TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ” ΤΟΥ ΠΙΝΤΕΡ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘ. Π.ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ποιος είναι ο Πίντερ

Ο Χάρολντ Πίντερ (1930-2008) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, ένας δραματουργός που μεταμόρφωσε το σύγχρονο θέατρο μέσα από την οικονομία του λόγου, τις παύσεις που αποκτούσαν σχεδόν μεταφυσική ένταση, και τους διαλόγους που ισορροπούσαν ανάμεσα στο παράλογο και τη σκληρή πραγματικότητα. Το έργο του διακρίνεται από τη σταδιακή αποκάλυψη σχέσεων εξουσίας, την αμφισημία και την έντονη υπαρξιακή απειλή που πλανάται πάνω από τους χαρακτήρες του. Με έργα όπως Ο Επιστάτης, Η Προδοσία και φυσικά Ο Γυρισμός, ο Πίντερ χαρτογράφησε με ακρίβεια το τοπίο της αποξένωσης, της χειραγώγησης και των λεπτών ισορροπιών μεταξύ των ανθρώπων.

Υπόθεση

Ο Τέντι, ένας καθηγητής φιλοσοφίας, επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι στο Λονδίνο, ύστερα από έξι χρόνια απουσίας. Μαζί του φέρνει τη σύζυγό του, Ρουθ. Εκεί τους υποδέχεται η δυσλειτουργική του οικογένεια: ο δεσποτικός πατέρας του, Μαξ, ο θείος του, Σαμ, και τα δύο αδέλφια του, ο βίαιος Τζόι και ο χειριστικός Λένι. Καθώς οι μέρες περνούν, η Ρουθ μετατρέπεται από φιλοξενούμενη σε κυρίαρχη φιγούρα του σπιτιού. Στο τέλος, η ισορροπία δυνάμεων ανατρέπεται ολοκληρωτικά, καθώς οι άνδρες υποτάσσονται στη νέα «βασίλισσα» του σπιτιού, ενώ ο Τέντι αποχωρεί, αφήνοντάς την πίσω.

«Ο Γυρισμός» του Χάρολντ Πίντερ είναι ένα έργο που εμβαθύνει στις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, εξερευνώντας τις δυναμικές εξουσίας, την πατριαρχία και τις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στο πλαίσιο μιας δυσλειτουργικής οικογένειας. Με τη χαρακτηριστική του γραφή, ο Πίντερ δημιουργεί μια «κωμωδία της απειλής», όπου το χιούμορ συνυπάρχει με την υποβόσκουσα ένταση και την αίσθηση του κινδύνου.

Το έργο

Υπάρχουν θεατρικά έργα που μοιάζουν με εκρηκτικούς μηχανισμούς. Κάποια ανατινάζονται με πάταγο, αφήνοντας πίσω τους αποκαΐδια. Άλλα, όπως «Ο Γυρισμός»  του Χάρολντ Πίντερ, λειτουργούν σαν ωρολογιακές βόμβες. Τις ακούς να χτυπούν ρυθμικά, αλλά η έκρηξη έρχεται αργότερα—ίσως στο δρόμο για το σπίτι, ίσως μέρες μετά, όταν αναλογίζεσαι τι ακριβώς είδες. Ο Γυρισμός (1965) είναι ένα από τα πιο πολυσύνθετα και προκλητικά έργα του, ένα οικογενειακό δράμα μεταμφιεσμένο σε παιχνίδι εξουσίας, όπου η γλώσσα δε λειτουργεί μόνο ως μέσο επικοινωνίας αλλά και σαν όπλο χειραγώγησης. Υπάρχουν κείμενα που μοιάζουν με ψυχρά δωμάτια γεμάτα αδιόρατους ψιθύρους. Το θέατρο του Πίντερ δεν είναι βέβαια ποτέ φλύαρο· αντίθετα, λειτουργεί ως μια λαβυρινθώδης σκακιέρα όπου οι κινήσεις δεν είναι ποτέ αθώες. «Ο Γυρισμός» είναι μια αδυσώπητη αναμέτρηση εξουσίας, όπου το παιχνίδι της κυριαρχίας εκτυλίσσεται μέσα στην πιο θεμελιώδη και ταυτόχρονα τοξική δομή: την οικογένεια.

