TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ “ΓΥΑΛΙΝΟ ΚΟΣΜΟ” ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Ο Τένεσι Ουίλιαμς, φιλολογικό ψευδώνυμο του Τόμας Λανιέ Ουίλιαμς γεννήθηκε το 1911 στο Κολόμπους του Μισισίπι. Από πολύ μικρός καταπιάστηκε με τη συγγραφή για να καθιερωθεί στα 34 του ως ένας από τους  κορυφαίους δραματικούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα γράφοντας το αυτοβιογραφικό έργο, Γυάλινος Κόσμος, αποσπώντας μάλιστα  με αυτό το «New York Drama Critics Circle Award».

Ο Γυάλινος Κόσμος θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα έργα του αμερικανικού θεάτρου του 20ου αιώνα. Έχει ερμηνευθεί δε, από μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του αιώνα, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και συνεχίζει να ανεβαίνει σε μεγάλες θεατρικές σκηνές σε όλο τον κόσμο. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που συνεχίζει να συναρπάζει το κοινό σε ένα απατηλά απλό έργο ;

Ο Γυάλινος Κόσμος, πιο συγκεκριμένα, μας μεταφέρει στο Σαιντ Λιούις της Αμερικής  το 1930, σε μια περίοδο όπου τα αστικά κέντρα ύστερα από το χρηματιστηριακό κραχ έχουν γεμίσει από εργάτες που προσπαθούν να αποκατασταθούν οικονομικά και κοινωνικά. Ο παγκόσμιος αναβρασμός που επικρατεί προοικονομεί έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που δε θα αργήσει βεβαίως να ξεσπάσει. Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις του οικονομικού κραχ, η πουριτανική ηθική της Αμερικής, η τεχνολογική ανάπτυξη και η απαίτηση του κοινωνικού συστήματος για πλήρη αποδοχή του, είναι το γενικότερο κοινωνικό-πολιτικό- οικονομικό πλαίσιο της περιόδου.

To έργο

Στο έργο εξιστορείται μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ (υποκατάστατο του Ουίλιαμς) η ζωή της οικογένειας Ουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν: ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα.Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει εδώ και αρκετά χρόνια κι εκείνοι ζουν σ’ ένα δικό τους “γυάλινο κόσμο”.

Η μητέρα, μεγαλομανής, πάλαι ποτε εκπάγλου καλλονή, έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στον Νότο, στα οποία καταφεύγει αρειμανίως, αναζητώντας ζωτική παρηγοριά και ασφαλές καταφύγιο, ωστόσο, τώρα δίνει την εικόνα της “ξεπεσμένης καλλονής”, ένα μοτίβο που επανέρχεται μάλιστα σε πολλά έργα του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, επιθυμεί και ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, το οποίο προσπαθεί να επιβάλει, ωστόσο, η περιρρέουσα ατμοσφαιρα το δίχως άλλο είναι ζοφερή.

 Η Λόρα είναι ένας χαρακτήρας του Ουίλιαμς που βασίζεται στην αδελφή του, Ρόουζ η οποία είχε διαγνωστεί με πρώιμη άνοια και ήταν γνωστό ότι είχε σοβαρές κρίσεις υστερίας, παράνοια, κατάθλιψη από την ηλικία των είκοσι επτά. Η Laura Wingfield, δραπετεύει από την πραγματικότητα της ζωής της, λόγω του συμπλέγματος κατωτερότητας που την κατατρύχει. Είναι ανάπηρη και μεγεθύνει το ζήτημα με το πόδι της ως λόγο για να αποστασιοποιηθεί από την κοινωνία και να δημιουργήσει το δικό φανταστικό και διαρρήδην λειτουργικό για την ίδια κόσμο της, από γυάλινα ζωάκια, παρά τις οξείς αντιδράσεις της μητέρας της, Αμάντα.

Η υπόθεση

Ο κύριος, ωστόσο, ρόλος του έργου είναι ο Τομ Wingfield, ο οποίος ξεφεύγει από τη μίζερη πραγματικότητα της ζωής του καταφεύγοντας στο σινεμά και την ποίηση. Λατρεύει τις περιπέτειες και θέλει να ακολουθήσει την πορεία του απόντος πατέρα του, ακόμα και αν αυτό απαιτεί το να εγκαταλείψει και εκείνος τις γυναίκες της ζωής του. Thomas ήταν επίσης το πραγματικό όνομα του Ουίλιαμς, και το όνομα Tom, προερχόμενο από το ελληνικο όνομα Θωμάς, σημαίνει δίδυμος – καθιστώντας έτσι τον Τομ παρένθετο ρόλο όχι μόνο για τον Ουίλιαμς αλλά ενδεχομένως και για το κοινό. Αυτός είναι το μάτι μας λοιπόν στην οικογένεια των Wingfields. Το δίλημμα του αποτελεί, άλλωστε την κεντρική σύγκρουση του έργου, καθώς ο ίδιος αντιμετωπίζει μια αγωνιώδη επιλογή μεταξύ της ευθύνης για την οικογένειά του και της δικής του ζωής.

Οι συγκρούσεις του Τομ (που δουλεύει σε μια χαμοδουλειά προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του) με τη μητέρα του φέρουν το κομμάτι εκείνο της ζωής του Τένεσι Ουίλιαμς  που αναλωνόταν σε κάποιο εργοστάσιο παπουτσιών μέχρι να βρει τον δρόμο του. Φέρουν όμως και το κομμάτι του κάθε ονειροπόλου που καταφεύγει στο σκοτάδι όταν το φως, του απαγορεύει να ζήσει τα όνειρά του.

Ο διακαής εντούτοις πόθος του Τομ να αποδράσει από τις οικογενειακές υποχρεώσεις στις οποίες έχει επωμιστεί με την εκούσια φυγή του πατέρα του, λειτουργεί ενοχικά για τον ίδιο. Η Λώρα είναι μάλιστα εκείνη, που τον ισορροπεί, η μητέρα, ωστόσο, είναι εκείνη που απαιτεί: ο αδερφός οφείλει λοιπόν πρώτα σύμφωνα με τη μητέρα του να βρει ένα γαμπρό για την αδερφή του και μετά να φύγει και να ζήσει τα όνειρά του. Έτσι ο Τομ καλεί έναν συνάδελφό του, τον Τζιμ στο σπίτι. Ολη η οικογένεια στρέφει ως εκ τούτου την ελπίδα της στον Τζιμ, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο έχει ένα σύντομο φλερτ στο παρελθόν η Λώρα.

Τα ήδη λιμνάζοντα νερά της οικογένειας έρχεται λοιπόν να ταράξει ένας όμορφος, καθ’ όλα φυσιολογικός νέος, υπέρμετρα φιλόδοξος που επενδύει στο μέλλον και στην προσωπική του ανάπτυξη με ό,τι πιο μοντέρνο, θέτοντας στόχους πολύ συγκεκριμένους, ο Τζιμ. Η έλευση του φίλου και συναδέλφου του Τομ, κάνει ως εικός πανευτυχή την Αμάντα. Η υπόστασή της συνεπώς λαμβάνει νόημα εκ νέου. Όταν, εντούτοις, η Λώρα συνειδητοποιεί ότι ο καλεσμένος είναι ο εφηβικός της έρωτας, φοβάται να παρουσιαστεί. Τούτο φυσικά προκαλεί την άγρια αντίδραση της μητέρας. Ο Τομ αποκαλύπτει στη συνέχεια στον Τζιμ ότι έβγαλε ναυτικό δελτίο για να φύγει αντί να πληρώσει το ρεύμα. Όταν, ωστόσο, τα φώτα σβήνουν μένουν μόνοι τους ο Τζιμ και η Λώρα.Τότε ο Τζιμ θυμάται τη Λώρα και τη φλερτάρει, κάνοντάς την να αισθανθεί για πρώτη φορά ευτυχισμένη και απαλλαγμένη από τις φοβίες της. Όμως στο τέλος της αποκαλύπτει τον πραγματικό του έρωτα με μια άλλη κοπέλα, που του έδωσε δύναμη να αλλάξει και να ξεπεράσει τις δικές του φοβίες. Ύστερα από αυτό ο Τζιμ αποχωρεί αφήνοντας σύξυλη την Αμάντα και απαρηγόρητη τη Λώρα. Η μητέρα στη συνέχεια κατηγορεί σκαιότατα τον Τομ για την άγνοιά του.

