ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Γ.ΚΙΜΟΥΛΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΑΛΙΑ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Ποιος είναι ο Stephen Belber
Ο Stephen Belber (γεννημένος στις 3 Μαρτίου 1967) είναι Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Τα έργα του έχουν ανέβει στο Μπρόντγουεϊ και σε περισσότερες από 50 χώρες. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις, ενώ έργα του έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο
H υπόθεση
Η «Συνάντηση» είναι μια κλασκή τραγωδία. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στον χώρο του Τobi (Γιώργος Κιμούλης). Μέσα στον χώρο, ενός ηλικιωμένου τέως διάσημου χορογράφου, ο οποίος έχει αποσυρθεί πλέον από την ενεργό δράση και τώρα ζει εντελώς μοναχικά. Δέχεται στον χώρο του, την επίσκεψη ενός ζευγαριού της Lisa και του Mike (Άννα Μονογιού, Στάθης Παναγιωτίδης) που του ζητά μία συνέντευξη για το πώς λειτουργούσε ο καλλιτεχνικός χώρος στη δική του εποχή. Καθώς όμως εξελίσσεται η «συνέντευξη» αυτή, ο μοναχικός χορογράφος αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος μ’ ένα μεγάλο θαμμένο μυστικό του παρελθόντος του. Με διεισδυτικό χιούμορ και κοφτούς διαλόγους, ο Belber-εκπληκτικός τεχνίτης της γλώσσας- μάς βάζει στον κόσμο των τριών πρωταγωνιστών που κάνουν τα πάντα για να προασπίσουν τις προκαταλήψεις τους. Μια πικρή κωμωδία για τις επιλογές του παρελθόντος, για την απατηλή λάμψη της δικαίωσης και το μάταιο κυνήγι της αναγνώρισης, της ανάληψης ευθύνης και της αποδοχής που πνίγει τις ανθρώπινες σχέσεις
Το έργο
Πρόκειται για ένα κοινωνικό σχόλιο με πικρό χιούμορ, ένα συγκρουσιακό δράμα που αναδεικνύει τις επιθυμίες, τα αδιέξοδα αλλά και το χιούμορ των τριών ηρώων του. Το έργο ενώνει στη σκηνή τους τρεις ήρωες σε μια συνύπαρξη – ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί, αντιπαρερχόμενοι με γλαφυρότητα τις ριζωμένες συγκρουόμενες ιδιοσυγκρασίες τους.
Η πρεμιέρα του έργου έγινε στη Νέα Υόρκη το 2004 με τους Frank Langella, Ray Liotta και Jane Adams, ενώ το 2014 o Stephen Belber σκηνοθέτησε το έργο για τον κινηματογράφο με τους Patrick Stewart, Carka Gugino και Matthew Lillard.
Οι τρεις τους βρίσκονται σε ένα παλιό θέατρο, στον χώρο του Tobi, αναλύονται σε συζητήσεις που περιστρέφονται γύρω από τον χορό και την κοινωνική και σεξουαλική ζωή των καλλιτεχνών προγενέστερων δεκαετιών. Το έργο αναμετράται με διάφορα ζητήματα στο φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη σπουδαιότητα του «τώρα» και την αβάσταχτη αναπόληση του «τότε» που διεκδικεί δικαίωση και αναγνώριση. Η μοναξιά, η μοναχικότητα, η μονογονεϊκότητα, η παιδική εγκατάλειψη-παραμέληση και το μετατραυματικό στρες από αυτήν την επώδυνη συνθήκη είναι βασικά ζητήματα που έρχονται να υπογραμμίσουν το αίσθημα της μοναξιάς, αλλά και τη δυσκολία στην επικοινωνία των χαρακτήρων.
