TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ” ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΔΟΥΜΑΝΙΔΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Το έργο

Συνιστά  διαρρήδην ιδιαιτέρως ελπιδοφόρα συνθήκη να γράφονται και να ανεβαίνουν καινούργια θεατρικά έργα. Αναμφίλεκτα οι κλασικοί συγγραφείς  θεωρούνται από τους παραγωγούς ασφαλής επιλογή, εντούτοις ο θεατής διψά πάντα για νέο υλικό, που θα ξεχωρίζει για την αλήθεια, την αμεσότητα και την ειλικρίνειά του. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί δίχως αμφιβολία το πρωτόλειο έργο της ηθοποιού και σκηνοθέτιδος Βαρβάρας Δουμανίδου, η οποία πέρα από ευφυής σκηνοθέτις απέδειξε ότι είναι προικισμένη και  με δυνατή πένα. Πρόκειται για ένα κείμενο φρενήρες, γεμάτο χιούμορ και ανατροπές  που κλείνει το μάτι στον θεατή και τον καλεί να αναλογιστεί τη δική του ζωή μέσα από μία γοητευτική προφορικότητα του λόγου. Η δημιουργός του είχε την έμπνευση να ενώσει τη μετα-φάρσα και τη νουάρ ατμόσφαιρα των αστυνομικών έργων,  με τον μαγευτικό λυρισμό του θεάτρου του παραλόγου. Το «Ποιος φοβάται την Άγκαθα Κρίστι;», ο τίτλος του οποίου παραπέμπει στο σπουδαίο έργο του Έντουαρντ Άλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», αλλά και στα έργα της Αγκάθα Κρίστι,  πιο συγκεκριμένα πίσω από το πέπλο της απειλητικής κωμωδίας θίγει ποικίλα ζητήματα:  Το backstage, τον κόσμο των παρασκηνίων ή το πώς δημιουργείται μια σκηνή. Η παράσταση είναι κωμική, αλλά ταυτόχρονα βαθιά συγκινητική. θα μπορούσε να διαβαστεί ως σχόλιο πάνω σε ένα είδος θεάτρου και ηθοποιού, αλλά είναι πιο ενδιαφέρον να το δει κανείς ως σχόλιο πάνω στην τέχνη του ηθοποιού και αυτή η παράσταση που φτιάχνεται μέσα στην παράσταση, αν πετύχει, είναι πολύ καλή. Οι άνθρωποι που βλέπουμε στη σκηνή, οι ηθοποιοί, ενώ έχουν τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα των ηθοποιών, σαν καρικατούρες, έχουν και τα γνωρίσματα που συναντάμε σε όλους τους ηθοποιούς, ανεξάρτητα από το πόσο καλοί ή μέτριοι είναι. Την ανασφάλεια με τον ρόλο, τη σχέση κάποιας ελαφριάς ψυχικής υποτέλειας με τον σκηνοθέτη, τη ζηλοφθονία προς τον/-η συνάδελφο ή, ακόμα, την καλή προαίρεση και τη διάθεση την τελευταία στιγμή να γίνουν όλα σωστά μπορούμε να τα βρούμε παντού.

Δεν κομίζει σαφώς Γλαύκα εις Αθήνας, απεναντίας αναπαράγει γενεαλογικά, αισθητικά και υφολογικά χαρακτηριστικά έργων, όπως το «Μια ζωή θέατρο» του Ντέιβιντ Μάμετ (1977) και το  «Το Σώσε” του Μάικλ Φρέιν, το οποίο  περιγράφει με τον ωραιότερο και πιο αστείο τρόπο τη φρενίτιδα των παρασκηνίων και όσα συμβαίνουν στον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ηθοποιών μιας παράστασης. Ο Φρέιν συνέλαβε μάλιστα την ιδέα για το έργο το 1970, παρακολουθώντας από τις κουίντες μια παράσταση του The two of us, μιας φάρσας που είχε γράψει για τη Λιν Ρεντγκρέιβ.  Όταν ο Φρέιν έγραψε το έργο, δε γνωρίζαμε τίποτε από αυτό που λέγεται backstage, τον κόσμο των παρασκηνίων ή το πώς δημιουργείται μια σκηνή. Όλα υπήρχαν στη σφαίρα του μύθου και σε αυτόν τον μύθο μάς έβαλε όταν έγραψε αυτό που δεν μπορούν ποτέ να δουν οι θεατές, μας έδωσε μια γεύση, όταν δεν ήξερε κανένας τίποτα και η περιέργεια για τα σκάνδαλα, τις σχέσεις, τους καβγάδες και τις μυθικές κόντρες τροφοδοτούσε ως πλαίσιο ακόμα και τις ίδιες τις παραστάσεις. Αργότερα, έλεγε: «Ήταν πιο αστείο να το βλέπεις από την κουίντα παρά από την πλατεία του θεάτρου, και σκέφτηκα ότι μια μέρα πρέπει να γράψω μια θεατρική κωμωδία για όλα όσα γίνονται πίσω από τη σκηνή».