 Τα πάντα λοιπόν γκρεμίζονται, καθώς εκείνος διαλύει τις γυάλινες και εύθραυστές αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Το έργο έπειτα τελειώνει με την πραγματοποίηση του ονείρου του Τομ να δραπετεύσει, να ζήσει μια καινούργια ζωή. Η Λώρα όμως μένει μέσα του για πάντα….

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ψυχαναλυτικά μοτίβα μας δίνει εύκολα το δίπολο του έργου. Από τη μια, το συναίσθημα και τα «θέλω», και από την άλλη το ηθικό, θεσμικό και κοινωνικό «πρέπει». Το αποτέλεσμα ήταν ένα συγκροτημένο πάζλ με προσθαφαιρέσεις απολύτως αφομοιωμένες που εναρμονίζει έντεχνα πλοκή, δράση και χαρακτήρες. Στη μετάφραση του έργου που επιμελήθηκε ο Στέλιος Βαφάς, διατηρήθηκαν δύο πολύ βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τον λόγο. Ο ρυθμός και η ποιητικότητά του.

Οι ερμηνείες

Οι ήρωες της σπουδαίας αυτής παράστασης αποδίδονται από μία άρτια, καλοκουρδισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα με άψογη άρθρωση του λόγου, τέλεια σκηνική χημεία και πυρακτωμένη εσωτερική ενέργεια. Ακριβείς, άμεσοι και με απόλυτη συναισθηματική διαφάνεια, άπαντες οι ηθοποιοί αποδίδουν με δεξιοτεχνική ενάργεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που ερμηνεύουν επί σκηνής και συναρπάζουν.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ενός διττού ρόλου, επέλεξε ο Γιώργος Νανούρης τον καταξιωμένο πλέον, Κωνσταντίνος Μπιμπή να σηκώσει στους ώμους του δυο μεγάλα βάρη. Τον εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο του Τομ, αλλά και τη μεγάλη διαφορά ηλικίας σε σχέση με τον γιο Τομ που αλληλεπιδρά με τη μητέρα Αμάντα και την αδερφή του Λώρα. Ο Τομ αφηγείται και συμμετέχει στο έργο. Ο μεγαλύτερος Τομ θυμάται τα νεανικά του χρόνια και στη συνέχεια γίνεται νεώτερος Τομ, ο οποίος συμμετέχει στη δράση, σε σκηνές από τα νεανικά του χρόνια.

Ο Μπιμπής κατορθώνει όχι μόνο να βγει καταρχήν αλώβητος από τα βάρη αυτά, αλλά να δημιουργήσει επί σκηνής έναν Τομ – αφηγητή συμπαθή, και ίσως πιο πολυεπίπεδο από αυτόν που θα είχε φανταστεί ο Ουίλιαμς, που προκαλεί τη συγκίνηση του θεατή, παρά την ίσως όχι και τόσο κοινά αποδεκτή τελική του πράξη. Η ερμηνεία του είναι το δίχως άλλο στιβαρή, ενώ με την ορθά τοποθετημένη κινησιολογικά παρουσία του και την κρυστάλλινη και ανάλογα χρωματισμένη φωνή του στα συναισθήματα που βιώνει ο Τομ, απέδωσε τον συγκρουσιακό, ενοχικό και απροσάρμοστο Τομ με περισσή άνεση και αξιοθαύμαστη ενάργεια.

Η Άννα Μάσχα ως Αμάντα είναι χάρμα ιδέσθαι. Η Aμάντα είναι ο πιο εξωστρεφής χαρακτήρας του έργου, και σίγουρα από τους πιο πόθητους γυναικείους ρόλους στο σύγχρονο δράμα. Η συνεχής γκρίνια της στον Τομ και η έντονη άρνησή της να δει τη Λόρα, όπως  είναι πραγματικά, είναι σίγουρα κατακριτέα, αλλά αποκαλύπτει επίσης μια τεράστια προθυμία να θυσιαστεί για τους αγαπημένους της, που είναι κατά πολλούς τρόπους απαράμιλλος στο έργο. Έχει υποβάλει τον εαυτό της στην ταπεινωτική αγγαρεία των πωλήσεων συνδρομών, προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές του γάμου της Λόρα, αγόγγυστα σχεδόν, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι είναι η τυπική Νοτιο Αμερικάνα αριστοκράτισσα “belle”. Η Μάσχα ισορροπεί δεξιοτεχνικά αυτήν την υστερία και τη φιλαυτία της Αμάντα, αποδίδοντας με αναμφήριστη καθαρότητα τα ενζενί στοιχεία του χαρακτήρα που υποδυεται, αφήνοντας συνάμα την αγάπη για τα παιδιά της να φανεί και να εκδηλωθεί πέρα και πάνω από την προσωπική της απογοήτευση και το τέλμα στο οποίο περιήλθε μετά τον γάμο της. Το βλέμμα της Άννας Μάσχα, οι κινήσεις της, η αεικίνητη παρουσία της επί σκηνής συνθέτουν μια Αμάντα που ενσαρκώνει την πλήρη διάλυση του αμερικάνικου ονείρου, χωρίς όμως να χάνει ίχνος από την υποβοσκόσουσα  στοργικότητά της προς τα παιδιά της. Είναι μια εξαιρετικά γοητευτική, και αψεγάδιαστη Αμάντα.

