TOP

ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΖΩΗ

Κείμενο:Ευθύμιος Ιωαννίδης

Το ThessCulture.gr  σας ζήτησε να ανακαλύψετε το δημιουργικό σας χαρακτήρα και εσείς ανταποκριθήκατε στέλνοντάς μας…

Kωνσταντίνος το βαφτιστικό μου, του ένδοξου γένους των Ψελλών.  Μιχαήλ το όνομα που έλαβα, όταν αναγκάστηκα από τα αδιάκοπα γυρίσματα της τύχης να καρώ μοναχός, στο περίφημο μοναστήρι του όρους Όλυμπος, όπου και διαμένω∙ μακριά από τις Σειρήνες της πρωτεύουσας και της αυλής. Επομένως, ολόκληρο το όνομά μου: Μιχαήλ Ψελλός. Ίσως βέβαια να φαντάζει παράταιρο να αυτοπαρουσιάζομαι έτσι, εγώ, ένας άσημος  πλέον υπηρέτης του Θεού, αλλά στο κάτω κάτω, δεν υπηρετούσα και κανέναν τυχαίο και η θέση μου  ήταν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη.

  Πρωτοασηκρήτης αρχικά, βεστάρχης στη συνέχεια, για να καταλήξω παραδυναστεύων τω βασιλεί,  πρωθυπουργός δηλαδή  και μυστικοσύμβουλος του βασιλιά. Αξιώθηκα συνεπώς, με τη χάρη του αληθινού Θεού να γνωρίσω από κοντά τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της αυλής και να υπηρετήσω ανελλιπώς με ακάματη μάλιστα  πίστη  και με ακόμη περισσότερη εχεμύθεια πάμπολλους πορφυρογέννητους και μη βασιλείς. Πέρα όμως από τα πιο σημαντικά κρατικά αξιώματα στα οποία ανήλθα, κατέκτησα ύστερα από πολυετείς και επίμονες μελέτες και τον επίζηλο τίτλο του υπέρτιμου και ύπατου των φιλοσόφων. Δεν υπήρχε άλλωστε επιστημονικός κλάδος της εποχής που να μην είχα  εγκύψει, δεν υπήρχε τίποτα που δε φώτισα με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις μου, που δεν εκλαΐκευσα με κάποια σύνοψη, που δεν ξαναζωντάνεψα με κάποια αλλαγή μεθόδου.

 Τώρα όμως που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, και με χωρίζουν ελάχιστα μόνο βήματα από τo κατώφλι του θανάτου, γιατί τον νιώθω να πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά, να με αποθέσει επιτέλους στο πλευρό των αγαπημένων∙ νιώθω έντονη την ανάγκη να αποκαταστήσω  την ιστορική αλήθεια  και  να εικονίσω με κάθε λεπτομέρεια και με τα πιο εκφραστικά χρώματα όλες τις ανομίες της αυλής από τη βασιλεία του Ρωμανού και εξής. Ο λόγος είναι ότι ήταν αδύνατο να καταγραφούν οι ποταπές αυτές πράξεις με τον πρέποντα τρόπο, όσο οι αυτουργοί τους ήταν ακόμη στη ζωή, γιατί αν με ανακάλυπταν, δε θα μπορούσα να γλυτώσω από τον πιο οικτρό θάνατο και δε θα μπορούσα να είμαι σίγουρος ούτε καν για την ασφάλεια των πιο στενών μου συγγενών και να εγγυηθώ για τη ζωή τους.

Κατά τη δωδεκάτη Νοεμβρίου, της δωδέκατης ινδικτιώνος, του έτους έξι χιλιάδες πεντακόσια τριάντα επτά, ανεβαίνει λοιπόν στον θρόνο της Ρωμανίας ο  Ρωμανός, του οποίου το οικογενειακό όνομα ήταν Αργυροπώλης. Ήταν άνθρωπος αυτός  αναθρεμμένος με τα ελληνικά γράμματα, αλλά όχι και άμοιρος της λατινικής παιδείας∙ η γλώσσα του ήταν κομψή, ο τόνος της φωνής του επιβλητικός, το ανάστημά του αντάξιο ενός αληθινού ήρωα και η όψη του τω όντι βασιλική.

