ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΤΑΟ” ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Το έργο
Αποτελεί κατηγορηματικά ιδιαιτέρως ελπιδοφόρα συνθήκη να γράφονται και να ανεβαίνουν καινούργια θεατρικά έργα. Αναμφίλεκτα οι κλασικοί συγγραφείς θεωρούνται από τους παραγωγούς ασφαλής επιλογή, εντούτοις ο θεατής διψά πάντα για νέο υλικό, που θα ξεχωρίζει για την αλήθεια, την αμεσότητα και την ειλικρίνειά του. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί δίχως αμφιβολία το έργο του ηθοποιού Γιώργου Καφετζόπουλου, ο οποίος χαριτώθηκε, εκτός απ’ το «βαρύ» του όνομα και με δυνατή πένα. Πρόκειται για ένα κείμενο ευφυές, γεμάτο χιούμορ που κλείνει το μάτι στον θεατή και τον καλεί να αναλογιστεί τη δική του ζωή μέσα από μία έντονη προφορικότητα του λόγου.Ο δημιουργός είχε την έμπνευση να ενώσει το ζεν της Ανατολής με την τρέλα της Δύσης. Το «Τάο» πιο συγκεκριμένα πίσω από το πέπλο της κωμωδίας θίγει ποικίλα ζητήματα: τη διάχυτη παθογένεια της κοινωνίας, τη μαθημένη και εν πολλοίς εργαλειοποιημένη αβοηθησία, τα δυσλειτουργικά είδη προσκόλλησης, τη σχέση πατέρα-γιου, το διαγενεακό τραύμα, τον δύσβατο δρόμο της ενηλικίωσης, την αγωνία του να κάνουμε ειρήνη με τον αυθεντικό εαυτό μας. Ακροβατεί κατά συνέπεια ανάμεσα στον μηδενισμό, το «αφήγημα- φάντασμα», το κληρονομικό τραύμα, την έλλειψη ιδανικών και την ελπίδα, ανάμεσα στον κυνισμό και το όνειρο, ανάμεσα στη γείωση και την ανύψωση. Το «Τάο» είναι μια παράσταση κωμική αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα συγκινητική. Είναι μια παράσταση βαθιά αλληγορική που μέσα από το γέλιο σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς την ίδια σου τη ζωή. Όλα αυτά βέβαια, ιδωμένα μέσα από το εργαλείο της άγριας, ευτελισμένης γλώσσας. Ο επιθετικός δε, λόγος του έργου λειτουργεί δίκην λυτρωτικού ξεσπάσματος.
Παράλληλα, ο γκανγκστερικός χώρος στον οποίο εκτυλίσσεται το έργο, το οποίο μας θυμίζει έντονα αισθητική Ταραντίνο και αδελφών Κοέν με τις «μπίζνες» και τα «γκάνια» του υπόκοσμου, σε πρώτο πλάνο, μεταγγίζει στον λόγο την ελευθερία να γίνει ακόμα πιο άμεσος, πιο υβριστικός, πιο «χυδαίος», πιο επιθετικός. Με αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζονται σαφώς ακόμα πιο έντονα όλες οι αλήθειες που θέλει να αναδείξει το έργο, όλες οι αλήθειες οι σχετικές με τη δική μας ζωή.
Ακραιφνής νατουραλισμός με στοιχεία βρώμικου ρεαλισμού, ήρωες βγαλμένοι από τον υπόκοσμο – εννοείται εμπλεκόμενοι σε σκοτεινές ιστορίες – μαύρο χιούμορ, σάτιρα της κακώς εννοούμενης, ελληνικότητας. Μεταξύ δε, συζητήσεων για ναρκωτικά, μαγαζιά, προστασίες, οίκους ανοχής, γκόμενες, οικογένεια, θρησκεία, πολιτική, προσφυγικό, τραπ κ.τ.λ., ξεφυτρώνει από το πουθενά, το «ΤΑΟ». Αυτή η αρχέγονη συμπαντική δύναμη που γεννάει και ενώνει τα πάντα, λειτουργεί υπογείως και καταλυτικά στο έργο. Κόντρα τίτλος για μια παράσταση αιχμηρή με σπαράγματα ιδεολογιών, μύθων, θρησκειών και φαντασιώσεων.