Πίσω από την αμήχανη ευγένεια, τις ασήμαντες κουβέντες και τις παρατεταμένες σιωπές, καραδοκεί η ωμότητα της πατριαρχίας, της ανδρικής ανασφάλειας και της βίας που κρύβεται πίσω από το πέπλο της κανονικότητας. Οι άνδρες της οικογένειας—ο σκληροτράχηλος πατέρας, οι γιοι που πασχίζουν να ορίσουν τη θέση τους, ο θείος που ισορροπεί ανάμεσα στις εκδουλεύσεις και τη σκληρότητα—ζουν σε έναν μικρόκοσμο που ασφυκτιά από επιβεβλημένους ρόλους. Όμως, η άφιξη της Ρουθ, της μοναδικής γυναίκας στο έργο, ανατρέπει τις ισορροπίες. Η ίδια δεν αντιδρά με φωνές ούτε με υστερίες· απλώς υπάρχει, και μόνο η ύπαρξή της αρκεί για να μετατοπιστεί το κέντρο της εξουσίας. Μέσα από την υποβλητική ατμόσφαιρα του Πίντερ, παρακολουθούμε ένα υπόγειο πραξικόπημα—μια ήρεμη, σχεδόν ανεπαίσθητη αλλαγή φρουράς, που όμως αφήνει πίσω της συντρίμμια.

Η δομή της οικογένειας στον Γυρισμό παραπέμπει σε μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, όπως το ερμήνευσε ο Έριχ Φρομ. Ο Μαξ, ως πατέρας και πατριάρχης, προσπαθεί να διατηρήσει την εξουσία του μέσα από τη συνεχή υποτίμηση των γιων του. Ωστόσο, η αδυναμία του να διατηρήσει την απόλυτη κυριαρχία οδηγεί στην απονομιμοποίησή του ως αρχηγού. Οι γιοι του δεν τον φοβούνται, τον περιγελούν και τον ακυρώνουν. Η απουσία επίσης μητρικής φιγούρας εντείνει την κρίση εξουσίας, αφήνοντας έναν κενό χώρο που διεκδικείται ασυνείδητα από όλους. Ο Τέντι, ως ο μόνος γιος που έχει ξεφύγει από το οικογενειακό σύστημα, επιστρέφει μαζί με τη Ρουθ, μια γυναίκα που δεν είναι απλώς σύζυγός του, αλλά μια φιγούρα μητρικής και σεξουαλικής επιθυμίας ταυτόχρονα. Η παρουσία της διαταράσσει πλήρως τη δυναμική της οικογένειας, αποκαλύπτοντας τις ασυνείδητες επιθυμίες και τους καταπιεσμένους ανταγωνισμούς.

 Η Ρουθ είναι η καταλυτική φιγούρα του έργου. Δεν είναι ένα παθητικό αντικείμενο, αντίθετα, ενσαρκώνει τη μοιραία γυναίκα που εισβάλλει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο και ανατρέπει τις ισορροπίες. Μπορεί να διαβαστεί ως το “Κενό Αντικείμενο της Επιθυμίας” με τη λακανική έννοια, καθώς οι άνδρες της οικογένειας προβάλλουν πάνω της τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες τους, μετατρέποντάς την σε μια φιγούρα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Η μεταμόρφωση της Ρουθ από σύζυγο του Τέντι σε μια γυναίκα που εγκαθίσταται στο σπίτι και σταδιακά καταλαμβάνει κεντρική θέση στη δυναμική της οικογένειας είναι το σημείο όπου η εξουσία αντιστρέφεται. Είναι βέβαιο ότι παίρνει τη θέση της Τζέσι, της αποθανούσης μητρός –δεν μπορεί να είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και η Ρουθ έχει τρεις γιους– και ο «γυρισμός» του τίτλου αναφέρεται και σε εκείνην –αν όχι αποκλειστικά σε εκείνην– τη «μητέρα που επέστρεψε» σπίτι. Δίχως να εμπλακεί σε άμεσες συγκρούσεις, σταδιακά αναιρεί την πατριαρχική εξουσία τους, καταφέρνοντας να γίνει η νέα κυρίαρχη δύναμη μέσα στην οικογένεια. Η εξουσία άλλωστε στο έργο είναι καταρχάς φαλλική, στηριγμένη σε λεκτική και φυσική επιβολή. Ο Μαξ προσπαθεί  ωσαύτως να διατηρήσει τον έλεγχο μέσω της προσβολής και της ταπείνωσης, ενώ ο Λένι χρησιμοποιεί μια ψυχρή, υπόγεια χειραγώγηση. Ο Τζόι, ως η πιο ενστικτώδης αντρική φιγούρα, αντιπροσωπεύει την ωμή, σωματική δύναμη. Ωστόσο, η Ρουθ, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να υψώσει τη φωνή της, καταφέρνει να επιβληθεί χρησιμοποιώντας την ελάχιστη γλώσσα, τις μακρές σιωπές της και τη σεξουαλική της ενέργεια. Η τελική της αποδοχή του ρόλου της ως “βασίλισσας” αυτού του σπιτιού είναι αμφίσημη: είναι μια πράξη προσωπικής ενδυνάμωσης ή μια παγίδευση σε έναν νέο ρόλο εξουσιαζόμενης; Αυτή η διφορούμενη θέση εντείνει τη δυσφορία του θεατή και ενσαρκώνει το πιντερικό παράδοξο της εξουσίας και της υποταγής.

