TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΟΝΕΙΡΟ…» ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ «ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ» ΤΟΥ ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ ΑΠΟ ΤΟ ΚΘΒΕ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Σαίξπηρ (Απρίλιος 1564 – 3 Μαΐου 1616) γράφει το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» περί το 1595, ένα κείμενο εντυπωσιακής πλοκής και δομής. Σύμφωνα με μια εκδοχή, με αφορμή ένα γάμο ευγενών της Αυλής, ή σύμφωνα με μια άλλη, κατά παραγγελία της Ελισάβετ Α΄ για τους εορτασμούς τους Αγίου Ιωάννη του Κλύδωνα. Αντίθετα με άλλα έργα του Σαίξπηρ, για το Όνειρο δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρότυπο από το οποίο να επηρεάστηκε για τη συγγραφή του. Συνδύασε όμως διαφορετικές πηγές

Αντλώντας ειδικότερα υλικό από την ελληνική μυθολογία, τις λαϊκές μεσαιωνικές παραδόσεις της αγγλικής υπαίθρου, την καλλιτεχνική ηθογραφία της εποχής του, αφιερωμένο δε, στην πιο μεγάλη μέρα του χρόνου, το θερινό ηλιοστάσιο, καταθέτει έναν αναγεννησιακό ερωτικό ύμνο, ένα τολμηρό βακχικό δράμα που απορρίπτει τους κανόνες του εκπολιτισμένου ανθρώπου κι εμπιστεύεται ξανά το ένστικτο και τη φύση – έστω και για μια νύχτα∙ νύχτα καλοκαιρινή όπου όλα μπορούν να συμβούν.

Το έργο

 Γραμμένο πιο συγκεκριμένα, σε μια εποχή όπου οι προλήψεις, οι  δεισιδαιμονίες, τα ξόρκια, οι θρύλοι και τα μάγια κεντούσαν σαν βουκέντρα ακόμη και οιστρηλατούσαν τα λαϊκά στρώματα, το όνειρο δεν είναι μια φευγαλέα απίθανη κατάσταση του νου, αλλά μια διαρκής δυνατότητα στον ανθρώπινο βίο.

 Το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» έχει χαρακτηριστεί, όχι άδικα θα λέγαμε, από τον Πολωνό Γιαν Κοτ, το πιο ερωτικό από όλα τα έργα του Σαίξπηρ. Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας αναπτύσσεται μέσω τριών παράλληλων αφηγήσεων. Συνδετικός τους κρίκος είναι το ερωτικό πάθος.  Η ιστορία του Θησέα και της Ιππολύτης που ετοιμάζονται να παντρευτούν, ο έρωτας των τεσσάρων νέων Λυσσάνδρου- Ερμίας, Δημητρίου- Ελένης και η άρνηση του Αιγαία, πατέρα της Ερμίας να δεχθεί τον Λύσσανδρο ως γαμπρο προσδιορίζουν το «ρεαλιστικό» πλαίσιο των πραγματικών προσώπων. Ο μύθος, εντούτοις, διατηρεί ελάχιστα στοιχεία από τον πραγματικό μύθο. Για παράδειγμα ο Αιγαίας εδώ είναι ο πατέρας της Ερμίας και όχι του Θησέα. Παρούσα είναι και η ωραία Ελένη. ¨Ολα τούτα λαμβάνουν χώρα επομένως «στη χώρα της ουτοπίας», μιας μυθικής Αθήνας. Για να βρουν, ωστόσο, θέση σ΄ένα έργο όλα τούτα τα ερωτικά παρακλάδια, ο Σαίξπηρ τα ενώνει κάτω απ΄ τον μανδύα του παραμυθιού και του ονείρου.