Δεν κομίζει σαφώς Γλαύκα εις Αθήνας, απεναντίας αναπαράγει γενεαλογικά, αισθητικά και υφολογικά χαρακτηριστικά έργων που έχουμε δει στο σινεμά και το θέατρο του Γιάννη Οικονομίδη, του Βασίλη Μπισμπίκη, του Γιώργου Παλούμπη, αλλά και στοιχεία από τη μετωπική γλώσσα του Γιάννη Τσίρου και την ιλαρή ακρότητα της Λένας Κιτσοπούλου.
Εντούτοις υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά στην προσπάθεια του Γιώργου Καφετζόπουλου: Οι περιθωριακοί ήρωες και τα διακυβεύματα του έργου (εξουσία, έγκλημα, χρήμα, οικογένεια, θρησκεία, ιδεολογίες) αποκτούν μια γκροτέσκα διάσταση και, μοιραία, φλερτάρουν με την αποδόμηση όλων των παραπάνω αξιωμάτων. Υπό αυτήν την έννοια το νεοπαγές «Τάο» του Γιώργου Καφετζόπουλου αποδομεί το έγκλημα, τη βία, την ιεραρχία, τους ναρκέμπορους, το κυνήγι του εύκολου χρήματος, της εύκολης καταξίωσης, το γάντζωμα από την εξουσία, ενώ συγχρόνως γκρεμίζει με άφθονο σαρκασμό όσα πρεσβεύουν: Τη βία, την εξουσία, τα λεφτά, τον -από άποψη- λουμπενισμό, τη φαλλοκρατία, την υποκρισία και εκθέτει και παρωδεί με περισσή δεξιοτεχνία την αμορφωσιά, τη βλακεία και τον συναισθηματικό αναλφαβητισμό…
Υπόθεση
Τρεις γενιές νονών της νύχτας συναντιούνται σε ένα σαλόνι. Μια αναπάντεχη συνάντηση στο σαλόνι του σπιτιού ενός πρώην αρχιμαφιόζου. Τρεις γενιές αντιμέτωπες μετρούν τις τακτικές και τις αρχές τους κάτω από την ομπρέλα «Αθηναϊκή Νύχτα». Ο Ανδρέας Καραμούτσος (Αντώνης Καφετζόπουλος), ύστερα από εννέα χρόνια στη φυλακή, ονειρεύεται ήρεμα γεράματα και έχει καταστρώσει ένα σχέδιο συνταξιοδότησης. Τον πρόδωσαν οι «ευεργετηθέντες» συνέταιροί του. Bρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Θέλει να εξασφαλίσει πλούσια γηρατειά για τον ίδιο και συγχρόνως να εξασφαλίσει και μια πλούσια και ανέμελη ζωή για τον γιο του. Ως εκ τούτου καταστρώνει ένα έξυπνο σχέδιο. Θα μπορέσει όμως να υλοποιηθεί; Από την άλλη πλευρά, ο γιος του ο Γιάννης, (Γιώργος Καφετζόπουλος) είναι σε έξαλλη κατάσταση, γιατί ενώ θέλει να μπει στα κόλπα, όλη η πιάτσα τον θεωρεί καμένο χαρτί. Θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, αλλά αξιώνει να μπει κατευθείαν στις μεγάλες δουλειές, σαν φυσικός κληρονόμος και διάδοχος του πατέρα του. Τσαμπουκάς και αλλοπρόσαλλος, δεν μπορεί να αρκεστεί σε «μικρές» δουλειές του υποκόσμου χωρίς κύρος. Τι δουλειά έχει, εξάλλου, αυτός, ο γιος του «βασιλιά» της διακίνησης ναρκωτικών, σε ένα studio στην οδό Φυλής; Τους επισκέπτεται ο Ιωσήφ Μωυσίδης, (Θοδωρής Σκυφτούλης), ο τωρινός άρχοντας της νύχτας και πρώην πουλέν του Καραμούτσου… Τι θα συμβεί, όμως, όταν στην παρέα προστεθεί και το μυστηριώδες Τάο που μελέτησε ο Ανδρέας Καραμούτσος στη φυλακή, θα τον βοηθήσει;
Η παράσταση