Πίστευε όμως αφελώς πως ήξερε πολλαπλάσια από όσα στην πραγματικότητα κατείχε. Και μπορούσες στ΄ αλήθεια να δεις τον βασιλιά με εξωτερική περιβολή φιλοσόφου, πλην όμως όλα αυτά δεν  ήταν παρά μόνο προσωπείο και προσποίηση. Θέλοντας, εντούτοις, να προσομοιάσει τη δική του βασιλεία με τους αρχαίους εκείνους Αντωνίνους, ήτοι τον μεγάλο φιλόσοφο Μάρκο Αυρήλιο και τον Σεβαστό, προσκολλήθηκε σε δύο πράγματα: στην καλλιέργεια των γραμμάτων και την τέχνη του πολέμου. Από το δεύτερο όμως ήταν παντελώς αδαής και όσο για τα γράμματα, δεν τα κατείχε σε βάθος όπως περιαυτολογούσε, ενώ και οι γνώσεις του ήταν εντελώς επιδερμικές. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι νόμιζε τον εαυτό του γνώστη, αυτή η αδήριτη τάση που τον διακατείχε να εκτείνει τη δραστηριότητα του πέρα από τα όρια του πνεύματός του, τον έκανε να σφάλλει σε πολύ σημαντικά ζητήματα και να φαντάζει πράγματι γραφικός.

 Για τον αυτοκράτορα αυτόν είχε επίσης πολύ μεγάλη σημασία να φαίνεται ευσεβής∙ και ήταν βέβαια στ΄ αλήθεια αφοσιωμένος στα θεία, αλλά η προσποίησή του ήταν μεγαλύτερη από την αλήθεια και το φαίνεσθαι ήταν για ΄κείνον ισχυρότερο από το είναι. Έπειτα, ζηλεύοντας και ‘κείνον τον περίφημο  Σολομώντα για την οικοδόμηση του πολυθρύλητου ναού και θέλοντας να μιμηθεί τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό που οικοδόμησε το μεγάλο τέμενος επ΄ ονόματι της θείας και αρρήτου Σοφίας∙ επιχείρησε σαν αμιλλώμμενος προς εκείνους να χτίσει και να κοσμήσει μια εκκλησία της Θεομήτορος. Αυτό, ωστόσο, τον οδήγησε σε πλήθος σφάλματα, ενώ συνάμα ο σκοπός της ευσέβειάς του έγινε αφορμή κακών πράξεων και  καταστρεπτικών αδικημάτων που τα πλήρωσε βέβαια με αίμα. Γιατί πρόσθεσε δαπάνες πάνω στις δαπάνες και δεν περνούσε μέρα που να μην επιβάλει μια επιπλέον εισφορά για τα έργα.

Και όποιος προσπαθούσε να βάλει φρένο στα σχέδια του βασιλιά συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους μεγαλύτερους εχθρούς του, ενώ όποιος επινοούσε υπέρμετρα και περίλαμπρα αρχιτεκτονικά σχήματα κατατασσόταν ευθύς μεταξύ των πιο αγαπητών του φίλων.

Από εκεί και πέρα δεν έμεινε βουνό που να μην ανασκαφεί και η τέχνη της εξορύξεως έφτασε μάλιστα  να θεωρείται υψηλότερη και από την ίδια ακόμα τη φιλοσοφία, ενώ όσοι δούλευαν σε αυτά συναγωνίζονταν με τον Φειδία και τον Πολύγνωτο και τον Ζεύξη. Και τίποτε στον κόσμο δεν επαρκούσε για την οικοδομή εκείνη: ολόκληρο για την ακρίβεια το βασιλικό θησαυροφυλάκιο είχε αδειάσει εξαιτίας της. Κι ενώ οι περισσότεροι πολίτες ληστεύονταν και απογυμνώνονταν για τον σκοπό αυτόν και  κάθε ρεύμα χρυσού διοχετευόταν αποκλειστικά και μόνο στα βασιλικά θησαυροφυλάκια∙ εκείνα δεν ωφελούνταν καθόλου από τα έσοδα αυτά. Γιατί, όπως ακριβώς εκείνα τα ποτάμια που πάνε να χυθούν στη θάλασσα κι εκεί κοντά στην εκβολή διοχετεύουν στη στεριά το μεγαλύτερο μέρος των νερών τους, έτσι ακριβώς και από τα χρήματα που συγκεντρώνονταν για τον ναό, τα περισσότερα διαρπάζονταν και κατασπαταλιόνταν πριν φτάσουν στον προορισμό τους.

Αυτός λοιπόν ο Ρωμανός, πιστεύοντας πως με τον θάνατο του πεθερού του Κωνσταντίνου, είχε σβήσει η βασιλική γενιά που φύτρωσε και τράφηκε από ρίζα όχι νόμιμη, αλλά ποτισμένη με στυγερές δολοφονίες και αίμα∙ φιλοδοξούσε να εγκαινιάσει μια νέα δυναστεία. Κι όμως, όχι μόνο η δυναστεία του επρόκειτο να διαρκέσει μόνο όσο η δική του ζωή, αλλά και ο ίδιος επρόκειτο να ζήσει πολύ λίγο και μάλιστα άρρωστος συνεχώς∙ ως τη στιγμή του μακάβριου θανάτου του. Η διήγησή μου όμως, φοβάμαι πως βιάστηκε να διαγράψει το τέλος του∙ ας επιστρέψουμε  στη διαδικασία της στέψης του.

 Όταν λοιπόν ο Ρωμανός  έφτασε στα ανάκτορα ύστερα από απαίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου∙ του έθεσαν αμέσως το δίλημμα ή να χωρίσει τη νόμιμη  γυναίκα του Ελένη  και αφού συνάψει γάμο με μία από τις θυγατέρες του βασιλιά να αναγορευθεί ο νέος βασιλιάς της Επταλόφου Πόλεως ή να τυφλωθεί. Αναγκάζει τότε τη νόμιμη γυναίκα του, δίχως μάλιστα  δεύτερη σκέψη κι εμφανώς απρόσβλητος  από τις φοβερές Ερινύες να καρεί μοναχή. Και έτσι άνοιξε ο δρόμος της βασιλείας των Ρωμαίων για τον Ρωμανό.

Κι αφού ο  Ρωμανός γλύτωσε την τύφλωση, την εξουσία αναλαμβάνει, και βασιλιάς των Ρωμαίων αναγορεύεται∙ κι απόλυτος τότε μονάρχης στέφεται πλάι στην πριγκίπισσα Ζωή. Την πιο όμορφη από τις τρεις κόρες του Κωνσταντίνου, η οποία ήταν βέβαια και η μόνη που δέχτηκε να τον παντρευτεί. Η μεγαλύτερη   κόρη του η Ευδοκία, έχοντας άλλωστε από κοριτσάκι κατεστραμμένο το πρόσωπο, από μια μολυσματική ασθένεια  ζήτησε από τον πατέρα της, όταν της έγινε η τιμητική αυτή πρόταση, να αφιερωθεί στον Θεό. Ο άσωτος λοιπόν και τρυφηλότατος  βασιλιάς  Κωνσταντίνος πείθεται στη στιγμή και σαν πολυτιμότατο ανάθημα προσφέρει στον Ύψιστο την κόρη του.  Όσο για την  τρίτη θυγατέρα του, τη Θεοδώρα, αρνήθηκε να παντρευτεί τον Ρωμανό επειδή όπως είπε  τους συνέδεαν δεσμοί συγγένειας, αλλά και γιατί η γυναίκα του ήταν εν ζωή.

 Πίστεψε, ωστόσο,  αφελώς ο Ρωμανός, όταν προκρίθηκε από τους άλλους και αξιώθηκε να λάβει το στέμμα πως θα παρέμενε για πολλά χρόνια στην εξουσία (ελπίδα μάταιη, όπως αποδείχθηκε, την οποία του υπέβαλαν οι μάντεις και οι μάγοι που συμβουλευόταν τακτικά) κι ότι θα αποκτούσε αρκετούς απογόνους ώστε να καλύψουν πολλές διαδοχές. Δεν έδειχνε έτσι να αντιλαμβάνεται πως η  δεύτερη κόρη του Κωνσταντίνου, με την οποία πλάγιαζε από τότε που ανέλαβε το πηδάλιο της αυτοκρατορίας είχε προ πολλού περάσει τη γόνιμη ηλικία και πως η μήτρα της ήταν πια πολύ στεγνή για να μπορέσει να συλλάβει. Όταν παντρεύτηκε άλλωστε τον Ρωμανό η Ζωή και γνώρισε έτσι για πρώτη φορά άντρα, ήταν ήδη πενήντα χρονών.

Η σκέψη του όμως είχε προσκολληθεί σε αυτό που ποθούσε κι ας ήταν φύσει αδύνατο.  Για αυτό και παραγνώριζε τις ανύπαρκτες συνθήκες  για την προϋπόθεση της εγκυμοσύνης, και δίνοντας υπερβάλλουσα  πίστη στους περιφερόμενους μάγους που  καυχιούνται πως μπορούν να κάνουν στάχτη και να αναστήσουν τη φύση, προσέφυγε σε αλοιφές και εντριβές που προκαλούν διέγερση  και παρακινούσε και τη νόμιμη αυτοκράτειρα να κάνει το ίδιο. Κι εκείνη όμως με τη σειρά της δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτά, αλλά έκανε και κάτι παραπάνω: αφού μυήθηκε  σε πλήθος μαγικές πρακτικές, άρχισε να φοράει διάφορες πολύχρωμες χάντρες, χαραγμένες με ξόρκια σε διάφορες γλώσσες,  να κρεμάει πάνω της φαλλικά  φυλαχτά και να κυκλοφορεί μάλιστα δίχως το παραμικρό ίχνος αιδούς με αυτά στο παλάτι, να δένεται με κόμπους, να χορεύει γυμνή γύρω από φωτιές, όπου είχαν καεί προηγουμένως φίδια και σκορπιοί κι ακρίδες, συνοδεία άσεμνων αυλητρίδων. Ξεκίνησε επίσης να κάνει πλύσεις στα αιδοία της με αίμα αρτιγέννητων  αρσενικών αμνοεριφίων, να πίνει διάφορα μαντζούνια και μαγικά φίλτρα αγνώστου προελεύσεως, να συμβουλεύεται ωροσκόπια για την ιδανική στιγμή της πολυπόθητης σύλληψης και γενικώς να κάνει ακριβώς  ό,τι της υπαγόρευαν οι διάφοροι τσαρλατάνοι, οι οποίοι είχαν κατακλύσει εκείνες τις μέρες από όλα τα μέρη, την αυλή. Καθώς όμως το προσδοκώμενο δε φαινόταν πουθενά παρά τις ομολογουμένως φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλλαν, έχασε ο βασιλιάς τις ελπίδες του και μαζί και το ενδιαφέρον του για τη νόμιμη βασίλισσα. Στράφηκε τότε η ασίγαστη ερωτική του επιθυμία  προς κοινές γυναίκες, αποφεύγοντας κάθ΄ αυτόν τον τρόπο να πλαγιάζει με τη νόμιμη βασίλισσα και αποστρεφόμενος φανερά οποιαδήποτε επαφή μαζί της.

Όσο για τη βασίλισσα δύο πράγματα την ενόχλησαν περισσότερο από όλα: η περιφρόνηση που έδειχνε στο πρόσωπό της ο Ρωμανός και ο περιορισμός των οικονομικών της μέσων∙ γιατί ο βασιλιάς την είχε αποκλείσει πέρα από τον εαυτό του  και από τα ταμεία. Είχε  σφραγίσει και τα θησαυροφυλάκια και την είχε υποχρεώσει να ζει με ένα περιορισμένο επίδομα. Ήταν κατά συνέπεια οργισμένη εναντίον του και εναντίον όλων εκείνων που του έδιναν τέτοιες συμβουλές. Αυτοί εξάλλου το ήξεραν και φυλαγόντουσαν όσο μπορούσαν πιο καλά και ιδίως η αδερφή του αυτοκράτορα η Πουλχερία, μια γυναίκα με υπέρμετρες φιλοδοξίες που είχε σταθεί πολύ χρήσιμη στον αδερφό της. Ο ίδιος όμως ο βασιλιάς σαν να είχε κλείσει συμβόλαιο για την παραμονή του στον θρόνο με κάποια ανώτερη δύναμη που του είχε εγγυηθεί το αμετακίνητο της τύχης, παρέμενε εντελώς ανυποψίαστος. Τόσο πυκνό ήταν μάλιστα  το σύννεφο που τον τύφλωνε. Αλλά κι όταν η λάμψη της αστραπής καταύγασε και τα δικά του μάτια και το μέγεθος της βροντής του καταβρόντησε την ακοή∙ κι όταν ακόμη είδε να τεκταίνονται ενώπιον του κάποια ανάρμοστα πράγματα και άλλα τα έμαθε από καταγγελίες, ακόμα και τότε έκλεινε τα μάτια κι σφάλιζε τα αφτιά του. Αλλά αυτά θα αναφερθούν καταλεπτώς παρακάτω.

