετική ματιά αναδεικνύει στιγμές απομόνωσης, αμφιβολίας και υπαρξιακού κενού, μεταφέροντας το κοινό σε ένα σύμπαν γεμάτο αμφιθυμία, ανεκπλήρωτες επιθυμίες και διαρκείς αναζητήσεις. Οι φωτισμοί διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας της παράστασης, καθώς το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς αποτυπώνει τις εσωτερικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων. Οι εναλλαγές από το ζεστό, σχεδόν οικείο φως στις στιγμές αισιοδοξίας, στο ψυχρό και αποστασιοποιημένο φωτισμό όταν η απογοήτευση κυριαρχεί, προσδίδουν δραματική ένταση και ενισχύουν τη θεματική του έργου. Η αριστοτεχνική χρήση των σκιών δημιουργεί εικόνες που εντείνουν την αίσθηση εγκλωβισμού και αβεβαιότητας, ενισχύοντας τη λεπτότητα της γραφής του Friel και καθιστώντας τον φωτισμό όχι απλώς συνοδευτικό στοιχείο, αλλά ουσιαστικό μέσο αφήγησης και συναισθηματικής έκφρασης.

Η παράσταση καταφέρνει να διατηρήσει την ατμόσφαιρα του έργου, μεταφέροντας το κοινό σε ένα σύμπαν γεμάτο ανασφάλεια, όνειρα που ξεθωριάζουν και ερωτήματα που δεν έχουν σαφείς απαντήσεις. Ο σκηνοθέτης, μέσα από τις επιλογές του, αναδεικνύει την τραγική ειρωνεία του κειμένου, αφήνοντας τους ήρωες να περιφέρονται σε έναν κόσμο όπου η λογοτεχνική επιτυχία μπορεί να είναι τόσο σωτήρια όσο και καταδικαστική. Μέσα από τη λεπτομερή σκηνοθετική και εικαστική προσέγγιση, το ΚΘΒΕ προσφέρει μια παράσταση που αποτυπώνει την ουσία του έργου, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και των διλημμάτων τους.

Οι ερμηνείες

Οι ερμηνείες των ηθοποιών στην παράσταση Πες μου μια λέξη δε λειτουργούν απλώς ως αναπαράσταση χαρακτήρων, αλλά ως μια σωματοποιημένη εξερεύνηση των ρηγμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε βλέμμα, κάθε δισταγμός, κάθε ανεπαίσθητη παύση ή αλλαγή στον ρυθμό της κίνησης∙ εγγράφεται στη σκηνή σαν ένα κομμάτι ενός αθέατου, αλλά οικουμενικού παλίμψηστου. Οι ηθοποιοί δεν ερμηνεύουν απλώς· συνομιλούν με το ίδιο το κείμενο, με τα αδιέξοδά του, με τις ανείπωτες λέξεις που βαραίνουν τους διαλόγους. Έτσι, η παράσταση καινουργείται σε κάτι περισσότερο από μια αφήγηση – μετουσιώνεται σε μια παλλόμενη, σχεδόν εξομολογητική εμπειρία, που αναδεικνύει το τραγικό και το ειρωνικό της ύπαρξης με μια ερμηνευτική ευκρίνεια που αναμφίλεκτα μαγνητίζει.

Ο Τομ Κόνολι συμβολίζει τον δημιουργό που παλεύει με την τέχνη του, την ανάγκη για αυθεντικότητα και την πίεση της εμπορικής επιτυχίας. Είναι ένας συγγραφέας σε κρίση, ακροβατώντας επικίνδυνα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αναγνώριση και την απόρριψη, σε έναν διαρκή διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό και το ερώτημα της καλλιτεχνικής αξίας. Η υπαρξιακή του αγωνία διαχέεται στην ατμόσφαιρα του έργου, καθρεφτίζοντας τον αναπόφευκτο διχασμό κάθε δημιουργού: να αφεθεί στην αλήθεια του ή να υποκύψει στις επιταγές της εποχής. Η ίδια αυτή αδυναμία να βρει μια ξεκάθαρη απάντηση αντικατοπτρίζεται και στον ίδιο τον τίτλο του έργου, σαν μια ηχώ αμφιβολίας που διαπερνά το κείμενο και τη σκηνική του απόδοση. Ο Tom Connolly μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του Stephen Dedalus, του ήρωα του Joyce, που παλεύει να βρει τη θέση του ανάμεσα στην προσωπική του αλήθεια και τις κοινωνικές προσδοκίες. Ομοίως, ο υπαρξιακός του αγώνας αντηχεί το αίσθημα απομόνωσης των χαρακτήρων του Beckett, δημιουργώντας μια θεατρική εμπειρία όπου η ίδια η πράξη της γραφής γίνεται πράξη αντίστασης απέναντι στην επιβαλλόμενη σιωπή.

