TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΜΙΚΡΑ ΣΥΖΥΓΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ” ΤΟΥ ERIC-EMMANUEL SCHMITT ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Eric-Emmanuel Schmitt (Ερίκ Εμανουέλ-Σμιτ) (1960 -)  είναι πολυγραφότατος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, τα έργα του οποίου είναι γνωστά σε ολόκληρο τον κόσμο: τα βιβλία και τα θεατρικά του έχουν μεταφραστεί σε 45 γλώσσες και έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς και έχει τιμηθεί με πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία.

Το έργο

Η συμβίωση και ωσαύτως η συζυγική ζωή είναι ένα ανεξάντλητο θέμα που έχει εμπνεύσει διαχρονικά πολλούς συγγραφείς. Ο Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ (Eric-Emmanuel Schmitt) καταπιάνεται με αυτό το περίπλοκο, αλλά φαινομενικά απλό θέμα και καταδύεται στα αβυσσαλέα βάθη της αρχετυπικής σχέσης των ηρώων του, με το έργο «Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα», το οποίο ουσιαστικά είναι μια πραγματεία πάνω στη συζυγία, ένας φιλοσοφικός κυκεώνας για την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τις  ανθρώπινες σχέσεις. Ένας γάμος, όπως μας έχει ενδοβληθεί άλλωστε  είναι η ένωση δύο ανθρώπων που αγαπιούνται και ποθούν πολύ ο ένας τον άλλον. Μήπως όμως, κατ’ ουσίαν, πρόκειται στην πραγματικότητα για θανάσιμες σχέσεις, καθώς προϊόντος του χρόνου καταλήγουν  ο ένας να επιθυμεί διακαώς, για ποικίλους λόγους, την εξόντωση του άλλου; Τι είναι άραγε πραγματικά αυτό που οδηγεί δύο ανθρώπους στην απόφαση να παντρευτούν; Η αγάπη, το πάθος ή μήπως η επιθυμία, αρχικά,  να συμπορευτούν με κάποιον μέσα στην κοινωνία, αλλά στη συνέχεια καταλήγουν να αλληλοσπαράζονται; Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει ο Γάλλος συγγραφέας, τόσο ο πόθος, όσο και η αλληλοεξόντωση προϋποθέτουν και εμπεριέχουν τη βία. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Έρικ-Εμμάνουελ Σμιτ (Éric-Emmanuel Schmitt)«όταν βλέπετε έναν άνδρα και μια γυναίκα στο γκισέ του ληξιαρχείου, αρχίστε να αναρωτιέστε ποιος από τους δύο είναι ο δολοφόνος». 

Ο συγγραφέας στα Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα (2004), όπως και στις Αινιγματικές παραλλαγές (1996) βάζει έναν άνθρωπο να ανακαλύπτει τον άπειρα μυστηριώδη χαρακτήρα ενός άλλου. Η διαφορά στα δύο έργα έγκειται στο ότι στις Αινιγματικές Παραλλαγές, ο χαρακτήρας έρχεται αντιμέτωπος με την καταστροφή ως αποτέλεσμα της εμπειρίας του ενώ, στα Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα, η διαύγεια του χαρακτήρα του ενός του δίνει την δυνατότητα να αποδεχτεί τον άλλον και να δημιουργήσουν μια σχέση που είναι βέβαιη μέσα στην αβεβαιότητα του έρωτα. Τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει είναι αυτά στα οποία αγωνίζονται να δώσουν ζείδωρες απαντήσεις τα ζευγάρια στη μικρή ή μεγάλη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, αλλά τα οποία κατά κανόνα μένουν αναπάντητα μέχρι να τους χωρίσει η ζωή ή ο θάνατος. Πολλά άλλωστε  ζευγάρια θα αναγνωρίσουν κομμάτια της σχέσης τους στο έργο, και η θέση του συγγραφέα, αν και βαθιά απαισιόδοξη, τελικά συμβιβάζεται με την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για συνύπαρξη.

Ο Σμιτ, με σαφείς επιρροές από τον Στρίντμπεργκ, αλλά ως Γάλλος και δη γνήσιος απόγονος του Μαριβώ, γνωρίζει να χειρίζεται με χειρουργική δεξιοτεχνία τη μαύρη κωμωδία και να ελαφραίνει την ατμόσφαιρα.  Πρόκειται για ένα έργο δίχως ιδιαίτερη πλοκή, ούτε πολλά πρόσωπα. Επικεντρώνεται σε δύο μόνο ηθοποιούς  επί σκηνής, γεγονός που επιτρέπει τόσο στους ηθοποιούς, όσο και στους θεατές να βάλουν πολλή απ’ τη δική τους προσωπικότητα. Επιτελεί επομένως την αρχέγονη λειτουργία του θεάτρου, η οποία, και κατά τον Αριστοτέλη, είναι ο αντικατοπτρισμός της αληθινής ζωής στη σκηνή του θεάτρου.

