ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “PRIMA FACIE” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ 60ΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΘΕΑΤΡΟ ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Υπάρχουν έργα που δεν τα παρακολουθείς απλώς· τα βιώνεις σαν ρωγμή μέσα σου. Το Prima Facie της Suzie Miller, όπως παρουσιάστηκε στο Θέατρο Κολοσσαίον στο πλαίσιο των 60ών Δημητρίων, ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία: είναι μια θεατρική εμπειρία που δεν αφηγείται απλώς, αλλά καταθέτει· δεν ζητά συγκίνηση, αλλά συνείδηση. Στο επίκεντρό του βρίσκεται μια γυναίκα που πίστεψε στο γράμμα του νόμου και αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τη σκληρή του αλήθεια: πως πίσω από την ψυχρή αντικειμενικότητα των θεσμών επιβιώνουν προκαταλήψεις, ταξικές ανισότητες και μια βαθιά πατριαρχική καχυποψία απέναντι στη γυναικεία εμπειρία.
Η παράσταση μάς υπενθυμίζει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι αφηρημένη έννοια· είναι σύνολο σχέσεων, καθημερινών αποφάσεων και ανθρώπινων μαρτυριών, που συχνά συγκρούονται με τις τυπικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ που τιμά τον πολιτισμό και τη διαχρονικότητα της θεατρικής τέχνης, η σκηνή μετατρέπεται σε ένα δικαστήριο χωρίς έδρα, όπου ο θεατής γίνεται μάρτυρας, συμμέτοχος και τελικά κριτής· όχι του εγκλήματος, αλλά του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία επιλέγει να βλέπει, να πιστεύει ή να σωπαίνει απέναντι στον πόνο. Το Prima Facie δεν είναι απλώς θεατρικό γεγονός· είναι μια δοκιμασία ενσυναίσθησης, υπενθύμιση ότι η αλήθεια, προτού κατατεθεί ως στοιχείο, πρέπει να βιωθεί ως πόνος και να ακουστεί ως κραυγή.

Ποια είναι η συγγραφέας: Suzie Miller
Η Suzie Miller δεν είναι απλώς μια θεατρική συγγραφέας· είναι φωνή που τολμά να κοιτάξει κατάματα τη δικαιοσύνη και δη τις στρεβλώσεις που κρύβει. Πρώην δικηγόρος υπεράσπισης, φέρει την εμπειρία της νομικής διαδικασίας μέσα της, γνωρίζοντας εκ των έσω τις αντιφάσεις ενός συστήματος που συχνά παραγνωρίζει την αλήθεια των θυμάτων. Γεννημένη στην Αυστραλία, η Miller έχει δημιουργήσει μια σειρά έργων που φέρουν έντονο κοινωνικό και φεμινιστικό αποτύπωμα. Εκτός από το Prima Facie (2019), ξεχωρίζουν έργα όπως το All the Blood and All the Water (2008), το Driving into Walls (2012), το Caress/Ache (2015), το Anna K (2022) και το Inter Alia (2025), τα οποία έχουν παιχτεί διεθνώς, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν λάβει πολυάριθμα βραβεία για τη δραματουργική τους ακρίβεια και τη βαθιά ψυχολογική τους διείσδυση. Στο Prima Facie, η Miller συνδυάζει την ακρίβεια του νομικού λόγου με την ψυχολογική διείσδυση στην ψυχή του ανθρώπου· κάθε φράση της γίνεται έτσι τόσο επιχείρημα όσο και προσωπική εξομολόγηση, ενώ η γλώσσα της αιχμαλωτίζει την ένταση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Η συγγραφέας φωτίζει τη δυναμική της πατριαρχίας, τις ταξικές ανισότητες και τον τρόπο που η κοινωνία αντιδρά απέναντι σε μια γυναίκα που τολμά να μιλήσει για την αλήθεια της, μετατρέποντας το έργο της σε καθρέφτη κοινωνικής και ηθικής συνείδησης. Η γραφή της είναι αιχμηρή, ακριβής, μα και βαθιά συναισθηματική. Το νομικό λεξιλόγιο, απογυμνωμένο από την ψυχρότητα των δικαστικών αιθουσών, μετατρέπεται σε ποίηση της αμφιβολίας. Η Miller επιτρέπει στον λόγο να γίνει κραυγή, στην επιχειρηματολογία να μεταμορφωθεί σε εξομολόγηση. Η ίδια έχει δηλώσει πως το Prima Facie συνιστά μια «κραυγή ανάγκης για αλλαγή», και πράγματι, η δύναμή του βρίσκεται όχι στο γεγονός, αλλά στο βλέμμα του θεατή που αναγκάζεται να σταθεί απέναντι στην αδικία.