Η Λένα Παπαληγούρα παρουσιάζει με ευαισθησία και λεπτότητα τη Λόρα, παρουσιάζοντας την εύθραυστη και συνεσταλμένη κορασίδα, με διαύγεια εφάμιλλη με τα πορτρέτα αγίων ή μαρτύρων που βρίσκουμε στα πρώιμα θρησκευτικά έργα. Πρόκειται για μια φιγούρα που υπάρχει έξω από τα παραδοσιακά όρια του χρόνου και του χώρου, μια όμορφη αλλά συνάμα μαγική και μοναδική ηρωίδα. Ο «γυάλινος κόσμος» της συμβολίζει την αστάθεια της μνήμης και των κόσμων των ονείρων: μια απρόσεκτη άλλωστε κίνηση αρκεί για να ανατρέψει και να καταρρεύσει ολόκληρο το λαμπερό οικοδόμημα της φαντασίας μας. Η ιδέα έτσι της «γυάλινης συλλογής» από τον Τενεσί Ουίλιαμς γίνεται αντιπροσωπευτική για οτιδήποτε είναι πολύ όμορφο και πολύ εύθραυστο για να επιβιώσει στη σκληρή πραγματικότητα. Όταν μάλιστα ο Τζιμ σπάει το γυάλινο κέρατο του μονόκερο της Λόρας, αυτός μετατρέπεται σε ένα κανονικό άλογο, αλλοιώνεται η υπόστασή του και παύει πλέον λοιπόν να είναι το μαγικό πλάσμα που ήταν. Η απώλεια του κεράτου γίνεται ωσαύτως μια λεπτή αλλά εντυπωσιακή υπενθύμιση της λοβοτομής της Ρόουζ, της αδελφής του Τενεσί Ουίλιαμς. Όπως δηλώνει μάλιστα η Λόρα, ο μονόκερός της «έκανε εγχείρηση» για να γίνει περισσότερο φυσιολογικός. Ο θρυμματισμός εντούτοις του μονόκερου συμβαίνει λίγο μάλιστα προτού ο Τζιμ φιλήσει τη Λόρα, σηματοδοτώντας το ανέφικτο τού να είναι μαζί οι δύο νέοι: Η Λόρα δεν μπορεί να υπάρξει ως εκ τούτου στον κόσμο του δίχως να σπάσει…

 Στο ίδιο μήκος κύματος ο Αναστάσης Ροϊλός, με την ερμηνεία του ως Τζιμ καταφέρνει να φέρει τον αέρα αλλαγής που επιζητά η Αμάντα για το σπιτικό της. Είναι εξαιρετικός στις εξάρσεις του, με ακριβείς δόσεις συναισθηματισμού όπου απαιτείται. Στο πρόσωπο του Τζιμ συγκεντρώνεται άλλωστε όλη η προδιαγραμμένη, από την κοινωνία, πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να επιβιώσει και να χτίσει ολοκληρωμένα το κοινωνικό του πρόσωπο. Ο Τζιμ είναι ο γαμπρός που επιθυμεί η Αμάντα για την κόρη της και το πρότυπο ενός γιου που ήλπιζε να έχει.

