ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΕΝΤΟΛΗ” ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟ METROPOLITAN THE URBAN THEATER
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Η Διδώ Σωτηρίου (18 Φεβρουαρίου 1909 – 23 Σεπτεμβρίου 2004) υπήρξε σπουδαία Ελληνίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και έζησε τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, εμπειρία που επηρέασε βαθιά τη συγγραφική της πορεία. Μετακόμισε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά και αναδείχθηκε γρήγορα σε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα.Τα έργα της, όπως το «Ματωμένα Χώματα», χαρακτηρίζονται από ανθρωπιστικό προβληματισμό, κοινωνική ευαισθησία και αγωνιστικό πνεύμα. Η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε ενεργό μέλος της αριστεράς και μέσα από το έργο της έδωσε φωνή στους ταπεινούς και καταπιεσμένους της Ιστορίας. Πέθανε σε ηλικία 95 ετών, αφήνοντας πίσω της μια σπουδαία λογοτεχνική κληρονομιά.
Το έργο
Η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε από τις σπουδαιότερες φωνές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μια συγγραφέας που μετουσίωσε τον προσωπικό και συλλογικό πόνο του 20ού αιώνα σε γραφή με συνείδηση, ευθύνη και αγάπη για τον άνθρωπο. Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1909, έζησε από νωρίς τις διαψεύσεις της ιστορίας: ξεριζωμός, διωγμοί, πόλεμος, εμφύλιος. Οι μνήμες της μάλιστα δε λειτούργησαν ως βάρος αλλά ως νήμα που ενώνει τον άνθρωπο με την εποχή του. Στον πυρήνα δε του έργου της βρίσκεται η σταθερή πεποίθηση πως η Ιστορία δεν είναι αφηρημένο μέγεθος — είναι οι ζωές μας, τα σώματά μας, οι επιλογές και οι σιωπές μας.
Το μυθιστόρημα «Εντολή» (1976), που αποτελεί ίσως το πιο πολιτικά φορτισμένο έργο της, ρίχνει το βλέμμα του στην υπόθεση του Νίκου Μπελογιάννη, του ανθρώπου με το γαρύφαλλο, που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ωστόσο, το έργο δεν περιορίζεται στην ιστορική αναπαράσταση των γεγονότων. Η Σωτηρίου αξιοποιεί τη δίκη και την εκτέλεση του Μπελογιάννη ως σημείο εκκίνησης για μια βαθιά ανθρωποκεντρική αναμέτρηση με τις πολιτικές και ηθικές κρίσεις της εποχής. Ουσιαστικά, η «Εντολή» αποτελεί μια ακτινογραφία μιας Ελλάδας που προσπαθεί να κρύψει τις πληγές της πίσω από στρατοδικεία και «νόμιμες» καταδίκες.
Η συγγραφέας πιο συγκεκριμένα δεν αναπαριστά απλώς την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της εποχής· στήνει ένα πολυφωνικό αφήγημα, όπου οι φωνές των ηρώων, των δικαστών, των συγγενών και των φίλων του Μπελογιάννη, συνθέτουν έναν πολύπλοκο χάρτη ενοχών και προσδοκιών. Η δίκη ως εκ τούτου δεν είναι μια απλή διαδικασία, αλλά μια υπαρξιακή δοκιμασία: ένα πεδίο σύγκρουσης συνειδήσεων, όπου το αληθινό ερώτημα δεν είναι αν ο Μπελογιάννης είναι ένοχος ή αθώος σύμφωνα με το νόμο, αλλά πώς αντέχει η ανθρώπινη ψυχή μπροστά στον φόβο και την εξουσία. Η συγγραφέας με σεβασμό αναδεικνύει τη σταθερότητα του ήρωα, ο οποίος γνωρίζει την αναπόφευκτη τιμωρία του, αλλά επιλέγει να σταθεί όρθιος, υπερασπιζόμενος την αξιοπρέπεια του ατόμου απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας.