Το έργο: Prima Facie
Το Prima Facie είναι ένας θεατρικός μονόλογος-μαρτυρία, μια κραυγή εσωτερικής αλήθειας σε έναν κόσμο που αμφισβητεί τη φωνή της γυναίκας. Εστιάζει στη ζωή της Tessa Ensler, μιας επιτυχημένης δικηγόρου η οποία έχει καταφέρει να επιβάλει την παρουσία της σε έναν κατεξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο. Η πειθαρχία, η ρητορική της δεινότητα και η αφοσίωσή της στον νόμο∙ την καθιστούν υποδειγματική επαγγελματία. Όλα όμως ανατρέπονται όταν καθίσταται η ίδια θύμα βιασμού· τότε το νομικό σύστημα, που τόσο πιστά υπηρετούσε και εμπιστευόταν, την αποξενώνει, την υποβάλλει σε ψυχρή εξέταση και εντέλει την απορρίπτει. Το Prima Facie δεν είναι απλώς ένας μονόλογος· είναι μια βαθιά, αδυσώπητη ανατομία της αδικίας μέσα στο σύγχρονο νομικό και κοινωνικό σύστημα. Η Suzie Miller μετατρέπει τη σκηνή σε χώρο όπου η προσωπική εμπειρία συγκρούεται με την τυπική έννοια της δικαιοσύνης, και όπου κάθε λέξη γίνεται μέσο αποκάλυψης του τρόπου που η κοινωνία αντιμετωπίζει τη γυναικεία φωνή, την ευαλωτότητα και την ηθική ευθύνη. Μέσα ειδικότερα από το έργο, η έννοια της αλήθειας αποκτά πολλαπλές διαστάσεις: δεν είναι μόνο νομικό επιχείρημα, αλλά βιωμένο συναίσθημα, ψυχική πάλη και κοινωνικό φαινόμενο. Το Prima Facie μας προσκαλεί λοιπόν να αναλογιστούμε πώς η πατριαρχία, η ταξική θέση και οι θεσμοί διαμορφώνουν την εμπειρία της πρωταγωνίστριας και κάθε γυναίκας που τολμά να διεκδικήσει την αλήθεια της.
Η Tessa Ensler είναι μια γυναίκα που αναρριχήθηκε με κόπο σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, οικοδομώντας την καριέρα της ως επιτυχημένη ποινικολόγος υπερασπιζόμενη άνδρες κατηγορούμενους για σεξουαλικά εγκλήματα. Η εμπειρία της, τη φέρνει μάλιστα σε μια θέση εξουσίας, γνώσης και σιγουριάς· πιστεύει συν τοις άλλοις ότι η αλήθεια αποδεικνύεται μέσα από αποδεικτικά στοιχεία, επιχειρήματα και λογική δεξιοτεχνία. Η ισορροπία της εντούτοις καταρρέει όταν η ίδια πέφτει θύμα βιασμού από συνάδελφο. Τότε η γνώση της για τον νόμο μετατρέπεται σε εφιάλτη: η αλήθεια της αμφισβητείται και η αξιοπιστία της τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Η σκηνή στο αστυνομικό τμήμα είναι κομβικό σημείο: αποτελεί το πρώτο μεγάλο ρήγμα στην αυτοπεποίθησή της. Εκεί, αντί να βρει στήριγμα, συναντά βλέμματα καχυποψίας, ερωτήσεις που υπονοούν ενοχή, έναν μηχανισμό που, αντί να την προστατεύει, την ανακρίνει εκ νέου. Αυτή η δεύτερη θυματοποίηση γίνεται το σημείο καμπής του έργου: το τραύμα δε βρίσκεται μόνο στην πράξη της βίας, αλλά και στην κοινωνική της διαχείριση. Η Tessa βγαίνει από το αστυνομικό τμήμα πιο μόνη, πιο πληγωμένη και βαθύτερα διχασμένη. Οι ερωτήσεις των αστυνομικών, οι υποψίες, ο παγερός επαγγελματισμός μετατρέπουν τη διαδικασία σε δεύτερη εισβολή στο σώμα και στον ψυχισμό της. Το τραύμα της δεν είναι πια μόνο σωματικό· είναι υπαρξιακό. Η Tessa αμφιβάλλει — όχι για το γεγονός, αλλά για τον εαυτό της, για την ικανότητά της να μιλήσει, να ακουστεί, να σταθεί. Η φωνή της, κάποτε όπλο, τώρα τρέμει ανάμεσα στην κραυγή και τη σιωπή. Η ίδια αρχίζει να αμφιβάλλει — όχι για το γεγονός, αλλά για τον εαυτό της· για τη δυνατότητα να σταθεί ξανά με πίστη απέναντι στον νόμο που κάποτε υπηρετούσε. Η Tessa βιώνει συνεπώς τη βία του θεσμού που την απογυμνώνει από την ανθρώπινη εμπειρία της. Την αντιφατική δυναμική της δικαιοσύνης καθώς η τυπική διαδικασία απαιτεί «αποδείξεις», ενώ η προσωπική της εμπειρία και το τραύμα δεν επικυρώνονται, δε γίνονται πλήρως αντιληπτά ή αναγνωρίσιμα.
