TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΡΩΑΔΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ

Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου

Η Ιστορία Αλλιώς

Σε καιρό δεύτερης έξαρσης της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19, παρακολουθήσαμε εχθές, 20 Αυγούστου, στο θέατρο Δάσους, τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Γιάννη Παρασκευόπουλου. Θεωρώ καθήκον μου να σημειώσω ευθύς εξ’ αρχής το γεγονός ότι το Κ.Θ.Β.Ε. τηρεί όλα τα μέτρα προστασίας τόσο κατά την είσοδο στο θέατρο όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, αφού οι κερκίδες του ανοιχτού θεάτρου είναι, πλέον, αριθμημένες, οι θέσεις δίνονται σε απόσταση και ανά δύο κερκίδες και η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική μέχρι την απομάκρυνσή μας από το θέατρο.

Η είσοδός μας εκεί μας έφερε αντιμέτωπους με ένα πολύ λιτό σκηνικό που απαρτίζεται από σκαμπό και κοντάρια, τοποθετημένα σε ένα σχήμα κύκλου. Η σκηνή χωρίζεται άνισα σε δύο μέρη με κοντάρια. Στο πίσω μέρος, οι ηθοποιοί κρατούν από ένα κοντάρι, κάθετο πίσω τους. Στον ήχο μιας υποβλητικής μουσικής, απλώνονται στον χώρο. Η θέση μας στο κοίλον επιτρέπει μία καλή οπτική επαφή με εκείνο το σημείο. Σιγά σιγά, όλοι παίρνουν τη θέση τους στα υπάρχοντα σκαμπό, οι άνδρες του θιάσου κάθονται στα μπροστινά, «κοιτώντας» τις γυναίκες. Τα κοντάρια, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, θα επιτελέσουν διαφορετικές λειτουργίες. Φορούν όλοι γκρίζα ρούχα – φορέματα οι γυναίκες.

Η παράσταση

Σαν ένα σώμα, οι Τρωάδες, δίνουν κουράγιο η μία στην άλλη και κυρίως αντλούν δύναμη από τους εαυτούς τους. Θρηνούν, υβρίζουν τους Έλληνες και οι άνδρες καταριούνται την Ελένη που για χάρη της καταστράφηκε η πόλη τους.

Δύο θεοί, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, εμφανίζονται ως συλλογικοί χαρακτήρες επάνω στη σκηνή και σχεδιάζουν να εξοντώσουν τους Έλληνες στο ταξίδι της επιστροφής, προκειμένου να εκδικηθούν για όλες τις ανόσιες πράξεις τους. Τον Ποσειδώνα ενσαρκώνουν οι άνδρες και την Αθηνά όλες οι γυναίκες του θιάσου, καθώς, όλες θέλουν να τιμωρηθούν οι κατακτητές για τα δεινά που τους προκάλεσαν.

Η Εκάβη, θρηνώντας για τον χαμό των γιών της, ξεχωρίζει τυλιγμένη με ένα πορφυρό μαντήλι-κουρέλι, που δείχνει τη θέση της τέως βασίλισσας της Τροίας. Τα κοντάρια σχηματίζουν στο πάτωμα έναν λαβύρινθο, η Εκάβη περπατάει «μέσα» σε αυτόν και αναρωτιέται, έτσι γριά και καθαιρεμένη που είναι τίνος δούλα θα καταλήξει. Μαθαίνει ότι κληρώθηκε στον Οδυσσέα, τον «πολυμήχανο» κατά πολλούς. Εκείνη τον καθυβρίζει. Εμφανίζεται η κόρη της, Κασσάνδρα, έχοντας το πρόσωπό της καλυμμένο με ένα μωβ μαντήλι και γιορτάζει την τύχη της που θα παντρευτεί τον Αγαμέμνονα. Σαν σε έκσταση, καλεί όλες τις γυναίκες στο γλέντι του γάμου της και στη συνέχεια προφητεύει όλα τα δεινά που θα βρουν τον καινούριο της αφέντη. Προμηνύει το πολύχρονο ταξίδι του Οδυσσέα προς την Ιθάκη και εξηγεί στις υπόλοιπες γυναίκες ότι οι Έλληνες δεν πέθαναν για την πατρίδα τους αλλά για μια γυναίκα, όμως, δόξασαν του Τρώες που σκοτώθηκαν για τη δική τους πατρίδα. Οι άνδρες, ως Έλληνες στρατιώτες πλέον, επεμβαίνουν, την τραβολογούν και την ταπεινώνουν. Εκείνη αποχωρεί γενναία.