Στην «Εντολή», η δίκη μετατρέπεται σε σύμβολο της στρέβλωσης της δικαιοσύνης. Η απόφαση έχει ήδη ληφθεί πριν από τη δίκη, και οι θεσμοί, που υποτίθεται ότι εγγυώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, χρησιμοποιούνται ως όργανα καταστολής. Η Σωτηρίου καταγγέλλει την κατάρρευση των ηθικών και πολιτικών αξιών σε περιόδους καταπίεσης, και φέρνει στην επιφάνεια την αδιαφορία των θεσμών απέναντι στον πόνο του ατόμου. Εκτός όμως από το ρητό πολιτικό φορτίο του, το έργο της Σωτηρίου παραμένει πρωτίστως ανθρωποκεντρικό. Η συγγραφέας έτσι δεν εξιδανικεύει τον ήρωά της, αλλά τον παρουσιάζει με ευαισθησία και ανθρωπιά, αποκαλύπτοντας την ανθρώπινη αγωνία και τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ο Μπελογιάννης, ενώ καταδικάζεται σε θάνατο, δεν παύει να είναι ένας άνθρωπος με ελπίδες, φόβους και όνειρα. Το γαρύφαλλο άλλωστε του Μπελογιάννη δεν είναι απλώς ένα λουλούδι σε μια φωτογραφία. Είναι μια ιδέα που παραμένει ζωντανή, μια υπόμνηση ότι το δίκαιο δεν χάνει ποτέ τη δύναμή του, ακόμα και όταν ηττάται προσωρινά.
Η «Εντολή» δεν αποτελεί, ωστόσο, μόνο μια κραυγή μνήμης για τους ήρωες που υπερασπίστηκαν την αλήθεια, ακόμη και με την ίδια τους τη ζωή, αλλά και μια επίκαιρη υπενθύμιση για την περιφρούρηση της μνήμης. Η συγγραφέας φέρνει ως εκ τούτου στο προσκήνιο το δίλημμα του ήρωα: την ατομική σωτηρία σε σχέση με τη συλλογική ευθύνη. Ο Μπελογιάννης γνωρίζει επισταμένως ότι, αν υποχωρήσει, θα σώσει τη ζωή του. Όμως το τίμημα θα ήταν η προδοσία όλων όσα πρεσβεύει. Η «Εντολή» παραμένει, λοιπόν, ένα έργο τραγικά επίκαιρο, που θέτει ερωτήματα για την εξουσία, την ηθική, και την ανθρώπινη αντίσταση. Έτσι, η «Εντολή» δεν είναι απλώς ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά μια αναμέτρηση με τις ίδιες τις αξίες μας, με το τι επιλέγουμε να θυμόμαστε και τι να ξεχάσουμε.
Η γλώσσα της Σωτηρίου είναι μεν απλή, εντούτοις γεμάτη από συγκίνηση και αλήθεια, ενώ η γραφή της προσφέρει έναν στοχασμό βαθιά ανθρώπινο, δίχως στόμφο και επιτηδεύσεις. Η γραφή της Σωτηρίου παραμένει διαυγής, ακριβής, δίχως περιττούς λυρισμούς, αλλά με έναν υπόγειο παλμό που αναδύεται σαν αρτεσιάνο φρέαρ και ταράζει. Ακριβώς όπως στα Ματωμένα Χώματα, έτσι κι εδώ, η γλώσσα της χτίζει έναν στοχασμό με αξιοθαύμαστη αυθεντικότητα — έναν στοχασμό για τη βία, τη θυσία και τη μνήμη. Με μια γλώσσα απλή, αλλά φορτισμένη από αλήθεια και συγκίνηση, η «Εντολή» κατορθώνει να παραμένει, δεκαετίες μετά τη συγγραφή της, όχι απλώς επίκαιρη, αλλά απολύτως αναγκαία.