Η υπόθεση

Γραμμένο το 2004, το έργο παρακολουθεί την ιστορία του Ζιλ και της Λίζα, ενός ζευγαριού που συμβιούν πολλά χρόνια (20)  ως ζευγάρι. Έπειτα από ένα ατύχημα που είχε, ο Ζιλ επιστρέφει στο σπίτι του υγιής μεν σωματικά, εντούτοις με ολική απώλεια μνήμης. Τον συνοδεύει η γυναίκα του η Λίζα, η οποία θα γίνει το προσωρινό του στήριγμα στην αγωνιώδη του προσπάθεια να ξαναθυμηθεί και να επανασυνδεθεί με το παρελθόν του. Η αναζήτηση αυτή και η κατάδυση στο χαμένο παρελθόν θα εκκινήσει από κάποια απλά, καθημερινά στοιχεία της μεταξύ τους σχέσης και θα συνεχίσει βαθύτερα, αγγίζοντας ευαίσθητες ψυχολογικές χορδές του διπόλου άντρα-γυναίκας, προσπαθώντας παράλληλα να καταδείξει ποια μπορεί να είναι τα στοιχεία εκείνα που τους ενώνουν και ποια εκείνα που τους χωρίζουν. Ποιος όμως είναι ο αληθινός μας εαυτός μέσα σε έναν γάμο;  Eίμαστε άραγε αυτό που πιστεύει ή θέλει να πιστεύει το άλλο μας μισό ή απλώς δε μας γνώρισε ποτέ; Ή μήπως ακόμα προσπαθεί να μας επινοήσει εκ νέου; Αλήθειες, ψέματα και στο τέλος, η αγάπη και η επιθυμία είναι αυτά που υπάρχουν σε έναν γάμο. Ή ίσως και όχι;

Η παράσταση

Η εν γένει δυσλειτουργική συγχώνευση και το σημερινό αίτημα για κοινωνική αποδοχή, για το βλέμμα του άλλου, συγκρούονται και ταυτόχρονα γεννούν και τρέφουν την έλξη που ενώνει τους δύο ήρωες. Η παράσταση αναζητά κάτω από τη μετωπική και θυελλώδη σύγκρουση της συνύπαρξης τα ημιτόνια και αγωνίζεται να διατηρήσει τα ερωτήματα ανοιχτά. Αυτό άλλωστε ζητά από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς το ιδιαιτέρως εύθραυστο και εξομολογητικό έργο του σπουδαίου συγγραφέα. Το καθιστικό είναι ταυτόχρονα ανοιχτό και κλειστό στον δημόσιο χώρο, πότε περιχαρακώνεται, πότε γίνεται παράθυρο στον κόσμο. Ο σκηνικός χώρος είναι το εσωτερικό τοπίο των δύο συντρόφων, μέσα από τα μάτια των θεατών, το «σπίτι» το δημοφιλέστερο «κτίσμα» στην ιστορία του μοντέρνου θεάτρου (το κτίσμα που αντικατέστησε το παλάτι).

Ο Σωτήρης Τσαφούλιας σκηνοθετεί την παράσταση, στοχεύοντας μέσα από την προβληματική της να καταδείξει ότι αυτή αφορά την πραγματική ζωή, ότι καταγράφει θέματα που τα περισσότερα ζευγάρια αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν και θέλοντας να προκαλέσει το θεατή να ταυτιστεί (μερικώς έστω) ή τουλάχιστον να προβληματιστεί τόσο με τις φωτεινές στιγμές των δύο πρωταγωνιστών, όσο και με τις σκοτεινές τους. Έστησε ωσαύτως μια παράσταση η οποία έχει μυστήριο, βάθος, ανατροπές, χιούμορ, αγωνία, αλήθειες, πάθος. Με γρήγορο ρυθμό, αλλά και περιθώριο για τις απαραίτητες ανάσες, η σκηνοθεσία αφήνει στον θεατή χρόνο για να αναλογιστεί τη δική του αλήθεια, καθώς παρακολουθεί τη ζωή των Ζιλ και Λίζα. Αποφεύγει  επιμελώς να εκφυλιστεί σε μια ρομαντική κομεντί, διατηρώντας συνάμα το χιούμορ των χαρακτήρων, δίχως να φοβάται να δώσει άπλετο χώρο στις αλήθειες και τις αντιπαραθέσεις και χρησιμοποιεί τις ανατροπές για να κλιμακώσει το ρυθμό και την ένταση των λόγων και των παραγόμενων συναισθημάτων. Οι παύσεις και οι σιωπές είναι εμφατικές και δίνουν ένα στίγμα κατανόησης, σκέψης και αναζήτησης διεξόδων και λύσεων.

