ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ ” ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΑΡΓΚΑΝΗ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Η ατμοσφαιρική νουβέλα «Λευκές Νύχτες», που γράφτηκε το 1848 έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στη μικρή οθόνη, τόσο στη ρωσική όσο και στην ευρωπαϊκή. Επιπλέον, το έργο έχει μεταφερθεί στο ρωσικό κινηματογράφο το 1992. Αργότερα έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία και στο Χόλυγουντ. Στην Ελλάδα δε, έχει διασκευαστεί λίγες φορές για το θέατρο.
Το έργο
Οι Λευκές νύχτες κλείνουν φέτος τα 174 τους χρόνια: η νουβέλα, γραμμένη το 1848, σε μια κομβικής σημασίας χρονιά για τον δημιουργό του έργο, αφού το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο δε λείπει από καμία ιστορία του Ντοστογιέφσκι, είναι αρκετά ξεχωριστό και θυμίζει ελάχιστα τα μεγάλα επόμενα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι. Ιδιαίτερο θέμα, ποιητική γλώσσα, σχεδόν εύθυμη εικόνα της καλοκαιρινής Πετρούπολης. Όποιος βέβαια γνωρίζει την Αγία Πετρούπολη, οφείλει να παραδεχτεί πως οι λευκές νύχτες, ήτοι οι ανέσπερες τρεις εβδομάδες, 11 Ιουνίου με 2 Ιουλίου, όταν η νύχτα αποστρέφει το μαύρο πέπλο της, είναι η καλύτερη εποχή της πόλης, παγωμένη τον χειμώνα και βροχερή όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Αυτές οι τρεις εβδομάδες λοιπόν είναι συγχρόνως και η άνοιξη, και το καλοκαίρι. Οι λευκές νύχτες ωσαύτως αναπληρώνουν την έλλειψη του ήλιου και ωθούν τις ψυχές να ανθίσουν και τους ανθρώπους να ονειρεύονται να γίνουν «ζωγράφοι της ζωής τους κάθε ώρα σύμφωνα με το δικό τους σχέδιο», όπως έγραφε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι. Η μοναξιά των μεγαλουπόλεων δεν επινοήθηκε σαφώς από τον συγγραφέα· μόνο που οι έννοιες της μοναξιάς και της μοναχικότητας ορίζονται ως διαφορετικές. Στις μεγαλουπόλεις δε του Βορρά, με συνθήκες μικρής ημέρας και μεγάλης νύχτα, στις ζοφερές σοφίτες και τα μισθωμένα διαμερισματάκια, νοτισμένα με τη μυρωδιά του φθηνού φαγητού, το αίσθημα της εγκατάλειψης και της δυσβάστακτης ορφάνιας ως εικός γιγαντώνεται επικίνδυνα… Έτσι κι εδώ, μέσα από την περιγραφή της πόλης, το έντονα αστικοποιημένο τοπίο και την αίσθηση της αναταραχής μεταφέρεται υπόρρητα το μήνυμα των ραγδαίων αλλαγών που έφερνε ο επαναστατημένος λαός στη Ρωσία και τη Μολδαβία, εκείνη την περίοδο. Μια υπέροχα γλαφυρή περιγραφή σε συνδυασμό με λυρικούς διαλόγους, σε μια μορφή που μοιάζει με εναλλαγή θεατρικών μονολόγων. Η πένα του άλλωστε μοιάζει να αναζητά πάντα το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, τα πάθη και τα βάσανα του ανθρώπου.
