TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΣΦΗΚΕΣ” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Λ.ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΑΣΟΥΣ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Το έργο

Ο Αριστοφάνης διδάσκει τους Σφήκες στα Λήναια του 422 π.Χ. Στον συγκεκριμένο διαγωνισμό συμμετέχει επίσης ο Φιλωνίδης με την κωμωδία Προάγων, ο οποίος αποσπά το πρώτο βραβείο.  Οι Σφήκες κατατάσσονται δεύτεροι. Τρίτος έρχεται ο Λεύκων με την κωμωδία Πρέσβεις. 

Οι Σφήκες φέρουν σαφή τα ίχνη της εναλλαγής επιτυχίας και αποτυχίας: Επανέρχονται, ήγουν με ευρηματικότητα σε στοιχεία και θεματικές στις οποίες ο Αριστοφάνης εχει διαπρέψει σε προηγούμενες κωμωδιες του, όπως τη διακωμώδηση του πολιτικού Κλέωνα. Ξαναπιάνουν τη θεματική της σύγκρουσης των γενεών- θεματικός πυρήνας των Νεφελών-, ενώ στην Παράβαση, στο ιδιαίτερο εκείνο μέρος της αρχαίας κωμωδίας, στο οποίο ο χορός μιλά άμεσα στο κοινό εκ μέρους του ποιητή, αναφέρονται ευκρινώς στην αποτυχία της περασμένης χρονιάς, στηλιτεύοντας το κοινό για την αδυναμία του να κατανοήσει το βάθος της κωμικής έμπνευσης του Αριστοφάνη.

Ο πολιτικός βέβαια θεσμός που έντονα σατιρίζεται από τον Αριστοφάνη στους Σφήκες είναι τα αθηναϊκά δικαστήρια. Στην Αθήνα του Φιλοκλέωνα, οι πολίτες ήταν τω όντι δικομανείς. Αυτό το χαρακτηριστικό, που αποτελούσε τρωτό σημείο της άμεσης δημοκρατίας, στους Σφήκες συνιστά τον κεντρικό άξονα της σατιρικής ματιάς του Αριστοφάνη. Πρόκειται για έναν θεσμό που οργανώθηκε αναμφίλεκτα, ώστε να είναι δημοκρατικός, χάρη στον μεγάλο αριθμό δικαστών, που εξασφάλιζε θεωρητικά μάλιστα πολυφωνία και συνεπίκουρη δυσκολία στην πιθανότητα δωροδοκίας. Ωστόσο τα αρνητικά χαρακτηριστικά είναι εμφανή: το πλήθος των δικαστών είναι επιρρεπές στη δημαγωγία και ο θεσμός του δικαστή εκλήφθηκε τελικά από τους γηραιότερους ως ευκαιρία για μια καλή σύνταξη. Παρόλα αυτά, η ανεξάρτητη αρχή της δικαιοσύνης δεν παύει να είναι συνυφασμένη με τη δημοκρατία, όσο στρεβλά και αν λειτουργεί. 

Και οι «Σφήκες»; Ο τίτλος της κωμωδίας αναφέρεται στον Χορό, στην ιδιαίτερη μορφή του, που συμπυκνώνει την ουσία του χαρακτήρα του. Οι γέροι δικαστές είναι «σφήκες» νευρώδεις, αεικίνητοι, ευερέθιστοι, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να επιτεθούν με το κεντρί τους, αν κάποιος τους πειράξει. Οι ευέξαπτες και επιθετικές «σφήκες» των δικαστηρίων είναι οι ίδιες που, ακριβώς ένεκα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους,  έσωσαν την Αθήνα από τους Πέρσες και οικοδόμησαν την αθηναϊκή ηγεμονία.

Ο Αριστοφάνης δεν επιθυμεί σαφώς να τα βάλει με τον δημοκρατικό θεσμό των λαϊκών δικαστηρίων, αλλά να φωτίσει την πηγή του κακού που υποβαθμίζει τον δημοκρατικό αυτό θεσμό: προσωπικά κίνητρα και παραπλανημένοι από τους δημαγωγούς πολίτες μετατρέπουν τη δικαστική εξουσία από λειτούργημα σε πληγή για την Αθήνα.