Αλληλοσυμπληρωματικοί (διόλου τυχαίο άλλωστε ότι το όνομα του ενός εμπεριέχει το όνομα άλλου), αλλά και εντελώς αντίθετοι, βαθιά μοναχικοί και βαθύτερα συντροφικοί, έκαναν το λάθος να πάρουν ο ένας τον άλλον ως δεδομένο. Παρόλα αυτά, αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι σμίγουν. Για την ακρίβεια, ο ένας επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί από τον άλλο·σαν δύο παραπόταμοι που συγκλίνουν και τελικά ενώνονται με το μεγάλο ρεύμα της ζωής, που αναπόφευκτα πηγαίνει μπροστά.

Η ψυχολογική ενδοσκόπηση ξεκινά από την επιφάνεια, ενώ συνεχίζεται κλιμακωτά όλο και βαθύτερα, δίχως πρόθεση κριτικής και ψόγου, αλλά με μια διάθεση δημιουργικής διερεύνησης των αιτίων, των δεδομένων, των «θεραπειών» και της όποιας απόδοσης ευθυνών. Το παιδαριώδες, εγωκεντρικότατο, βέβαια ανώριμο παράπονο συνεχίζει απρόσκοπτα να ανοίγει εντός τους σαν άνθος του κακού. 

Ο χρόνος όμως τους αφυπνίζει και το ατύχημα στέκεται ως η αφορμή για να ανακαλύψουν εκ νέου ο ένας τον άλλον. Το Εγώ το αυθεντικό άλλωστε, όχι το κομπλεξικό, το ανακαλύπτεις ως μαργαριτάρι μόνο άμα το εξαφανίσεις. Το δικό τους το Εγώ «ράγισε» λοιπόν, έσπασε μετά το ατύχημα σαν κρύσταλλο από μια υπερηχητική νότα και από κρύσταλλο σκόρπισε σε δεκάδες ξυράφια πάνω στη στάσιμη βαλτωμένη νιότη τους. Αυτή δε η σαρωτική ορφάνια σφυρηλάτησε με τη σειρά της, έναν σπάνιο δεσμό μεταξύ τους την οποία ο σκηνοθέτης κατάφερε να λειτουργήσει ως καθρέφτης προς το κοινό. Για αυτό άλλωστε το κοινό αλληλοεπιδρά με τις αντιδράσεις του με τους ηθοποιούς, καθιστώντας σαφές ότι αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, αφορά και τον «αληθινό» κόσμο.

Κατά συνέπεια στην παράσταση «Μικρά συζυγικά εγκλήματα» του Έρικ Εμάνουελ Σμιτ, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια, μέσα σ’ ένα απλό αλλά γραφικό σκηνικό σπιτιού, κρύβεται και η εσωτερική τους ζωή. Ένα ψυχογράφημα. Μια μελέτη σχέσεων. Για την ακρίβεια στο αληθινό σπίτι των αναμνήσεών τους, ακούγεται η φωνή της Ναταλίας Τσαλίκη που πρέπει όλοι να την αφουγκραστούν. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος μας βοηθάει να διαβάσουμε τους χώρους του σπιτιού, να ξανασκεφτούμε το δικό μας δωμάτιο, όχι  όμως με μισάνοιχτη πόρτα…

H υποβλητική συνάμα και λιτή, συμπεριληπτική σκηνογραφία που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης, καθώς και τα αρμόζοντα κοστούμια των ηθοποιών σε επιμέλεια της Κατερίνας Παπανικολάου, αποθαρρύνουν τον εκμαυλισμό της συνείδησής του, επιτρέποντας με περίτεχνο τρόπο την πρόκληση και συνεπίκρουρη συμμετοχή του που οδηγεί κλιμακωτά στην ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού.

Ο σκηνικός χώρος και η πλατεία από την άλλη ενώνονται σε μια εικαστική συμμετοχική εγκατάσταση που θυμίζει συνεδρία με διάφορα μηνύματα αναφορικά με την ταυτότητα, τη μνήμη και τη σωματικότητα. Ο χώρος ξετυλίγεται δίκην διαλογικής-δραματοποιημένης παρουσίασης, όπου τα διαχρονικά και πανανθρώπινα ψυχογραφικά αιτήματα διεκδικούν δικαίωση και ορατότητα.  πετυχαίνει να συγκεράσει την ιδιομορφία του έργου: Να μπλέξει το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το τοπικό με το παγκόσμιο χαριτώνοντάς μας με μια υψηλης συγκινησιακής φόρτισης,  αισθητική.