Η Tessa Ensler, μια γυναίκα που ανήλθε κοινωνικά μέσα από την αριστεία της, βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δική της κατάρρευση∙ στέκεται στη σκηνή ως ζωντανό τεκμήριο ενός συστήματος που δεν την αναγνωρίζει πλήρως. Ο βιασμός που υφίσταται από συνάδελφό της την τοποθετεί στη θέση του κατηγορούμενου μέσα στο ίδιο σύστημα που υπερασπιζόταν. Η προσωπική της ιστορία μετατρέπεται σε δημόσιο θέαμα και σε ηθικό πεδίο δοκιμασίας· ο λόγος της αμφισβητείται, η αξιοπιστία της τίθεται υπό κρίση, η σιωπή που πηγάζει από την τραυματική εμπειρία∙ ερμηνεύεται ως ενοχή. Μέσα από αυτήν τη δραματουργική αναστροφή ρόλων, η Miller αναδεικνύει την αμφισημία της δικαιοσύνης και αποκαλύπτει τη βία της κοινωνικής θέασης: η γυναίκα που μιλούσε για το δίκαιο καλείται τώρα να αποδείξει την αλήθεια του ίδιου της του σώματος. Ένας από τους πιο κρίσιμους μάλιστα άξονες του έργου είναι η πατριαρχία. Η Τessa βιώνει έτσι την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της όχι ως μεμονωμένο γεγονός, αλλά ως έκφραση ενός συστήματος που συστηματικά και τεχνηέντως υποτιμά τη γυναικεία φωνή. Η κοινωνική δε, καταδίκη και οι κατηγορίες περί εκδικητικότητας προς τον συνάδελφο αναδεικνύουν την τάση της κοινωνίας να προστατεύει τον θύτη και να απομονώνει το θύμα, μετατρέποντας την προσωπική τραγωδία σε κοινωνικό πρότυπο αδικίας. Η κοινωνική έτσι αντίδραση συνιστά ένα ακόμη επίπεδο πίεσης και αμφισβήτησης. Οι συνάδελφοι και η κοινότητα συχνά απαντούν με μισόλογα, σιωπές ή έμμεσες κατηγορίες, αναπαράγοντας τις πατριαρχικές και ταξικές προκαταλήψεις. Το έργο μας αναγκάζει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αδικία δεν είναι μόνο ατομικό φαινόμενο· είναι πρωτίστως κοινωνικό, και η θέση κάθε παρατηρητή ή συμμέτοχου καθορίζει την έκβαση της αλήθειας και της ηθικής ευθύνης. Η Τessa βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην εσωτερική ανάγκη να ακουστεί και στις εξωτερικές πιέσεις που επιδιώκουν να την φιμώσουν ή να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία της. Η υπόθεση εκτυλίσσεται ως ψυχολογικός και ηθικός αγώνας, όπου η ηρωίδα μετατρέπεται από υπερασπιστή του νόμου σε ζωντανό τεκμήριο της αδικίας
Η ταξική προέλευση της πρωταγωνίστριας από την άλλη, εντείνει την ευαλωτότητά της. Η Tessa προέρχεται από ταπεινή οικογένεια, γεγονός που περιορίζει την πρόσβασή της σε υποστηρικτικά δίκτυα και ενισχύει την αίσθηση μοναξιάς μέσα σε έναν απαιτητικό και άνισο χώρο. Η Miller υπογραμμίζει στο σημείο αυτό πώς η κοινωνική θέση πολλαπλασιάζει την αδυναμία, επηρεάζει τον τρόπο που οι άλλοι αντιδρούν στο θύμα και καθορίζει κατ΄επέκταση την έκταση στην οποία η αλήθεια μπορεί να ακουστεί και να γίνει πιστευτή. Αρθρώνει πιο συγκεκριμένα μέσα από την Tessa μια ευρύτερη διαμαρτυρία ενάντια στην πατριαρχική λογική της απόδειξης — εκεί που η εμπειρία πρέπει να αποδειχθεί για να θεωρηθεί αληθινή. Η ταξική διάσταση λειτουργεί ωσαύτως ως δεύτερος άξονας του έργου: η Tessa, παιδί λαϊκής οικογένειας, δεν κουβαλά μόνο την ενοχή του θύματος, αλλά και το βάρος του κοινωνικού φραγμού που την κρατά “φιλοξενούμενη” σ’ έναν κόσμο ελίτ. Το Prima Facie έτσι δεν είναι απλώς μια ιστορία βιασμού· είναι μια αφήγηση ενηλικίωσης, μια σύγκρουση ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και τον θεσμικό λόγο, ανάμεσα στην ανθρώπινη εμπειρία και το απρόσωπο γράμμα του νόμου.

Συγχρόνως, η δικαιοσύνη, ως θεσμός και έννοια, λειτουργεί στο έργο ως καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας. Η Τessa μετατρέπεται από υπερασπιστή του νόμου σε ζωντανό τεκμήριο της αδικίας, αντιμετωπίζοντας την εξουσία από τη θέση του θύματος. Η Miller καταδεικνύει ότι η πραγματική δικαιοσύνη δεν περιορίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία· απαιτεί αναγνώριση του βιωμένου πόνου και ηθική συνείδηση, κάτι που συχνά λείπει από τα θεσμικά όργανα. Ο μονόλογος παρακολουθεί την εσωτερική της διαδρομή: την ανασφάλεια, τον θυμό, τη σύγχυση, αλλά και την επιμονή να διατηρήσει την προσωπική της αλήθεια. Η σιωπή της γίνεται κραυγή, η φωνή της όπλο, και η ψυχή της καθρέφτης της κοινωνικής αδικίας. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, η Miller δείχνει ότι η εμπειρία της πρωταγωνίστριάς της δεν είναι ατομική· είναι συλλογικό φαινόμενο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα θέματα πατριαρχίας, ταξικής ανισότητας και κοινωνικής αδιαφορίας. Η υπόθεση καθιστά σαφές ότι η αληθινή δικαιοσύνη δεν περιορίζεται στην εφαρμογή του νόμου· απαιτεί αναγνώριση, ενσυναίσθηση και θάρρος για να ακουστεί. Η Miller αναδεικνύει τη διαλεκτική ανάμεσα στο νόμο και την ηθική: τι σημαίνει να είσαι δίκαιος, όταν η κοινωνία συχνά υπερασπίζεται τον θύτη και αποσιωπά τον πόνο του θύματος; Ο μονόλογος γίνεται, έτσι, ένα μέσο για να φωτιστούν οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις της Τessa, η ηθική πίεση που ασκείται στο σώμα της και η αναζήτηση προσωπικής λύτρωσης μέσα από την αλήθεια.
Μέσα από το Prima Facie, η Miller δημιουργεί εν ολίγοις έναν κόσμο όπου προσωπικό και δημόσιο, λόγος και σιωπή, δύναμη και αδυναμία αλληλεπιδρούν και συγκρούονται συνεχώς. Το έργο καθίσταται ως εκ τούτου καθρέφτης για κάθε θεατή· κάθε λέξη και κάθε σιωπή της Τessa καλεί το κοινό να αναλογιστεί την προσωπική του στάση απέναντι στην αδικία, στην πατριαρχία και στην ηθική ευθύνη. Η εμπειρία της ηρωίδας αποσαφηνίζει ότι η αλήθεια δεν περιορίζεται σε γραπτά ή αποδείξεις· κατοικεί στη φωνή που τολμά να ακουστεί και ανθίζει στο θάρρος που διεκδικεί το ζείδωρο δίκαιο.
Η υπόθεση: Η φωνή πίσω από το σύστημα
Η Tessa Ensler, δικηγόρος με λαμπρή πορεία, έχει αφιερώσει τη ζωή της στην υπεράσπιση των αρχών του δικαίου. Όταν όμως πέφτει θύμα βιασμού από συνάδελφό της, η πραγματικότητα συντρίβει τη βεβαιότητά της. Αντιμέτωπη με τις ίδιες διαδικασίες που άλλοτε υπερασπιζόταν, συνειδητοποιεί πόσο εχθρικό και απάνθρωπο μπορεί να γίνει το σύστημα απέναντι σε μια γυναίκα που τολμά να μιλήσει. Η υπόθεση δεν εξελίσσεται ως κλασικό δικαστικό δράμα, αλλά ως ψυχολογικό θρίλερ συνείδησης. Η Tessa απευθύνεται στο κοινό, το καθιστά συμμέτοχο στη διαδρομή της: από την υπεροψία του νομικού λόγου ως τη γυμνή ευαλωτότητα του τραύματος. Ο μονόλογος γίνεται εξομολόγηση, το σώμα της ηρωίδας γίνεται τόπος μαρτυρίας, και η θεατρική πράξη μεταμορφώνεται σε πράξη αντίστασης απέναντι στην αδικία.

Η παράσταση: Ένα σκηνικό τοπίο εξομολόγησης και κρίσης
Η παράσταση του Prima Facie, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Οικονόμου, στο Θέατρο Κολοσσαίον στο πλαίσιο των 60ών Δημητρίων, συνιστά ένα υποδειγματικό παράδειγμα σκηνικής εσωστρέφειας που υπηρετεί τον λόγο χωρίς να τον εγκλωβίζει. Ο Οικονόμου επιλέγει να τοποθετήσει το κοινό απέναντι σε έναν γυμνό, σχεδόν αποστειρωμένο κόσμο: έναν χώρο όπου το βλέμμα της Tessa είναι το μοναδικό σκηνικό τοπίο. Η σκηνοθεσία του δεν αναζητά θεατρικές εξάρσεις, αλλά εσωτερική ακρίβεια· οι κινήσεις είναι ελάχιστες, τα βλέμματα κοφτά, η σιωπή δραματουργικό υλικό καθαυτό. Έτσι, η παράσταση αποκτά τη ρυθμική αγωνία μιας απολογίας — σαν να τελείται ενώπιον ενός αόρατου δικαστηρίου, στο οποίο το κοινό είναι ταυτόχρονα ακροατήριο, ένορκος και μάρτυρας.
Ο Οικονόμου δεν επιδιώκει μια ρεαλιστική αναπαράσταση της δικαστικής διαδικασίας, αλλά μια σκηνική ανατομία της ενοχής και της συνείδησης. Το σκηνικό δικαστήριο λειτουργεί ως μεταφορά για την εσωτερική κρίση της ηρωίδας· εκεί όπου η έννοια της δικαιοσύνης αποκαλύπτεται ως αμφίσημη και ατελής. Με αυτή την επιλογή, ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τη ρωγμή ανάμεσα στη νομική γλώσσα και στην ανθρώπινη εμπειρία, ανάμεσα στην ψυχρή λογική του συστήματος και τη σωματική αλήθεια του τραύματος. Η λιτότητα δεν είναι αισθητική επιλογή, αλλά πολιτική χειρονομία — ένα σχόλιο για το πώς ο θεσμός της δικαιοσύνης απογυμνώνει το πρόσωπο από τη φωνή του.
Τα υποβλητικά σκηνικά και τα αρμόζοντα κοστούμια του Πάρι Μέξη ενισχύουν αυτή την αίσθηση απογύμνωσης. Ένα γραφείο, μια καρέκλα, ένας φάκελος με έγγραφα — τίποτε περισσότερο. Ο χώρος λειτουργεί ως ψυχογραφία του συστήματος που κάποτε υπηρέτησε η Tessa: ψυχρός, γεωμετρικός, άψυχος, ασφυκτικά οργανωμένος. Ο Μέξης μετατρέπει το σκηνικό σε «μη τόπο»· ένα συμβολικό πεδίο όπου το προσωπικό και το θεσμικό συγκρούονται, όπου το σώμα της γυναίκας αναγκάζεται να σταθεί σε έναν χώρο που δεν της ανήκει. Κάθε αντικείμενο, κάθε γραμμή του σκηνικού, θυμίζει όριο — το αόρατο σύνορο ανάμεσα στην εξουσία και την ευαλωτότητα.
Οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου αναλαμβάνουν τον ρόλο του ψυχικού καθρέφτη της ηρωίδας. Από την εκτυφλωτική λευκότητα της δικαστικής αίθουσας μέχρι τη βραδυφλεγώς βυθιζόμενη σκιά του τραύματος, το φως αποτυπώνει το ταξίδι από την εξωτερική τάξη στην εσωτερική ρωγμή. Κάθε αλλαγή φωτισμού μοιάζει με ανάκριση της συνείδησης· κάθε σκιά, με σιωπηλό σχόλιο για την αμφισημία της αλήθειας. Οι φωτισμοί και οι ήχοι λειτουργούν σε απόλυτη συνέργεια, σχηματίζοντας ένα τοπίο εσωτερικής δόνησης· εκεί όπου το φως υποχωρεί, ο ήχος εισχωρεί σαν αναμνησιακό ρήγμα — σαν η ίδια η μνήμη να φωτίζεται και να σβήνει ρυθμικά, αποκαλύπτοντας τις διακυμάνσεις του φόβου, της ντροπής και της αντίστασης.
Η μουσική και τα ηχητικά τοπία της Αλεξάνδρας Κατερινοπούλου υποβάλλουν μια αόρατη παρουσία: τον χτύπο της καρδιάς, την ανάσα του φόβου, την παύση της ενοχής. Οι ήχοι λειτουργούν όχι ως συνοδεία αλλά ως εσωτερικός μονόλογος που δονεί το σώμα της Tessa και το επαναφέρει διαρκώς στο πεδίο της μνήμης. Η ηχητική δραματουργία θυμίζει περισσότερο ψυχικό παλμό παρά μουσική υπόκρουση, ενισχύοντας τη βιωματική ένταση της αφήγησης. Το ηχητικό σύμπαν γίνεται σχεδόν οντολογικό στοιχείο — ένας άυλος μάρτυρας που καταγράφει την κάθε ανάσα, το κάθε δισταγμό.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Οικονόμου βασίζεται στη δραματουργία της απογύμνωσης: τίποτα περιττό, τίποτα εύκολο. Η εσωτερικότητα γίνεται το κύριο σκηνικό συμβάν. Το κοινό δεν «παρακολουθεί» απλώς την Tessa· συμμετέχει στην αναμέτρησή της με το ίδιο της το σύστημα πίστης. Στο τέλος, ο θεατής δε νιώθει ότι είδε μια παράσταση, αλλά ότι βρέθηκε μπροστά σε μια τελετουργία αυτοαναίρεσης και αναγέννησης. Μέσα από αυτή την αυστηρή σκηνική πειθαρχία, το Prima Facie αναδεικνύει τα καίρια ερωτήματα του έργου: την πατριαρχία και την έμφυλη ανισότητα που διαπερνά τον θεσμό της δικαιοσύνης, τη σύγκρουση νόμου και ηθικής, τη θέση της γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο εξουσίας. Η Tessa, εγκλωβισμένη ανάμεσα στη νομική γλώσσα και στην προσωπική της αλήθεια, φέρει πάνω της τη σύγκρουση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στο σώμα και στον λόγο, στο τραύμα και στη σιωπή. Το Prima Facie στη σκηνοθεσία του Οικονόμου κατορθώνει να μετατρέψει τον μονόλογο σε συλλογικό κάλεσμα ευθύνης. Η γυναικεία εμπειρία δεν παρουσιάζεται ως μελόδραμα ή ως αφήγημα θυματοποίησης, αλλά ως πράξη αντίστασης, ως επαναφορά της φωνής εκεί όπου το σύστημα επιμένει στη σιωπή. Το θέατρο, σε αυτήν την εκδοχή, επιστρέφει στην αρχέγονη λειτουργία του: γίνεται τόπος κρίσης, κάθαρσης και αλήθειας — εκ πρώτης όψεως, αλλά κυρίως εκ βάθους ψυχής.

Η ερμηνεία: Το σώμα ως τόπος μαρτυρίας
Η Λένα Παπαληγούρα ενσαρκώνει την Tessa Ένσλερ όχι ως ηρωίδα, αλλά ως φορέα αλήθειας. Η ερμηνεία της πάλλεται από μια σπάνια ακρίβεια ρυθμού και συναισθηματικής πυκνότητας — δεν κραυγάζει, δεν παρακαλεί, δεν εκλιπαρεί· μαρτυρεί. Από την πρώτη στιγμή, η Παπαληγούρα στήνει ένα λεπτοφυές σκηνικό ψυχικής εναλλαγής, στο οποίο η αυτοπεποίθηση της επιτυχημένης δικηγόρου σταδιακά διαβρώνεται από τον φόβο, την αμφιβολία και την οδύνη. Το κοινό δεν παρακολουθεί απλώς· συμμετέχει, γίνεται μάρτυρας της εσωτερικής της ανάκρισης και της αμφισημίας που επιβάλλει η κοινωνία.