Στο έργο παρακολουθούμε τη διαδικασία ενηλικίωσης τεσσάρων νέων που επιτυγχάνεται μέσω μιας διαβατήριας τελετουργίας (rite de passage), σύμφωνα με τον όρο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Τα στάδια που ακολουθούνται στη διαβατήρια τελετουργία είναι τρία: 1. αποσύνδεση από το οικείο πλαίσιο της καθημερινότητας, 2. μεταβατικό στάδιο ή στάδιο της μεταμόρφωσης, 3. ενσωμάτωση ή επανένταξη του ατόμου στην κοινωνία. Οι τέσσερις νέοι στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας ακολουθούν αντίστοιχα τα εξής τρία στάδια: 1. φεύγουν από την πόλη και καταφεύγουν στο δάσος, 2. μεταμορφώνονται, αποποιούνται την ταυτότητά τους, αντιστρέφουν τους ρόλους, ωριμάζουν, 3. διαμορφώνουν μια νέα ταυτότητα –προσωπική και κοινωνική– ενηλικιώνονται. Με βάση αυτό το πλαίσιο, η δομή της κωμωδίας περιλαμβάνει ακόμα τη μετάβαση από τον ένα τόπο στον άλλο, δηλαδή από την πόλη στο δάσος, ως μέρος του περάσματος από την αρχική κατάσταση στη μεταβατική, τη δημιουργία συναισθηματικής σύγχυσης, που επιτυγχάνεται με το παιχνίδι των ρόλων και οδηγεί στη διαμόρφωση της νέας ταυτότητας, την τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω που στόχο έχει την ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης και την επίτευξη της αυτοσυνείδησης, και τέλος την ανανέωση των κοινωνικών δομών και την κοινωνική επανένταξη που συμβαίνει με την τέλεση των γάμων, ως αποτέλεσμα της συναισθηματικής σταθερότητας και της ωριμότητας των ηρώων.

Από το τέταρτο βιβλίο των Μεταμορφώσεων του Οβίδιου φαίνεται να προέρχεται η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης, κωμικα τραγική και τραγικά κωμική στα χέρια των αφελών μαστόρων, που αποφάσισαν να ριψοκινδυνεύσουν αναπαριστώντας την στην αυλή του Θησέα και της Ιππολύτης.

Ως εκ τούτου, ο κόσμος της αρχαίας μυθολογίας, των νεαρών εραστών, των ξωτικών και ο κόσμος των μαστόρων, των ερασιτεχνών θεατρίνων, συλλειτουργούν σ’ αυτήν τη «χαρμόσυνη κωμωδία», όπως έχει χαρακτηριστεί, – που ωστόσο κάτω από τον μανδύα του παιγνίου και της αθωότητας – αποκαλύπτει το βίαιο πρόσωπο του έρωτα. Στο μεταίχμιο δη του ονείρου και της πραγματικότητας, της φαντασίωσης και του εφιάλτη, της βακχείας και των ηθικών κανόνων, της αλήθειας και του ψέματος, της ζωής και του θανάτου, απελευθερώνονται όλα τα πρόσωπα καθώς και τα προσωπεία του ερωτικού πόθου.

Η υπόθεση

Στη μυθική Αθήνα, ο δούκας Θησέας οργανώνει τον γάμο του, με την βασίλισσα των Αμαζόνων, Ιππολύτη, την οποία μόλις κατέκτησε μετά από μάχη. Όμως, η κόρη του, Ερμία αρνείται να παντρευτεί τον άνδρα που της προορίζει ο δούκας, τον Δημήτριο, αφού η καρδιά της είναι δοσμένη στον Λύσανδρο. Καθώς ο πατέρας της, την απειλεί με θάνατο ή ισόβια υπηρεσία στη θεά Αρτέμιδα, στην περίπτωση που δε συμμορφωθεί∙ το «παράνομο» ζευγάρι καταλήγει στην παράτολμη απόφαση να χαθεί στο δάσος, τη νύχτα του Μεσοκαλόκαιρου. Το δάσος στο όνειρο λειτουργεί και ως το υποσυνείδητο ή φρεάρ- κάτοπτρο, εντός του οποίου προβάλλονται οι φόβοι, οι κρυφοί πόθοι όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των εξολογικών όντων που κατοικούν εκεί.

Από εκείνη τη στιγμή, ενεργοποιούνται μια σειρά από ερωτικές παρεξηγήσεις, μεταμορφώσεις, ερήμην προδοσίες κάτω από το πέπλο του σκοτεινού δάσους, τόπο φαντασιακό, οργιώδη, ερωτικό. Μαζί με τους θνητούς, στην ερωτική μέθη εμπλέκονται σκανδαλιάρικα ξωτικά μα και αφελείς θεατρίνοι από την πόλη της Αθήνας.