Η «Εντολή» εξάλλου δεν είναι ένα έργο που ενδιαφέρεται για το «ποιος είχε δίκιο». Το ερώτημα που θέτει είναι πιο βαθύ: πώς ζει κανείς μέσα σε ένα σύστημα που έχει ήδη αποφασίσει εναντίον του; Πόση αξιοπρέπεια μπορεί να σωθεί όταν η ποινή έχει ήδη δοθεί πριν από το έγκλημα; Και τελικά, τι σημαίνει «εκτελώ μια «Εντολή»» — και ποια ηθική ευθύνη φέρει αυτός που την εκτελεί;
Στη σύγχρονη δε, θεατρική σκηνή, το έργο επανέρχεται όχι για να διδάξει, αλλά για να μας φέρει ενώπιων των ίδιων εκείνων ερωτήσεων που παραμένουν τραγικά επίκαιρες: Πόσο μακριά είμαστε από το σημείο όπου η Ιστορία γίνεται «Εντολή»; Και τι κάνουμε όταν η σκηνή μας κοιτάζει σαν καθρέφτης;Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο σήμερα. Σε μια θεατρική σκηνή όπου η «Εντολή» ζωντανεύει ξανά — όχι για να δώσει κατευθύνσεις, ούτε για να νουθετήσει, αλλά για να μας αναμετρήσει με τα ίδια καίρια ερωτήματα, που μοιάζουν σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ. Πόσο μακριά είμαστε τελικά από το σημείο όπου η Ιστορία γίνεται «Εντολή»; Και τι κάνουμε όταν η σκηνή μας κοιτάζει σαν καθρέφτης;

Η Υπόθεση
Ένα χαμόγελο που ούτε οι σφαίρες δεν κατάφεραν να σβήσουν. Ένας άνθρωπος που έγινε γενιά, σύμβολο, όραμα. Στην «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου, η ζωή και η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη ξετυλίγονται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές και ντοκουμέντα μιας εποχής που πάλεψε απεγνωσμένα για το φως. Ξεκινώντας από ένα νήμα τρυφερής μνήμης —τη γνωριμία της Σωτηρίου με τον Μπελογιάννη και την Έλλη Παππά— η αφήγηση μεταμορφώνεται σε σπαρακτική καταγραφή: από τις υπόγειες φυλακές και τους σκοτεινούς διαδρόμους των στρατοδικείων μέχρι τις εκτελέσεις, η ιστορία ενός ανθρώπου που αρνήθηκε να προδώσει το αύριο. Σε μια εποχή που οι αξίες μοιάζουν ρευστές και οι ήρωες σπανίζουν, το χαμόγελο του Μπελογιάννη γίνεται σήμερα ξανά φλόγα. Μας καλεί να μείνουμε όρθιοι, να δημιουργούμε, να αγαπάμε χωρίς φόβο και χωρίς υπολογισμούς — να μην παραδοθούμε ποτέ.
Η Παράσταση
Υπάρχουν κάποια έργα που δε γράφονται απλώς για να διαβαστούν∙ γράφονται για να χαραχτούν στη μνήμη των ανθρώπων. Ένα τέτοιο έργο είναι Η «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου, μια κατάθεση ψυχής και μαρτυρίας πάνω στις πληγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Στο βιβλίο αυτό, η Σωτηρίου δε στέκεται ψυχρή παρατηρήτρια. Γίνεται η ίδια μάρτυρας και φορέας μιας ιστορίας που δεν ανήκει μονάχα στο παρελθόν αλλά καίει ακόμα στο παρόν. Μέσα από την υπόθεση του Νίκου Μπελογιάννη, εκείνου του χαμογελαστού ανθρώπου με το γαρύφαλλο, υφαίνει ένα χρονικό όπου η πίστη στις ιδέες και η ακεραιότητα της συνείδησης έρχονται αντιμέτωπες με τη σκληρότητα της εξουσίας. Η αφήγηση κινείται ανάμεσα στη βιωματική κατάθεση, το ντοκουμέντο και το λογοτεχνικό στοχασμό. Η συγγραφέας φωτίζει το δράμα των προσώπων της όχι με τα φώτα της ρητορικής εξύψωσης, αλλά με το απαλό, βασανιστικό φως της μνήμης. Η «Εντολή» δεν είναι απλώς ένα ιστορικό τεκμήριο — είναι μια ηθική χειρονομία, μια υπενθύμιση ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι διαπραγματεύσιμη.
Σε αυτή την προφορική και γραπτή μνήμη έρχεται να απαντήσει η θεατρική μεταφορά του έργου, σε σκηνοθεσία της Νάντιας Δαλκυριάδου. Σε ζοφερές ιδιώς εποχές, όπως αυτή που διανύουμε, που η Ιστορία τελεί υπό μόνιμη απειλή με τη συναίνεση της πολιτείας και των συστημικών ΜΜΕ, η Διδώ Σωτηρίου με την «Εντολή» και η Νάντια Δαλκυριάδου με τη σκηνική της ανάγνωση, υψώνουν μια σιωπηλή αλλά ανυποχώρητη φωνή μνήμης και ηθικής στάσης. Η παράσταση δεν αφηγείται απλώς γεγονότα∙ αναμετριέται με τη συνείδησή μας. Το σύμπαν της Διδώς Σωτηρίου, το ιστορικό γεγονός δεν απολιθώνεται σε στείρα αναφορά: γίνεται βίωμα, γίνεται ανάσα και πληγή. Το έργο η «Εντολή» συνιστά μια τέτοια περίπτωση: ένα κείμενο που διασώζει την ηθική ουσία μιας εποχής βίαιης και βαθιά διχασμένης. Και πάνω σε αυτό το ισχυρό λογοτεχνικό και ιστορικό υπόβαθρο στηρίζεται και η πρόσφατη θεατρική του μεταφορά σε σκηνοθεσία της Νάντιας Δαλκυριάδου.
