ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ” ΤΗΣ Α. ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΑΛΙΑ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Στο ανακαινισμένο Θέατρο Αμαλία της Θεσσαλονίκης, η Άντζελα Μπρούσκου παρουσιάζει την παράσταση–performance Ου Φονεύσεις, ένα έργο που επιχειρεί να αναμετρηθεί με μια κοινωνική πληγή που αρνείται να κλείσει: τη γυναικοκτονία και, κατ’ επέκταση, τη βία κατά των γυναικών που γεννά και συντηρεί η πατριαρχία. Η σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου κινείται σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην performance και το θέατρο–ντοκουμέντο, με στόχο να μετατρέψει τη σκηνή σε πεδίο ψυχικής και συλλογικής ανάγνωσης.
Η παράσταση δεν είναι απλώς μια καταγγελία της βίας· είναι μια βουτιά στο άρρητο, στο τραύμα που κουβαλά κάθε κοινωνία, στο συλλογικό ασυνείδητο που αρνείται να σιγήσει. Από τις πρώτες στιγμές, ο θεατής συναντά ένα θεατρικό σύμπαν που δεν επιδιώκει να τον καλοπιάσει, αλλά να τον ταράξει, να τον κοιτάξει κατάματα.
Η παράσταση ανοίγει σαν τραύμα: στη σκηνή του Θεάτρου Αμαλία ένα άταφο σώμα, ο μοναδικός άντρας του έργου, κείτεται στο χώμα. Γύρω του, τρεις γυναίκες μαυροφορεμένες, σαν μάγισσες του Σάλεμ, τελούν μια τελετουργία γύρω από μια κατσαρόλα που αναδίδει κόκκινο φως, ένα «μάτι της κόλασης» που μοιάζει να εκπέμπει τη βία της Ιστορίας και που συνάμα παρατηρεί τα ανομολόγητα. Δεν είναι απλώς η πρώτη εικόνα, είναι το ρήγμα μέσα από το οποίο θα εισχωρήσει η μνήμη των γυναικοκτονιών, όχι ως αφήγηση αλλά ως κραυγή. Η αντιστροφή είναι ξεκάθαρη: ο άντρας, συνήθως φορέας της πατριαρχικής εξουσίας, εδώ παρουσιάζεται ως θύμα. Η ανατροπή αυτή λειτουργεί σαν σπάσιμο της κανονικότητας, σαν μια πρώτη σχισμή στην κυρίαρχη αφήγηση της βίας.

Η παράσταση όμως δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση· μετατρέπει κάθε ήχο, κάθε κίνηση, κάθε αντικείμενο σε φορέα μνήμης και ευθύνης, απαιτώντας από το κοινό να αντιμετωπίσει με θάρρος την αθέατη βία και την πατριαρχική καταπίεση που αναπαράγεται στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Το έργο δεν έρχεται ως εκ τούτου να «ψυχαγωγήσει», αλλά να στήσει έναν σκηνικό βωμό μνήμης και καταγγελίας· να φέρει στο κέντρο της σκηνής τη φωνή των γυναικών που σίγησε βίαια, να καταδείξει ότι πίσω από κάθε γυναικοκτονία υπάρχει ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών στερεοτύπων, σιωπών και συνενοχών.
Η Άντζελα Μπρούσκου δεν αφηγείται απλώς ιστορίες γυναικοκτονιών· στήνει ένα θέατρο-μνημόσυνο, όπου η σιωπή και το άφατο παίρνουν σχήμα και ήχο, ένα σύγχρονο δρώμενο που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Η σκηνή λειτουργεί ωσαύτως ταυτόχρονα ως τελετουργικό, ως μνημείο συλλογικής μνήμης και ως συμβολική αναπαράσταση της βίας που παραμένει εν γένει αθέατη στην καθημερινότητα. Το χώμα, το γάλα, το ψωμί, οι βιβλικές ρήσεις, το πιστόλι, η κουζίνα της επαρχίας: όλα λειτουργούν σαν φετίχ μιας κοινωνικής κανονικότητας, σύμβολα που φέρουν εντός τους τη σήψη της βίας.