Υπόθεση

Ιανουάριος του 1970 στο Λονδίνο. Ένας εμπορικός θίασος κάνει πρόβες για ένα έργο της Άγκαθα Κρίστι εν μέσω μιας τρομερής χιονοθύελλας. Ξαφνικά, ένα φρικτό ατύχημα προκαλεί πανικό. Στο θέατρο καταφθάνει ο διάσημος επιθεωρητής Άρτσι Μπένετ, για να ανακαλύψει πως τελικά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Το υποτιθέμενο ατύχημα είναι μια ξεκάθαρη δολοφονία. Το χιόνι έξω έχει σκεπάσει τα πάντα και στο αποκομμένο θέατρο ο εγωκεντρικός Πήτερ, η κυνική Χάριετ, ο υπερφίαλος Τόμπιν, η ευέξαπτη Μπεατρίς, ο φιλόδοξος Νόα, η ανάλαφρη Σάρλοτ και ο μυστήριος τεχνικός του θεάτρου Νικ, γίνονται αυτή τη φορά στην πραγματικότητα, οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε μια ιστορία μυστηρίου που δεν θα φανταζόταν κανείς. Μόνο που τώρα δεν έχουν να αναμετρηθούν με ρόλους αλλά με τους εαυτούς τους. Κι έναν δολοφόνο ανάμεσά τους.

 Η παράσταση

Έλκοντας τη γραμματολογική του ένταξη στους πάντα γοητευτικούς αρμούς της φάρσας και δη της μετά-φάρσας και των φλεγματικών ηρώων του αγγλικού νουαρ με υποδόριες πλην γενναίες και σαφείς αναφορές στο θέατρο του παραλόγου (Άλμπι, Μπέκετ, Πίντερ) η Βαρβάρα Δουμανίδου συστήνεται συγγραφικά. Παρότι είναι έργο χωρίς ιδιαίτερο βάθος, όπως είναι τα έργα του Μπρεχτ, του Ίψεν κ.ά.  δίχως στοιβάδες ανάγνωσης και (στο μεγαλύτερο μέρος του) με απλή γλώσσα, το «Ποιος φοβάται την Αγκάθα Κρίστι» συστήνει τη Βαρβάρα Δουμανίδου ως συγγραφέα με τρόπο που δεν περνάει απαρατήρητη (Κάτι που αναμφίβολα δεν είναι εύκολο). Έχει χτίσει  ολοκληρωμένους και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμους χαρακτήρες και μέσα από τους, μεταξύ τους, συσχετισμούς, γκρεμίζει με άφθονο σαρκασμό όσα πρεσβεύουν. Άλλωστε τα πιο σοβαρά πράγματα γίνονται καλύτερα αντιληπτά και πιο ισχυρά όταν λέγονται με αστείο τρόπο.

H σκηνοθεσία της Bαρβάρας Δουμανίδου πιο συγκεκριμένα είναι σπουδαία. Αξιοποίησε δεξιοτεχνικά και εν πολλοίς, τον έντονα προβοκατόρικο – συγκρουσιακό χαρακτήρα του έργου, και παρουσιαζει τους ήρωες, με όλες τους τις νευρώσεις, τις ριζωμένες προκαταλήψεις και τη ζωτική ανάγκη τους για κοινωνική και υπαρξιακή αποκατάσταση – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τόνισε δε, σε σημαντικό βαθμό το συναισθηματικό αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της έπιασαν το δίχως άλλο τόπο.