Έλκοντας τη γραμματολογική του ένταξη στους πάντα γοητευτικούς αρμούς του νατουραλισμού και των περιθωριακών ηρώων, ο Γιώργος Καφετζόπουλος συστήνεται συγγραφικά, επιφυλάσσοντας μια μικρή μετατόπιση από τη συνήθη, δημοφιλή, πρακτική: Αυτήν της φαρσικής αποδόμησης του υλικού του. Πρόκειται έτσι για ένα κοινωνικό σχόλιο με πικρό χιούμορ, ένα συγκρουσιακό δράμα που αναδεικνύει τις επιθυμίες, τα αδιέξοδα αλλά και το χιούμορ των τριών ηρώων του. Το έργο ενώνει στη σκηνή τους τρεις ήρωες σε μια συνύπαρξη – ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί, αντιπαρερχόμενοι με γλαφυρότητα τις ριζωμένες συγκρουόμενες ιδιοσυγκρασίες τους. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις της ελληνικής πραγματικότητας. Παρότι είναι έργο χωρίς ιδιαίτερο βάθος, όπως είναι τα έργα του Μπρεχτ, του Ίψεν κ.ά. δίχως στοιβάδες ανάγνωσης και (στο μεγαλύτερο μέρος του) με απλοϊκή, αγοραία γλώσσα, το «Τάο» συστήνει τον Γιώργο Καφετζόπουλο ως συγγραφέα με τρόπο που δεν περνάει απαρατήρητος (Κάτι που αναμφίβολα δεν είναι εύκολο). Έχει χτίσει τρεις ολοκληρωμένους και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμους χαρακτήρες και μέσα από τους, μεταξύ τους, συσχετισμούς, γκρεμίζει με άφθονο σαρκασμό όσα πρεσβεύουν. Άλλωστε τα πιο σοβαρά πράγματα γίνονται καλύτερα αντιληπτά και πιο ισχυρά όταν λέγονται με αστείο τρόπο.
Ο καμβάς ως εκ τούτου του έργου είναι κωμικός και έτσι τον χειρίστηκε η ικανότατη και ευφυής σκηνοθέτις, Δανάη Σπηλιώτη βρίσκοντας στα κωμικά στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τις αντιθέσεις μεταξύ της άκαμπτης- τοξικής νοοτροπιας και της ευκταίας, πλην ανέρειστης εν πολλόις ελευθεροφροσύνης το κλειδί της παράστασης. Κατά συνέπεια, προσανατολίζεται στην ανάδειξη της ουσίας του έργου δίχως να το υπερφορτώνει με άστοχα ευρήματα ή σκηνοθετικές υπερβολές που θα στόμωναν ενδεχομένως τα βέλη της ροής.
Η σκηνοθέτις έτσι με αξιοθαύμαστη ενσυναίσθηση και ευαισθησία κατορθώνει να περάσει με κάθε λεπτομέρεια όλο το σκεπτικό της συγγραφής του έργου σε μια θεατρική σκηνή δημιουργώντας έτσι μια παράσταση απίστευτα αληθινή. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί σαφώς και η μινιμαλιστική σκηνογραφία που επιμελήθηκαν από κοινού ο Γιώργος Χατζηνικολάου και η Δανάη Σπηλιώτη, καθώς οπτικοποίησαν ευθύβολα και υποβλητικά την πατριαρχική τοξικότητα και τη συνακόλουθη κυνικότητα με όλη την υπερβολη που τις χαρακτηρίζει… Παράλληλα, τα κοστούμια της Μαρίας Αναματερού, αποδείχτηκαν εύστοχα και στους χρωματισμούς και στη γραμμή τους και συνάμα εξαιρετικής ομορφιάς και ποιότητας, ενδεικτικά των χαρακτήρων στο ύφος της παράστασης. Επιπλέον, οι περίτεχνοι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, μεταφέροντας τη συμπυκνωμένη ενέργειά τους! Επιπρόσθετα, η μουσική του Φώτη Σιώτα, ανέδειξε το κείμενο.

