ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΕΣΤΗ ΤΡΙΚΑ: «ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟ ΝΑ ΔΙΝΕΙΣ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ»
Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης
Ο Ορέστης Τρίκας επιστρέφει στη θεατρική σκηνή της Θεσσαλονίκης με την παράσταση «Άνθρωπος χωρίς όνομα» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Αυλαία. Η παράσταση, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, ζωντανεύει τη συγκλονιστική ιστορία του συνταγματάρχη Σαμπέρ, ενός ήρωα που επιστρέφει από τον θάνατο για να διεκδικήσει τη χαμένη του ταυτότητα και αξιοπρέπεια. Μέσα από την ερμηνεία του, ο Τρίκας αναδεικνύει τις διαχρονικές θεματικές του έργου, όπως η αδικία, η κοινωνική αναλγησία και η ανθρώπινη επιμονή. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο ηθοποιός μοιράζεται τις σκέψεις του για τον ρόλο, την προετοιμασία της παράστασης και τη σημασία του έργου στη σημερινή εποχή.
Ο Ντερβίλ, τον οποίο ενσαρκώνετε, είναι κάτι παραπάνω από ένας δικηγόρος· είναι ένας ήσυχος παρατηρητής, ένας ηθικός πυρήνας μέσα σε μια κοινωνία που καταρρέει εσωτερικά. Ποια ήταν η αφετηρία σας στην προσέγγιση αυτού του ρόλου και πώς ερμηνεύετε την εσωτερική του πάλη ανάμεσα στο καθήκον και τη συμπόνια;
Η αφετηρία μου για την προσέγγιση του ρόλου του Ντερβίλ ήταν η κατανόηση της βαθιάς του μοναξιάς μέσα σε έναν κόσμο που δείχνει να έχει χάσει κάθε ηθική σταθερά. Ο Ντερβίλ είναι μεν δικηγόρος, αλλά λειτουργεί σαν ένας ήσυχος, σχεδόν αόρατος φρουρός της ανθρωπιάς. Δεν είναι απλώς ένας επαγγελματίας του νόμου — είναι κάποιος που βλέπει πίσω από τις πράξεις των ανθρώπων, αντιλαμβάνεται την τραγωδία τους, χωρίς όμως να παύει να υπηρετεί το καθήκον του. Στην ερμηνεία μου, η εσωτερική του πάλη εντοπίζεται ακριβώς εκεί: στην προσπάθειά του να κρατήσει ισορροπία ανάμεσα στη λογική του νόμου και την καρδιά του ανθρώπου. Δεν εκρήγνυται συναισθηματικά, αλλά υποφέρει σιωπηλά. Κουβαλά μέσα του μια πίκρα για το ανθρώπινο δράμα που βλέπει καθημερινά, όμως δεν επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί – είναι σαν να φρουρεί τη συνείδησή του, όσο και την αλήθεια. Για μένα, αυτό ήταν το πιο δύσκολο και συνάμα το πιο όμορφο στοιχείο του ρόλου: να εκφράσω αυτή την εσωτερική ένταση χωρίς μεγάλα λόγια, μόνο μέσα από τη σιωπή, το βλέμμα, και την ακρόαση.

Πώς ήταν η εμπειρία σας να δουλεύετε σε ένα κλασικό κείμενο, όπως το έργο του Μπαλζάκ, υπό τη σκηνοθετική ματιά της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, η οποία το μεταφέρει για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο; Ποια στοιχεία του αυθεντικού έργου πιστεύετε πως διατηρήθηκαν αναλλοίωτα και ποια πήραν νέα πνοή στη σκηνή;
Η εμπειρία μου να δουλέψω πάνω σε ένα τόσο εμβληματικό και βαθιά ανθρώπινο κείμενο, όπως ο Άνθρωπος χωρίς όνομα του Μπαλζάκ, ήταν πραγματικά μοναδική. Το να μεταφέρεται αυτό το έργο για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο είναι από μόνο του μια πρόκληση, αλλά και ένα μεγάλο προνόμιο – και η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη το χειρίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία και θεατρική διορατικότητα. Αυτό που ξεχώρισα στη σκηνοθετική της προσέγγιση ήταν η βαθιά κατανόηση της ουσίας του Μπαλζάκ: η τραγική ειρωνεία, η κοινωνική κριτική, αλλά και η εσωτερική μοναξιά των χαρακτήρων. Αυτά τα στοιχεία διατηρήθηκαν αναλλοίωτα, με έναν τρόπο που δε φώναζε αλλά υπέβοσκε διαρκώς κάτω από τις λέξεις, τις σιωπές και τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων.