Η υπόθεση
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αγία Πετρούπολη, μια πόλη που θα παίξει μοιραίο ρόλο για τους ήρωες του έργου. Ενας εικοσιεξάχρονος νέος, μοναχικός και ονειροπόλος, ο οποίος δεν κατονομάζεται, περιπλανιέται μια λευκή νύχτα στην Πετρούπολη που έχει ερημώσει καθώς όλοι ξεσηκώθηκαν και πήγαν να ξεκαλοκαιριάσουν στην εξοχή. Στην προκυμαία του καναλιού, πολύ κοντά στα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα και κλαίει. Ο Ονειροπόλος διασχίζει την Πετρούπολη χωρίς κανένα σκοπό, παρακολουθώντας σαν μέσα από κλειδαρότρυπα τις ξένες ζωές, βασανιζόμενος από την αδυναμία να κάνει μια γνωριμία, μια αληθινή σχέση, και η Νάστινκα περιπλανιέται μες στη νύχτα με την ελπίδα να συναντήσει τον αγαπημένο της, που της υποσχέθηκε να επιστρέψει για να την πάρει μαζί του. Σ’ αυτή την Πετρούπολη ζουν ο Ονειροπόλος και η Νάστινκα, ένας μοναχικός γραφιάς, που πιάνει φιλίες με τα κτήρια της Αγίας Πετρούπολης, και η 17χρονη ορφανή Νάστινκα, που κατοικεί με την τυφλή γιαγιά της, η οποία την κρατάει αιχμάλωτη στο σπίτι, στην κυριολεξία καρφιτσωμένη στη φούστα της. Αμφότεροι είναι ανελεύθεροι, φυλακισμένοι, ο Ονειροπόλος μεταφορικά, δεσμώτης του ψυχαναγκασμού του, αλλά και της ζωής του, ασυμβίβαστης με τις ευαισθησίες του, και η Νάστινκα κυριολεκτικά. Μια τυχαία, ωστόσο, συνάντησή τους σε μια από τις γέφυρες της πόλης μέσα στις λευκές νύχτες, θα σταθεί η αιτία να ωθήσει τον Ονειροπόλο ακόμα πιο βαθιά στο πηγάδι της μοναξιάς, και τη Νάστινκα προς τη διακαή. Κάποιο μυστικό βασανίζει τη σκέψη της κοπέλας και αποφασίζει να το εμπιστευτεί στον νέο. Η καρφιτσωμένη στη φούστα της γιαγιάς Νάστινκα έχει ήδη λάβει την απόφασή της, έχει ήδη κάνει την επανάστασή της, προσφέροντας στον νεαρό νοικάρη της γιαγιάς της την καρδιά και το χέρι της με την προσδοκία να την οδηγήσει στην ελευθερία και την αληθινή ζωή. Ο αγαπημένος της αργούσε να φανεί και, εκείνη την πρώτη νύχτα μάταιης προσμονής και απελπισίας για τη Νάστινκα, τη συνάντησε ο Ονειροπόλος. Η κοπέλα ήταν στ’ αλήθεια δυστυχισμένη και ο νεαρός διατελούσε σε κατάσταση εικονικής μέθης, αντανακλώντας το φως που χύθηκε πάνω του σαν καταρράκτης, της πραγματικής ευτυχίας άλλων Πετρουπολιτών. Του δίνει ραντεβού για την επόμενη νύχτα, με έναν όρο όμως: να μην την ερωτευτεί… Πολλές φορές όμως μια υπόσχεση στέκει ως προοικονομία. Κι όποιος μπορεί να μοιραστεί ζωή μπορεί ίσως και να μην είναι μόνος.. . Καθώς λοιπόν οι λευκές νύχτες περνούν και η αναμονή της Νάστενκα δεν την οδηγεί στην ευτυχία, αρχίζει και εκείνη να υφαίνει άλλα όνειρα,να φαντάζεται πως θα ερωτευτεί τον συνομιλητή της. Από ανθρώπινη ανάγκη, απογοήτευση, από συμπάθεια, ίσως συμπόνια. Δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας κατάστασης. Την τελευταία εντούτοις την τέταρτη λευκή νύχτα, οι ρόλοι θα αντιστραφούν: η Νάστινκα θα ζήσει μια πραγματική ευτυχία, όταν νιώσει ότι σχιστήκανε άξαφνα τα βήλα της ομίχλης που σκέπαζαν τα πάντα γύρω της, τη στιγμή ακριβώς που ακούγεται μια φωνή να λέει το όνομα της Νάστενκα, να την αναζητά! Μία που είδε τη σκιά και μία που έτρεξε κοντά του. Ο αγαπημένος είχε επιτέλους φτάσει και εκείνη είχε ξεχάσει, ενώ ο ήρωάς μας, γερασμένος, με τα πολυκαιρισμένα κτήρια γύρω του, έμεινε καθηλωμένος στην πραγματικότητα της ονειροπόλησης. Θα βυθίζεται ξανά και ξανά σε μια εικονική δυστυχία… Έμεινε μόνο ο πόθος μεσα του αιχμάλωτος σαν πουλί στο σακί που κάπου κάπου ξυπνάει και χτυπάει τα φτερά του…
Η παράσταση