Ο ρόλος μάλιστα της τέχνης και του θεάτρου (διασκεδαστικός, σαρκαστικός, υπονομευτικός) σηματοδοτείται μέσα από τις δοκιμές και την παράσταση «Πύραμος και Θίσβη» των «μαστόρων» του θεάτρου. Αν αναλογιστούμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν στο ίδιο το θέατρο, συνειδητοποιούμε ότι η χωρα της ουτοπίας, το δάσος της φαντασίας και του ονείρου δεν είναι άλλο από τη σκηνή του θεάτρου. Σ΄αυτη μπορούν να συμβούν όλα.

Η παράσταση

Το έργο έλκει τη γραμματολογική του ένταξη αφενός από τις ηθολογίες της εποχής του Μεσαίωνα και των πρώτων ουμανιστικών χρόνων, αφετέρου από το λαϊκό ρομαντικό δράμα που βασιζόταν στους θρύλους και στις λαϊκές παραδόσεις του τόπου. Πιο προσφιλές θέαμα που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό των λαϊκών στρωμάτων ήταν τα ιντερλούδια, μικρά θεατρικά σκετς ή μονόπρακτες κωμωδίες με στοιχεία φάρσας και αναφορές στην κλασική Αρχαιότητα με τη χρήση μάσκας υπό την επιρροή του Μπαρόκ. Μαζί με την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία που αποτέλεσαν βασικές πηγές άντλησης προτύπων για τη σύνθεση της πλοκής και των χαρακτήρων των δραματικών έργων της αναγεννησιακής περιόδου, η ελισαβετιανή δραματογραφία βασίστηκε επιπλέον σε μία ευρύτερη γκάμα θεμάτων που προέρχονταν από την αγγλική ιστορία και κοινωνία, με σημαντικότερες πηγές τα Chronicle Play και Broadsheet Drama.

Ο καμβάς ως εκ τούτου του έργου είναι κωμικολυρικός και έτσι τον χειρίστηκε η ικανότατη και ευφυής σκηνοθέτις Φρόσω Λύτρα, βρίσκοντας στα κωμικά στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τις αντιθέσεις μεγαλύτερων ή μικρότερων, που διέπουν όλη τη δομή του έργου το κλειδί της παράστασης. Τις συναντάμε σε διαφορετικά επίπεδα με πρωταρχικό αυτό των δύο κόσμων, Πόλη -Δάσους. Αναφορικά με αυτό το δίπολο, παρατηρείται μία σειρά από αντιθετικά στοιχεία, που έχουν να κάνουν με: 1. το φως της μέρας που φωτίζει την Πόλη και το σκοτάδι της νύχτας που σκεπάζει το Δάσος, 2. την τάξη του νόμου και τις προκαθορισμένες αξίες που ακολουθούνται στην Πόλη και την πλήρη αταξία που επικρατεί στο Δάσος, 3. τους κατοίκους της Πόλης (πριγκιπικό ζεύγος, νέοι, τεχνίτες) και τους κατοίκους του Δάσους (νεράιδες, ξωτικά, δαιμόνια). Αντιθέσεις παρατηρούνται ακόμα και σε ζητήματα μικρότερης σημασίας, όπως: α. το παρουσιαστικό των προσώπων, η Τιτάνια είναι νεράιδα, ενώ ο Στημόνης τέρας, η Ελένη ψηλή και η Ερμία κοντή, β. τον χαρακτήρα τους, οι τεχνίτες είναι κωμικοί και εύθυμοι ενώ οι νέοι σοβαροί και νευρικοί, γ. τα χαρακτηριστικά τους, τα ξωτικά είναι αέρινα και χρησιμοποιούν μαγεία ενώ οι τεχνίτες είναι γήινοι και αδέξιοι. Τέλος, σημαντική είναι η αντίθεση στο γλωσσικό επίπεδο, καθώς τα πνεύματα εκφράζονται με μεγαλύτερη ποιητικότητα και λυρισμό από τους θνητούς, που χρησιμοποιούν περισσότερο λόγια γλώσσα. Κατά συνέπεια, προσανατολίζεται στην ανάδειξη της ουσίας του έργου δίχως να το υπερφορτώνει με άστοχα ευρήματα ή σκηνοθετικές υπερβολές που θα στόμωναν ενδεχομένως τα βέλη του κεντρικού μοτίβου, του ερωτικού μπερδέματος. Η σκηνοθέτις έτσι με αξιοθαύμαστη ενσυναίσθηση και ευαισθησία κατορθώνει να περάσει με κάθε λεπτομέρεια όλο το σκεπτικό της συγγραφής του έργου σε μια θεατρική σκηνή δημιουργώντας έτσι μια παράσταση με εύστοχη και ισορροπημένη ροή, ρομαντικά σύγχρονη αντίληψη και στοχαστικό βλέμμα, που κατάφερε να κοινωνήσει τον λόγο του Σαίξπηρ με αμεσότητα και απλότητα στους θεατές, απίστευτα αληθινή. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί σαφώς και η σχετικά μαξιμαλιστική σκηνογραφία που επιμελήθηκε ο Μανόλης Παντελιδάκης, καθώς οπτικοποίησε ευθύβολα τον νεραϊδόκοσμο την καλοκαιρινή νύχτα των θαυμάτων, το φανταστικό δάσος της μυθολογικής Αθήνας.