Η γλώσσα στον Γυρισμό δε λειτουργεί με τον συμβατικό τρόπο της επικοινωνίας. Αντίθετα, είναι ένα όπλο, ένα εργαλείο εξουσίας. Ωστόσο, η απόλυτη εξουσία συχνά δε βρίσκεται στα λόγια, αλλά στις παύσεις και τις σιωπές. Ο Πίντερ χρησιμοποιεί τη σιωπή ως μέσο ελέγχου, δημιουργώντας μια αφόρητη ένταση μεταξύ των χαρακτήρων. Υπάρχουν έργα που μας κερδίζουν βέβαια με τις λέξεις τους και άλλα που μας αιχμαλωτίζουν με τις σιωπές τους. Στο θέατρο του Χάρολντ Πίντερ, οι σιωπές δεν είναι κενά που περιμένουν να γεμίσουν· είναι ζωντανές, φορτισμένες, επικίνδυνες. Στον Γυρισμό, κάθε παύση λειτουργεί σαν ένα αόρατο πεδίο μάχης, όπου οι χαρακτήρες διεκδικούν έλεγχο, απειλούν, επιβάλλονται ή υποχωρούν. Ο λόγος του Πίντερ δεν είναι φλύαρος, και οι σιωπές του δεν είναι ποτέ αθώες. Οι σιωπές στον Γυρισμό είναι πολύ περισσότερα από κενά μεταξύ των διαλόγων· είναι ενεργά στοιχεία της δραματουργίας του, φορτισμένες με ένταση, απειλή, ειρωνεία ή αμηχανία. Ο Πίντερ υπήρξε ο απόλυτος δεξιοτέχνης της θεατρικής σιωπής, μετατρέποντάς την σε όπλο και πεδίο εξουσίας μέσα στη σκηνική σύγκρουση.

 Οι σιωπές της Ρουθ για παράδειγμα είναι ίσως το πιο ισχυρό της όπλο: δε δίνει άμεσες απαντήσεις, δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις της. Έτσι, αφήνει τους άντρες να προβάλλουν πάνω της τις επιθυμίες τους, χωρίς να τους επιβεβαιώνει ή να τους απορρίπτει ανοιχτά. Η απειλή δεν έγκειται στο τι λέγεται, αλλά σε αυτό που δε λέγεται – στο βλέμμα που δε διαβάζεται, στην κίνηση που δεν ερμηνεύεται.

Η ύπαρξη των χαρακτήρων του Πίντερ είναι καταδικασμένη σε ένα παράλογο, εχθρικό σύμπαν, όπου η γλώσσα και η επικοινωνία αποτυγχάνουν να γεφυρώσουν το χάσμα της ανθρώπινης απομόνωσης. Ο Γυρισμός φανερώνει την έλλειψη αυθεντικής σύνδεσης μεταξύ των χαρακτήρων, καθώς οι διάλογοι τους είναι γεμάτοι υπεκφυγές, υπαινιγμούς και σιωπές που εντείνουν το αίσθημα του υπαρξιακού κενού. Οι χαρακτήρες παλεύουν να διατηρήσουν μια παραίσθηση εξουσίας και σταθερότητας, όμως καταλήγουν να εγκλωβίζονται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι καταπίεσης και αντεκδίκησης.

Παρότι ο Γυρισμός δε φαίνεται να είναι άμεσα πολιτικό έργο, μπορεί να ιδωθεί και υπό το πρίσμα της μετααποικιακής θεωρίας ως ένα δράμα κυριαρχίας και αντίστασης. Η Ρουθ, ως «εισβολέας» σε έναν ανδρικό χώρο, θυμίζει τις αφηγήσεις της αποικιοκρατίας, όπου ο ξένος απειλεί την καθιερωμένη τάξη και, τελικά, τη μεταμορφώνει. Η μετάβαση της Ρουθ από αντικείμενο σε υποκείμενο εξουσίας καθρεφτίζει τη διαδικασία της μετααποικιακής αντεπίθεσης, όπου οι καταπιεσμένοι ξαναδιεκδικούν την ταυτότητά τους και υπονομεύουν τις δομές εξουσίας που τους περιόριζαν.

Ο Γυρισμός είναι ένα έργο που ανατέμνει τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, αποκαλύπτοντας την αγωνία της εξουσίας, τις καταπιεσμένες επιθυμίες και τη διαρκή αναζήτηση της ταυτότητας μέσα σε ένα εχθρικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο Γυρισμός μπορεί να διαβαστεί  σαφώς και ως μια μικρογραφία των ταξικών σχέσεων και της οικονομικής καταπίεσης, όπου το σπίτι του Μαξ λειτουργεί ως μια δομή εξουσίας που αναπαράγει τις ανισότητες. Ο Μαξ, ως πατριάρχης, αντιπροσωπεύει το παρακμάζον κεφάλαιο: ένας πρώην κρεοπώλης, που η εξουσία του παραμένει στα χέρια του μόνο μέσω της βίας και του εκφοβισμού. Ο ίδιος δεν παράγει πια τίποτα, ζει μνημονεύοντας το παρελθόν, αδυνατεί να ελέγξει πραγματικά τους γιους του, και η αυταρχική του παρουσία αποτελεί μια απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης της κυριαρχίας του.

Οι γιοι του – ο Λένυ, ο Τζόι και ο Τέντυ – εκπροσωπούν διαφορετικές ταξικές δυνατότητες: ο Λένυ είναι μπράβος, ένας άνθρωπος του υποκόσμου που χρησιμοποιεί τη σωματική και λεκτική βία για να επιβιώσει, ενώ ο Τζόι, ο ημι-επαγγελματίας πυγμάχος, ενσαρκώνει την ωμή εργατική δύναμη που όμως δεν έχει πλήρη συνείδηση της κατάστασής του. Ο Τέντυ, ο ακαδημαϊκός, έχει φαινομενικά αποδράσει από το σύστημα, αλλά η επιστροφή του υπονομεύει αυτή την παραίσθηση: η διανοητική του ανωτερότητα δεν έχει καμία ισχύ μπροστά στη γλώσσα και τη βία του πατρικού σπιτιού.

Η Ρουθ, σε αυτή τη δομή, μπορεί να ιδωθεί ως μια φιγούρα που ενσαρκώνει τόσο το αντικείμενο της εμπορευματοποίησης όσο και τον τελικό θριαμβευτή του έργου. Οι άντρες του σπιτιού, στην προσπάθειά τους να την εξουσιάσουν, προτείνουν να γίνει μια εκδιδόμενη γυναίκα, αλλά είναι η ίδια που τελικά αποδέχεται τον ρόλο της με όρους δικής της επιλογής. Αντί να είναι η παθητική εργάτρια της οικογενειακής «βιομηχανίας», γίνεται το αφεντικό της δικής της οικονομικής και σεξουαλικής ισχύος. Έτσι, ο Πίντερ αποτυπώνει έναν κόσμο όπου η εξουσία και το χρήμα είναι αλληλένδετα, αλλά και ρευστά, καθώς η καταπίεση μπορεί να ανατραπεί από την ανακατανομή της ισχύος μέσω της επιθυμίας και της διαπραγμάτευσης.

Ο Γυρισμός λειτουργεί, ωστόσο και ως ένα μεταμοντέρνο κείμενο, καθώς διαλύει τις κλασικές αφηγηματικές σταθερές και υπονομεύει κάθε ιδέα σταθερής ταυτότητας. Οι χαρακτήρες δεν έχουν σαφές παρελθόν ούτε καθορισμένο ψυχολογικό βάθος – μοιάζουν με μάσκες που αλλάζουν ρόλους ανάλογα με τις ανάγκες της σκηνής. Ο διάλογος τους είναι γεμάτος επαναλήψεις, κενά, ασαφείς αναφορές, που δε στοχεύουν στην επικοινωνία, αλλά στην αποσταθεροποίηση του θεατή.

Το ίδιο το σκηνικό του σπιτιού μπορεί να διαβαστεί και ως ένας μη-τόπος: μια σκηνή όπου η μνήμη, η ιστορία και η οικογένεια δεν έχουν πραγματική υπόσταση. Ο θεατής δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν όσα λέγονται ισχύουν, καθώς οι χαρακτήρες συχνά διαψεύδουν ή αναδιατυπώνουν την ίδια τους την αφήγηση. Η γλώσσα εδώ δεν είναι εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ένας μηχανισμός χειραγώγησης και πειραματισμού.

Η Ρουθ, ειδικά, λειτουργεί ως ένα ρευστό υποκείμενο, μια ηρωίδα που ξεφεύγει από τα στερεότυπα και τους κλασικούς ρόλους του δράματος. Η μεταμόρφωσή της δεν ακολουθεί μια λογική εξέλιξη, αλλά συμβαίνει σχεδόν μηχανικά, σαν να ήταν πάντα προδιαγεγραμμένη – μια υπαρξιακή ανατροπή που αφήνει τους άντρες του σπιτιού αμήχανους μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα.

Στο τέλος του έργου, δεν υπάρχει μια σαφής λύση ή κάθαρση – το σπίτι παραμένει το ίδιο, αλλά οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Αυτή η αβεβαιότητα και η αποδόμηση της δομής καθιστούν τον Γυρισμό ένα έργο που ταιριάζει απόλυτα στη μεταμοντέρνα θεατρική παράδοση: μια ιστορία όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, όπου η εξουσία δεν ανήκει σε κανέναν μόνιμα και όπου το ίδιο το θεατρικό γεγονός γίνεται μια ανοιχτή ερμηνευτική άσκηση για τον θεατή.

Ο Μαξ, από την άλλη ως κρεοπώλης, ενσαρκώνει τη βία και τη χονδροειδή επιβολή του ισχυρού πάνω στον αδύναμο. Στο πλαίσιο της οικογένειας, αυτή η λειτουργία μεταφέρεται σε ένα συμβολικό επίπεδο, όπου οι άντρες κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον σε μια αδιάκοπη μάχη για δύναμη και κυριαρχία. Το έργο μπορεί να διαβαστεί συν τοις άλλοις και ως μια κανιβαλιστική αλληγορία, όπου τα μέλη της οικογένειας τρέφονται από τις σάρκες των άλλων, εξαντλώντας και καταστρέφοντας κάθε δυνατότητα πραγματικής συνύπαρξης. Η Ρουθ, αντί να γίνει τροφή για το σύστημα, αντιστρέφει τη διαδικασία, καθιστώντας τους άντρες έρμαια της δικής της νέας εξουσίας.

Ο Γυρισμός του Πίντερ παραμένει ένα έργο ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Από την ψυχαναλυτική διάσταση της οικογενειακής δυναμικής μέχρι τη φεμινιστική, μαρξιστική και υπαρξιστική προσέγγιση, το έργο αναδεικνύει τη ρευστότητα της εξουσίας, την αβεβαιότητα της γλώσσας και τη συνεχή πάλη για κυριαρχία σε κάθε ανθρώπινη σχέση.

Η παράσταση

Υπάρχουν παραστάσεις που έρχονται να μας ταρακουνήσουν και άλλες που σιγοψιθυρίζουν στον νου μας για μέρες, σαν μια επίμονη ηχώ. Ο Γυρισμός του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη, δεν είναι απλώς μια θεατρική εμπειρία, αλλά ένα βίωμα ψυχικής αποσταθεροποίησης, ένας αργός, ύπουλος χορός ανάμεσα στην εξουσία και την παραίτηση, στη λεκτική βία και τη σιωπηλή αντίσταση. Ο Μιχαηλίδης σκηνοθετεί με μαεστρία, αποφεύγοντας τις υπερβολές και αφήνοντας την εσωτερική ένταση του έργου να διογκώνεται σταδιακά. Η σκηνοθεσία του Μιχαηλίδη δεν προσπαθεί να ανακαλύψει ξανά τον τροχό. Σέβεται τη δύναμη του Πίντερ, αφήνοντας τα υπόγεια ρεύματα του έργου να αναδυθούν, φυσικά σαν αρτεσιανό φρέαρ. Οι σιωπές είναι εξίσου εύγλωττες με τις ατάκες και το χιούμορ κόβει σαν βελούδινο μαχαίρι.

  Οι κινήσεις των ηθοποιών είναι υπολογισμένες, οι σιωπές έχουν βάρος, και η σκηνική οικονομία είναι τέτοια που κάθε βλέμμα, κάθε ανεπαίσθητη αλλαγή στον τόνο της φωνής αποκτά σημασία. Η ακινησία γίνεται μια αόρατη απειλή, ένα πνιγηρό παιχνίδι κυριαρχίας που ποτέ δε διατυπώνεται ανοιχτά. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Πέρη Μιχαηλίδη παραμένει πιστή στις κλασικές γραμμές του Πίντερ, αναδεικνύοντας την ένταση και την αμφισημία των χαρακτήρων. Οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνία τους ρόλους τους, ισορροπώντας μεταξύ του κωμικού και του τραγικού, προσφέροντας στο κοινό μια εμπειρία που προκαλεί σκέψη και συναίσθημα.

Ο Γιάννης Μετζικώφ δημιουργεί έναν χώρο που μοιάζει να έχει σταματήσει τον χρόνο. Το σπίτι των πρωταγωνιστών δεν είναι απλώς ένα σκηνικό· είναι ένας μηχανισμός εγκλωβισμού, ένας τόπος όπου οι σχέσεις και οι μνήμες σαπίζουν αργά, αναπαράγοντας τις ίδιες τοξικές δυναμικές. Τα έπιπλα, βαριά και ξεθωριασμένα, η αίσθηση της σκόνης και της εγκατάλειψης, ενισχύουν την ατμόσφαιρα αποσύνθεσης. Τα κοστούμια ακολουθούν την ίδια λογική· αντρικά ρούχα που μοιάζουν να ζυγίζουν περισσότερο από όσο θα έπρεπε, μια Ρουθ που αλλάζει διακριτικά μορφή μέσα από το ένδυμά της, καθώς η θέση της στον κόσμο αυτού του σπιτιού μεταβάλλεται.

Οι φωτισμοί, επίσης υπό την επιμέλεια του Μιχαηλίδη, ακολουθούν τη λογική της ψυχολογικής απογύμνωσης. Το σκοτάδι παρεισφρέει σταδιακά, όπως η απειλή της χειραγώγησης στην ψυχή των χαρακτήρων. Οι εναλλαγές από ψυχρά, σκληρά φώτα σε σχεδόν ασφυκτικές σκιές υπενθυμίζουν διαρκώς πως τίποτα δεν είναι ασφαλές σε αυτήν την οικογένεια. Οι φωτισμοί, ιδιαίτερα στις σκηνές με τη Ρουθ, θυμίζουν το ύφος των νουάρ ταινιών, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, απειλής και υπόγειας έντασης, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην εξαίσια  μουσική επένδυση. Πολύ σπάνια άλλωστε οι σκηνοθέτες αφήνουν χώρο στη μουσική να μετουσιωθεί σε σκηνικό δρώμενο. Συνήθως δε, η μουσική «ντύνει» διακριτικά κάποια δράση, κάποιο συναίσθημα. Εδώ σχεδόν πρωταγωνιστεί, απλώνοντας ενώπιόν μας ένα μουσικό χαλί που μετακινείται από σκηνή σε σκηνή με καλούς ρυθμούς, χρώματα, σημάνσεις και επισημάνσεις.

Αν ο «Γυρισμός» είναι μια μάχη εξουσίας, τότε το ΚΘΒΕ έστησε το ρινγκ με τη δέουσα σοβαρότητα. Εδώ δεν έχουμε φτηνά τρικ ή αχρείαστες υπερβολές. Αντίθετα, έχουμε ένα θέατρο που λειτουργεί ακριβώς όπως πρέπει: με σιγουριά, ακρίβεια και την κρυμμένη απειλή μιας αληθινής σύγκρουσης. Και αυτή η σύγκρουση είναι που κάνει την παράσταση να μένει μαζί σου—μέρες μετά, όταν η σιωπή της αρχίζει να μιλάει ακόμα πιο δυνατά.

Οι Ερμηνείες

Μέσα σε αυτό το πυκνό πλέγμα εξουσίας, σιωπής και υποδόριας βίας, οι ηθοποιοί καλούνται να αποδώσουν χαρακτήρες που κινούνται διαρκώς μεταξύ του ρεαλιστικού και του συμβολικού, του ανθρώπινου και του απειλητικού. Το έργο του Πίντερ δε χαρίζεται σε κανέναν· απαιτεί από τους ερμηνευτές μια εσωτερική ένταση που πυροδοτείται από τα ανείπωτα, τις αμφίσημες παύσεις και τα βλέμματα που λένε περισσότερα από τις λέξεις. Έτσι, η επιτυχία της παράστασης κρίνεται πρωτίστως από την ικανότητα των ηθοποιών να αναμετρηθούν με αυτή τη λεπτοφυή, αλλά πανίσχυρη δραματουργία, αποκαλύπτοντας τις λεπτές αποχρώσεις της εξουσιαστικής πάλης που κρύβεται πίσω από τις πιο καθημερινές φράσεις.  Στημένη με κλασική ακρίβεια, δεν παρεκκλίνει από το γνώριμο μοτίβο της απειλητικής ακινησίας, των υπαινιγμών, της εξουσιαστικής μάχης μέσα στην οικογενειακή αρένα. Εδώ, οι λέξεις είναι ξυράφια που κόβουν, όχι με το αίμα της υπερβολής, αλλά με τη χειρουργική ακρίβεια της αποστασιοποίησης.

Οι ηθοποιοί λειτουργούν ως μηχανισμοί ακριβείας. Ο πατριάρχης-αρπακτικό, οι γιοι-θηράματα (ή μήπως διεκδικητές;) και, φυσικά, η Ρουθ—μια σύγχρονη Ελένη της Τροίας που δεν περιμένει να την πάρουν, αλλά αλώνει το ανδρικό κάστρο χωρίς να κουνήσει ούτε βλέφαρο. Όλα είναι μετρημένα, όλα είναι υπολογισμένα, αλλά τίποτα δεν είναι άψυχο. Αντίθετα, κάτω από την επιφάνεια κοχλάζει μια ένταση σχεδόν δυσβάσταχτη.

Ο Βασίλης Σπυρόπουλος (Μαξ) ενσαρκώνει με περισσή πειστικότητα τον πατριάρχη που άλλοτε φαντάζει ως ένας τραγικά αποτυχημένος άντρας και άλλοτε ως ένα αρπακτικό σε παρακμή. Εμφανίζεται δεσποτικός και αυταρχικός, προσπαθώντας να διατηρήσει τον έλεγχο του σπιτιού του. Η αθυροστομία του και οι απότομες αλλαγές στη διάθεσή του αποκαλύπτουν την εσωτερική του ανασφάλεια και την ανάγκη του για κυριαρχία. Η φωνή του κόβει σαν λεπίδα, και κάθε χειρονομία του είναι μια μάταιη προσπάθεια να διατηρήσει μια εξουσία που του ξεγλιστρά.  Στο ίδιο μήκος κύματος ο Γιώργος Κολοβός (Λένι) είναι αφοπλιστικά υπόγειος στην προσέγγισή του, με ένα σαρκαστικό χαμόγελο που διατηρείται ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Υποδύεται με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία και φυσικότητα τον μεσαίο γιο, έναν άνδρας με σκοτεινές δραστηριότητες, πιθανώς εμπλεκόμενο σε παράνομες υποθέσεις. Είναι χειριστικός και απολαμβάνει να προκαλεί τους άλλους, χρησιμοποιώντας τη γοητεία και την ευφυΐα του για να επιβληθεί.