Ταυτόχρονα, το έργο πήρε μια νέα πνοή μέσα από τη θεατρική του γλώσσα. Οι ρυθμοί, οι ερμηνείες, η οπτική αισθητική – όλα αυτά έφεραν τον Μπαλζάκ κοντά στο σύγχρονο κοινό, χωρίς να τον προδώσουν. Θαυμάζω την Κωνσταντίνα γιατί έχει ένα σπάνιο χάρισμα: να σέβεται απόλυτα το πρωτότυπο υλικό –στην προκειμένη περίπτωση την πολυεπίπεδη αφήγηση του Μπαλζάκ– και ταυτόχρονα να το μεταφέρει στη σκηνή με τόλμη, φαντασία και σύγχρονη θεατρική γλώσσα. Δεν προσπαθεί να «εκσυγχρονίσει» βεβιασμένα τον Μπαλζάκ· τον φωτίζει με τρόπο ώστε να αγγίζει τον σημερινό θεατή στην καρδιά.
Η σχέση του Ντερβίλ με τον Σαμπέρ ξεκινά ως επαγγελματική αλλά εξελίσσεται σχεδόν σε ψυχική και πνευματική αλληλεπίδραση. Ποια ήταν τα “εργαλεία” σας για να δημιουργήσετε αυτή τη λεπτή και απαιτητική χημεία με τον Θανάση Κουρλαμπά; Πώς μεταφράζεται αυτή η σχέση επί σκηνής;
Η σχέση του Ντερβίλ με τον Σαμπέρ είναι πραγματικά μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του έργου, καθώς ξεκινά από μια αυστηρά επαγγελματική βάση και εξελίσσεται σε κάτι πολύ πιο βαθύ και ανθρώπινο. Η χημεία με τον Θανάση Κουρλαμπά ήταν το κλειδί για την επιτυχία αυτής της σχέσης στην παράσταση. Η δουλειά μας βασίστηκε σε απόλυτη εμπιστοσύνη και ανοιχτότητα. Εργαλεία για μένα ήταν η ειλικρίνεια στην επικοινωνία μας και η διαρκής αναζήτηση της δυναμικής ανάμεσα στους χαρακτήρες. Κάθε πρόβα ήταν μια ευκαιρία για να βρούμε τις μικρές, σχεδόν αθέατες εντάσεις που κρύβονται κάτω από τις λέξεις και τις πράξεις τους. Αυτή η αλληλεπίδραση, που ξεκινά από την επαγγελματική σφαίρα και εξελίσσεται σε ψυχική και πνευματική σύνδεση, μεταφράζεται στη σκηνή μέσω της αργής, σχεδόν αφανής αλλαγής στις εκφράσεις και τη στάση μας, στο πώς οι χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν χωρίς να το λένε ευθέως, αλλά το νιώθει το κοινό. Η σιωπή, οι μικρές χειρονομίες, η ένταση στις στιγμές σιωπής – όλα αυτά αποτυπώνουν την ψυχική μετάβαση που συμβαίνει μεταξύ των δύο αυτών ανδρών. Ο Θανάσης και εγώ φτιάξαμε μαζί αυτήν τη σχέση, δημιουργώντας ένα συνεχές παιχνίδι αντιφάσεων και συναισθηματικής έντασης, το οποίο δε γίνεται ποτέ απόλυτα ξεκάθαρο, αλλά είναι συνεχώς παρόν.

Ο ρόλος σας απαιτεί μια ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και μια πιο αφηρημένη, σχεδόν ποιητική στάση απέναντι στην αλήθεια και την αξιοπρέπεια. Πώς διαχειριστήκατε αυτό το ερμηνευτικό δίπολο και ποια ήταν για εσάς η πιο καθοριστική σκηνή του έργου;
Ο ρόλος του Ντερβίλ απαιτεί μια λεπτή ισορροπία: από τη μία, είναι ένας ρεαλιστής, ένας άνθρωπος του νόμου, λογικός και μεθοδικός. Από την άλλη, έρχεται σε επαφή με μια πραγματικότητα που τον ξεπερνά — με μια ανθρώπινη τραγωδία που δε χωράει σε νομικά πλαίσια. Αυτή η διπλή στάση, ανάμεσα στη ρεαλιστική παρατήρηση και στη βαθιά, σχεδόν ποιητική κατανόηση της αλήθειας και της αξιοπρέπειας του άλλου, ήταν για μένα η ουσία του ρόλου. Δούλεψα τον Ντερβίλ σαν έναν άνθρωπο που δεν αλλάζει φανερά, αλλά αλλάζει εσωτερικά. Κάθε συνάντηση με τον Σαμπέρ τον «λυγίζει» λίγο – όχι με εντυπωσιασμούς, αλλά με ρωγμές. Οι σιωπές, οι ματιές, η εσωτερική του ταραχή ήταν τα βασικά μου εργαλεία για να αποδώσω αυτήν την πάλη ανάμεσα στο καθήκον και στη συμπόνια. Η σκηνή που με αγγίζει περισσότερο είναι η σκηνή της αναγνώρισης και της κατάρρευσης του ήρωα. Όταν ο Σαμπέρ, αντί να διεκδικήσει το όνομά του, την τιμή του, τη θέση του, ζητά απλώς να γίνει «ένας υάκινθος», κάτι μικρό, αθώο και αληθινό, έξω από τον κόσμο των τίτλων και της εξουσίας. Εκεί, ο Ντερβίλ δεν έχει πια τίποτα να πει. Μόνο να δει και να σωπάσει. Για μένα, αυτή είναι η στιγμή που ο χαρακτήρας μου καταλαβαίνει ότι η αλήθεια δεν είναι πάντα θέμα δικαίου. Είναι θέμα ψυχής.