Οι Σφήκες του Αριστοφάνη είναι κατά συνέπεια μια κωμωδία που βρίσκει τον τρόπο να τονίσει πολιτικές ανωμαλίες της εποχής του, με ποικίλους τρόπους. Η αντίστροφη εφηβεία του Φιλοκλέωνα και η πολιτική ανωριμότητά του, οι ξεκάθαρες αναφορές στον Κλέωνα και τις μεθόδους του, η αναπαράσταση της αυθαιρεσίας μιας αθηναϊκής δίκης αλλά και ο περιορισμός, τελικά, του ήρωα στο σπίτι του Κύκλωπα-γιου του είναι οι τρόποι που βρίσκει ο ποιητής να κάνει λόγο για πολιτική. Δεν προτείνει λύσεις, δε δίνει διεξόδους στα πολιτικά αδιέξοδα, μονάχα φωτίζει σοβαρολογώντας μέσα από το ευθύβολο χιούμορ του την Αθήνα του 422 π.Χ. και μένει στους θεατές –της εποχής του ή και τους σημερινούς να προβληματιστούν πάνω στις ευθύνες, τις συνέπειες και τις λύσεις.

Η Υπόθεση

Οι Σφήκες είναι η ιστορία ενός πατέρα κι ενός γιου με περίεργα ονόματα: Φιλοκλέων και Βδελυκλέων αντιστοίχως. Ο Φιλοκλέων είναι μανιακός με τα δικαστήρια και ως εκ τούτου φανατικός οπαδός του Κλέωνα, αφού ο δημαγωγός τού δίνει συνεχώς τροφή για το πάθος του. Από το δικαστικό του λειτούργημα ο Φιλοκλέων αποκομίζει μια αίσθηση αξίας και εξουσίας. Δεν τον χαλάει όμως και το ημερήσιο αντιμίσθιο των τριών οβολών, που του παρέχει τη δυνατότητα να μην είναι εξαρτημένος από τον γιο του. Ο Βδελυκλέων φέρει βαρέως την «ασθένεια» του πατέρα του και τον κλειδώνει στο σπίτι. Ούτε οι εφευρετικές προσπάθειες του γέροντα να αποδράσει ούτε η επιδρομή των συνδικαστών του (μισών ανθρώπων, μισών σφηκών) καταφέρνουν να απελευθερώσουν τον γέροντα· έτσι, πατέρας και γιος καταφεύγουν σε «αγώνα λόγων». Ο Φιλοκλέων εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αγαπά τόσο το δικαστιλίκι, ο Βδελυκλέων επιχειρεί να του εξηγήσει πως στην πραγματικότητα έχει γίνει το υποχείριο επιτηδείων, που οι ίδιοι πλουτίζουν και σε εκείνον δε δίνουν παρά ψίχουλα. 

Τα επιχειρήματα του Βδελυκλέωνα κλονίζουν τον πατέρα του, ο οποίος όμως δεν μπορεί να απαλλαγεί από τον εθισμό του. Έτσι, ο Βδελυκλέων καταφεύγει σε ένα τέχνασμα: μετατρέπει το σπίτι του σε δικαστήριο και βάζει τον Φιλοκλέωνα να δικάσει…οικιακές υποθέσεις! Η πρώτη υπόθεση που έρχεται ενώπιόν του είναι η δίκη του σκύλου Λάβητα (το όνομα παραπέμπει στον στρατηγό Λάχητα), που έκλεψε λίγο σικελικό τυρί. Κατήγορος είναι ένας άλλος σκύλος, ο «Κύων από το Κυδαθήναιο», περσόνα του Κλέωνα. Ο Βδελυκλέωνας υπερασπίζεται σθεναρά τον Λάβητα, όμως ο πατέρας του είναι εθισμένος και στις καταδικαστικές ψήφους! Έτσι ο Βδελυκλέωνας τον παγιδεύει και εξασφαλίζει με απάτη την αθώωση του πελάτη του! Ο Φιλοκλέων καταρρέει. 