Παράλληλα, τα κοστούμια που επιμελήθηκε αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος της παράστασης. Επιπλέον οι περίτεχνοι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου έδρασαν καταλυτικά στη δημιουργία της ονειρικής ατμόσφαιρας, ενώ εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους.

Επιπρόσθετα, η μουσική των Νιβολιανίτη Μιχάλη και Χρηστάρα Αλέξανδρου σε ρυθμούς λάτιν-τζαζ, ανέδειξε το κείμενο, ενώ η άκρως λειτουργική κίνηση-χορογραφία σε επιμέλεια της Κελέση Αναστασίας, ήταν σύμφυτη με τη σκηνοθετική ματιά, την εποχή συγγραφής του έργου και τις ανάγκες των ηθοποιών. Το σώμα των ηθοποιών, υπό τις οδηγίες της κινησιολογικής μπακέτας της Κελέση ως φυσική μηχανή παραγωγής ενέργειας και έκφρασης, διαδραμάτιζε κεντρικότερο ρόλο κι από το ίδιο το κείμενο, προσδίδοντας πρωτοφανείς διαστάσεις στην επί σκηνής έκλυση ενέργειας. Με εκπληκτικό έλεγχο εκφραστικών μέσων και με ακαταμάχητο μαγνητισμό, οι ηθοποιοί ανέδειξαν στο έπακρο τη δυναμική των σοφά επιλεγμένων σκηνικών αντικειμένων, μέσα από ερμηνείες μεστές, καίριες και με χειρουργική ακρίβεια.

Οι ερμηνείες

Όταν έχεις στη σκηνή νέους ως επί το πλείστον ηθοποιούς, κάποια πράγματα τα περιμένεις το δίχως άλλο με ενθουσιασμό, δόσιμο, φρεσκάδα. Τω όντι άπαντες οι ηθοποιοί αποδείχτηκαν πολύ ικανοί σε ένα παιχνίδι-δοκιμαστήρι, καταφέρνοντας να καταθέσουν τη χαρά τους που είναι μαζί και παίζουν. Κατόρθωσαν συνάμα, δίχως φλυαρίες, να μεταδώσουν αρμονικά ο ένας στον άλλο την κίνηση, τη διαμόρφωση της εξέλιξης και το πέρασμά τους από τα κατατόπια της διαδρομής.  Με αρωγό τους τα καλά υποκριτικά τους εργαλεία, υποστήριξαν αυτό που διδάχτηκαν χωρίς ακκισμούς και υπερβολές. Κατέθεσαν κέφι, ταλέντο, δροσιά και μέτρο. Οι ήρωες έτσι της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία καταρχήν άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με πολύ καλή άρθρωση του λόγου, ιδανική σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Έτσι, η Λύτρα καθοδηγεί άψογα μια γεμάτη ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση ομάδα.

Η Μαρία Σολωμού κατάφερε ωσαύτως να αποδώσει τα μέγιστα ως Τιτάνια, εκφραστικά και κινησιολογικά, με ευχέρεια και χάρη, σαν σχεδόν άυλο στοιχειό, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη ερμηνεία. Η Αννα Ευθυμίου ως Ελένη είχε την πρέπουσα δροσιά, ορμή κι ευαισθησία.

Η Ιωάννα Δεμερτζίδου και ο Αλέξανδρος Ζαφειριάδης στον ρόλο του Πουκ, ρόλο που αποτελεί την κορύφωση των κωμικών χαρακτήρων του Σαίξπηρ, ήταν ζωηροί, αναπάντεχοι, αεικίνητοι, αλαζονικοί και γκαφατζήδες, έξοχοι σωματικά και απόλυτα χαριτωμένοι. Συγχρόνως, ο Νίκος Τσολερίδης έπαιξε με δυναμισμό και ενέργεια, δίνοντάς μας έναν πλήρως γοητευτικό Δημήτριο. Ο Γιάννης Σύριος υποδύθηκε με νεανικό αίσθημα και τόλμη τον Λύσανδρο. Η Ελένη Γιαννούση ως Ερμία εξέπεμπε αθωότητα, εξωστρέφεια και ειλικρίνεια.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Θησέας/ Ομπερόν) υπηρέτησε με σεβασμό τι διπλή διανομή που του ανατέθηκε. Η ερμηνεία του ιδίως, ως Όμπερον, είχε κυριαρχία, απλότητα και πνευματικότητα.

 Επιπλέον, με το σπινθηροβόλο τους παίξιμο οι Τσιακμάκης Γιάννης, Σιδέρης Σπύρος, Μαστρογιαννίδης Χρήστος, Κοντογιώργης Θάνος, Διακοσσάβας Δημήτρης και η Μαίρη Ανδρέρου μάς πρόσφεραν έναν εσμό τεχνιτών γεμάτο λαϊκότητα, γνησιότητα, αγαθότητα, πονηριά και κυρίως φοβερή κωμικότητα. Ξεχωρίζουν για το μπρίο τους το δίχως άλλο η Μαίρη Ανδρέου και ο Δημήτρης Διακοσσάβας. Ο τελευταίος μάλιστα υποδύεται με περισσή πειστικότητα και γλαφυρότητα τον ρόλο του Στημόνη που έχει τη γαϊδουροκεφαλή.

Οι τρεις επί σκηνής χορευτές η Κελέση Αναστασία (Ξωτικό), ο Λαπιδάκης Πολύδωρος (Παιδί, Έρωτας) και η Μαργαρίτη Κίττυ (Ξωτικό) ανταποκρίθηκαν υφολογικά στις απαιτήσεις του ρόλου τους και ακολούθησαν κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες, συνθήκη που φάνηκε και αγλάισε το τελικό αποτέλεσμα.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας σε σκηνοθεσία της Φρόσως Λύτρας, παρουσιάζεται σε μια άξια αναφοράς εκδοχή. Το έβλεπες, το ένιωθες, το ζούσες πως επρόκειτο για μια παράσταση που έχει γίνει με διάθεση και πάθος από ονειροπόλους και συνάμα επαγγελματίες καλλιτέχνες. Η ανάγνωσή της ισορροπεί προσεκτικά και μελετημένα μεταξύ της κωμικής και της παραμυθιακής φύσης του έργου. Η μελετημένη ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, οι ανεπαίσθητοι συνδυασμοί αταίριαστων στοιχείων, η αίσθηση του αλλόκοτου, η διακωμώδηση και η σάτιρα ήταν τα μοτίβα που επαναλαμβάνονταν και ταυτίζονταν με το περιεχόμενο του έργου. Η μετάβαση από τη δυστυχία στην ευτυχία ή το αντίθετο, το φανταστικό και το χιούμορ, ο ρομαντισμός, ως άρνηση του άκρατου κυνισμού της εποχής μας, κυριαρχούσαν. Ένα συναρπαστικό παραμύθι, απρόσμενο και απρόβλεπτο, που πρέπει να δείτε.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://thessculture.gr/theatro/kthve-oneiro-vasismeno-sto-oneiro/

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.