Η Μπρούσκου κατασκευάζει μια πολυφωνική σύνθεση: Κείμενα από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη γραμματεία, συνεντεύξεις, θραύσματα ειδήσεων, σχόλια από τα μέσα ενημέρωσης, ποιήματα και τραγούδια συνθέτουν ένα πολυφωνικό υλικό, όπου η γυναίκα εμφανίζεται ως θύμα αλλά και ως μάρτυρας· ενώ η παρουσία του άντρα, αρχετυπική και πολυδιάστατη, ενσαρκώνεται σε πολλαπλά προσωπεία, από πατέρα και ιερέα έως εραστή και μαστροπό, αναδεικνύοντας τόσο τον μηχανισμό της πατριαρχίας όσο και τις αντιφάσεις του. Ο θεατής δεν παρακολουθεί ένα συμβατικό δράμα· βιώνει μια σκηνική τελετουργία, όπου ο χρόνος καταρρέει και η βία εμφανίζεται ως ένα διαχρονικό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο.

Η παράσταση Ου Φονεύσεις δεν περιορίζεται, ωστόσο, μόνο στην αναπαράσταση της γυναικοκτονίας· ασκεί έντονη κριτική και στον τρόπο με τον οποίο το αποτρόπαιο αυτό φαινόμενο καλύπτεται από τα ΜΜΕ και τον επιστημονικό λόγο. Πιο συγκεκριμένα, στον δημοσιογραφικό χώρο, η βία κατά των γυναικών συχνά παρουσιάζεται με ψυχρότητα, αποστασιοποιημένα, σαν αριθμοί ή σύντομα δελτία ειδήσεων, χωρίς την ψυχική και κοινωνική διάσταση που κουβαλά κάθε περίπτωση.
Παράλληλα, ο επιστημονικός λόγος φαίνεται συχνά στείρος, αφαιρώντας την υποκειμενικότητα και τη συγκίνηση, αφήνοντας το τραύμα των θυμάτων στο περιθώριο. Το έργο δε της Μπρούσκου γεφυρώνει αυτό το χάσμα· μέσα από τη σωματική παρουσία των ηθοποιών, τον λόγο, τον ήχο και τη μουσική. Συγχρόνως η παράσταση αποκαθιστά την ανθρώπινη διάσταση, επιβάλλοντας στον θεατή την άμεση εμπλοκή με τον πόνο, την ενοχή και τη συλλογική ευθύνη. Συνακόλουθα στηλιτεύει, με έναν τρόπο υπόγειο αλλά διαρκώς παρόντα, τον στεγνό και άκαμπτο λόγο των media, που συχνά υποβαθμίζουν το έγκλημα σε «οικογενειακή τραγωδία», αλλά και τον ψυχρό επιστημονικό λόγο, που αναλύει το φαινόμενο σαν κλινικό σύμπτωμα, χωρίς να αφήνει χώρο για τη μνήμη, για την οδύνη, για την αναγνώριση της απώλειας.

Η Μπρούσκου δεν αφήνει λοιπόν κανέναν θεσμό στο απυρόβλητο. Η Εκκλησία, η επιστημονική ψυχρότητα, τα ΜΜΕ – όλοι παρουσιάζονται ως φορείς που ξαναδολοφονούν το θύμα. Οι ταφόπλακες γίνονται τηλεοπτικά πάνελ, η τραγωδία μετατρέπεται σε είδηση, ο θάνατος σε θέαμα προς κατανάλωση. Η χρήση του video wall και της κάμερας εντείνει την αίσθηση της βουβής ανάκρισης· τα πρόσωπα των ηθοποιών προβάλλονται σε μεγεθυσμένες εκφράσεις, σαν να εξετάζονται από τον φακό μιας αμείλικτης κοινωνίας. Το σπάσιμο του φακού δεν είναι μόνο θεατρικό εύρημα· είναι συμβολικό, καταρρίπτοντας την ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας και καταδεικνύοντας την ανάγκη για συναισθηματική και κοινωνική ευθύνη.