Ο χορός επιδίδεται στην Παράβαση, στην οποία σχολιάζει την κακή συμπεριφορά των Αθηναίων θεατών έναντι του Αριστοφάνη (εννοεί την αποτυχία των Νεφελών στα Μεγάλα Διονύσια της προηγούμενης χρονιάς) και ερμηνεύει τη διττή του ταυτότητα, ως Αθηναίου της γενιάς των Μαραθωνομάχων και ως «σφήκα».

Μετά την Παράβαση ο Φιλοκλέων έχει αποδεχθεί πια ότι ο γιος του είχε δίκιο. Υποβάλλεται σε μια διαδικασία μαθητείας, στην οποία ο Βδελυκλέων τον διδάσκει πώς να ντύνεται, να μιλά και να φέρεται στο συμπόσιο, τον κατεξοχήν χώρο συνεύρεσης των Αθηναίων ανδρών της «αστικής τάξης». Εξαρχής ο Βδελυκλέων ήθελε να στρέψει τον πατέρα του προς την κατεύθυνση της γλυκιάς ζωής, ώστε να απαλλαγεί από τη μανία του και να απολαύσει τα γηρατειά του υπό τη φροντίδα και τη σκέπη (ουσιαστικά, τον έλεγχο) του γιου του. 

Τα πράγματα, όμως, προφανώς δεν εξελίσσονται όπως τα περίμενε ο Βδελυκλέων. Ο γέρος παραμένει εκτός ελέγχου. Φέρεται με αγαρμποσύνη και βιαιότητα τόσο προς τους συνδαιτυμόνες (βρίζει, προσβάλλει, ασχημονεί και στο τέλος τους κλέβει και την αυλητρίδα, την οποία μπαλαμουτιάζει δημοσίως!) όσο και προς κάθε Αθηναίο που βρίσκεται στο διάβα του. Διάφοροι απλοί πολίτες, θύματα της βίας του, καθώς και δύο αρτοπώλες, θέλουν να τον σύρουν στο δικαστήριο. Ο Φιλοκλέων χρησιμοποιεί τα «μαθήματα» που του έκανε ο γιος του, για να ξεφύγει, εξοργίζοντάς τους περισσότερο. Ο Βδελυκλέων ξανακλείνει τον γερο-σίφουνα στο σπίτι, για να μην πάθουν καμιά μεγάλη συμφορά! Ακόμη κι εκεί όμως ο Φιλοκλέων δεν το βάζει κάτω. Με την ακατάβλητη ενεργητικότητα που τον χαρακτηρίζει, παρά τα χρονάκια του, γίνεται μάστορας στην… τραγική όρχηση. Στην τελευταία σκηνή του έργου παραβγαίνει με τους νεαρούς γιους του τραγικού ποιητή Καρκίνου και συνοδεύει τον χορό προς την έξοδο χορεύοντας σαν μανιασμένος δερβίσης!

Η παράσταση

Οι Σφήκες δεν είναι από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη που παίζονται ιδιαίτερα συχνά στη σύγχρονη σκηνή. Στο νεοελληνικό θέατρο, από την πρώτη παράσταση του Αλέξη Σολομού (1963) μέχρι σήμερα καταγράφονται μόλις επτά παραστάσεις του έργου αυτού. Το καλοκαίρι τούτο, εξήντα χρόνια έπειτα, η Λένα Κιτσοπούλου πραγματεύεται μια ελεύθερη διασκευή του έργου, στην οποία διατηρεί ασίγαστο τον παλμό του αριστοφανικού κειμένου, καθώς και τη θυμοέγκαυστη μανία του κεντρικού ήρωα. Οι Σφήκες πραγματοποιούν ένα ταξίδι στον χρόνο και επισκέπτονται τον δικό μας κήπο.