Ο Stephen Belber θέτει συγχρόνως ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα, το Εγώ μας, τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό, την ομοφοβία, τις ευθύνες μας, αλλά και γύρω από τις δυνατότητες κατανόησης του εαυτού και του άλλου μέσα από τα μεταβατικά στάδια ενηλικίωσης, στο πέρασμα προς την ωριμότητα. Αναφέρεται ως εκ τούτου σε κάποια κατώφλια της συνείδησης που υπάρχουν στη ζωή μας, που πρέπει να διαβούμε ώστε να προχωράμε απρόσκοπτα· αποβάλλοντας τα βάρη και εστιάζοντας στην όντως ουσία της ύπαρξής μας. Πρόκειται για ένα έργο με μια ευαισθησία και τρυφερότητα σπάνια, ιδιότητες που αποδίδονται με έναν ευφυή αυτοσαρκασμό. Οι πρωταγωνιστές του είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, εμείς οι ίδιοι, οι γείτονες, οι φίλοι μας, σε μια περίοδο όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αβίωτη ζωή μας. Λειτουργούν σαν να έχει η ζωή απλώς παγώσει στον χρόνο, στον βωμό της κοινωνικής καταξίωσης, σαν να υπάρχει δηλαδή κάπου κι αν την ξαναεπισκεφτούμε, όλα θα είναι ακριβώς όπως πριν. Μοιαζουν με ανθρώπους που η σιωπή σαν σκόνη κάθεται πάνω τους, κανένας όμως δεν κάνει την παραμικρή κίνηση να την τινάξει. Άξαφνα με έναν αέρα θλιμμένης παραίτησης, τα κύματα του χρόνου τη σκίζουν σαν αστραπή. Το παρελθόν τους, ωστόσο, τους είχε ολότελα απαρνηθεί, εκείνοι όμως είναι αδύνατο να το διαγράψουν, ενώ το παρόν τους δε τους προσφέρει παρά ένα ισχνό πάτημα.
H “Συνάντηση” είναι έργο που αποδεικνύει πως ένα πλέγμα συνηθειών και υποχρεώσεων, με τη συνοδή προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει όπως οι άλλοι απαιτούν από αυτόν εντός μιας κοινωνία που εγκλωβίζει καταρχήν τα μέλη της σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία, συχνά αλλοτριώνουν τον άνθρωπο και τον απομακρύνουν από καθετί που εκείνος επιθυμεί για τη ζωή του, υπενθυμίζοντας έντονα το ποίημα του σπουδαίου ποιητή:
Κωνσταντίνος Καβάφης «Τα Παράθυρα»
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά ‘βρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θά ‘ναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ‘βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θά ‘ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Η παράσταση
Όλα αυτά, βέβαια, διαδραματίζονται στη σκηνή του θεάτρου Αμαλία μέσα από ένα κωμικό εν γένει πρίσμα, που το ίδιο το έργο επιτρέπει -σχεδόν επιβάλλει-, καθώς τα πιο σοβαρά πράγματα γίνονται καλύτερα αντιληπτά και πιο ισχυρά όταν λέγονται με αστείο τρόπο.
H σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη πιο συγκεκριμένα είναι σπουδαία. Αξιοποίησε δεξιοτεχνικά και εν πολλοίς, τον έντονα προβοκατόρικο – συγκρουσιακό χαρακτήρα του έργου, και παρουσιαζει τους ήρωες, με όλες τους τις νευρώσεις, τις ριζωμένες προκαταλήψεις και τη ζωτική ανάγκη τους για κοινωνική και υπαρξιακή αποκατάσταση – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τόνισε δε, σε σημαντικό βαθμό το συναισθηματικό αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της έπιασαν το δίχως άλλο τόπο.
Το σκηνικό της Σοφίας Νικολαΐδη αποτελείται από έναν δεξιοτεχνικά φορτωμένο με διάφορα αντικείμενα χώρο, που θυμίζει πολύ εύστοχα ένα εγκαταλελειμένο θέατρο . Οπτικοποίησε συνεπώς ευθύβολα όλη την απωθημένη παθητικότητα και αδράνεια των ηρώων, την οποία μαρτυρά υπόρρητα και υποβλητικά η μαξιμαλιστική της σκηνογραφία σε λευκό και μαύρο χρώμα. Η εξωτερική δε, «ακαταστασία» καταδεικνύει με τον πιο παραστατικό τρόπο την εσωτερική ανισορροπία και συγκρουση που βιωνουν οι ήρωες εντός τους καθώς και την αντιληπτική τους διαστρέβλωση. Τα κοστούμια που επιμελήθηκε αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος και στον χρόνο συγγραφής του έργου. Κυριαρχεί το γκρι χρώμα στα κοστούμια, διάφορες αποχρώσεις του γκρι που έρχονται να τονίσουν το σκεπτικό των ηρώων. Οι ήρωές μας βλέπουν τη ζωή πότε άσπρη, πότε μαύρη και πότε γκρι, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να τη βλέπουν πολύχρωμη, όπως και το πουλόβερ που πλέκει και δωρίζει ο Τobi στη Lisa.
Συγχρόνως, οι περίτεχνες φωτοσκιάσεις του Θύμιου Γουδέλη συνεπικουρούν το τελικό αποτέλεσμα και λειτουργούν ως δραματικός παράγοντας που ενισχύουν τις υπαρξιακές συγκρούσεις των δρώντων προσώπων, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην εξαίσια μουσική του Διονύση Τσακνή. Πολύ σπάνια άλλωστε οι σκηνοθέτες αφήνουν χώρο στη μουσική να μετουσιωθεί σε σκηνικό δρώμενο. Συνήθως δε, η μουσική «ντύνει» διακριτικά κάποια δράση, κάποιο συναίσθημα. Εδώ σχεδόν πρωταγωνιστεί, απλώνοντας ενώπιόν μας ένα μουσικό χαλί που μετακινείται από σκηνή σε σκηνή με καλούς ρυθμούς, χρώματα, σημάνσεις και επισημάνσεις.
Ερμηνείες
Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, πολύ καλή καταρχήν σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, άπαντες οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν επί σκηνής και συναρπάζουν. Ο Κιμούλης δούλεψε με τον καθένα ξεχωριστά και με όλους μαζί κατορθώνοντας να στήσει δεξιοτεχνικά όχι μόνο ανθρώπους με ιδιαιτερότητες, αλλά και να απεικονίσει με απαράμιλλη ενάργεια μια ολόκληρη συνθήκη.
Ο Γιώργος Κιμούλης πιο συγκεκριμένα ζωγραφίζει το πορτρέτο του πάλαι ποτέ φημισμένου χορευτή με μια υποδόρια εύθυμα ηδονική και περιπαικτική διάθεση, ποτισμένη με την αίσθηση της απαρτίωσης και αποφασισμένου να μείνει πιστός στη δική του ιδιαίτερη οπτική. Ρολίστας ευρέου φάσματος, κράτησε θαυμαστά το μέτρο και σε καμιά στιγμή δεν υπέκυψε στο δέλεαρ της εκφραστικής ευκολίας ή της υπερβολής. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία.
Παράλληλα, ο φλογερός, μαχητικός, αψύς αστυνομικός Mike, ενσαρκώθηκε από τον Στάθη Παναγιωτίδη με αφοπλιστική άνεση, εκφραστικότητα και αναμφήριστη επιδεξιότητα, ανταποκρινόμενος υφολογικά πλήρως στον εκρηκτικό χαρακτήρα του πληγωμένου παιδιού εγκλωβισμένου στο σώμα ενός ενήλικα, καθηλωμένου στην ψυχολογική κατάσταση του γονέα, ευάλωτου νάρκισσου.
Η Άννα Μονογιού υποδύθηκε με ευαισθησία και σεβασμό και ακραιφνή τρυφερότητα τον ιδιαίτερο ρόλο της Lisa, σύνευνου του Mike. Σωματοποίησε πλήρως τον ρόλο της τρυφερής, συνεξαρτώμενης συντρόφου, παραδίδοντάς μας μια καθόλα σωστή ερμηνεία.
Συμπερασματικά
Εν κατακλείδι, «Η Συνάντηση» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη παρουσιάζεται σε μια δεινή εκδοχή από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους όντως θεατρόφιλους. Ο λόγος του σπουδαίου Belber ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για το ανεκπλήρωτο της πίστης των ανθρώπων στην αλλαγή και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης που καταρχήν κατατρέχει, κατατρύχει και τελικά κατακυριεύει τη ζωή των ανθρώπων. Να πιστεύει άλλωστε κανείς δίχως απτές αποδείξεις, είναι το είδος της πίστης που έχει αδήριτη ανάγκη ο άνθρωπος, προκειμένου να συνεχίσει να εργάζεται για την εξασφάλιση της μελλοντικής του ευτυχίας, ενώ συγχρόνως έχει θεμελιώδη επίγνωση της παροντικής του δυστυχίας.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.