Η σκηνοθεσία δεν παρασύρεται στον στείρο διδακτισμό· αποφεύγει τα συνθήματα και τους εύκολους συναισθηματισμούς. Αντίθετα, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα όπου η σιωπή είναι εξίσου εύγλωττη με την κραυγή, όπου ο θεατής καλείται να γίνει μάρτυρας και συμμέτοχος, όχι απλός παρατηρητής.
Η σκηνή μετατρέπεται ως εκ τούτου σε τόπο μνήμης, όπου ο θεατής δεν είναι απλός παρατηρητής αλλά συμμέτοχος σε μια τελετή ανάκλησης και συνειδητοποίησης. Η σκηνογραφία, λιτή και δωρική, απογυμνώνει τη σκηνή ώστε να δοθεί όλο το βάρος στο σώμα και τον λόγο. Δημιουργεί έτσι ένα πεδίο «κενού», που αντανακλά την απομόνωση των θυμάτων και την αμηχανία της κοινωνίας. Παράλληλα, οι φωτισμοί της Στέβης Κουτσοθανάση που μετακινούνται από το απειλητικό κόκκινο στο βουβό μπλε, μεταφέρουν τον θεατή από την αγωνία στη σιωπή, από το ασφυκτικό σκοτάδι σε εκρήξεις φωτός, δημιουργώντας μεταπτώσεις που λειτουργούν σαν ψυχολογικοί οδοδείκτες, ενώ η μουσική και ηχητική επιμέλεια της Αλεξάνδρας Κατερινοπούλου λειτουργεί σαν υποδόριος σχολιασμός. Αποσπάσματα τραγουδιών, θραύσματα ήχων και ατμοσφαιρικές ηχητικές γραφές γεφυρώνουν τον μύθο με την επικαιρότητα, ενισχύοντας το αίσθημα της ιστορικής συνέχειας στη βία κατά των γυναικών. Τέλος, το ζεϊμπέκικο του Τάσου Μελετόπουλου λειτουργεί δίκην παλλόμενου θρήνου, ενισχύοντας την αίσθηση της ιστορικής και συλλογικής μνήμης, ενώ το παρασιτικό ραδιόφωνο υπενθυμίζει την ηχητική λογοκρισία και την αδυναμία των μέσων να καταγράψουν την ουσία της βίας.
Οι ερμηνείες αποτελούν σαφώς τον πυρήνα της δύναμης του έργου. Οι ηθοποιοί δεν «υποδύονται» απλώς· μετουσιώνονται σε φωνές-φορείς της μνήμης, σε σώματα που κουβαλούν το βάρος του ανείπωτου. Υπάρχουν στιγμές όπου η σιωπή αποδεικνύεται πιο εκκωφαντική από τις λέξεις, καθώς οι ερμηνευτές κατορθώνουν να μετατρέψουν τον πόνο σε κοινό βίωμα. Η σωματικότητα, η εκφορά του λόγου, οι παύσεις – όλα μοιάζουν επιμελώς ζυγισμένα, σαν να πατούν στο λεπτό σκοινί ανάμεσα στο θέατρο και το μνημόσυνο.
Στο κέντρο δεσπόζει η Δήμητρα Χατούπη. Σφραγίζει τη σκηνή με εκρηκτική εσωτερικότητα, δίνοντας φωνή σε γυναίκες που σίγησαν βίαια. Η ερμηνεία της συνδυάζει δύναμη και εύθραυστη συγκίνηση, δημιουργώντας στιγμές αφοπλιστικής αλήθειας Η υποκριτική της είναι μια συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στη λιτότητα και στην εκρηκτικότητα: ξέρει πότε να ψιθυρίσει ώστε να σε καθηλώσει και πότε να αφήσει τη φωνή της να ραγίσει τον χώρο. Στιβαρή αλλά και ευάλωτη, μετατρέπει το σώμα της σε μέσο μαρτυρίας και τη φωνή της σε τελετουργικό κάλεσμα.