Η σκηνοθέτις έτσι με αξιοθαύμαστη ενσυναίσθηση και ευαισθησία κατορθώνει να περάσει με κάθε λεπτομέρεια όλο το σκεπτικό της συγγραφής του έργου σε μια θεατρική σκηνή δημιουργώντας έτσι μια παράσταση ατμοσφαιρική. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί σαφώς και η μαξιμαλιστική σκηνογραφία που επιμελήθηκαν από κοινού τα μέλη της ομάδας, ο  Δημήτρης Βασιλειάδης και το «Μη Με Λησμόνει Art Cafι» , καθώς οπτικοποίησαν ευθύβολα ένα μεγαλοαστικό σαλόνι  και τη συνακόλουθη κυνικότητα με όλη την υπερβολη που  χαρακτηρίζει εν πολλοίς τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη… Παράλληλα, τα κοστούμια σε επιμέλεια της ομάδας και κατασκευασμένα από την Άννα Καλαϊτζίδου, αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος της παράστασης. Επιπλέον, οι περίτεχνοι,  με τις πολλές αυξομοιώσεις, τα απότομα μπλα άουτ  σε κομβικές στιγμές και την εναλλαγή κατά τις αναδρομές στο θεατρικό παρόν και παρελθόν αγλαΐζουν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους! Επιπρόσθετα, η ατμοσφαιρική και αγωνιώδης  μουσική του Σταύρου Σταυρίδη,  ανέδειξε το κείμενο.

Οι ερμηνείες

Άπαντες οι ηθοποιοί αποδείχτηκαν πολύ ικανοί σε ένα παιχνίδι-δοκιμαστήρι, καταφέρνοντας να καταθέσουν τη χαρά τους που είναι μαζί και παίζουν. Κατόρθωσαν συνάμα, δίχως φλυαρίες, να μεταδώσουν αρμονικά ο ένας στον άλλο την κίνηση, τη διαμόρφωση της εξέλιξης και το πέρασμά τους από τα κατατόπια της διαδρομής.  Με αρωγό τους τα καλά υποκριτικά τους εργαλεία, υποστήριξαν αυτό που διδάχτηκαν χωρίς ακκισμούς και υπερβολές. Κατέθεσαν κέφι, ταλέντο και μέτρο.

Πιο συγκεκριμένα, ο Παναγιώτης Καβαλιεράκης απέδωσε με περισσή δεξιοτεχνία τον ρόλο του εγωκεντρικού και αλαζόνας πρωταγωνιστή, Πήτερ Φόρτεσκιου.  Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η ερμηνεία της  Θεοδώρας Κωστάκου, στον ρόλο της αφελούς Μπεατρίς Λούις. Ο ταλαντούχος και ευειδής Δημήτρης Ελιάς, απέδωσε με σεβασμό και ευθύβολα τον νευραλγικής σημασίας ρόλο του Τόμπιν Γουότερφροντ. Η Βαρβάρα Δουμανίδου ως Χάριετ Κόλμπι είχε μια λυγρή γοητεία  και σκηνική άνεση. Ο Δημήτρης Βασιλειάδης ήταν καθόλα σωστός στον ρόλο του επιθεωρητή Άρτσι, ενώ η Μαρία Σεμερτζίδου (Σαρλότ Γουίδερσπουν), ο Κωνσταντίνος Μπάρκος (Νόα Τζόνσον) και ο Κυριάκος Αλεξιάδης (Νικ Παπάς) ανταποκρίθηκαν υφολογικά στις απαιτήσεις του ρόλου τους και ακολούθησαν κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες. Αξιοσημείωτη ήταν και η ερμηνεία της Όλγας Καλαμάρα στον ρόλο της «μυστηριώδους κυρίας» καταθέτοντας μια άκρως γοητευτική πιντερική εμφάνιση.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, στο θέατρο Αυλαία παρακολουθήσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους θεατρόφιλους, που έχουν ιδίως αδυναμία στα νουάρ . Η δύναμή του δεν έγκειται στην ποσότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, αλλά στο ξάφνιασμα που προκαλεί η διαφωνία των στιλ. Πρόκειται για έργο με κωμικο και απειλητικό πρόσημο, δοσμένο με θέρμη και ανθρωπιά, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο, για μια πολυσημαίνουσα παράσταση, σε ρυθμούς πατινάζ.

Ακολουθήστε μας

https://www.facebook.com/ThessCulture.gr/

thessculture.gr

https://www.instagram.com/

Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/channel/UCN-M-45CYwJZUFtCPb2DwYQ?view_as=subscriber με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.