Η σκηνοθέτις πιο συγκεκριμένα, δεν αναζητά την εξωτερική δραματικότητα. Η προσέγγισή της είναι υπόγεια, σχεδόν σπαρακτική στην απλότητά της. Ας μη γελιόμαστε. Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυδιάστατου, πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, διότι ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική διαχείριση. Ως εκ τούτου, η «απόσταση» και η διάθλαση της ιστορίας μετουσιώνεται σε ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με φιλοσοφικά θεατρογραφήματα. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις της αβίωτης ζωής…Με φαινομενικά σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το συναισθηματικού χαρακτήρα έργο, μπορεί εύκολα να εκτραχυνθεί και να καταλήξει σε φιάσκο. Και από αυτήν την άποψη η Νάντια Δαλκυριάδου κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα, διδάσκοντας τους ρόλους επάνω σε δύο άξονες: έναν δραματικό (αλά Στανισλάφσκι) και έναν μεταδραματικό (αλά Μπρεχτ). Ως εκ τούτου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν απτός αναδιατάσεται και ξεδιπλώνεται στις υπαίθριες συναντήσεις των πρωταγωνιστών.
Η σκηνοθετική οπτική της Νάντιας Δαλκυριάδου πάνω στο σπουδαίο έργο της Σωτηρίου, ερείδεται καταρχήν στα αρχετυπικά υλικά της θεατρικής σύμβασης: τους ηθοποιούς, το σανίδι, τα φώτα και τη μουσική. Η Δαλκυριάδου αντιμετωπίζει τα πρόσωπα όχι ως ιστορικές φιγούρες, αλλά ως ζωντανούς ανθρώπους, αντιμέτωπους με την αδυσώπητη εξουσία και την καταστολή. Αναδεικνύει την αντίφαση του φόβου και του θάρρους, την ένταση που διαπερνά τη γραμμή μεταξύ ατομικής ευθύνης και συλλογικής μοίρας. Η σκηνοθεσία της Δαλκυριάδου δεν αναζητά την ηρωική αναπαράσταση, αλλά την αλήθεια των ηρώων, τη στιγμιαία αγωνία τους να παραμείνουν όρθιοι απέναντι σε έναν κόσμο που τους αφαιρεί κάθε δικαίωμα στην ελευθερία και στην αλήθεια. Κάθε στιγμή στο έργο είναι μια υπαρξιακή μάχη, όπου η συλλογική μνήμη και η ατομική ευθύνη μπλέκονται σε έναν διαρκή χορό, ερωτήματα που παραμένουν ζωντανά και διαχρονικά. Η Δαλκυριάδου, με λεπτότητα και βαθύ σεβασμό στο πρωτογενές υλικό, προτείνει μια παράσταση που δεν προσπαθεί να μιμηθεί το παρελθόν∙ το ανακαλεί, το ενεργοποιεί, το προσκαλεί να αναπνεύσει ξανά στη σκηνή.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια, επιμέλειας της Γεωργίας Μπούρδα, είναι απλά αλλά εξαιρετικά εύγλωττα. Η λιτότητα των υλικών ξύλινες κατασκευές που θυμίζουν αυστηρά δικαστική αίθουσα— λειτουργεί ως ψυχρό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνονται μεγάλα ηθικά και ανθρώπινα ερωτήματα που αξιώνουν απαντήσεις. Το σκηνικό δεν είναι απλώς το φόντο της δράσης: γίνεται ο ίδιος ο χώρος της κρίσης και της μοίρας.