Σε έναν κόσμο που φαίνεται να νοιάζεται λιγότερο για τις αλήθειες των άλλων, ο Ντερβίλ τολμά να ακούσει, να πιστέψει και να πράξει. Θεωρείτε πως αυτός ο χαρακτήρας μπορεί να λειτουργήσει σήμερα ως ένα πρότυπο ευθύνης και συνείδησης; Και αν ναι, πώς το μεταφέρετε αυτό στο κοινό χωρίς διδακτισμό;
Ναι, πιστεύω πως ο Ντερβίλ μπορεί να λειτουργήσει και σήμερα ως πρότυπο – αλλά όχι με την έννοια του τέλειου ή του αλάνθαστου. Το αντίθετο. Είναι ένας άνθρωπος με ερωτήματα, με αμφιβολίες, που όμως δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στον πόνο ή την αδικία. Κι αυτό εμένα προσωπικά με αγγίζει πολύ. Καθώς τον δούλευα, πολλές φορές σκεφτόμουν πόσο εύκολο είναι στην καθημερινότητά μας να προσπερνάμε ιστορίες σαν αυτή του Συνταγματάρχη Σαμπέρ. Να λέμε «δεν είναι δική μου υπόθεση» ή «ποιος ξέρει τι έγινε στ’ αλήθεια». Ο Ντερβίλ, όμως, διαλέγει να σταθεί, να ακούσει, να νοιαστεί. Αυτή η στάση, όσο ήσυχη κι αν είναι, έχει δύναμη. Και με κάνει κι εμένα να αναρωτιέμαι τι θα έκανα στη θέση του.
Στη σκηνή προσπαθώ να μην τον παρουσιάζω σαν κάποιον που “ξέρει καλύτερα”, αλλά σαν έναν τύπο που παλεύει να κάνει αυτό που νιώθει σωστό, με σεβασμό προς τον άλλον. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για διδακτισμό – γιατί όταν κάτι είναι αληθινό, φτάνει από μόνο του. Κι αν φτάσει έστω και σε έναν θεατή, τότε για μένα αυτό έχει αξία.

Το έργο έχει ως πυρήνα του την ταυτότητα – ποιος είναι τελικά ο Σαμπέρ, και ποιος είμαστε εμείς μέσα στον καθρέφτη της κοινωνίας; Ως Ντερβίλ, εσείς καλείστε να αναγνωρίσετε την αλήθεια του άλλου. Πώς σας επηρέασε αυτή η προβληματική ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη;
Αυτό το ερώτημα –ποιος είμαστε πραγματικά, ειδικά μέσα από τα μάτια των άλλων ή μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο– είναι κάτι που με συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας. Ο Ντερβίλ δεν είναι απλώς κάποιος που “λύνει” μια υπόθεση· είναι κάποιος που καλείται να αναγνωρίσει την αλήθεια ενός ανθρώπου που η κοινωνία έχει διαγράψει. Και σε αυτόν τον αγώνα για αναγνώριση, ο καθένας μας μπορεί να δει τον εαυτό του. Ως άνθρωπο, με έκανε να σκεφτώ πόσο εύκολα υιοθετούμε ταμπέλες – όχι μόνο στους άλλους, αλλά και στον εαυτό μας. Πόσες φορές επιτρέπουμε στην κοινωνική εικόνα ή στους ρόλους μας να καθορίσουν το ποιοι είμαστε; Ο Σαμπέρ είναι ένας άνθρωπος που φωνάζει «είμαι αυτός που λέω ότι είμαι» και κανείς δεν τον πιστεύει. Αυτή η κραυγή, όσο δραματική κι αν ακούγεται, με συγκίνησε βαθιά. Ως καλλιτέχνη, με επηρέασε γιατί μου θύμισε τον ρόλο του θεάτρου: να δίνει φωνή σε όσα εύκολα σβήνονται. Ο Ντερβίλ με έμαθε να ακούω πιο προσεκτικά, να μην βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα – ούτε στη σκηνή, ούτε στη ζωή. Και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που μένει και μετά την υπόκλιση.