Η ελπίδα, η ματαίωση, το όνειρο, η φυγή, η ψυχική ορφάνια, η παρουσία του άλλου και το σημερινό αίτημα για κοινωνική αποδοχή συγκρούονται και ταυτόχρονα γεννούν και τρέφουν την έλξη που ενώνει τους δύο ήρωες. Η παράσταση αναζητά κάτω από τη μετωπική και θυελλώδη συνάντηση των δύο ηρώων τα ημιτόνια και αγωνίζεται να διατηρήσει τα ερωτήματα ανοιχτά. Μία παράμετρος, εντούτοις παραμένει σταθερή: η ηρωΐδα στις Λευκές νύχτες είναι πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη από τον ήρωα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Γι’ αυτό και έχει όνομα -τη λένε Νάστινκα- σε αντίθεση με τον ήρωα, που, παρόλο που το μυθιστόρημα γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο -στο δικό του πρόσωπο- αποκαλείται απλά και αόριστα Ονειροπόλος, άνθρωπος χωρίς όνομα και χωρίς ιστορία, ένας μετεωρίτης στη ζωή των άλλων και στη δική του. Ο Ντοστογιέφσκι ως εκ τούτου σαν να προέβλεπε την εποχή των μαλθακών ανδρών και δυναμικών γυναικών, που γεννάει η εποχή της αντίδρασης, έκανε βαθύτατη ψυχανάλυση ανθρώπων που δεν τσαλακώνουν λουλούδια, αλλά τα μαραίνουν σιγά σιγά, περιβάλλοντάς τα με μια στείρα, ιδεατή αγάπη, που δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα. Παρόλα αυτά, αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι σμίγουν. Για την ακρίβεια, ο ένας επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί από τον άλλο· σαν δύο παραπόταμοι που συγκλίνουν και τελικά ενώνονται με το μεγάλο ρεύμα της ζωής, που αναπόφευκτα πηγαίνει μπροστά.
Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυδιάστατου, πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, γιατί ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική διαχείριση. Ως εκ τούτου, η «απόσταση» και η διάθλαση της ιστορίας μετουσιώνεται σε ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με φιλοσοφικά θεατρογραφήματα. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις της αβίωτης ζωής…Με φαινομενικά σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το συναισθηματικού χαρακτήρα έργο, μπορεί εύκολα να εκτραχυνθεί και να καταλήξει σε φιάσκο. Και από αυτήν την άποψη ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα, διδάσκοντας τους ρόλους επάνω σε δύο άξονες: έναν δραματικό (αλά Στανισλάφσκι) και έναν μεταδραματικό (αλά Μπρεχτ). Ως εκ τούτου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν απτός αναδιατάσεται και ξεδιπλώνεται στις υπαίθριες συναντήσεις των δύο πρωταγωνιστών. Η σκηνοθετική οπτική του Κωνσταντίνου Ασπιώτη πάνω στο σπουδαίο έργο του Ντοστογιέφσκι του ερείδεται καταρχήν στα αρχετυπικά υλικά της θεατρικής σύμβασης: τους ηθοποιούς, το σανίδι, τα φώτα και τη μουσική. H απλή άλλωστε και λιτή σκηνογραφία, όπως και οι περίτεχνοι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά Φαμέλη, καθώς και τα προσήκοντα κοστούμια των ηθοποιών σε επιμέλεια της Ηλένια Δουλαδίρη τα οποία δεν ευνοούν τον εντυπωσιασμό του κοινού από τον καλλιτεχνικό φόρτο και την αισθητική εκζήτηση, αλλά (το αντίθετο μάλιστα), αποθαρρύνουν τον εκμαυλισμό της συνείδησής του, καθώς επιτρέπουν με περιτεχνο τρόπο την πρόκληση και συνεπίκρουρη ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού. Παραπέμπουν στην τρέχουσα ενδυμασία της εποχής, ενώ συνάμα δικαιώνουν και οπτικοποιούν σε τέλειο βαθμό το πνεύμα αυτής. Συνάμα η εξαιρετική μουσική που επιμελήθηκε ο Στάμος Σέμσης μετουσιώνεται σε σκηνικό δρώμενο που λειτουργεί ως δραματικός παράγοντας που ενισχύει τις υπαρξιακές συγκρούσεις των δύο ηρώων.