Σε αυτό το περιβάλλον, κάθε λέξη και κάθε σιωπή αποκτούν ειδικό βάρος, κάθε βλέμμα βαθαίνει το δράμα. Τα δωρικά πλην ευφυώς διαμορφωμένα σκηνικά, προάγουν μια αίσθηση συνεχούς μεταβολής, ενισχύοντας την έννοια της μετάβασης που διατρέχει την παράσταση Τα στοιχεία του χώρου, με την απλότητα και τη δυναμική τους, επιτρέπουν τη ροή των συναισθημάτων και των συνθηκών, ενώ παράλληλα ευνοούν την εναλλαγή ρόλων των ηθοποιών, προσφέροντας τη δυνατότητα συνεχούς αναδιάταξης της δραματικής πλοκής. Ο χώρος δεν εγκλωβίζεται σε αυστηρές ρεαλιστικές αναπαραστάσεις, αλλά δημιουργεί ένα διαχρονικό περιβάλλον, το οποίο παραπέμπει στους υπόγειους χώρους των κρατητηρίων, στους τόπους των ανακρίσεων και στις αίθουσες των δικαστηρίων, χωρίς να χάνει την ουσία του. Οι συνθήκες αυτές, τόσο έντονες όσο και αόρατες, συνθέτουν ένα σκηνικό που ενσωματώνει την ιστορική αδικία και τον ανθρώπινο πόνο σε κάθε του στιγμή. Η σκηνή, γεμάτη από ξύλινες κατασκευές, δεν αναπαριστά απλώς μια αίθουσα, αλλά φέρει μέσα της τις μνήμες, τις άγραφες εκείνες ιστορίες και τις αναπόφευκτες αποφάσεις. Οι τραχιές επιφάνειες θυμίζουν τις χαμένες υποθέσεις, ενώ τα βλέμματα των ηρώων καθρεφτίζουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις
Τα προσήκοντα επίσης κοστούμια, αυστηρά και επιβλητικά, κινούνται σε γκρίζους, μαύρους και γήινους τόνους, ενισχύοντας το κλίμα της καταπίεσης και της έντασης. Ο φωτισμός, υπό την επιμέλεια του Γιώργου Ψυχράμη, δεν είναι απλώς μια αισθητική επιλογή, αλλά ένας αφηγηματικός μηχανισμός που υπογραμμίζει την εσωτερική κατάσταση των προσώπων. Το σκοτάδι και το φως χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ενίσχυσης του δράματος, ενώ οι έντονες αντιθέσεις φωτός και σκότους αποκαλύπτουν τις στιγμές μοναξιάς, ανάκρισης και στοχασμού. Κάθε εναλλαγή φωτός-σκότους ενσωματώνει την ψυχική δοκιμασία των ηρώων, φέρνοντας στην επιφάνεια τις βαθύτερες συγκρούσεις τους.
Η μουσική, υπό την επιμέλεια του Οδυσσέα Γκάλλιου, μετουσιώνεται σε σκηνικό δρώμενο, ενισχύοντας την υπαρξιακή σύγκρουση των ηρώων. Ενσωματώνεται στην ατμόσφαιρα με τέτοιον τρόπο που λειτουργεί σαν ένα αόρατο, αλλά καθοριστικό, δραματικό εργαλείο, ενισχύοντας τις εσωτερικές μάχες και τις ψυχικές αναταράξεις των προσώπων. Η μουσική, γεμάτη από χαμηλότονα μοτίβα και διακριτικούς ήχους, εντείνει την αίσθηση του εγκλωβισμού και της μάχης που διαδραματίζεται πέρα από τα λόγια. Από την άλλη η διδασκαλία της κίνησης και της χορογραφίας από τη Μαρίνα Μαυρογένη, με τη βοήθεια της Μαριάννας Σολωμονίδου, προσδίδουν στην παράσταση μια οργανική ροή, αποφεύγοντας την επιτήδευση, ενισχύοντας διαρρήδην τη σωματική έκφραση της έντασης και της καταπίεσης. Κάθε κίνηση είναι μετρημένη και φορτισμένη με εσωτερικό νόημα, παραμένοντας αυθεντική και βαθιά συναισθηματική, δίχως να υπερβάλλει.
Η σκηνοθεσία της Νάντιας Δαλκυριάδου δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή του έργου, αλλά το μεταπλάθει με την ένταση της αλήθειας που φέρει. Κάθε λέξη, κάθε βλέμμα, κάθε σιωπή, αποκτούν το βάρος μιας προσωπικής ομολογίας. Στη σκηνή της, οι λόγοι γίνονται πράξεις, και οι πράξεις φέρουν την αλήθεια της ψυχής. Η σκηνοθέτις αποφεύγει την περιττή θεατρικότητα, επιλέγοντας την απλότητα και την ουσία, εστιάζοντας στο βαθύτερο νόημα των στιγμών. Η λιτή σκηνική κατασκευή, με τις ξύλινες επιφάνειες που ενσωματώνουν το ψυχρό μεγαλείο μιας δικαστικής αίθουσας, μετατρέπεται σε έναν τόπο όπου η μοίρα και η ζωή των ηρώων καθορίζονται με αμείλικτη αυστηρότητα. Με τη βοήθεια των υπολοίπων συντελεστών —της σκηνογραφίας που στήνει ένα αυστηρό αλλά εύγλωττο πλαίσιο, των φωτισμών που τέμνουν το σκοτάδι σαν μαχαίρια, της μουσικής που κυλάει υπόγεια σαν πένθιμη ανάσα— η Δαλκυριάδου παραδίδει μια παράσταση που δεν αποζητά την εντυπωσιακή έξαρση∙ αποζητά τη μνήμη. Και μέσα στη σιωπή της δικαστικής αίθουσας, ανάμεσα στα σκονισμένα έδρανα και στα άψυχα φώτα, η φωνή της αξιοπρέπειας ακούγεται πιο δυνατή από ποτέ.

Ερμηνείες
Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, πολύ καλή σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, άπαντες οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν και καθηλώνουν το κοινό με τη δύναμη της σιωπηλής συγκίνησης. Καταφέρνουν δε, να αναδείξουν την ανθρώπινη τραγωδία του έργου με μια συναισθηματική ένταση που διαπερνά την ψυχή.
Πιο συγκεκριμένα, με βασικό άξονα τη ζωντανή αναπαράσταση της Ιστορίας, η παράσταση μάς μεταφέρει μέσα από τις αφηγήσεις έξι αυτόπτων μαρτύρων στα σκοτεινά σοκάκια μιας εποχής όπου η ελπίδα λεηλατούσε την απόγνωση και το φως πάλευε σκληρά με το σκοτάδι. Οι δρόμοι της Αθήνας, τα υπόγεια κελιά, οι αίθουσες των στρατοδικείων και τα κλειστά σπίτια των διωγμένων ζωντανεύουν μέσα από τον λόγο και την κίνηση, χωρίς σκηνικά στηρίγματα, παρά μόνο με το βλέμμα, τη σιωπή και το ρίγος της ανθρώπινης μαρτυρίας. Η Ξένια Αλεξίου, η Ειρήνη Αμπουμόγλι, ο Άρης Μπαταγιάννης, ο Σταύρος Μόσχης, η Ήρα Ρόκου, η Δώρα Χάγιου και ο Δημήτρης Χατζημιχαηλίδης εναλλάσσονται αρμονικά στους ρόλους, χωρίς σταθερή ταυτότητα, λες και δανείζονται προσωρινά φωνές, πρόσωπα και μνήμες, για να τις επιστρέψουν πάλι στη συλλογική αφήγηση. Υφαίνουν από κοινού έναν δραματουργικό ιστό όπου οι ρόλοι δεν ανήκουν αποκλειστικά σε κανέναν: πότε αφηγητές, πότε μάρτυρες, πότε θύτες και πότε θύματα, μεταμορφώνονται αβίαστα, εναλλάσσοντας την ευθύνη της μνήμης και του πόνου.
Καθένας και καθεμία από αυτούς μεταγγίζει στους χαρακτήρες που ερμηνεύει μια πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια, άμεση και διαφανή, που καθηλώνει χωρίς κραυγές, μόνο με το ρίγος της αλήθειας. Μέσα από το συλλογικό παλμό μιας άρτια δεμένης ομάδας, οι ήρωες της παράστασης ανασαίνουν και ζωντανεύουν στη σκηνή. Με άψογη άρθρωση του λόγου και βαθιά σκηνική πειθαρχία, οι ηθοποιοί αποδίδουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης με εκείνη την ιδιαίτερη δεξιοτεχνία που δεν επιδεικνύεται, αλλά διαπερνά υπόγεια το κοινό.