Ο ρυθμός και η γλώσσα του έργου διατηρούν έναν αέρα παλιού κόσμου, όμως το περιεχόμενο είναι ανατριχιαστικά σημερινό. Πώς ερμηνεύετε τη σύνδεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος μέσα από την τέχνη σας και ποιο θεωρείτε πως είναι το πιο διαχρονικό μήνυμα που περνά ο ρόλος σας;
Πράγματι, το έργο έχει μια γλώσσα σχεδόν τελετουργική, έναν ρυθμό που φέρει την αύρα ενός άλλου καιρού – κι αυτό από μόνο του δημιουργεί μια απόσταση. Όμως μέσα από αυτή την απόσταση, σχεδόν ύπουλα, ξεπηδούν θέματα που είναι απελπιστικά σημερινά: η εγκατάλειψη, η κοινωνική υποκρισία, η αλήθεια που συνθλίβεται από το συμφέρον. Ως καλλιτέχνης, με συγκινεί ακριβώς αυτή η ένωση παλιού και νέου. Είναι σαν να κοιτάς μέσα από έναν καθρέφτη με παλιά κορνίζα, αλλά αυτό που βλέπεις μέσα του είσαι εσύ – σήμερα. Δεν προσπαθώ να “εκσυγχρονίσω” τον Ντερβίλ. Προσπαθώ να τον κατανοήσω. Και μέσα από αυτόν να φωτίσω πώς η ηθική, η ενσυναίσθηση, η αίσθηση καθήκοντος απέναντι στον άλλον –που ακούγονται ξεχασμένες λέξεις– παραμένουν απολύτως επίκαιρες. Το πιο διαχρονικό μήνυμα του ρόλου, για μένα, είναι ότι κάποιος πρέπει να σταθεί. Να πει «εγώ σε βλέπω». Όχι γιατί είναι ήρωας, αλλά γιατί είναι άνθρωπος. Σε έναν κόσμο που τρέχει και ξεχνά, ο Ντερβίλ κάνει μια παύση και ακούει. Κι αυτό, όσο παλιά κι αν γράφτηκε, νομίζω ότι σήμερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ, καθώς επίσης η επιμονή της αλήθειας που ζητά χώρο, ακόμα κι όταν όλοι την αρνούνται. Ο Ντερβίλ δε φωνάζει – διαλέγει να πιστέψει. Κι αυτό με έκανε να σκεφτώ πόσο δύσκολο –και πόσο γενναίο– είναι να δίνεις πίστη στην αλήθεια του άλλου. Μέσα στη σκηνή και έξω απ’ αυτήν, αυτός ο ρόλος μου υπενθυμίζει ότι η αλήθεια δεν είναι πάντα βολική, αλλά πάντα αξίζει να της δώσεις ακρόαση.

Αν μπορούσατε να συνοψίσετε τον Δικηγόρο Ντερβίλ με μία λέξη και μία σιωπή, ποια θα ήταν αυτή η λέξη, και σε ποια σκηνή θα την αφήνατε να “μιλήσει”;
Ο Ντερβίλ δεν είναι απλώς ένας έντιμος άνθρωπος – έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα: επιλέγει να πιστέψει εκεί που όλοι αμφισβητούν. Αν έπρεπε να συνοψίσω τον Ντερβιλ με μία λέξη, αυτή θα ήταν «πίστη». Όχι θρησκευτική – αλλά πίστη στον άνθρωπο, στην αλήθεια, ακόμη κι όταν αυτή μοιάζει ξεχασμένη, θαμμένη, ή απίθανη. Και η σιωπή του θα “μιλούσε” στη σκηνή όπου κοιτά τον Σαμπέρ και αποφασίζει να τον πιστέψει. Δεν το λέει μεγαλόφωνα. Δε χρειάζεται. Εκείνη η σιωπηλή αποδοχή είναι πιο δυνατή απ’ οποιοδήποτε νομικό επιχείρημα. Είναι η στιγμή που επιλέγει να δει πίσω από τα χαρτιά, τα συμφέροντα, τις μάσκες – και να σταθεί με έναν άνθρωπο απέναντι σε όλους.
Ευχαριστώ πολύ τον Ορέστη Τρίκα για την προσήνειά του και την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας!
Συνέντευξη:Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.