Βρήκε τότε η τρίτη αδερφή της αυτοκράτειρας, η πορφυρογέννητη Θεοδώρα, η οποία φημιζόταν για το ψηλό ανάστημά της και τη γρήγορη και ζωηρή ομιλία της την ευκαιρία και στασίασε, ανεπιτυχώς ευτυχώς, κατά του νόμιμου θρόνου μαζί με τη βοήθεια του εραστή της, του νυμφευμένου μάλιστα μάγιστρου Προυσιανού, του Βούλγαρου από τον οποίο  ήταν και σε προχωρημένη ενδιαφέρουσα. Οι συνεργάτες της στη συνωμοσία,, όπως ήταν βέβαια αναμενόμενο, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά. Αφού πρώτα  τους έκοψαν τη γλώσσα  και τους ξερίζωσαν τα μάτια, τέθηκαν αμέσως μετά υπό φρούρηση στη μονή του Μανουήλ.

Η Θεοδώρα, ωστόσο, η αδερφή της Δέσποινας των Ρωμαίων έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης. Αφού υποχρεώθηκε  να αποβάλει∙  αποπέμθηκε αμέσως μετά  από τα ανάκτορα και περιορίστηκε στη συνέχεια στο λεγόμενο Πετρίον. Μερικά εντούτοις χρόνια αργότερα, η θεοσεβής  βασίλισσα Ζωή, ύστερα ακριβώς και από την Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού εισέρχεται ξαφνικά στο Πέτριο και αναγκάζει τη  Θεοδώρα να κλειστεί σε μοναστήρι, γιατί όπως της δήλωσε ήταν αδύνατο να σταματήσουν οι απειλές  κατά της νόμιμης  εξουσίας και τα ερωτικά της σκάνδαλα. Όλα αυτά όμως συνέβησαν, αφού προηγήθηκε η δεύτερη συνωμοσία που οργάνωσε με τη βοήθεια του εραστή της, Κωνσταντίνου Διογένη αυτήν τη φορά. Αλλά και για αυτά θα μιλήσουμε αναλυτικά παρακάτω.

Αυτός λοιπόν είναι ο πρόλογος της ιστορίας∙ όσο για το κυρίως θέμα έχει ως εξής: στην υπηρεσία του Ρωμανού, πριν ακόμη ανέβει στον θρόνο, ήταν μεταξύ άλλων και ένας μοναχός και ευνούχος, ονόματι Ιωάννης, ταπεινής και σκοτεινής καταγωγής, αλλά στο πνεύμα ρέκτης τρομερός. Ήδη ο αυτοκράτωρ Βασίλειος τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση και τον ανήγαγε σε κοινωνό των απορρήτων και ναι μεν δεν τον είχε αναβιβάσει σε υψηλά αξιώματα,  τον περιέβαλλε  όμως με μεγάλη εύνοια. Αυτός μάλιστα, είχε μεταξύ άλλων και έναν αδελφό που, πριν από την ανάρρηση του Ρωμανού, ήταν ακόμη παιδάκι, αλλά εν συνεχεία ανδρώθηκε και ήδη βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του. Το σώμα του ήταν πανέμορφο και το πρόσωπό του κυριολεκτικά τέλειο. Είχε τη δροσιά του άνθους, μάτια αστραφτερά και ρόδα αληθινά στα μάγουλα. Αφού λοιπόν έγινε στον βασιλιά γνωστός ο Μιχαήλ διά μέσου του αδερφού του Ιωάννου, αναγορεύθηκε άρχοντας του Πανθέου.