Συνιστά άλλωστε αναμφήριστη αλήθεια πως αν κάποιος δεν είναι ένας ειδικός μελετητής του Αριστοφάνη, δεν μπορεί να αντιδράσει άμεσα ούτε στο χιούμορ του, ούτε στην απελπισία που ουρλιάζει πίσω από το χιούμορ του. Δεν είναι άλλωστε εύκολο, αλλά ούτε και δεδομένο ότι  η αμεσότητα του λόγου του, τα ακατάπαυστα σχόλιά του και οι συνεχείς αναφορές του στο δικό του «σήμερα», να εμφιλοχωρήσουν και να φωλιάσουν στον  θεατή του δικού μας «σήμερα». Άλλωστε  ζητούμενο του Αριστοφάνη ήταν να ενοχλήσει, να είναι καυστικός και αιχμηρός, αθυρόστομος  να φτιάξει ποίηση με την αγοραία γλώσσα και γράφοντας η Λένα Κιτσοπούλου ένα δικό της έργο, προσπάθησε να υπηρετήσει πάνω από όλα το δικό της ζητούμενο. Ήθελε ωσαύτως να είναι αθυρόστομος, μελαγχολικός, ένας μανιασμένος ανεμοστρόβιλος που  αποσκοπούσε να καταδικάσει τη διαφθορά της εξουσίας, την ανθρώπινη μικρότητα  –  στο συγκεκριμένο έργο, τα λαϊκά δικαστήρια, τη διαπλοκή – και δε θα μπορούσε να του ήταν προφανώς πιστή η δημιουργός, αν δεν προσπαθούσε και η ίδια να καταδικάσει αυτά που συμβαίνουν σήμερα και να μιλήσει με τη δική της γλώσσα.  Έγραψε ουσιαστικά ένα δικό της έργο, οιστρηλατημένη από την ελευθερία που της επιδαψίλευσε το αριστοφανικό πνεύμα.

Ως εκ τούτου στην αιρετική ανάγνωση της Λένας Κιτσοπούλου, το κάθε πρόσωπο αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, συνθέτοντας μια κοινωνία σε ίλιγγο, που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη επιθετικότητα και τη διαχείριση της ευαλωτότητας. Κεντρομόλος δύναμη είναι ο πατέρας. Ο Πατέρας στην ανάγνωση της Κιτσοπούλου προσιδιάζει σε έναν σκαιό και αδυσώπητο «δικαστή του καναπέ», ενός ανθρώπου που επί καθημερινή βάση αναλώνεται στο μίσος και την τοξικότητα, με πεδίο έκφρασης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή, άλλωστε η σύγχρονη «αγορά» ενίοτε τρέπεται σε λαϊκό δικαστήριο στο οποίο «δικάζονται» οι «εναγόμενοι» προτού καταδικαστούν ή αθωωθούν, από διάφορους αυτόκλητους «ενάγοντες» που αξιώνουν παράλληλα τον ρόλο του εισαγγελέα, του δικαστή και των ενόρκων. Το τεκμήριο της αθωότητας παραμένει ένας μουσειακός όρος και όχι βίωμα των πολιτών ή ασπίδα των ατομικών τους ελευθεριών. Στο σύμπαν τούτο, ο λογαριασμός χρήστη/χρήστριας νομιμοποιεί ουσιαστικά τον καθένα και την καθεμιά να εκπροσωπεί την κοινή γνώμη. Οι στάσεις εντούτοις και οι αντιλήψεις της κοινής γνώμης αποτελούν μετρήσιμα μεγέθη, που προσδιορίζονται από τις κοινωνιολογικές έρευνες σε πανεθνικό αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού. Όλα τα κατηγορώ που εξακοντίζονται ασύστολα και αφιλτράριστα είναι απλώς η συναθροισμένη γνώμη κάποιων. Συχνά άλλωστε καλλιεργείται η πεποίθηση πως η ελευθερία έκφρασης της γνώμης συνοδεύεται με τη δυνατότητα ατόμων και ομάδων να επιφέρουν κάποιο θετικό αποτέλεσμα στην κοινωνική πραγματικότητα. Τα όρια όμως είναι ασαφή και θολά και με τη συνοδή έλλειψη καλλιέργειας και οξυδέρκειας που θα στεκόταν αρωγός μας στην αναγνώριση των σκοπιμοτήτων και των βαθύτερων κινήτρων των κέντρων εξουσίας, πέφτουμε στη δίνη της σύγχυσης.

Είναι σαφές πως η συμπεριφορά του πατέρα δεν τον καθιστά ενεργό πολίτη. Δεν αμφιβάλλει ποτέ για την κρίση του, για τις γνώσεις του πάνω σε κάθε θέμα, για τον τρόπο που ζυγίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Αξιώνει να γνωρίζει ακόμη και τα ασήμαντα, και δη σε αυτά δίνει τη μέγιστη σημασία, απαξιώνοντας ανερυθρίαστα και απροκάλυπτα να ασχοληθεί με την πραγματική αδικία. Έχει μηδενική ανοχή για ό,τι παρεκκλίνει από τη δική του νοοτροπία και αισθητική. Αισθάνεται ηδονική  δυσανεξία για ό,τι δεν καταλαβαίνει και αποτελεί το αρνητικό της κεκτημένης θετικότητας και της υπέρμετρης ευθιξίας.

Παρόμοια βέβαια σύγχυση διακρίνεται και στα υπόλοιπα πρόσωπα, που βαυκαλίζονται πως είναι κάτι άλλο από αυτό που φαίνεται να είναι. Ως εκ τούτου, τα όργανα της τάξης παρανομούν και ασχημονούν ασύστολα και άμετρα, οι γονείς δε φροντίζουν τα παιδιά να ωριμάσουν ψυχοσυναισθηματικά και αξιώνουν από αυτά την ενηλικίωσή τους,  την οποία φρόντισαν οι ίδιοι οι φροντιστές να ανακόψουν με τη στάση τους. Ο φύλακας (η ηθική συνείδηση, η αξιοπρέπεια, η αυτοπροστασία και ο αυτοσεβασμός) επιλέγει να κοιμηθεί αντί να φυλάξει, η μπασκέτα της ζωής και των ονείρων είναι αφύσικα ψηλή και τρομακτική και το σπίτι, τα τραπέζια (οι κόποι, η καλλιέργεια, οι τρόποι) εναλλάσονται από ευτάκτως σε ατάκτως ερριμμένα, το σπίτι που συμβολίζει το βαθύτερο Εγώ, είναι φτιαγμένο από χαρτί. 

Ο συνειδητοποιημένος, υπεύθυνος πολίτης είναι εντούτοις εκείνος που ξεβολεύεται, που δρα, που οργανώνει νέα κοινωνικά σχήματα και συμμετέχει σε συλλογικότητες που λειτουργούν ορθολογικά. Ο ενεργός πολίτης αντιλαμβάνεται ως χρέος του να ασκήσει πολιτική και πολιτισμική πίεση προκειμένου να αντιμετωπιστούν με τόλμη και αποτελεσματικά, αναδυόμενα κοινωνικά προβλήματα, όπως η έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας και η ανησυχητική αύξηση του ναρκισσιστικού στιλ προσωπικότητας. Οφείλει να αναλάβει δράση ώστε να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα «συμπολιτότητας» και πραγματικού σεβασμού.  Το δηκτικό κεντρί των Σφηκών, που φαντάζει ισχνό στην παράσταση της Κιτσοπούλου, αυτό προσπαθεί να μας πει: Aπαιτείται επαγρύπνηση για τη θωράκιση της δημοκρατίας.

Το έργο έλκει τη γραμματολογική του ένταξη στην αρχαία παράδοση της κωμωδίας. Από την κλασική κωμωδία πιο συγκεκριμένα, τον προπάτορα κάθε μορφής δυτικού κωμικού θεάτρου, η Κιτσοπούλου δανείζεται κυρίως τους κωμικούς τύπους, για να φτιάξει ένα καινό έργο. Το αφετηριακό, ωστόσο, διακείμενό του είναι οι Σφήκες.

Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυδιάστατου, πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, γιατί ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική  διαχείριση.

Ως εκ τούτου, η «απόσταση» και η διάθλαση της ιστορίας μετουσιώνεται σε ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με φιλοσοφικά θεατρογραφήματα. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις της ελληνικής πραγματικότητας. Δίχως σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το μεταμοντέρνο «υβρίδιο» μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα αλαλούμ. Και από αυτήν την άποψη η Λένα Κιτσοπούλου κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα διδάσκοντας τους ρόλους επάνω στον άξονα της νεο-επιθεώρησης και του πλοίου των σαλών, με ευθύβολη και ισορροπημένη γκροτέσκ καταγγελτική/σατιρική ελαφρότητα απέναντι στην πολιτική ορθότητα, τα cisgender, την επανοικειοποίηση, τη μικροεπεθετικότητα, την ξύλινη γλώσσα και τη ρητορική μίσους, με πολλά παρέμβλητα μεταθεατρικά σχόλια και όλα αυτά με αρμό, το δίπολο πατέρα-γιου.

Ο καμβάς ως εκ τούτου του έργου είναι κωμικός και έτσι τον χειρίστηκε η ικανότατη και ευφυής σκηνοθέτις, Λένα Κιτσοπούλου βρίσκοντας στα κωμικά στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τις αντιθέσεις μεταξύ της άκαμπτης- τοξικής νοοτροπιας και της ευκταίας, πλην ανέρειστης εν πολλόις ελευθεροφροσύνης  το κλειδί της παράστασης. Κατά συνέπεια, προσανατολίζεται στην ανάδειξη της ουσίας του έργου δίχως να το υπερφορτώνει με άστοχα ευρήματα ή σκηνοθετικές υπερβολές που θα στόμωναν ενδεχομένως τα βέλη της σάτιρας.

Η σκηνοθέτις έτσι με αξιοθαύμαστη ενσυναίσθηση και ευαισθησία κατορθώνει να περάσει με κάθε λεπτομέρεια όλο το σκεπτικό της συγγραφής του έργου σε μια θεατρική σκηνή δημιουργώντας έτσι μια παράσταση απίστευτα αληθινή. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί σαφώς και η μαξιμαλιστική σκηνογραφία που επιμελήθηκε η Μαγδαληνή Αυγερινού, καθώς οπτικοποίησε ευθύβολα και υποβλητικά την πατριαρχική τοξικότητα και τη συνακόλουθη κυνικότητα με όλη την υπερβολη που τις χαρακτηρίζει… Παράλληλα, τα κοστούμια της, αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος της παράστασης. Επιπλέον, οι περίτεχνοι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους!

 Επιπρόσθετα, η μουσική του Νίκου Κυπουργού, ανέδειξε το κείμενο, ενώ η άκρως λειτουργική κίνηση σε επιμέλεια της Αμαλίας Μπένετ, ήταν σύμφυτη με τη σκηνοθετική ματιά, την εποχή που στηλιτεύει το έργου και τις ανάγκες των ηθοποιών.

Τόσο ο Αριστοφάνης, όσο και η συγγραφέας δε διακατέχονται από την αισιοδοξία μιας θετικότερης εξέλιξης των πραγμάτων. Οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην εξέλιξη της πλοκής αφορούν στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οι Σφήκες κλείνουν με μια καθαρά απαισιόδοξη νότα…Όσο για την τελευταία  σκηνή στην οποία η Κιτσοπούλου καταθέτει τη δική της αλήθεια, δίκην παράβασης:  υποκλίνομαι.

Οι ερμηνείες

Όλοι οι ηθοποιοί, παλιοί και νέοι, βρέθηκαν να τελούν στην ίδια ευθεία και με το ίδιο σθένος, κάτι που, ας μην γελιόμαστε, δεν είναι δεδομένο όταν συμπράττουν πεπειραμένοι με λιγότερο έμπειρους ηθοποιούς. Συνήθως οι παλαιότεροι εμφανίζονται πιο «χαλαροί» και «άνετοι» και οι νεότεροι διαθέσιμοι για το κάτι παραπάνω. Εδώ υπήρχε μια ισορροπημένη σύμπλευση και τη χαρήκαμε.

Αξιοποιώντας πιο συγκεκριμένα, τις τεχνικές της υποκριτικής τέχνης, παρουσιάζει στο κοινό ένα στερεοτυπικό «επαναστάτη του καναπε» αφού «νιώθει» τον ρόλο του και «συγκινείται» απ’ αυτόν. Ο ταλαντούχος ηθοποιός, Θοδωρής Σκυφτούλης στον ρόλο του Πατέρα, πάλλεται επί σκηνής απο ερμηνευτική δεινότητα και  με τα αναμφήριστα ασκημένα μέσα που διαθέτει (το σώμα, τη φωνή, την κίνηση, τις χειρονομίες)  μορφοποιεί με ενάργεια τον ρόλο του,  καθιστώντας παραστατική την κατάσταση και  την εντύπωση, το περίγραμμα και το συναίσθημα του ρόλου που υποδύεται. Περιγραφικός, οξυδερκής, αντικειμενικός αντικατοπτρισμός πειραματικού ή εργαστηριακού χαρακτήρα, γεγονότων και δεδομένων που ο ηθοποιός  παρατηρεί και παρουσιάζει, προκαλεί αλλά και υφίσταται ο ίδιος τις συνέπειές τους. Παράλληλα, μέσα από κατάλληλη αξιοποίηση των υποκριτικών κωδίκων, μορφοποιεί την αντιφατικότητα του λόγου και της πράξης, την αντίθεση των προθέσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης και γενικότερα κατορθώνει να προκαλέσει στη συνείδηση του θεατή έντονους προβληματισμούς και συγκινήσεις. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία, ανταποκρινόμενα υφολογικά πλήρως στον απαιτητικό ρόλο του Υπερκριτή που υποδύεται επί σκηνής. Τολμώντας να κοιτάξουμε μέσα στον σύγχρονό μας τερατώδη πατέρα των Σφηκών, ίσως να μάθουμε κάτι και και εμάς…

Άξιος συνοδοιπόρος του ταλαντούχου καλλιτέχνη αποδεικνύεται ο Πάνος Παπαδόπουλος στον ρόλο του γιου, ο οποίος μέσα στο πλαίσιο μιας συμπύκνωσης και εσωτερίκευσης, που ενδεχομένως στερεί την εξωτερικευμένη εκφραστικότητα, ενισχύει την εσωτερική αισθαντικότητα και ενδυναμώνει τη μορφοποιητική ικανότητα του ρόλου του, μακριά καταρχήν από φραστικούς βερμπαλισμούς  και  κινησιολογικές εξάρσεις, κατορθώνοντας να  λειτουργούν σαν το αγαστό πρόσωπο της κοινής λογικής.

Η Ιωάννα Μαυρέα απέδωσε με σεβασμό και ευθύβολα τον νευραλγικής σημασίας ρόλο της αδιάγνωστης μάνας, της φροντίστριας που φροντίζει να αναπτύξει σχέση συνεξάρτησης με τον γιο της (Στέφανος Πίττας), να τον ευνουχίσει, να τον κρατήσει δέσμιο και καθηλωμένο σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης, στην καλύτερη των περιπτώσεων σε μια παρατεταμένη εφηβεία και ας έχει αγγίξει τα 40.  Τον φορτώνει με διπλά μηνύματα (αγάπης και ακηδίας)  και τον κακοποιεί λεκτικά, ζητά από αυτόν να ανοιξει τα φτερά του, να αποδεσμευτεί, να πετάξει μακριά, αφού πρωτα του τα έχει ψαλιδίσει και έτσι ο γιος ή η κόρη μένουν αιώνιοι Πήτερ Παν ή Τίνκερμπελ..

Ο Νίκος Καραθάνος, ο Γιάννης Κότσιφας και ο Κωστής Καπελλίδης αντιπροσωπεύουν την queer ελληνική συστημική και μη πραγματικότητα, η οποία γίνεται αντικείμενο λοιδοριών και προβολών από την πατριαρχική τοξικότητα. Αγκάλιασαν όσο θα έπρεπε τον ρόλο τους, ρόλο απαιτητικών προδιαγραφών, που η επιπόλαιη ανάγνωσή του μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί σε καρικατούρα.

Ο Θάνος Μπίρκας (χοντρός) και η Μαριάννα Πουρέγκα (αμεα)  ήταν καθόλα σωστοί στον ρόλο τους. Αντιπροσωπεύουν την ψυχολογία του θύματος, τη βία της αγελαίας συνείδησης την εγγενή ανάγκη του ανήκειν και της αποδοχής από τους θύτες τους, με κάθε κόστος, ενώ ο Σωτήρης Μανίκας και η Νεφέλη Μαϊστράλη υποδύονται με άνεση και περισσή πειστικότητα τη βία και τον βιασμό, το δίπολο αυτό που συναντάμε σε διάφορες μορφές και εκδοχές στην κοινωνία.

Ο σπουδαίος ηθοποιός από την αλλή Δημήτρης Ναζίρης, ήταν χάρμα ιδέσθαι στον ρόλο της μοναχικής σφήκας. Αντιπροσωπεύει τον χορό σε όλη αυτήν την παθογένεια της ελληνικής πραγματικότητας που μολονότι έχει επίγνωση της ισχνότητάς του, δεν καταθέτει τα όπλα και δεν παραιτείται, καθώς γνωρίζει επισταμένως πως υπάρχουν πολλές σφήκες στην κοινωνία που είναι μία μάνα, ένας αστυνομικός, ένας γιος, ένας πατέρας, ένας φασίστας, ένας ομοφοβικός, ένας εθνικιστής, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που αυτοβαφτίζεται κριτής, δικαστής, δικηγόρος, λέει τη γνώμη του, επιβάλλει τη γνώμη του, κακοποιεί, αναλώνεται σε μηνύματα μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατηγορεί, εγκληματεί, ψηφίζει με ιδιοτελή κριτήρια «προσηνείς», «ευειδείς» αυτόκλητους εθνοσωτήρες και πατριδοκάπηλους, για να τους βρίσει ύστερα από λίγο ο χύδην λαός, αφού βίωσε ματαιώσεις, για να τους ξαναεμπιστευτεί στην πορεία, επειδή απλούστατα δεν έχει θεραπευτεί από το συλλογικό του τραύμα.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί: Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Λένα Κιστοπούλου, Νίκος Κουσούλης, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Κωνσταντίνος Πλεμμένος ανταποκρίθηκαν υφολογικά στις απαιτήσεις του ρόλου τους και ακολούθησαν κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες, συνθήκη που φάνηκε και αγλάισε το τελικό αποτέλεσμα. Ακριβείς, άμεσοι και με υπόρρητη συναισθηματική διαφάνεια, όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική σαφήνεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν επί σκηνής και συναρπάζουν.

Άπαντες, οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, τέλεια σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια που προκαλεί προβληματισμό και εμβολίζει τον εφησυχασμό του κοινού.

Εν κατακλείδι, «Οι Σφήκες» σε σκηνοθεσία της Λένας Κιστοπούλου παρουσιάζεται σε μια άξια αναφοράς ανάγνωση. Το πνεύμα του σπουδαίου Αριστοφάνη παραστάθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για τη διαλεκτική κίνηση της Ιστορίας…Είναι μια παράσταση βαθιά πολιτική με κωμικό μανδύα, που αφυπνίζει και εγείρει γόνιμα ερωτήματα και πολλούς προβληματισμούς. Πρόκειται για ένα έργο που βρίσκει τρόπο να εξορύξει τον συσχετισμό του καθρέφτη με την ελληνική κοινωνία. Με δυο λόγια: μια παράσταση που δεν αρκέστηκε σε παραλλαγή κάδρου, αλλά κατέθεσε δραστικό θεατρικό ένστικτο. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές και δη στη Λένα Κιτσοπούλου για το όραμά της.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.