Η Ανδρομάχη, γυναίκα του σκοτωμένου Έκτορα και μητέρα του μικρού Αστυάνακτα φεύγει με το παιδί της στην αγκαλιά αναγκασμένη να νυμφευθεί τον Νεοπτόλεμο. Εμφανίζεται με ένα πράσινο μαντήλι. Κορωνίδα των δεινών της έρχεται η απόφαση των Ελλήνων στρατηλατών να σκοτώσουν τον μικρό γιο της φοβούμενοι μήπως, μεγαλώνοντας, ξαναχτίσει την Τροία και θελήσει να εκδικηθεί. Όλες οι γυναίκες του χορού συμπαραστέκονται στην άτυχη μητέρα.

Στη συνέχεια έρχεται ο Μενέλαος φορώντας μία μπλε ανοιχτόχρωμη ζακέτα. Με ένα μαντήλι ίδιου χρώματος, αναφορά στη σημαία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, θα εμφανιστεί και η Ελένη. Ο Μενέλαος είναι ένας απατημένος σύζυγος που τα γεγονότα της ζωής του τον μετέτρεψαν σε έναν σύγχρονο μισογύνη. Η Ελένη παρουσιάζει τον εαυτό της ως θύμα αλλά σε αυτό αντιτίθεται η Εκάβη και ο χορός. Ευχαρίστως θα χιμούσε να σκοτώσει τη γυναίκα του ο Μενέλαος, όμως η πιθανότητα εξάπλωσης του κορωνοϊού, τον σταμάτησε. Άλλωστε, το χιούμορ διέπει ολόκληρη τη σκηνοθεσία της παράστασης.

Οι τελευταίες σκηνές του έργου είναι γεμάτες κινητικότητα. Όλοι απαριθμούν τα δεινά της Τροίας και αποχαιρετούν τους αγαπημένους τους, νεκρούς και ζώντες. Στη σκηνή, με σκαμπό και σώματα έχει σχηματιστεί μια πυραμίδα που θα φωτιστεί δημιουργώντας το γράμμα «Α», καθώς η Εκάβη θρηνεί τον εγγονό της Αστυάνακτα. Τα σκαμπό και το πορφυρό μαντήλι στοιβάζονται σαν δώρα στον μικρό τάφο.