Η ζωντανή αναπαράσταση της Ιστορίας περνάει μέσα από τις φωνές και τα σώματά τους, ανασταίνοντας τα σκοτεινά σοκάκια μιας Αθήνας όπου η ελπίδα μονομαχούσε νυχθημερόν με την απόγνωση. Τα υπόγεια κελιά, τα στρατοδικεία, τα σπίτια των διωγμένων, οι πλατείες της αγωνίας και οι κρυφές γωνιές της αντίστασης ζωντανεύουν όχι μέσα από ρεαλιστικά σκηνικά, αλλά μέσα από τη σιωπή, την αναπνοή και το φορτισμένο βλέμμα των ηθοποιών. Χωρίς να στηρίζονται σε τίποτα άλλο πέρα από την ουσία της τέχνης τους, οι ερμηνευτές μετατρέπουν την άυλη Ιστορία σε βιωμένη εμπειρία, αφήνοντας τον θεατή να σταθεί αντιμέτωπος με το παρελθόν όχι ως αποστασιοποιημένος θεατής, αλλά ως συγκινημένος συμμέτοχος. Σε αυτή την παράσταση, η μνήμη δεν είναι κάτι μακρινό — είναι ζώσα, πάλλουσα, παρούσα. Και οι ηθοποιοί, με απόλυτη ισοτιμία και βαθιά αφοσίωση, γίνονται τα σιωπηλά δοχεία που τη φέρουν με σεβασμό, ευαισθησία και μια αφοπλιστική αίσθηση καθολικότητας. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η αφήγηση αναδύεται σαν τελετουργία. Κάθε κίνηση, κάθε λέξη, κάθε παύση χτίζει σιγά σιγά την αίσθηση ενός αόρατου δικαστηρίου που δεν αφορά μόνο τον ήρωα του έργου, αλλά και εμάς, τους θεατές, τους επιζώντες της μνήμης.
Εν κατακλείδι, η Νάντια Δαλκυριάδου, με βαθιά ευλάβεια απέναντι στο κείμενο της Διδώς Σωτηρίου, στήνει μια παράσταση που υπερβαίνει το θέατρο. Με οικονομία εκφραστικών μέσων αλλά άκρατο πλούτο ψυχικής έντασης, καθοδηγεί τους ηθοποιούς της να σμιλεύσουν χαρακτήρες από πνοές, από θραύσματα αναμνήσεων, από τον απόηχο ενός τελευταίου βλέμματος. Κάθε παύση, κάθε ανασήκωμα της φωνής, κάθε κύμα σιωπής γίνεται μέρος μιας αλυσίδας που δένει τις γενιές: τότε και τώρα. Ο λόγος της Σωτηρίου, πυκνός, ανελέητος και μαζί τρυφερός, υφαίνεται επί σκηνής σαν θρήνος και ύμνος μαζί. Η «Εντολή» δεν μιλά μόνο για τον Μπελογιάννη. Μιλά για κάθε άνθρωπο που αρνήθηκε να προδώσει την ανθρωπιά του ακόμη κι όταν τον πρόδωσε ο κόσμος. Μιλά για τη μνήμη που επιμένει να καίει, εκεί όπου όλα τα άλλα έχουν σβήσει. Και η κάθαρση, αν υπάρχει, δεν προσφέρεται εύκολα. Περνά μέσα από τη συντριβή, από την επώδυνη αναγνώριση ότι το αίμα που χύθηκε για να γραφτούν αυτές οι σελίδες Ιστορίας δεν έχει ακόμη στεγνώσει. Ότι ο αγώνας για ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια δεν ανήκει στο παρελθόν – αλλά απαιτεί την κάθε μας ανάσα, το κάθε μας βλέμμα.
Η «Εντολή» στο Metropolitan: The Urban Theater δεν είναι απλώς μια παράσταση. Είναι μια πληγή που ανοίγει μπροστά μας για να μας θυμίσει ότι κανένα αίμα, κανένας λόγος, καμία θυσία δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Γιατί, κάποτε, κάποιος έδωσε την «Εντολή». Κι εμείς σήμερα καλούμαστε να την ακούσουμε – και να αποφασίσουμε αν θα την υπακούσουμε ή αν θα την ανατρέψουμε.
Η «Εντολή» εξάλλου δεν ανήκει μόνο σε μια εποχή που πέρασε. Ανήκει σε κάθε στιγμή που ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον φόβο και την ακεραιότητα. Και αυτή η παράσταση το θυμίζει με έναν τρόπο απλό, βαθύ και αλησμόνητο.

.
Η παράσταση εστιάζει σε θεματικές που παραμένουν ανατριχιαστικά επίκαιρες.
Πρώτη και κυρίαρχη, η αντίσταση και η αξιοπρέπεια του ατόμου μπροστά στη βία της εξουσίας. Ο ήρωας δεν λυγίζει, ούτε διαπραγματεύεται τις αξίες του, ακόμη κι όταν βρίσκεται στο στόχαστρο της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας.
Στον πυρήνα του έργου υπάρχει ακόμη η δίκη —όχι μόνο η ιστορική δίκη του Νίκου Μπελογιάννη, αλλά και η αέναη δίκη του ανθρώπου απέναντι στη συνείδησή του και στην Ιστορία. Η παράσταση φωτίζει έντονα τη στρέβλωση της δικαιοσύνης και το πώς η εξουσία μπορεί να μετατρέψει έναν θεσμό που προορίζεται για την προστασία του δικαίου σε εργαλείο καταστολής.