Στον ρόλο του Τομ, ο Γιώργος Καύκας καταθέτει μια ερμηνεία βαθιά βιωματική, σχεδόν χειροπιαστή, καθιστώντας τον ήρωά του ζωντανό και απολύτως ανθρώπινο. Με τα άρτια ασκημένα εκφραστικά του μέσα –το σώμα, τη φωνή, την κίνηση, τη χειρονομία–, μορφοποιεί με ενάργεια όχι μόνο τον χαρακτήρα αλλά και τον εσωτερικό κραδασμό του. Στιγμές σιωπής και έντασης εναλλάσσονται με ακρίβεια, αναδεικνύοντας τις αντιθέσεις ανάμεσα στη ρητορική και την πράξη, στις προθέσεις και τα αποτελέσματα, στην ελπίδα και την απογοήτευση. Η ερμηνεία του δε στέκεται απλώς στην περιγραφή, αλλά διεισδύει στην ουσία των γεγονότων και των συναισθημάτων, αποτυπώνοντας έναν ήρωα που δεν παρατηρεί απλώς την κρίση του, αλλά τη βιώνει στο πετσί του, προκαλώντας και υφιστάμενος ταυτόχρονα τις συνέπειές της. Με αριστοτεχνική αξιοποίηση των υποκριτικών κωδίκων, ο Καύκας καταφέρνει να αποδώσει το διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στη λογική και το παράλογο, στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Η κίνησή του, η τοποθέτηση του σώματός του στον χώρο, η εκφορά του λόγου, η ένταση του βλέμματος –όλα λειτουργούν με ακρίβεια χορογραφημένης συμμετρίας, δίνοντας στην παράσταση έναν χαρακτήρα σχεδόν τελετουργικό. Κάθε του χειρονομία μοιάζει να υποδηλώνει μια βαθύτερη σύγκρουση, κάθε του σιωπή μετατρέπεται σε ανεκλάλητη κραυγή εσωτερικής αναζήτησης. Έτσι, κατορθώνει να μετατρέψει την ατομική κρίση του ήρωα σε καθολική εμπειρία, μεταδίδοντας στο κοινό την αμφιθυμία, τον φόβο, την προσμονή και την αναπόφευκτη σύγκρουση με το άγνωστο.

Η ερμηνεία του αποτελεί υπόδειγμα σκηνικής οικονομίας και εσωτερικής έντασης. Δίχως υπερβολές, χωρίς περιττές εξάρσεις, κινείται σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία, όπου το δράμα αναδύεται οργανικά, μέσα από την ίδια τη ροή της αφήγησης. Πρόκειται για έναν σπουδαίο ηθοποιό που όχι μόνο κατανοεί σε βάθος τον χαρακτήρα, αλλά και τον διεκδικεί ως δικό του, καθιστώντας τον Τομ Κόνολι μια φιγούρα οικεία, σχεδόν αναγνωρίσιμη στον καθένα μας: τον καλλιτέχνη που αγωνιά, που αμφιβάλλει, που πορεύεται χωρίς ποτέ να είναι βέβαιος αν θα φτάσει στον προορισμό του. Και αυτό είναι που καθιστά την ερμηνεία του συγκλονιστική.

Στο ίδιο μήκος κύματος, η Θεοδώρα Λούκας στον ρόλο της Ντέιζι αποδίδει με ενσυναίσθηση και ακρίβεια τη σιωπηλή αγωνία μιας γυναίκας που ζει στη σκιά της δημιουργικής αστάθειας του συζύγου της. Μέσα από μια ερμηνεία γεμάτη εσωτερική ένταση, η Λούκας αποκαλύπτει σταδιακά τα επίπεδα της ηρωίδας: από τη φαινομενική της ηρεμία μέχρι την καταπιεσμένη απογοήτευση και την εξάντληση που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Η σωματικότητά της στη σκηνή λειτουργεί ως ένας σιωπηλός σχολιασμός της ψυχικής της κατάστασης—οι συγκρατημένες κινήσεις, οι στιγμές που το βλέμμα της χάνεται στο κενό ή η ένταση στις παύσεις της ενισχύουν την αίσθηση μιας γυναίκας εγκλωβισμένης σε μια σχέση που την απομυζά. Ο τρόπος που αλληλεπιδρά με τον Τομ αντικατοπτρίζει τη φθορά της σχέσης τους, καθώς η φωνή της σταδιακά γεμίζει πίκρα, αγανάκτηση αλλά και μια υπόγεια θλίψη.

Η Λούκας αξιοποιεί σε βάθος τις λεπτομέρειες του ρόλου με αγαστή δεξιοτεχνία: οι εκφράσεις της μεταφέρουν τον ανομολόγητο θυμό και την καταπιεσμένη θλίψη μιας γυναίκας που βλέπει τα χρόνια να περνούν χωρίς προοπτική αλλαγής. Στις σκηνές έντασης, η ερμηνεία της δεν εκρήγνυται σε μελοδραματισμούς, αλλά παραμένει εσωτερική, γεμάτη υπόκωφη ένταση, κάνοντας την αγωνία της ακόμα πιο συγκλονιστική. Μέσα από μια βαθιά ανθρώπινη και πολυεπίπεδη ερμηνεία, η Θεοδώρα Λούκας μετατρέπει την Ντέιζι σε έναν ζωντανό, πολυσύνθετο άνθρωπο που κουβαλά το βάρος μιας ζωής γεμάτης ανεκπλήρωτες ελπίδες και διαψευσμένες προσδοκίες.

Ο Θανάσης Δισλής, στον ρόλο του αξιολογητή απέδωσε με ακρίβεια την ψυχρή, σχεδόν γραφειοκρατική φιγούρα που φέρνει τον κεντρικό ήρωα αντιμέτωπο με το συγγραφικό του έργο. Με συγκρατημένη εκφραστικότητα και έναν τόνο ευγένειας που κρύβει μια αδιαπραγμάτευτη οριστικότητα, ο Δισλής κατάφερε να ενσαρκώσει όχι μόνο έναν άνθρωπο που εκτελεί το καθήκον του, αλλά και μια υπαρξιακή απειλή: τη στιγμή που η δημιουργία παύει να ανήκει στον δημιουργό της και γίνεται υλικό προς διατήρηση, αλλά και προς απομάκρυνση από την ίδια τη ζωή. Χωρίς υπερβολές, με μια ήρεμη, αλλά αδιαπέραστη παρουσία, κατάφερε να αναγάγει τον ειδικό τεκμηρίωσης και αρχειοθέτησης σε κάτι περισσότερο από έναν απλό συνομιλητή του Tom—έγινε ο σιωπηλός κριτής της καλλιτεχνικής παρακαταθήκης του, ο ακάματος κωδωνοκρούστης  της φθαρτότητας κάθε δημιουργού.

Ο Δισλής προσέγγισε τον ρόλο του εκτιμητή με μια λεπτοδουλεμένη ισορροπία μεταξύ διακριτικότητας και αυστηρότητας. Η ερμηνεία του χαρακτηρίζεται από ελεγχόμενες εκφράσεις και έναν σχεδόν ατάραχο τόνο, που ενισχύει την αίσθηση ότι ο χαρακτήρας του δεν είναι απλώς ένας επαγγελματίας, αλλά ένας άτυπος «θεματοφύλακας» της μνήμης και της λήθης. Με υποδόρια ειρωνεία και ακριβείς παύσεις, ο Δισλής ανέδειξε την αμφισημία του υπεύθυνου αξιολόγησης: είναι ένας απλός διεκπεραιωτής ή μήπως, άθελά του, ένας ρυθμιστής της καλλιτεχνικής υστεροφημίας; Η σκηνική του παρουσία, στιβαρή και ανεπιτήδευτη, δημιουργούσε έναν αντίποδα στην ανασφάλεια του Tom, καθιστώντας τη σύγκρουση ακόμη πιο έντονη, καθώς η ψυχρή λογική του επιμελητή της βιβλιογραφικής αρχειοθέτησης  ερχόταν σε αντίθεση με την υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα.

Η Έφη Δρόσου και ο Κώστας Σαντάς ενσαρκώνουν με υποκριτική λεπτότητα και συναισθηματική ευκρίνεια τους ρόλους των γονέων της Ντέιζι, χαρίζοντας στις ερμηνείες τους μια πολυεπίπεδη διάσταση που αναδεικνύει τόσο την ανθρώπινη τρωτότητα όσο και τη σοφία της εμπειρίας. Η Μάγκι της Έφης Δρόσου είναι μια γυναίκα που φέρει επάνω της το αποτύπωμα του χρόνου, όχι μόνο ως φυσική φθορά αλλά και ως συσσώρευση εμπειριών. Με μια αξιοθαύμαστη ερμηνεία που αποφεύγει κάθε μελοδραματισμό, η ηθοποιός υφαίνει έναν χαρακτήρα που ισορροπεί ανάμεσα στη σκληρή, στα όρια της σκαιότητας στοργής και τη σιωπηλή αποδοχή. Με μια σωματικότητα που αποτυπώνει την ηλικία και τη σωματική της κόπωση, η ηθοποιός καταθέτει μια καθόλα σωστή ερμηνεία γεμάτη λεπτές αποχρώσεις. Η φωνή της, άλλοτε υποδόρια τρυφερή κι άλλοτε ραγισμένη από το παράπονο, που ψιθυρίζει θλίψη, μοιάζει να κουβαλά τις αναμνήσεις μιας ζωής που κύλησε πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενε. Στιγμές-στιγμές, το βλέμμα της γίνεται ένας καθρέφτης ανείπωτων σκέψεων, μια αντανάκλαση όλων όσα χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων.

Από την άλλη, ο Κώστας Σαντάς μετουσιώνει τον Τζακ σε κάτι περισσότερο από έναν απλό μικροαπατεώνα· τον αναδεικνύει σε μια βαθιά ανθρώπινη φιγούρα, σμιλεμένη από διαψεύσεις, μικρούς αυτοσαρκασμούς και μια ανεπαίσθητη, αλλά διαρκώς παρούσα, θλίψη. Κάθε του ατάκα μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στο αστείο και το πικρό, ενώ το χαμόγελό του δεν είναι ποτέ απόλυτα ξέγνοιαστο—μια σκιά το διατρέχει, σαν υπενθύμιση όλων όσα θυσιάστηκαν στον βωμό της επιβίωσης. Με μια ερμηνεία που αποφεύγει τις εξάρσεις, ο Σαντάς ζωγραφίζει έναν Τζακ που δεν εξηγεί τον εαυτό του, δε δικαιολογείται, δεν επιδιώκει τη λύτρωση. Είναι ένας άντρας που ξέρει ότι οι επιλογές του τον έχουν καθορίσει, που αποδέχεται τις ρωγμές του με έναν παράδοξο αυτοσαρκασμό. Και μέσα από αυτή τη σιωπηλή αποδοχή, μέσα από το βάρος που κουβαλά χωρίς ποτέ να το διακηρύσσει, η ερμηνεία του ανυψώνεται—γίνεται μια διακριτική, αλλά βαθιά συγκινητική μελέτη της ανθρώπινης αντοχής απέναντι στο αναπόφευκτο της φθοράς. Είναι ένας άντρας που έχει μάθει να επιβιώνει στη σκιά των άλλων, ένας μικροαπατεώνας με τη στόφα ανθρώπου που ποτέ δεν έπεισε ολοκληρωτικά ούτε τον ίδιο του τον εαυτό για τις επιλογές του. Δεν είναι όμως μια καρικατούρα του επιτήδειου – κάθε του ατάκα, κάθε του χαμόγελο, κρύβει μια υπόνοια νοσταλγίας, μια υπόγεια μελαγχολία για όλα όσα θα μπορούσαν να είναι και δεν έγιναν. Ο Σαντάς χτίζει την αψεγάδιαστη ερμηνεία του πάνω σε αυτήν τη λεπτή ισορροπία: μια αίσθηση διαρκούς υπεκφυγής, μια αποστασιοποίηση που μοιάζει με άμυνα απέναντι σε όσα τον βαραίνουν. Εμβολιάζει το δίχως άλλο την ερμηνεία του με ενέργεια εντυπωσιακή, με ποικιλότητα και επικοινωνιακή αμεσότητα. Έχει τις λύσεις στις αδιόρατες συνειρμικές διαδρομές της ιστορίας ώστε να μας παραδώσει τις ψυχικές και θρηνητικές μεταπτώσεις του, τις κορυφώσεις και τις γειώσεις του, μαζί με μία καλά υπολογισμένη ευθραυστότητα. Κατακτημένη τεχνική και γνήσιο εσώτερο αίσθημα τον χαρακτηρίζουν.

Μαζί, οι δύο ηθοποιοί συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, συνθέτοντας ένα πορτρέτο μιας παλιάς γενιάς που προσπαθεί να παραμείνει όρθια, ακόμα κι όταν η ζωή τής έχει αφαιρέσει τα περισσότερα στηρίγματα. Οι σκηνές τους αποπνέουν την αίσθηση του ανεπανόρθωτου, της ζωής που έχει ήδη κριθεί, ενώ η σκηνική τους χημεία προσφέρει στιγμές τόσο εύθραυστης τρυφερότητας όσο και πικρού ρεαλισμού.

Οι ερμηνείες της Φαίης Κοκκινοπούλου ως Γκρέιν και του Γιάννη Τσατσάρη ως Γκάρετ στην παράσταση του ΚΘΒΕ φαίνεται να προσδίδουν βάθος στους χαρακτήρες, αναδεικνύοντας τις λεπτές αποχρώσεις των ρόλων τους. Η ερμηνεία της αποτυπώνει την ένταση ανάμεσα στην υπομονή και την καταπιεσμένη οργή. Η Γκρέιν, ως σύζυγος του Τομ, ενσαρκώνει τη θλίψη μιας ζωής που έχει αναλωθεί στην αναμονή, στη στήριξη ενός ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος στις ανασφάλειές του. Η Κοκκινοπούλου δίνει έμφαση στην εσωτερική πάλη του χαρακτήρα, ισορροπώντας ανάμεσα στην αγάπη, την απογοήτευση και τη σιωπηλή αγανάκτηση. Παράλληλα, ο Τσατσάρης αποδίδει με λεπτότητα τον Γκάρετ, έναν συγγραφέα που πήρε μια διαφορετική διαδρομή από τον Τομ, επιλέγοντας την οικονομική ασφάλεια έναντι της καλλιτεχνικής ακεραιότητας. Μέσα από τη σκηνική του παρουσία αναδεικνύεται το δίλημμα του ανθρώπου που, αν και έχει αποδεχτεί τις επιλογές του, δεν παύει να αναμετριέται με τις συνέπειές τους. Η ευθύβολη ερμηνεία του φωτίζει τη λεπτή ειρωνεία του χαρακτήρα, που άλλοτε μοιάζει αυτάρεσκος και άλλοτε αποκαλύπτει ρωγμές ανασφάλειας και χαμένων ευκαιριών. Η σκηνική χημεία των δύο ηθοποιών ενισχύει το αλληγορικό βάρος των χαρακτήρων, τονίζοντας το δίπολο μεταξύ εκείνων που αντέχουν να παραμείνουν πιστοί στο όραμά τους και εκείνων που συμβιβάζονται με τις απαιτήσεις του κόσμου.

Η Πελαγία Αγγελίδου στον ρόλο της νοσοκόμας και η Χριστίνα Λουκά στον ρόλο της Μπρίτζετ, ανταποκρίθηκαν υφολογικά στις απαιτήσεις του ρόλου τους και ακολούθησαν κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες, συνθήκη που φάνηκε και αγλάισε το τελικό αποτέλεσμα.

Εν κατακλείδι,  η παράσταση Πες μου μια λέξη! του Μπράιν Φρίελ, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ευδόκιμου Τσολακίδη, μεταμόρφωσε τη σκηνή σε ένα πεδίο εσωτερικής πάλης, όπου η δημιουργία αντιμάχεται την αποδοχή, η τέχνη συγκρούεται με την εμπορευματοποίησή της και η ανάγκη για αναγνώριση μεταμορφώνεται άλλοτε σε φτερό στον άνεμο κι άλλοτε σε αλυσίδα βαριά. Η λιτή αλλά πολυσήμαντη σκηνογραφία της Δανάης Πανά, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου και η εύστοχη μετάφραση της Έλενας Λαναρά υπηρέτησαν με ακρίβεια το όραμα του έργου, φωτίζοντας τις λεπτές αποχρώσεις των χαρακτήρων και το βαθύ υπαρξιακό τους άλγος. Οι ερμηνείες, εύθραυστες και παλλόμενες από εσωτερική ένταση, απογείωσαν το κείμενο του Φρίελ, αναδεικνύοντάς το όχι απλώς ως μια σπουδή πάνω στη συγγραφική διαδικασία, αλλά ως έναν σπαρακτικό στοχασμό πάνω στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Το τελικό αποτέλεσμα δεν περιορίστηκε στην αναπαράσταση ενός δράματος· υπήρξε μια εμπειρία θεατρική και στοχαστική μαζί, ένα κάλεσμα στο κοινό να αναμετρηθεί με την εύθραυστη φύση της τέχνης και την αέναη αναζήτηση νοήματος.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/profile.php?id=61552319949886

thessculture.gr

https://www.instagram.com/

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p  με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.