Συγχρόνως, οι περίτεχνες φωτοσκιάσεις σε επιμέλεια του Αλέκου Αναστασίου ιδίαςκαι η μουσική σε επιμέλεια του Χρήστου Θάνου συνεπικουρούν το τελικό αποτέλεσμα και λειτουργούν ως δραματικός παράγοντας που ενισχύουν τις υπαρξιακές συγκρούσεις των ηρώων. Με εφόδιο μάλιστα τον ασθματικό λόγο στη σκηνή, οι ηθικοί προβληματισμοί με τους οποίους καταπιάνεται το κείμενο του Schmitt , ανταμώνουν, με αντίλαλη αίσθηση, σε παραλληλισμούς διασταυρώσεων, εξορίζονται και σμίγουν εκ νέου σε υπερβατικά όντα με ένα και μοναδικό σκοπό: να «τελεσιδικήσουν» αναφορικά με τις ματαιώσεις και τις πεποιθήσεις των αφηγητών και να ρίξουν ωσαύτως ανέσπερο φως στα πυκνά σκοτάδια της ψυχοσύνθεσής τους.

Οι ερμηνείες

Με πυρακτωμένη χημεία μεταξύ τους και ακραιφνή φυσικότητα, η Ναταλία Τσαλίκη (Λίζα) και ο Άρης Λεμπεσόπουλος (Ζιλ) αποδίδουν με δεξιοτεχνία την οικειότητα, τη φθορά και την αγάπη που ενυπάρχουν σε αυτό το ζευγάρι. Σε ένα παιχνίδι χωρίς ξεκάθαρους νικητές και νικημένους, οι δυο τους εναλλάσσονται δείχνοντας την αλήθεια μιας έγγαμης συμβίωσης.

Πιο συγκεκριμένα η Ναταλία Τσαλίκη, απόλυτα εστιασμένη στον ρόλο της, ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Πάλλεται καθόλη τη διάρκεια του έργου από την ενέργεια που απαιτεί η στιγμή: Είναι εσωτερική, μετρημένη, δεν παίζει εν ου παικτοίς με τα όρια των γνωσιακών στρεβλώσεων (προσωποποίηση, συναισθηματική λογική) και της συνεξάρτησης και έτσι καταφέρνει να συγκινεί και να κάνει το χιούμορ του έργου να φαντάζει βιτριολικό. Εμβολιάζει το δίχως άλλο την ερμηνεία της με ενέργεια εντυπωσιακή, με ποικιλότητα και επικοινωνιακή αμεσότητα. Έχει τις λύσεις στις αδιόρατες συνειρμικές διαδρομές της ιστορίας ώστε να μας παραδώσει τις ψυχικές και θρηνητικές μεταπτώσεις του, τις κορυφώσεις και τις γειώσεις του, μαζί με μία καλά υπολογισμένη ευθραυστότητα. Κατακτημένη τεχνική και γνήσιο εσώτερο αίσθημα τη χαρακτηρίζουν.

Στο πλευρό της, ο ικανότατος Άρης Λεμπεσόπουλος αποδεικνύεται ισόπαλος συναγωνιστής της: Ενσωματώνει στη σκηνική του παρουσία τους θιασώτες της ανδροπρέπειας. Ο ήρωάς του, ωστόσο, δεν απορρίπτει τη θηλυκή του πλευρά, την anima του, αλλά την εκδηλώνει ποικιλοτόπως και τολμά να συμβιώνει μαζί της.  Με εφόδιό του μάλιστα την πολύ καλή του άρθρωση μας χαρίζει έναν ρόλο πέραν του μέτρου, τον οποίο κατάφερε, παίζοντας με νεανική ορμή αλλά και με μέτρο και καλά κουρδισμένη ταχυλογία, να αναδείξει, κερδίζοντας παράλληλα και τη «συμπάθεια» όλων μας.

Συμπερασματικά, στο θέατρο Αυλαία παρακολουθήσαμε μια συγκλονιστική παρακαταθήκη του σπουδαίου Eric-Emmanuel Schmitt . Η δύναμή του δεν έγκειται στην ποσότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, αλλά στο ξάφνιασμα που προκαλεί η διαφωνία των στιλ. Αποτελεί ένα έργο ορόσημο, διότι μέσω του κεντρικού προβληματισμού του σε συνδυασμό με τον άψογο χειρισμό των εργαλείων της θεατρικότητας, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει νέες μορφές ορατότητας και να προκαλέσει τη σκέψη και την εκ νέου τοποθέτηση πάνω στις βεβαιότητες. Πρόκειται για έργο με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, δοσμένο με θέρμη και ανθρωπιά, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο, για μια πολυσημαίνουσα παράσταση, σε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, αρκούντως ενδιαφέρουσα.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/ThessCulture.gr/

thessculture.gr

https://www.instagram.com/

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/channel/UCN-M-45CYwJZUFtCPb2DwYQ?view_as=subscriber με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.