Μέσα από τη ρέουσα αφήγηση αναδεικνύεται και η διπλή φύση της δράσης: η ατομικότητα και ταυτόχρονα η συλλογικότητα του αγώνα. Ο ήρωας δρα ως μέρος μιας μεγάλης ιδέας, αλλά όταν έρχεται η ώρα της θυσίας, τη βιώνει με απόλυτη μοναξιά. Η παράσταση κατορθώνει να αναδείξει αυτή την τραγικότητα με αξιοθαύμαστη λιτότητα.
Άλλωστε, ίσως η σημαντικότερη νίκη του κειμένου και της παράστασης να είναι η ανθρώπινη διάσταση του ήρωα. Ο Μπελογιάννης δεν παρουσιάζεται σαν παγωμένο σύμβολο ή μυθικό είδωλο. Είναι άνθρωπος —με αμφιβολίες, συναισθήματα, φόβο— και ακριβώς για αυτό, η πράξη της αντίστασής του αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ηθικό και συγκινησιακό βάρος.
Τέλος, Η «Εντολή» λειτουργεί ως μια κραυγή υπέρ της μνήμης. Η παράσταση της Δαλκυριάδου δεν επιτρέπει στην Ιστορία να γίνει σιωπηλή. Την κρατά ζωντανή και ανατριχιαστικά επίκαιρη, καλώντας τους θεατές όχι μόνο να θυμηθούν, αλλά και να συλλογιστούν το δικό τους χρέος απέναντι στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Η παράσταση εστιάζει σε θεματικές που παραμένουν ανατριχιαστικά επίκαιρες.
Πρώτη και κυρίαρχη, η αντίσταση και η αξιοπρέπεια του ατόμου μπροστά στη βία της εξουσίας. Ο ήρωας δεν λυγίζει, ούτε διαπραγματεύεται τις αξίες του, ακόμη κι όταν βρίσκεται στο στόχαστρο της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας.

Στον πυρήνα του έργου υπάρχει ακόμη η δίκη —όχι μόνο η ιστορική δίκη του Νίκου Μπελογιάννη, αλλά και η αέναη δίκη του ανθρώπου απέναντι στη συνείδησή του και στην Ιστορία. Η παράσταση φωτίζει έντονα τη στρέβλωση της δικαιοσύνης και το πώς η εξουσία μπορεί να μετατρέψει έναν θεσμό που προορίζεται για την προστασία του δικαίου σε εργαλείο καταστολής.
Μέσα από τη ρέουσα αφήγηση αναδεικνύεται και η διπλή φύση της δράσης: η ατομικότητα και ταυτόχρονα η συλλογικότητα του αγώνα. Ο ήρωας δρα ως μέρος μιας μεγάλης ιδέας, αλλά όταν έρχεται η ώρα της θυσίας, τη βιώνει με απόλυτη μοναξιά. Η παράσταση κατορθώνει να αναδείξει αυτή την τραγικότητα με αξιοθαύμαστη λιτότητα.
Άλλωστε, ίσως η σημαντικότερη νίκη του κειμένου και της παράστασης να είναι η ανθρώπινη διάσταση του ήρωα. Ο Μπελογιάννης δεν παρουσιάζεται σαν παγωμένο σύμβολο ή μυθικό είδωλο. Είναι άνθρωπος —με αμφιβολίες, συναισθήματα, φόβο— και ακριβώς για αυτό, η πράξη της αντίστασής του αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ηθικό και συγκινησιακό βάρος.
Τέλος, Η «Εντολή» λειτουργεί ως μια κραυγή υπέρ της μνήμης. Η παράσταση της Δαλκυριάδου δεν επιτρέπει στην Ιστορία να γίνει σιωπηλή. Την κρατά ζωντανή και ανατριχιαστικά επίκαιρη, καλώντας τους θεατές όχι μόνο να θυμηθούν, αλλά και να συλλογιστούν το δικό τους χρέος απέναντι στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Στο τέλος, το γαρύφαλλο του Μπελογιάννη δεν είναι απλώς ένα λουλούδι σε μια φωτογραφία. Είναι μια ιδέα που παραμένει ζωντανή, μια υπόμνηση ότι το δίκαιο δεν χάνει ποτέ τη δύναμή του, ακόμα και όταν ηττάται προσωρινά.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.