Η Ανδριανή Κυλάφη φέρνει μια εσωτερικότητα που ενσαρκώνει την πληγή: η σωματική της παρουσία δίνει σάρκα στο τραύμα, μεταφράζοντας τον λόγο σε σιωπηλή ένταση. Ξεχωρίζει για την καθαρότητα και την ένταση με την οποία χειρίζεται την εναλλαγή ανάμεσα στη σιωπή και την κραυγή· κάθε παύση της αποκτά βαρύτητα. Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς, αναλαμβάνοντας τον ρόλο των ανδρικών αρχετύπων, κινείται με λεπτότητα και περισσή πειστικότητα ανάμεσα στον πατέρα, τον αδελφό, τον εραστή, τον μαστροπό· χωρίς να τους ερμηνεύει ως καρικατούρες, αποδίδοντάς τους με μια σκηνική πληρότητα που αναδεικνύει τη συλλογική ευθύνη. Η Άλκηστις Πολυχρόνη συμπληρώνει τη σκηνή με μια ποιητική παρουσία που λειτουργεί σχεδόν ως υπόμνηση της δυνατότητας του φωτός: οι παρεμβάσεις της προσφέρουν στιγμές αναπνοής σε μια κατά τα άλλα πνιγηρή ατμόσφαιρα.
Το σύνολο λειτουργεί σαν χορός: οι φωνές ενώνονται και χωρίζουν, συγκρούονται και συγχρονίζονται, δημιουργώντας μια σκηνική τοιχογραφία που δεν αφήνει περιθώριο αποστασιοποίησης. Οι ερμηνείες δεν είναι απλώς ρόλοι· είναι φορείς μαρτυρίας.
Λίγες μόνο λέξεις αρκούν: το Θέατρο Αμαλία, ανακαινισμένο και υπό νέα διεύθυνση, επανέρχεται με μια καθαρότητα χώρου και ήχου που αναδεικνύει πλήρως τέτοιες απαιτητικές παραστάσεις. Το γεγονός ότι επέλεξε να ανοίξει με ένα έργο τόσο αιχμηρό και επίκαιρο δηλώνει προσανατολισμό και όραμα.
Το φινάλε έρχεται σαν περφόρμανς μνήμης και καταγγελίας. Οι ηθοποιοί εμφανίζονται τυλιγμένες με μαύρες σακούλες σκουπιδιών που λειτουργούν σαν αυτοσχέδια «φορέματα». Το θέαμα είναι σοκαριστικό: τα γυναικεία σώματα, παραπεταμένα και απαξιωμένα σαν απορρίμματα, γίνονται εικόνα της κοινωνικής αποτίμησης των θυμάτων. Ο χρονοδείκτης της αντίστροφης μέτρησης, που θυμίζει ότι κάθε δέκα λεπτά μια γυναίκα δολοφονείται, φέρνει τη βία στη διάσταση της αδυσώπητης επικαιρότητας. Το θέατρο γίνεται έτσι όχι χώρος φυγής, αλλά χώρος πολιτικής ευθύνης, όπου το κοινό δεν μπορεί να μείνει αμέτοχο.
Το «Ου Φονεύσεις» είναι παράσταση που δε σε αφήνει να βγεις αλώβητος. Η Μπρούσκου μάς βυθίζει σε έναν κόσμο όπου το θύμα και ο θύτης εναλλάσσονται, σχεδόν όπως στο ασυνείδητο η ενοχή και η επιθυμία συγχέονται. Το χώμα, το γάλα, το ψωμί, οι βιβλικές ρήσεις, το πιστόλι, η κουζίνα της επαρχίας – όλα λειτουργούν ως φετίχ μιας πατριαρχικής κανονικότητας που υποβόσκει και που η σκηνοθεσία αναποδογυρίζει με χειρουργική ακρίβεια. Σου υπενθυμίζει, με τρόπο σχεδόν τελετουργικό, ότι η βία δεν είναι έξω από εμάς, αλλά μας διατρέχει, μας κατοικεί. Γι’ αυτό και η συγκίνηση που προκαλεί δεν είναι μελό· είναι μια βαθιά, υπαρξιακή αναστάτωση.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.