Οι ερμηνείες
Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, πολύ καλή καταρχήν σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, άπαντες οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν επί σκηνής και συναρπάζουν. Η Σπηλιώτη δούλεψε με τον καθένα ξεχωριστά και με όλους μαζί κατορθώνοντας να στήσει δεξιοτεχνικά όχι μόνο ανθρώπους με ιδιαιτερότητες, αλλά και να απεικονίσει με απαράμιλλη ενάργεια μια ολόκληρη συνθήκη.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος πιο συγκεκριμένα ζωγραφίζει το πορτρέτο του πάλαι ποτέ φημισμένου νονού της νύχτας με μια υποδόρια εύθυμα ηδονική και περιπαικτική διάθεση, ποτισμένη με την αίσθηση της απαρτίωσης και αποφασισμένου να μείνει πιστός στη δική του ιδιαίτερη, όψιμα αναπλαισιωμένη οπτική. Ενδύεται το βετεράνο αρχιμαφιόζο «Ανδρέα Καραμούτσο», ο οποίος έχει φάει τη νύχτα με το κουτάλι και πλέον ονειρεύεται μια ήσυχη ζωή σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Είναι εκείνος που μυήθηκε στην αρχαία κινεζική φιλοσοφία «Τάο», όταν βρισκόταν στη φυλακή. Είναι αυτός που προσπαθεί να το εξηγήσει στους άλλους δύο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και σε αυτό το σημείο αρχίζει η απόλυτη τρέλα. Ρολίστας ευρέου φάσματος, κράτησε θαυμαστά το μέτρο και σε καμιά στιγμή δεν υπέκυψε στο δέλεαρ της εκφραστικής ευκολίας ή της υπερβολής. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία.
Παράλληλα, ο φλογερός, μαχητικός, αψύς Γιάννης Καραμούτσος ή αλλιώς ο τράπερ «Young Kay», ενσαρκώθηκε από τον Γιώργο Καφετζόπουλο με αφοπλιστική άνεση, εκφραστικότητα και αναμφήριστη επιδεξιότητα, ανταποκρινόμενος υφολογικά πλήρως στον εκρηκτικό χαρακτήρα του πληγωμένου-καθηλωμένου παιδιού, που αντιμετωπίζει τραύμα προσκόλλησης με έντονα στοιχεία αποδιοργανωμένου δεσμού. Μηδενιστής, απολιτίκ και μέλος μιας ανερχόμενης συμμορίας επιθυμεί γρήγορη άνοδο, πλούτη και εύκολη ζωή. Ο ηθοποιός έχει ψυχή και αποδεικνύει το εύρος του ταλέντου του καταθέτοντας μια πυρετική και καθόλα σωστή ερμηνεία. Εντυπωσιακός και όταν τραγουδάει το τραγούδι, με μελετημένη κίνηση και εκφορά λόγου.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο ταλαντούχος ηθοποιός, Θοδωρής Σκυφτούλης στον ρόλο του Ιωσήφ Μωυσίδη, πάλλεται επί σκηνής απο ερμηνευτική δεινότητα και με τα αναμφήριστα ασκημένα μέσα που διαθέτει (το σώμα, τη φωνή, την κίνηση, τις χειρονομίες) μορφοποιεί με ενάργεια τον ρόλο του, καθιστώντας παραστατική την κατάσταση και την εντύπωση, το περίγραμμα και το συναίσθημα του ρόλου που υποδύεται. Περιγραφικός, οξυδερκής, αντικειμενικός αντικατοπτρισμός πειραματικού ή εργαστηριακού χαρακτήρα, γεγονότων και δεδομένων που ο ηθοποιός παρατηρεί και παρουσιάζει, προκαλεί αλλά και υφίσταται ο ίδιος τις συνέπειές τους. Παράλληλα, μέσα από κατάλληλη αξιοποίηση των υποκριτικών κωδίκων, μορφοποιεί την αντιφατικότητα του λόγου και της πράξης (είναι θρήσκος από την πλευρά της μάνας του και κομμουνιστής από τον πατέρα του) την αντίθεση των προθέσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης και γενικότερα κατορθώνει να προκαλέσει στη συνείδηση του θεατή έντονους προβληματισμούς και συγκινήσεις. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία, ανταποκρινόμενα υφολογικά πλήρως στον απαιτητικό ρόλο του νυν αρχιμαφιόζου που υποδύεται επί σκηνής, ο οποίος προσπαθεί να δομήσει ταυτότητα.
Συμπερασματικά
Εν κατακλείδι, στο θέατρο Αυλαία παρακολουθήσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους όντως θεατρόφιλους. Η δύναμή του δεν έγκειται στην ποσότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, αλλά στο ξάφνιασμα που προκαλεί η διαφωνία των στιλ. Πρόκειται για έργο με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, δοσμένο με θέρμη και ανθρωπιά, τόσο σε σκηνοθετικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο, για μια πολυσημαίνουσα παράσταση, σε ρυθμούς πόλκας.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ: