TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ” ΤΟΥ Χ. ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Χ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Χριστόφορος Χριστοφής

Ο Χριστόφορος Χριστοφής, γόνος Ελλήνων της διασποράς, γεννήθηκε το 1955 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου έζησε από το 1959 έως το 1969, και στη συνέχεια σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στο Παρίσι, περνώντας μεγάλο μέρος της νεότητάς του εκεί. Επιπλέον, έζησε και σπούδασε στην Ιταλία και τη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης, όπως τη διάσημη Ιταλίδα σκηνογράφο και ζωγράφο Λίλα Ντε Νόμπιλι, της οποίας υπήρξε μαθητής.

Στον κινηματογράφο, ο Χριστοφής έγινε γνωστός με τις ταινίες «Περιπλάνηση» και «Ρόζα», οι οποίες βραβεύτηκαν σε διεθνή φεστιβάλ και εξυμνήθηκαν από Έλληνες και ξένους κριτικούς. Στο θέατρο, έχει παρουσιάσει έργα όπως «Το κάλεσμα του Προμηθέα – 1821» (2021), «Η ασπίς και το συμπόσιο» (2016), «Νιζίνσκι – Η προφητεία της φωτιάς» (2020) και «Η ιστορία του στρατιώτη» (2020). Η πολυδιάστατη καριέρα του περιλαμβάνει ρόλους σκηνοθέτη, δραματουργού, σεναριογράφου και στιχουργού, με έργα που διακρίνονται για την υβριδική τους προσέγγιση και την εμβάθυνση σε φιλοσοφικά και υπαρξιακά θέματα.

Το έργο

Το έργο Ανατροπές της νύχτας του Χριστόφορου Χριστοφή ανήκει στη συλλογή Ανεμοστρόβιλοι του πεπρωμένου και άλλα θεατρικά έργα. Ενσωματώνει στοιχεία από διάφορα θεατρικά ρεύματα, δημιουργώντας μια σκηνική εμπειρία που μοιάζει με ταξίδι μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος δεν παρουσιάζεται ως γραμμική αλληλουχία γεγονότων, αλλά ως ένα καλειδοσκοπικό φαινόμενο, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν. Οι ήρωες δεν είναι απλοί χαρακτήρες, αλλά σκιές της μνήμης που επανέρχονται για να ζωντανέψουν θραύσματα της ζωής τους. Ο θεατής βιώνει ένα διαχρονικό ταξίδι με σταθμούς-εικόνες που ανασυνθέτει ο ίδιος. Το έργο ωσαύτως δεν ακολουθεί τη συμβατική αφηγηματική γραμμή όπου η μία σκηνή διαδέχεται οργανικά την άλλη. Αντίθετα, τοποθετεί τον θεατή σε έναν πολυδιάστατο μηχανισμό, όπου ο χρόνος μοιάζει να διπλώνεται και να ξεδιπλώνεται σαν μια ακολουθία από διαδοχικές εικόνες-στιγμές.

Το έργο δεν ακολουθεί λοιπόν τη συμβατική αφηγηματική γραμμή όπου η μία σκηνή διαδέχεται οργανικά την άλλη. Αντίθετα, τοποθετεί τον θεατή σε έναν πολυδιάστατο μηχανισμό, όπου ο χρόνος μοιάζει να συστέλλεται και να διαστέλλεται, αποκαλύπτοντας μια ακολουθία από διαδοχικές εικόνες-στιγμές. Αυτή η προσέγγιση θυμίζει σαφώς τη θεωρία του Μπεργκσόν για τη διάρκεια (la durée), όπου ο χρόνος δεν είναι ένας αριθμητικός διαχωρισμός λεπτών και ωρών, αλλά μια συνεχής ροή εμπειριών και μνήμης. Στο έργο, οι ήρωες δεν ανήκουν σε έναν στατικό ιστορικό χρόνο, αλλά ταξιδεύουν μέσα στη μνήμη, σαν σκιές που αναδύονται και χάνονται.

Η αίσθηση αυτή ενισχύεται από τις απότομες χρονικές μεταβάσεις μεταξύ σκηνών, τις εναλλαγές κοστουμιών με έντονα contrast που δημιουργούν την αίσθηση διαφορετικών εποχών, καθώς και τη σκηνική κινησιολογία που θυμίζει τελετουργία, σα να εγκλωβίζονται οι χαρακτήρες σε μια αέναη επανάληψη στιγμών. Το έργο εντάσσεται σε ένα μοντέρνο θεατρικό ρεύμα που συνδυάζει στοιχεία από διάφορες παραδόσεις, δημιουργώντας μια μοναδική υβριδική εμπειρία.

Αρχικά, αντλεί επιρροές από το υπερρεαλιστικό και ονειρικό θέατρο, θυμίζοντας τα έργα του Φερνάντο Αραμπάλ και του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Σε αυτά, η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται μέσα από ονειρικές, σχεδόν μεταφυσικές εικόνες, και οι χαρακτήρες κινούνται μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, σαν να βρίσκονται σε ένα θεατρικό καθαρτήριο. Παράλληλα, αξιοποιεί στοιχεία του μνημονικού θεάτρου (Memory Theatre), όπως το συναντάμε στη δραματουργία του Χάρολντ Πίντερ και του Σάμιουελ Μπέκετ. Οι σκηνές παρουσιάζονται ως αποσπασματικές αναμνήσεις, κατακερματισμένα κομμάτια μνήμης που δημιουργούν την αίσθηση ενός θεατρικού λαβυρίνθου.

Επιπλέον, το έργο υιοθετεί τεχνικές του θεάτρου της επιτέλεσης (Performance Theatre), όπου το σώμα γίνεται αφηγηματικό εργαλείο. Η απόδοση των σκηνών δε βασίζεται μόνο στον διάλογο, αλλά και στη φυσική παρουσία των ηθοποιών, με κινήσεις που θυμίζουν τις χορογραφίες της Pina Bausch ή τη σκηνική αισθητική του Robert Wilson. Η ρευστότητα των χαρακτήρων και η μεταμόρφωσή τους μέσω της κίνησης και των συμβολικών δράσεων ενισχύουν τη μη γραμμική φύση της αφήγησης.

Πιο συγκεκριμένα, η αφήγηση χαρακτηρίζεται από έναν εσωτερικό ρυθμό που διαμορφώνεται από τη σχέση των χαρακτήρων με τον πανδαμάτορα χρόνο και την παλίμψηστη μνήμη. Ο διάλογος δε λειτουργεί απλώς ως φορέας πληροφοριών, αλλά ως μέσο αποκάλυψης υπαρξιακών αναζητήσεων και αναστοχασμού. Η γλώσσα αποκτά για τον σκοπό αυτόν, ποιητικό και υπαινικτικό χαρακτήρα, αποφεύγοντας αφενός τη ρεαλιστική προσέγγιση, ενισχύοντας αφετέρου τη μεταφυσική διάσταση του έργου. Οι χαρακτήρες στέκονται ωσαύτως παγιδευμένοι ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, εκφράζοντας την αβεβαιότητα της ύπαρξης και την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου.

Ένα άλλωστε από τα κεντρικά θέματα του έργου είναι η έννοια της μνήμης και η σχέση της με την ταυτότητα. Οι ήρωες αναζητούν αρειμανίως την αυτογνωσία μέσα από τις αναμνήσεις τους, οι οποίες όμως εμφανίζονται κατακερματισμένες και αποσπασματικές. Η πραγματικότητα εντούτοις δεν είναι ποτέ σταθερή, αλλά ανασυντίθεται διαρκώς μέσα από το πρίσμα της υποκειμενικής εμπειρίας. Οι αναδρομές στο παρελθόν δε λειτουργούν συνεπώς δίκην απλών αφηγηματικών παρεμβολών, αλλά πρωτίστως ως αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξης των χαρακτήρων, οι οποίοι προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τον χρόνο και τις επιλογές τους.

Επιπλέον, το έργο θίγει τη σχέση του ανθρώπου με το πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση. Οι ήρωες φαίνεται να είναι εγκλωβισμένοι σε έναν κύκλο γεγονότων που επαναλαμβάνονται, σαν να μην μπορούν να ξεφύγουν από την αδυσώπητη μοίρα τους. Ωστόσο, μέσα από τις αναζητήσεις και τους διαλόγους τους, προβάλλεται η ιδέα ότι η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στην αποδοχή του εαυτού και στη συνειδητή επιλογή της πορείας τους. Το έργο δε δίνει βεβαίως οριστικές απαντήσεις,  καλεί, ωστόσο,  τον θεατή να στοχαστεί πάνω στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του χρόνου.

Υπόθεση

Η εμβληματική προσωπικότητα του Τζιορντάνο Μπρούνο – του Ιταλού φιλοσόφου και  αστρονόμου του 16ου αιώνα, που διώχτηκε για τις ιδέες του – συναντιέται στη σκηνή με έναν Βρετανό ηθοποιό του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ αλλά και με άλλα γνωστά πρόσωπα της Ιστορίας, σε ένα «παιχνίδι» που ακροβατεί μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Οι θεατές όρθιοι παρακολουθούν την πρωτότυπη performance και ζουν τη βιωματική εμπειρία μιας περιπλάνησης στον χρόνο, μέσα από ένα ταξίδι σε διαφορετικούς τόπους «διαφορετικές νύχτες και ξημερώματα».