Ο Θάνος Κοντογιώργης (Σαμ) είναι η εύθραυστη γέφυρα που προσπαθεί να κρατήσει την οικογένεια μακριά από την πλήρη διάλυση.  Zωγραφίζει με  αυθεντικότητα, εκφραστικότητα και αναμφίλεκτη επιδεξιότητα  τον αδελφό του Μαξ, έναν οδηγό ταξί που ζει μαζί τους. Είναι ο πιο ήπιος χαρακτήρας, συχνά προσπαθώντας να διατηρήσει την ειρήνη στην οικογένεια. Ωστόσο, η θέση του είναι περιθωριακή, και οι προσπάθειές του συχνά αγνοούνται ή απορρίπτονται.  Αντιθέτως ο Μάνος Γαλανής (Τζόι) είναι η ζωώδης, άγρια δύναμη που δεν ελέγχει καν τον εαυτό της. Ο ικανότατος ηθοποιός με μέτρο, αξιοθαύμαστη προσήλωση και σεβασμό ενσαρκώνει τον ρόλο του νεότερου γιου, ο οποίος επιθυμεί να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος. Παρουσιάζεται ως ο πιο απλοϊκός χαρακτήρας, με έντονη σωματική παρουσία αλλά περιορισμένη διανοητική ικανότητα. Η ανάγκη του για αποδοχή τον καθιστούν ευάλωτο στις επιρροές των άλλων Ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Τέντι) αποδίδει με εξαιρετική λεπτότητα,  αριστοτεχνική ικανότητα τον άνθρωπο που θέλει να ξεφύγει αλλά δεν ξέρει πώς.  Ο πρωτότοκος γιος, ένας διανοούμενος που ζει στην Αμερική ως καθηγητής φιλοσοφίας. Η επιστροφή του στο πατρικό σπίτι με τη σύζυγό του, Ρουθ, φέρνει στην επιφάνεια τις εντάσεις και τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες του. Η απόστασή του από την οικογένεια τον καθιστά ξένο, και η αδυναμία του να προστατεύσει τη Ρουθ αποκαλύπτει την αποτυχία του ως σύζυγος και γιος.

Και μετά, υπάρχει η Ελένη Μισχοπούλου ως Ρουθ. Απόλυτα εστιασμένη στον ρόλο της, ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Πάλλεται καθόλη τη διάρκεια του έργου από την  ενέργεια που απαιτεί η στιγμή: Είναι εσωτερική μετρημένη δεν παίζει εν ου παικτοίς με τα όρια της θηλυκότητας και έτσι καταφέρνει να συγκινεί και να κάνει το χιούμορ του έργου να φαντάζει βιτριολικό.  Εμβολιάζει το δίχως άλλο την ερμηνεία της με ενέργεια εντυπωσιακή, με ποικιλότητα και επικοινωνιακή αμεσότητα. Έχει τις λύσεις στις αδιόρατες συνειρμικές διαδρομές της ιστορίας ώστε να μας παραδώσει τις ψυχικές και θρηνητικές μεταπτώσεις του, τις κορυφώσεις και τις γειώσεις του, μαζί με μία καλά υπολογισμένη ευθραυστότητα. Κατακτημένη τεχνική και γνήσιο εσώτερο αίσθημα τη χαρακτηρίζουν Δεν υψώνει τη φωνή της. Δεν επιτίθεται. Και όμως, σαρώνει τους πάντες. Η Ρουθ της Μισχοπούλου είναι μια γυναίκα που γνωρίζει πως η δύναμη δε χρειάζεται να εκφραστεί με κραυγές – αρκεί η σιωπή. Στις σκηνές όπου κάθεται ατάραχη, σχεδόν ακίνητη, ενώ οι άντρες προσπαθούν να την προσδιορίσουν, η σκηνή ηλεκτρίζεται. Η σύζυγος του Τέντι, μια γυναίκα με μυστηριώδες παρελθόν. Η παρουσία της λειτουργεί ως καταλύτης, ανατρέποντας τις ισορροπίες της οικογένειας. Μέσα από τη σιωπή και την παθητικότητά της, καταφέρνει να αποκτήσει εξουσία πάνω στους άνδρες του σπιτιού, αναδεικνύοντας την υποκρισία και την ευθραυστότητα της πατριαρχικής δομής..