Το σώμα της, αρχικά ευθυτενές, αυστηρό, κινείται με τη βεβαιότητα ενός ανθρώπου που ελέγχει τον χώρο — ενός ατόμου που έχει μάθει να χειρίζεται τον λόγο ως όπλο. Καθώς η αφήγηση προχωρά, η στάση της αλλάζει: οι ώμοι βαραίνουν, το βλέμμα χαμηλώνει, οι παύσεις πυκνώνουν. Αυτή η μετάβαση δεν είναι εξωτερική· είναι σωματοποιημένη ψυχολογία. Κάθε αναπνοή και κάθε παύση γίνονται τεκμήρια μιας συνείδησης που καταρρέει και αναδομείται. Η άρθρωσή της παραμένει ευκρινής ακόμη και στις πιο εύθραυστες στιγμές — σαν να χαράζει λέξη προς λέξη το περίγραμμα του τραύματος. Κάθε παύση μοιάζει με ανάσα που μετρά το βάρος της αλήθειας.
Ιδιαίτερα στις σκηνές όπου η Tessa απευθύνεται στο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει τον βιασμό, η Παπαληγούρα αποδίδει με συγκλονιστική διαύγεια τη δευτερογενή βία του συστήματος. Ο τρόπος που το σώμα της σφίγγεται, η διστακτική φωνή που παγώνει μπροστά στην καχυποψία των αστυνομικών, η σταδιακή εσωτερίκευση της ντροπής — όλα λειτουργούν σαν χειρονομίες μνήμης του τραύματος. Δε χρειάζονται φωνές· η σιωπή της είναι πιο εκκωφαντική από κάθε λόγο. Εκεί, η ερμηνεία της Παπαληγούρα αγγίζει τα όρια του ψυχικού ντοκιμαντέρ: ο θεατής αισθάνεται τη διαδρομή από την άρνηση στην αποδοχή του τραύματος, από τον ορθολογισμό στη ρωγμή. Εκεί, η σιωπή της δεν είναι παθητικότητα· είναι διεκδίκηση. Η Παπαληγούρα αναστρέφει τη σχέση εξουσίας: η Tessa δεν είναι πλέον αντικείμενο παρατήρησης· είναι εκείνη που παρατηρεί και υπαγορεύει τους όρους της αφήγησής της, αποδομώντας το σύστημα που την όριζε.
Το τραύμα, στην απόδοσή της, δεν είναι γεγονός· είναι διαδικασία. Η Παπαληγούρα δείχνει πως η Tessa δεν σπάει απότομα — φθείρεται σιωπηλά, διαλύεται μέσα από την επανάληψη των ίδιων λέξεων, μέσα από το βλέμμα που αγωνία, που διψά, που παλεύει να εμβολιάσει εμπιστοσύνη στον κόσμο. Εκεί όπου η λογική της δικηγόρου επιχειρεί να «αποδείξει» την αλήθεια της, το σώμα της ηθοποιού την ζει — και την ξαναζεί, μέχρις εξαντλήσεως.
Στο τελευταίο μέρος του μονολόγου, όταν η Tessa αρχίζει να αμφιβάλλει ακόμη και για τη δική της εμπειρία, η Παπαληγούρα επιτρέπει στην αμφιβολία να φωλιάσει μέσα στη φωνή της. Το βλέμμα της δεν αναζητά πια επιβεβαίωση· ζητά κατανόηση. Ο πόνος γίνεται στοχασμός. Η φωνή, αντί να υψώνεται, χαμηλώνει — όχι από αδυναμία, αλλά από εσωτερική ωριμότητα: η ηρωίδα δε χρειάζεται πια να αποδείξει τίποτα· έχει ήδη επιβιώσει.