Η δράση κορυφώνεται όταν οι χαρακτήρες συνειδητοποιούν ότι δεν είναι απλώς παρατηρητές των αναμνήσεων τους, αλλά αναπόσπαστα μέρη ενός αιώνιου κύκλου επαναλαμβανόμενων επιλογών και συνεπειών. Ο φιλοσοφικός στοχασμός διαπερνά την αφήγηση, καθιστώντας τον θεατή κοινωνό ενός υπαρξιακού προβληματισμού που αφορά τη διαχείριση του παρελθόντος και την αναπόφευκτη πορεία προς το μέλλον.

Η παράσταση

Μέσα από αυτή την πολυδιάστατη αφήγηση, το έργο προσφέρει μια βαθιά φιλοσοφική εμπειρία, όπου το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν, η μνήμη γίνεται ο θεμελιώδης άξονας της ύπαρξης και η ποίηση της γλώσσας αναδεικνύει την αέναη αναζήτηση του ανθρώπου για νόημα. Μέσα ειδικότερα από αυτή την υβριδική σκηνοθετική προσέγγιση, ο θεατής δεν παραμένει απλός παρατηρητής, αλλά γίνεται συνοδοιπόρος σε ένα χρονικό ταξίδι. Η πολυεπίπεδη δομή της παράστασης τον τοποθετεί στο επίκεντρο μιας εμπειρίας όπου ο χρόνος λειτουργεί σαν μια σπασμένη ακολουθία στιγμών, ωθώντας τον να ανασυνθέσει το παζλ της ιστορίας μόνος του. Το ταξίδι αυτό αποτελείται από σταθμούς-εικόνες, όπως στιγμές από τη ζωή του Τζιορντάνο Μπρούνο, αποσπάσματα θεατρικών έργων που παραπέμπουν στον Σαίξπηρ και εμβόλιμες σκηνές που μοιάζουν να ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Η μη γραμμική αφήγηση μετατρέπει το έργο σε μια πολυδιάστατη θεατρική εμπειρία, όπου ο χρόνος και ο χώρος διαλύονται, επιτρέποντας στους θεατές να χαθούν σε ένα ατελείωτο παιχνίδι μνήμης και φαντασίας.

Στο έργο, οι ήρωες δεν ανήκουν σε έναν στατικό ιστορικό χρόνο, αλλά ταξιδεύουν μέσα στη μνήμη, σαν σκιές που αναδύονται και χάνονται.

Η ευρηματική και ευφυής σκηνοθεσία του Χάρη Πεχλιβανίδη αξιοποιεί με δεξιοτεχνία τον χώρο του Φουαγιέ, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που ενισχύει την αίσθηση του μεταφυσικού. Ο χώρος μεταμορφώνεται συνεχώς, αντανακλώντας την εσωτερική κατάσταση των χαρακτήρων και λειτουργώντας ως καμβάς για την αφηγηματική ροή. Η χρήση της κινησιολογίας, της ηχητικής ατμόσφαιρας και των εναλλαγών μεταξύ ακινησίας και έντονης κίνησης αναδεικνύει τη ρευστότητα του θεατρικού χρόνου. Οι χαρακτήρες άλλοτε κινούνται σαν σκιές, εγκλωβισμένοι σε αναμνήσεις, και άλλοτε εκρήγνυνται σε έντονες, βιωματικές ερμηνείες που αναδεικνύουν το υπαρξιακό βάρος του έργου.

Οι φωτισμοί σε επιμέλεια του Νίκου Βλασόπουλου είναι περίτεχνα σχεδιασμένοι, δημιουργώντας αντιθέσεις που ενισχύουν τη δραματουργική ένταση. Στιγμές φωτός και σκιάς αλληλοδιαπλέκονται, παραπέμποντας στη διαρκή πάλη μεταξύ μνήμης και λήθης, παρουσίας και απουσίας.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Δανάης Πανά προσδίδουν μια διαχρονική αισθητική στο έργο, λειτουργώντας ως αφηγηματικά εργαλεία που υπογραμμίζουν τη ρευστότητα του χρόνου. Οι έντονες αντιθέσεις στα κοστούμια δημιουργούν μια αίσθηση χρονικής αποσταθεροποίησης, ενώ τα χρώματα και οι υφές μεταβάλλουν την αντίληψη του θεατή για τη σκηνική πραγματικότητα. Ο θεατής δεν παρακολουθεί απλώς μια ιστορική αναπαράσταση, αλλά βιώνει την έννοια του χρόνου ως ένα συνεχές παλίμψηστο, όπου το παρελθόν, το παρόν και το φαντασιακό συνυπάρχουν.

Η μουσική του Μίνου Μάτσα συνοδεύει υποβλητικά τις σκηνές, προσδίδοντας ρυθμό στην αφηγηματική ροή και ενισχύοντας τις εσωτερικές εντάσεις των χαρακτήρων. Οι ήχοι μοιάζουν να αναδύονται από τη μνήμη, εντείνοντας την αίσθηση ενός κόσμου όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονειρικού είναι ρευστά.

Οι ερμηνείες

Οι ηθοποιοί υιοθετούν μια υβριδική υποκριτική προσέγγιση που συνδυάζει το σωματικό θέατρο με την εσωτερικότητα των χαρακτήρων.

Ο Δημήτρης Ναζίρης ενσαρκώνει τον Τζιορντάνο Μπρούνο με ένταση και βάθος, αποδίδοντας την εσωτερική του πάλη.  Άρτιος υποκριτικά και τεχνικά, έμεινε πιστός στις απαιτήσεις του ρόλου του από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ με κρυστάλλινη και ανάλογα χρωματισμένη φωνή του στα συναισθήματα που βιώνει ο ήρωας, απέδωσε τη συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία του ήρωα που ερμηνεύει με περισσή άνεση και αξιοθαύμαστη ενάργεια.   Η ερμηνεία του αποτυπώνει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα, αναδεικνύοντας τόσο τη φιλοσοφική του σκέψη όσο και τις προσωπικές του συγκρούσεις.

Ο Δημήτρης Σακατζής αποδίδει τον Ερμή τον Τρισμέγιστο με μια αινιγματική και πολυδιάστατη προσέγγιση. Η ερμηνεία του ισορροπεί μεταξύ του μυστηρίου και της σοφίας, προσδίδοντας στον χαρακτήρα μια διαχρονική παρουσία. Ως ηθοποιός, φέρνει μια δυναμική παρουσία στη σκηνή, ενισχύοντας την πολυπλοκότητα του έργου. Η φωνητική του χροιά, οι ακριβείς παύσεις του και η επιβλητική σκηνική του υπόσταση μεταμορφώνουν τον Ερμή σε μια σχεδόν υπερβατική φιγούρα, έναν διαμεσολαβητή ανάμεσα στον υλικό και τον πνευματικό κόσμο. Η ικανότητά του να εναλλάσσεται μεταξύ αφηγηματικής αποστασιοποίησης και έντονης βιωματικής απόδοσης καθιστά την παρουσία του καταλυτική, προσδίδοντας στο έργο μια υπόγεια ένταση που αντηχεί στο υποσυνείδητο του θεατή.

Η Λίλα Βλαχοπούλου σε διπλή διανομή ενσαρκώνει τη Μαίρη Μπωλς και τον Βιβλιοπώλη, δίνοντας μια διακριτική ειρωνεία και βάθος στις ερμηνείες της. Η ικανότητά της να μεταβαίνει μεταξύ των ρόλων με ευκολία προσδίδει πολυπλοκότητα στους χαρακτήρες της, ενισχύοντας την αφηγηματική ροή του έργου. Ως Μαίρη Μπωλς, αποδίδει με λεπτότητα και ένταση τον ρόλο μιας γυναίκας που ισορροπεί μεταξύ της λογικής και της συναισθηματικής της εμπλοκής με τον Μπρούνο, ενσαρκώνοντας μια ύπαρξη που φαίνεται να κινείται σε ένα μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και μνήμης. Ως Βιβλιοπώλης, φέρει μια αινιγματική, σχεδόν μοιραία διάσταση, λειτουργώντας ως ένας αφηγηματικός συνδετικός κρίκος που διαμεσολαβεί μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Η ικανότητά της να μεταβαίνει με ακρίβεια και διακριτικότητα από τον έναν ρόλο στον άλλο ενισχύει την πολυπλοκότητα του έργου και ενδυναμώνει τη θεματική του αέναου κύκλου της μνήμης. Η Βλαχοπούλου με απόλυτο έλεγχο των ασκημένων εκφραστικών της μέσων κατάφερε και κράτησε λεπτές πλην ακριβέστατες ισορροπίες δίχως να τυλιχτεί στις ευκολίες στερεοτυπικών αντιλήψεων, γεγονός που θα ευτέλιζε τον σύνθετο και άκρως ενδιαφέροντα ρόλο που κλήθηκε να υπηρετήσει επιδεικνύοντας- τηρουμένων των αναλογιών- αξιοθαύμαστο σεβασμό και προσήλωση. Η ταλαντούχα ηθοποιός με αρωγό της τα κλειδιά της υποκριτικής τεχνικής που κατέχει επισταμένως κατορθώνει με αξιοθαύμαστη δεινότητα να συμπυκνώσει με σαφήνεια τους ρόλους που κλήθηκε να υπηρετήσει.

Ο Αλέξης Τσιάμογλου εναλλάσσεται μεταξύ του Θεόδωρου Παλαιολόγου και της Μόνα Λίζα, προσδίδοντας μια απρόβλεπτη δυναμική στην αφήγηση. Η ερμηνεία του χαρακτηρίζεται από ευελιξία και βάθος, ενισχύοντας την πολυφωνικότητα του έργου.

Οι Θέμις Δανιηλίδου, Νένα Δούρου, Στάσα Σιάπκα και ο Νίκος Σιμητόπουλος διαδραματίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της ατμόσφαιρας και της αφήγησης του έργου. Μολονότι δεν κατέχουν πρωταγωνιστικούς ρόλους, η παρουσία τους στη σκηνή συμβάλλει στη δημιουργία ενός ζωντανού και δυναμικού περιβάλλοντος, προσδίδοντας βάθος και πολυπλοκότητα στις κεντρικές θεματικές του έργου. Λειτουργούν ως σκιές της μνήμης, ως φευγαλέες παρουσίες που πλαισιώνουν και εμπλουτίζουν τη θεατρική δράση. Μέσα από την κίνησή τους και τη διαρκή μετάβαση μεταξύ του ορατού και του αθέατου, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πολυεπίπεδης αφηγηματικής δομής που επεκτείνει την ερμηνεία του έργου.

Μέσω των σιωπηλών τους δράσεων, των κινήσεων και των εκφράσεών τους,  ενσαρκώνουν τις αφανείς δυνάμεις που επηρεάζουν τους κύριους χαρακτήρες, αντανακλώντας τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και τα συναισθήματά τους. Η σκηνοθεσία του Χάρη Πεχλιβανίδη αξιοποιεί με δεξιοτεχνία αυτούς τους δευτερεύοντες ρόλους, ενσωματώνοντάς τους οργανικά στην αφήγηση και προσδίδοντας μια επιπλέον διάσταση στην παράσταση. Η συμβολή τους είναι ουσιώδης στη δημιουργία μιας πολυεπίπεδης θεατρικής εμπειρίας, όπου κάθε στοιχείο, ανεξαρτήτως μεγέθους, συνεισφέρει στην ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου και στην εμβάθυνση των θεατών στις θεματικές του.

Συνολικά, οι ηθοποιοί υιοθετούν μια υβριδική υποκριτική προσέγγιση που συνδυάζει το σωματικό θέατρο με την εσωτερικότητα των χαρακτήρων. Οι ερμηνείες τους συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία μιας πολυεπίπεδης και πολυδιάστατης θεατρικής εμπειρίας, ενισχύοντας την αίσθηση του μεταφυσικού και της ρευστότητας του χρόνου που διαπνέει το έργο.

Συμπέρασμα

Το Ανατροπές της νύχτας ξεπερνά τα όρια του συμβατικού θεάτρου και εισάγει το κοινό σε μια εμπειρία όπου ο χρόνος γίνεται ρευστός και η μνήμη παίρνει υλική υπόσταση. Η παράσταση ξεφεύγει από τα συμβατικά θεατρικά πλαίσια και μετατρέπεται σε μια υβριδική εμπειρία, όπου ο θεατής γίνεται συνοδοιπόρος σε ένα χρονικό ταξίδι. Δεν ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση, αλλά λειτουργεί ως ένα θεατρικό χρονικό τοπίο, όπου η φιλοσοφία, η ιστορία και η σωματικότητα συνυφαίνονται. Το έργο προσεγγίζει τα όρια της πολυσύνθετης σκηνικής αφήγησης, όπου το δραματικό και το παραστασιακό συναντιούνται, διαμορφώνοντας μια ξεχωριστή επί σκηνής γλώσσα που εμπλέκει διανοητικά και συναισθηματικά τον θεατή. Πρόκειται για μια θεατρική εμπειρία που δεν αφήνει κανέναν αμέτοχο, προκαλώντας τον να ανασυνθέσει την ιστορία μέσα από τα δικά του βιώματα και τις δικές του μνήμες.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/profile.php?id=61552319949886

thessculture.gr

https://www.instagram.com/

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p  με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.