Ο Πίντερ, μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες, ασκεί κριτική στην πατριαρχία και τις κοινωνικές δομές που περιορίζουν την ατομικότητα. Η χρήση της γλώσσας, με τις παύσεις και τις σιωπές, δημιουργεί μια αίσθηση ανασφάλειας και έντασης, υπογραμμίζοντας την αδυναμία των χαρακτήρων να επικοινωνήσουν ουσιαστικά. Το έργο προκαλεί το κοινό να αναλογιστεί τις δικές του αντιλήψεις για την εξουσία, την οικογένεια και τις σχέσεις, καθιστώντας το διαχρονικά επίκαιρο.

Η Ρουθ, η μοναδική γυναίκα του έργου, δε χρειάζεται να μιλήσει πολύ για να ανατρέψει τις ισορροπίες. Σε έναν κόσμο όπου οι άντρες προσπαθούν να επιβληθούν με τις φωνές και τις απειλές, εκείνη χρησιμοποιεί τη σιωπή. Όταν δέχεται τις προκλήσεις του Λένι, δεν αντιδρά· όταν ο Τζόι την πλησιάζει με τη σωματική του παρουσία, μένει ακίνητη. Η έλλειψη αντίδρασής της γεννά αμηχανία και τελικά της δίνει τον έλεγχο. Ενώ αρχικά φαίνεται ως μια φιλοξενούμενη, στο τέλος του έργου έχει μετατραπεί σε βασική φιγούρα εξουσίας, αφήνοντας τον σύζυγό της, τον Τέντι, να αποχωρεί μόνος και ηττημένος.

Οι σιωπές στον Γυρισμό δεν είναι απλώς διαλείμματα ανάμεσα στις φράσεις· είναι χειρονομίες επιβολής. Ο Μαξ σταματά απότομα τον λόγο του για να δημιουργήσει φόβο, ο Λένι αφήνει εκκρεμείς προτάσεις για να ελέγξει τη συνομιλία, ο Τέντι χρησιμοποιεί την αμηχανία της σιωπής ως άμυνα. Όμως, το πιο ισχυρό όπλο σιωπής το κατέχει η Ρουθ, η οποία δε χρειάζεται να επιτεθεί—αρκεί να περιμένει.

Στον κόσμο του Πίντερ, η επικοινωνία δε συμβαίνει μόνο μέσα από τις λέξεις, αλλά κυρίως μέσα από τα κενά μεταξύ τους. Οι παύσεις είναι πιο ηχηρές από τις φωνές, οι σιωπές είναι πιο απειλητικές από τις ύβρεις. Στον Γυρισμό, η μεγαλύτερη μάχη δεν είναι αυτή που δίνεται με γροθιές ή προσβολές· είναι αυτή που εκτυλίσσεται στο κενό μιας ατάκας, στο βλέμμα που δεν ανταποδίδεται, στη φράση που σταματά λίγο πριν ειπωθεί το πιο κρίσιμο νόημα.

Συμπέρασμα – Ένα Υπόγειο Δράμα που Σιγοκαίει

Η παράσταση του Γυρισμού στο ΚΘΒΕ, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Πέρη Μιχαηλίδη, κατάφερε να αναδείξει με οξύτητα και ακρίβεια τη σκοτεινή δυναμική του έργου του Πίντερ, ισορροπώντας ανάμεσα στην ψυχολογική ένταση, την υπόγεια ειρωνεία και τη σιωπηλή βία που διαπερνά το κείμενο. Οι φωτισμοί, με τις έντονες αντιθέσεις και τις νουάρ αποχρώσεις, ενίσχυσαν την ατμόσφαιρα ενός κόσμου όπου οι σχέσεις εξουσίας ανατρέπονται ασταμάτητα, ενώ το λιτό αλλά φορτισμένο σκηνικό δημιούργησε έναν κλειστοφοβικό χώρο γεμάτο υπονοούμενα και εγκλωβισμένα πάθη. Οι ερμηνείες των ηθοποιών κινήθηκαν με ακρίβεια πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ ρεαλισμού και θεατρικής αφαίρεσης, με κάθε παύση, βλέμμα και σιωπή να αποκτούν το βάρος ενός άρρητου νοήματος. Η παράσταση, αποφεύγοντας κάθε εύκολη ψυχολογική ερμηνεία, ανέδειξε τη ρευστότητα της εξουσίας και την απειλητική αμφισημία του πιντερικού κόσμου, κεντώντας σαν βουκέντρα το θυμικό του κοινού – ακριβώς όπως επιτάσσει το θέατρο του παραλόγου αλλά και το in-yer-face θέατρο.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/profile.php?id=61552319949886

thessculture.gr

https://www.instagram.com/

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p  με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.