Η Παπαληγούρα παραδίδει μια ερμηνεία ισορροπίας ανάμεσα στη δύναμη και την ευαλωτότητα, στην ορθολογική ψυχραιμία και την υπαρξιακή κατάρρευση. Η παρουσία της δεν ερείδεται στην εξωστρέφεια αλλά στην εσωτερική ένταση, σ’ εκείνη τη λεπτή γραμμή όπου το σώμα γίνεται καθρέφτης της ψυχής. Η φωνή της, βαθιά και ελεγχόμενη, αποκτά τη βαρύτητα μιας μαρτυρίας· κάθε φράση μοιάζει να κουβαλά το βάρος της απόδειξης, όχι απέναντι στον νόμο, αλλά απέναντι στον εαυτό. Κι ίσως εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία της ερμηνείας της: στη μετατροπή του θεάτρου σε χώρο μαρτυρίας, όπου η ατομική πληγή αποκτά συλλογική φωνή. Γιατί στο βλέμμα της Παπαληγούρα, το τραύμα δεν είναι μόνο της Tessa· είναι όλων όσων κάποτε σιώπησαν.
Στην τελική της στάση, η Παπαληγούρα δεν υποδύεται την Tessa — την κατοικεί. Και μέσα από αυτή την κατοίκηση, το θέατρο μετατρέπεται σε πράξη ίασης, σε τόπο όπου το τραύμα δεν κρύβεται αλλά εκτίθεται με ευγένεια, ως υπαρξιακό τεκμήριο. Έτσι, η ερμηνεία της δεν είναι απλώς συγκινητική· είναι αναστοχαστική — μια βαθιά υπόμνηση του πόσο εύθραυστη και ταυτόχρονα ανθεκτική μπορεί να είναι η ανθρώπινη ψυχή όταν αναγκάζεται να επανασυστήσει τον εαυτό της μέσα από τον πόνο.
Εν κατακλείδι
Το Prima Facie δεν είναι απλώς μια ιστορία βιασμού· είναι μια πνευματική δοκιμασία για τον θεατή, μια αντιπαράθεση με τα όρια της πίστης μας στη δικαιοσύνη, στην αλήθεια και στον ίδιο τον άνθρωπο. Η Tessa δεν ενσαρκώνει μόνο τη γυναίκα που ζητά να ακουστεί· είναι η φωνή κάθε ανθρώπου που βρέθηκε εγκλωβισμένος σε ένα σύστημα που τον υποβάλλει σε δεύτερη βία — τη βία της αμφισβήτησης. Το τραύμα της δεν είναι στιγμιαίο· επαναλαμβάνεται σαν ψιθυρισμένη κακοφωνία μέσα στους θεσμούς, αντηχεί σε κάθε κοινωνικό σιωπητήριο, απαιτώντας αναγνώριση.
Μέσα από τη μαρτυρία της, το έργο μας φέρνει αντιμέτωπους με μια οδυνηρή διαπίστωση: η δικαιοσύνη, όσο και αν επιδιώκει την αλήθεια, παραμένει ανθρώπινη κατασκευή — ευάλωτη στις προκαταλήψεις, στους φόβους και στις ιεραρχίες που δομούν τον κόσμο μας. Η Tessa, προερχόμενη από λαϊκό περιβάλλον, βιώνει διπλό αποκλεισμό: ως γυναίκα και ως κοινωνικά «ξένη» μέσα σε έναν θεσμό της εξουσίας. Η εμπειρία της δείχνει ότι η αλήθεια δεν αρκεί να ειπωθεί· πρέπει και να βρεθεί πρόθυμο αφτί να τη δεχτεί.
Το έργο μας τοποθετεί απέναντι σε καθρέφτη — μας αναγκάζει να δούμε πού και πώς η δική μας ανοχή ή αδιαφορία συνηγορεί στην αναπαραγωγή της αδικίας. Κι όμως, μέσα από αυτή τη φωνή που σπάει τη σιωπή, γεννιέται μια αργή, επίμονη αντίσταση — μια διεκδίκηση της αξιοπρέπειας που αρνείται να αφήσει το τραύμα να χαθεί στη λήθη. Το Prima Facie είναι, τελικά, μια πράξη αφύπνισης: υπενθύμιση ότι η φωνή που διεκδικεί να ακουστεί δε ζητά μόνο δικαίωση, αλλά αποκατάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Δεν είναι ένα έργο για το τέλος· είναι έργο για τη συνέχεια, για το πώς στεκόμαστε απέναντι στην αλήθεια όταν αυτή παύει να είναι θεωρία και γίνεται πρόσωπο, σώμα, πληγή. Και μέσα από αυτήν την εμπειρία, το θέατρο επαναπροσδιορίζεται: δεν αφηγείται μόνο, αλλά αναδεικνύει, αναστατώνει και φωτίζει το ανείπωτο.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.
 
         
	 
                                     
                                    