Ερμηνείες
Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, πολύ καλή καταρχήν σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, αμφότεροι οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν επί σκηνής και συναρπάζουν.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, πιο συγκεκριμένα ζωγραφίζει το πορτρέτο του Ονειροπόλου με μια υποδόρια εύθυμα ηδονική και περιπαικτική διάθεση, ποτισμένη με την αίσθηση του μέτρου, προσανατολισμένος σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία. Ο ικανότατος ηθοποιός με μέτρο, αξιοθαύμαστη προσήλωση και σεβασμό ενσαρκώνει τον ρόλο του Ονειροπόλου, δίνοντας πνοή σε έναν φαινομενικά απλό χαρακτήρα, αλλά ιδιαιτέρως σύνθετο στην πραγματικότητα .
Παράλληλα, η φλογερή, διψασμένη για λύτρωση και ζωή Νάστινκα, ενσαρκώθηκε από την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, με αφοπλιστική άνεση, εκφραστικότητα και αναμφήριστη επιδεξιότητα, ανταποκρινόμενη υφολογικά πλήρως στον ρόλο της.
Συμπερασματικά
Εν κατακλείδι, «Οι λευκές νύχτες» σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη παρουσιάζεται σε μια δεινή εκδοχή από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους όντως θεατρόφιλους. Ο λόγος του ανυπέρβλητου Ντοστογιέφσκι ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για το ανεκπλήρωτο της πίστης των ανθρώπων στην αλλαγή που καταρχήν κατατρέχει, κατατρύχει και τελικά κατακυριεύει τη ζωή των ανθρώπων…ο καθένας μας φυσικά θα διαβάσει το συναισθηματικό μυθιστόρημα του 26χρονου Ντοστογιέφσκι με τον δικό του τρόπο: κάποιος εκπαιδευμένος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θα δει στο πρόσωπο της Νάστινκα μια αδίστακτη νεαρά, που απεγνωσμένα ψάχνει για προστάτη, για σωσίβιο, και σαν επαρχιώτισσα, που θέλει να πετάξει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας, είναι έτοιμη να ακολουθήσει τον πρώτο τυχόντα, κάποιος άλλος θα δει στο πρόσωπο του Ονειροπόλου έναν άνδρα-αράχνη: κάνοντας στην αρχή το νεαρό κορίτσι να τον λυπηθεί και μετά γεμίζοντάς το ενοχές, προσπαθεί να την τραβήξει στο δικό του γλιτσερό ιστό. Απογυμνωμένο βέβαια από τα λογοτεχνικά δομικά μέρη του, το μυθιστόρημα γίνεται μια απλή, καθημερινή ιστορία. Η ουσία είναι ότι Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αναλύει με μία απλή ιστορία δύο ανθρώπων που έτυχε να συναντηθούν, τη μαγεία της αντίθεσης «αισθάνομαι» και «ζω», η οποία χαριτώθηκε να παρασταθεί από ικανότατους υπηρέτες του θεάτρου…
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.