Η παράσταση

Η σκηνοθεσία του Νανούρη είναι σπουδαία. Αξιοποίησε δεξιοτεχνικά και εν πολλοίς, τον έντονα ποιητικό – ονειρικό χαρακτήρα του έργου, και παρουσιαζει τους ήρωες, με όλα τους τα προβλήματα και τη ζωτική ανάγκη τους για διαφυγή από την πραγματικότητα – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τόνισε δε, σε σημαντικό βαθμό το συναισθηματικό αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της έπιασαν το δίχως άλλο τόπο.

Ο ίδιος ο συγγραφέας ζητεί να υπάρχει στο σκηνικό, μια σιδερένια σκάλα κινδύνου, ίσως γιατί όλοι στην οικογένεια έχουν μια διέξοδο, μια δική τους «σκάλα κινδύνου», απαίτηση που δεν ικανοποιήθηκε παρά μόνο υποβλητικά από τη σκηνογράφο, Μαίρη Τσαγκάρη. Με την είσοδό σου μάλιστα, τα λιτά σκηνικά της Τσαγκάρη σε εισάγουν σε ένα λιτό καθιστικό. Εκεί σε περιμένει ο Τομ καθισμένος σε έναν καναπέ, ενώ στα δεξιά του στέκει μια τραπεζαρία. Από πάνω του, ωστόσο, ορθώνεται ένας εντυπωσιακός πολυέλαιος συναρμολογούμενος από λάμπες χαμηλού φωτισμού, διαφορετικού μεγέθους και σχήματος, που παρέπεμπαν στον «γυάλινο ακριβοθώρητο θησαυρό», τα ζωάκια της Λόρας. Καθόλη τη διάρκεια του έργου καπνοί τυλίγουν τη σκηνή αντιπροσωπεύοντας την ξεθωριασμένη και χαραγμένη από την αχλή του χρόνου αφήγησή του Τομ, εκεί που οι μνήμες και τα πρόσωπα ζωντανεύουν και στοιχειώνουν την ενοχική συνείδηση του Τομ, αναμειγνύοντας τη γλυκύτητα της ανάμνησης με την τραχύτητα του οδυνηρού παρελθόντος.

Εξάλλου, ο Γυάλινος Κόσμος είναι πρωτίστως ένα έργο μνήμης. Και όπως η μνήμη κάνει ευρεία χρήση ποιητικής αδείας, έτσι και το ανέβασμα του έργου στο θέατρο Αριστοτέλειο μας καλεί να ξεχάσουμε αυτό που έχουμε δημιουργήσει ως μνήμη με το μυαλό μας, και να δημιουργήσουμε μια νέα ανάμνηση με την καρδιά, παραλείποντας, κατά τα λεγόμενα του Ουίλιαμς, κάποιες λεπτομέρειες και διογκώνοντας κάποιες άλλες. Είναι σίγουρα μια παράσταση που πρέπει να δει κανείς.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει φυσικά στους υπόλοιπους συντελεστές συντελεστές της παράστασης οι οποίοι συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διεκπεραίωση του δύσκολου αυτού εγχειρήματος. Πιο συγκεκριμένα, τα προσεγμένα και αρμόζοντα κουστούμια που επιμελήθηκαν οι Deux Hommes (Γρηγόρης Τριανταφύλλου – Δημήτρης Αλεξάκης), οι εύστοχοι και δηλωτικοί φωτισμοί του Γιώργου Νανούρη και η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου συνεπικούρησαν και αγλάισαν το τελικό έξοχο αποτέλεσμα.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, «Ο Γυάλινος κόμσος» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη παρουσιάζεταισε μια δεινή εκδοχή από συντελεστές που έχουν δουλέψει στο μέγιστο βαθμό, σαν ένα ακριβοθώρητο δώρο προς όλους τους όντως θεατρόφιλους. Ο λόγος του σπουδαίου Ουίλιαμς ακούγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χείλη των ηθοποιών για το ανεκπλήρωτο της πίστης στην ευτυχία που καταρχήν κατατρέχει, κατατρύχει και τελικά κατακυριεύει τη ζωή των ανθρώπων. Να πιστεύει άλλωστε κανείς δίχως απτές αποδείξεις, είναι το είδος της πίστης που έχει αδήριτη ανάγκη ο άνθρωπος, προκειμένου να συνεχίσει να εργάζεται για την εξασφάλιση της μελλοντικής του ευτυχίας, ενώ συγχρόνως έχει θεμελιώδη επίγνωση της παροντικής του δυστυχίας.

Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.