Η πόλη καίγεται προκειμένου να μη μείνει τίποτα όρθιο να τη θυμίζει. Οι γυναίκες αλαφιασμένες προτιμούν να πέσουν στη φωτιά παρά να πάνε δούλες στους κατακτητές τους όμως «πλέουν με τη μοίρα» που ακόμα και έτσι, τους χαρίζει τη ζωή και δεν καταλήγουν σε μία ομαδική αυτοκτονία. Όσο «φαίνεται» η πυρκαϊά, οι άνδρες που ως τότε προσπαθούσαν να τις ελέγξουν με τα κοντάρια τους, τώρα τα αφήνουν να πέσουν, κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους καταστροφής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, η φράση «Να πλέεις με τη μοίρα» επαναλαμβάνεται σαν μοτίβο. Εκτός από μεγάλες δόσεις χιούμορ, που είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση του αφόρητου πόνου, η παράσταση βρίθει από κοινωνικά διακείμενα. Το πιο σύγχρονο αφορά στα λειτουργικότατα σκηνικά του Θανάση Κολαλά, που ξεκίνησαν από την ανάγκη να τηρούνται οι απαραίτητες αποστάσεις των δύο μέτρων μεταξύ των ηθοποιών. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα κοντάρια που καθόριζαν τη θέση του καθενός και μετατράπηκαν σε όπλα, γαμήλιες λαμπάδες, εξαρτήματα των συλλογικών χαρακτήρων και εν γένει, αναπόσπαστο κομμάτι της σκηνοθετικής γραμμής. Ξεκάθαρες είναι και οι αναφορές στον πόλεμο της Συρίας και το προσφυγικό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Αναφέρονται ως μωροί αυτοί που καταστρέφουν ό,τι ιερό και όσιο έχει ένας άνθρωπος και κάνουν έκτροπα μέσα σε ναούς, οι γυναίκες αναστατωμένες δεν ξέρουν πού θα καταλήξουν ενώ ελπίζουν και ονειρεύονται το μέρος που θα ξεκινήσουν την καινούρια ζωή τους να είναι όμορφο. Όταν οι στρατιώτες χλευάζουν την Κασσάνδρα και την τραβολογούν, ο μισογυνισμός του Μενέλαου και η υπεροψία όλων των στρατιωτών, κάνουν αισθητό τον προβληματισμό για τις θέσεις των δύο φύλων. Αναφέρθηκα ήδη στην αντιστοιχία του μπλε χρώματος με το «εθνικό» χρώμα της σύγχρονης Ελλάδας, πρέπει όμως να τονιστεί και το γεγονός ότι σε όλη την παράσταση μιλούν με στόμφο για το ελληνικό στρατό. Μάλιστα, ο Μενέλαος φωνάζει δύο φορές τη λέξη «στρατιώτες» και οι άνδρες του θιάσου βιαστικά σηκώνονται σε στάση προσοχής. Μιλούν για τον ελληνικό στρατό, λοιπόν, που κατέστρεψε μία πόλη και παράγει μαριονέτες…

Το κείμενο

Δεν θα μπορούσα να μη μιλήσω για το κείμενο του Ευριπίδη που ανέλαβε το ρίσκο να παρουσιάσει τον λαό του ως θύτη και να μιλήσει για την ιστορία από μία διαφορετική σκοπιά. Το κείμενο, σε κάποια σημεία της παράστασης ακούγεται και στο πρωτότυπο, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, υποννοώντας πως λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από εκείνη την αλαζονεία των ανθρώπων.

Οι ερμηνείες

Σπουδαία η ερμηνεία της Γιώτας Φέστα στον ρόλο της Εκάβης που μας χάρισε για άλλη μια φορά το αστείρευτο υποκριτικό της ταλέντο μεταμορφωμένη σε μία ξεπεσμένη βασίλισσα, μία τραγική φιγούρα που θρηνεί ολόκληρη την οικογένειά της, την πόλη αλλά και τη δική της τύχη. Ο νεαρός Χρήστος Διαμαντούδης, ως Ποσειδώνας, τον οποίο πρώτη φορά βλέπουμε σε τραγωδία, με όλες τις προκλήσεις που κρύβει ένα αρχαίο κείμενο, εμπιστευόμενος τις σκηνοθετικές οδηγίες, έδειξε τις μεγάλες υποκριτικές του δυνατότητες και ο πλούτος που κρατάει στη «φαρέτρα» του, προμηνύει μια λαμπρή πορεία. Η Ελένη Θυμιοπούλου σήκωσε στις πλάτες της την ενσάρκωση της αδικημένης Αθηνάς που διψάει για εκδίκηση, χαρακτηρίζεται, όμως, πάντα, από το ήθος μιας αλύγιστης θεάς του Ολύμπου. Στον ρόλο του Μενέλαου, ο Νικόλας Μαραγκόπουλος με την χαρακτηριστική φωνή, τη γλώσσα του σώματος και την πολυετή υποκριτική του διαδρομή μας άφησε για άλλη μία φορά με τις καλύτερες εντυπώσεις, κάνοντας να μοιάζει τόσο εύκολη η αέναη εξέλιξη και ανάπτυξη των ήδη κατακτημένων γνώσεων και του ταλέντου. Ο Χρίστος Στυλιανού ως ο Έλληνας αγγελιαφόρος Ταλθύβιος ενσάρκωσε έναν στρατιώτη-φερέφωνο που εκτελεί πιστά τις εντολές των ανωτέρων του χωρίς να τις κρίνει με την δική του ηθική. Ο ψηλός τόνος που χρησιμοποιούσε στην ανακοίνωση των αποφάσεων, θύμιζε πολλούς σύγχρονους πολιτικούς που θέλουν να χειραγωγήσουν τον λαό και το ακροατήριό τους.Η Μαρία Καραμήτρη ως Κασσάνδρα και η Ιωάννα Παγιατάκη ως Ανδρομάχη ερμήνευσαν, με απόλυτη επιτυχία τους ρόλους τους, η πρώτη ως εκστασιασμένη που αντλεί δύναμη από τον βαρύ της θρήνο και η δεύτερη ως μια τραγική σύζυγος και μητέρα που τα δεινά της δεν έχουν τέλος. Σε αυτές τις ερμηνείες έρχεται να προστεθεί εκείνη της Γιολάντας Μπαλαούρα που με χιούμορ αλλά και την απαραίτητη έπαρση ενσάρκωσε μια σύγχρονη γυναίκα που υποστηρίζει με «ατράνταχτα» επιχειρήματα τον εαυτό της και ακούει στο όνομα Ελένη. Υπέροχες και οι υπόλοιπες ερμηνείες των γυναικών της Τροίας και των στρατιωτών που ενώ δίνουν σάρκα και οστά σε ένα έργο που μιλά για τον ανθρώπινο πόνο και τί άλλο απαλύνει τον πόνο από μία αγκαλιά, λόγω των υγειονομικών συνθηκών καλούνται ακόμα και σχηματικά, επάνω στη σκηνή, να αντλήσουν δύναμη από τους εαυτούς τους, αδυνατώντας να έρθουν σε επαφή με τους συνανθρώπους τους.

Την υποβλητική μουσική σύνθεση του Μάνου Μυλωνάκη που έπαιξε πιάνο και κρουστά, ερμήνευσαν: η Χριστίνα Γεωργελή στο βιολί, ο αγαπημένος μου δάσκαλος Θοδωρής Παπαδημητρίου στο τσέλο και οι Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Εύη Σαρμή και Βασίλης Τρυφουλτσάνης στα φωνητικά.

Μια παράσταση-σύμπραξη τριών φορέων, του Δη.Πε.Θε. Βέροιας, του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και φυσικά του Κ.Θ.Β.Ε. με νέους αλλά και παλαιότερους αγαπημένους ηθοποιούς τόσο της πόλης όσο και εκτός αυτής, που η ευρηματικότατη και τολμηρή σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου, τα σκηνικά του Θανάση Κολαλά, τα κοστούμια της Σοφίας Παπαδοπούλου οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου και η κινησιολογική διδασκαλία του Τάσου Παπαδόπουλου, προσφέρουν ένα άρτιο καλλιτεχνικό και αισθητικό αποτέλεσμα, το έναυσμα για κοινωνικό προβληματισμό αλλά και την ελπίδα για περισσότερες παρόμοιες συνεργασίες.

Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου

Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου και είμαι απόφοιτος του  Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην Δραματολογία και Παραστασιολογία. Παράλληλα με το θέατρο, ασχολούμαι από πολύ μικρή με τη μουσική παίζοντας βιολοντσέλο και τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τον χορό. Απολαμβάνω το διάβασμα και το γράψιμο και ασχολούμαι με την κριτική θεατρικών παραστάσεων γιατί πιστεύω πως με την εφαρμογή αισθητικών κριτηρίων και δημιουργώντας άρτια κείμενα ακόμα και με λογοτεχνική αξία, θα μπορέσουμε να σχηματίσουμε ένα θεατρικό στερέωμα ανώτερου επιπέδου.