 Η Θεία Πρόνοια, ωστόσο, τον προόριζε για μεγαλύτερο αξίωμα, καθώς η βασίλισσα στη θέα του νεαρού Άδωνι, καταλήφθηκε αμέσως  από έρωτα δαιμονικό και μανιακό και έκανε τα πάντα ώστε να κερδίσει την εύνοιά του. Καθώς  δεν ήταν σε θέση ούτε να φιλοσοφήσει, ούτε κι όμως να ελέγξει τον πυρσό του  πάθους της που κατάκαιγε τα στήθη της, εκείνη που άλλοτε απέφευγε μετά βδελυγμίας τον ευνούχο∙ άρχισε να τον πλησιάζει συχνά, και ξεκινώντας από κάποιο άσχετο θέμα, έφερνε τάχα τη συζήτηση στον αδερφό του και του παρήγγειλε επιπλέον να μη διστάζει και να την επισκέπτεται όποτε θέλει. Ο δε νεαρός παρακινημένος από τον αδελφό του, απέδιδε τάχα τη στάση της στην ευμένειά της προς αυτόν και την επισκεπτόταν βέβαια, υπακούοντας στο κάλεσμά της∙ πάντα όμως ταπεινά και φοβισμένα. Κι έτσι όπως  κοκκίνιζε από ντροπή, αγλάιζε ακόμη περισσότερο το άλικο χρώμα τη μορφή του∙  και έλαμπε πιότερο η  ομορφιά του.

Κι εκείνη έκανε τα πάντα για να του διώξει τον δισταγμό: αφήνοντας κατά μέρος το συνοφρυωμένο ύφος της, του χαμογελούσε όλο γλυκύτητα και ακκισμούς και παίζοντας μαζί του κάτι σαν ερωτικό παιχνίδι, πάσχιζε να τον κάνει να ξεθαρρέψει. Κι επειδή ακριβώς έδινε στον αγαπημένο της τόσο λαμπρές ερωτικές ευκαιρίες, βάλθηκε κι αυτός με τη σειρά του διστακτικά αρχικά και με περισσό θάρρος στην πορεία να παίζει τα ίδια παιχνίδια με την αυτοκράτειρα.

Αλλά κι εκείνη δεν περιοριζόταν μόνο σ΄ αυτά: αρχικά κρυφά από τους αυλικούς και αργότερα ανερυθρίαστα και φανερά,  επειδή το ίδιο πράγμα επαναλαμβανόταν συχνά και πολλών τα στόματα είχαν εν τω  μεταξύ ανοίξει στον Ρωμανό∙ τον κάθιζε στη θέση της στον βασιλικό θρόνο και του έδινε με περισσή μάλιστα προθυμία να κρατά και το σκήπτρο. Ήταν φορές, ωστόσο, που του φόραγε και το στέμμα κι ύστερα χυνόταν ξαφνικά στην αγκαλιά του και τον αποκαλούσε καμάρι της και χάρη  των ματιών της και άνθος εξωτικής ομορφιάς και εωθινή δροσιά της ψυχής της και τον φιλούσε στη συνέχεια, αγγίζοντας με τα χείλη της τον λαιμό του και τα χέρια του κι ευχόταν να μην σταματήσει ποτέ να απολαμβάνει τις χάρες του. Κι εκείνος δασκαλεμένος καθώς ήταν σε αυτήν την απάτη  από τον αδερφό του, σφιγγόταν πάνω της ακόμη πιο θερμά και τη φιλούσε με μεγαλύτερο πάθος. Κι ήταν πράγματι πολλοί μέσα στα ανάκτορα που σκανδαλίζονταν με τη σχέση αυτή.

Εκείνη όμως που αντιδρούσε μανιωδώς ήταν η αδελφή του βασιλιά  Πουλχερία και οι δικοί της εξ απορρήτων!Κι αρκετοί ήταν έτσι αυτοί που αντιδρούσαν με την κατάσταση αυτή, και πολλοί εντούτοις αυτοί που συναινούσαν ανοιχτά με το παράνομο βασιλικό ειδύλλιο. Των περισσοτέρων, ωστόσο,  είχε δεθεί η γλώσσα∙ κι όμως ο έρωτας των δύο εραστών δεν κορυφωνόταν πια στο σκοτάδι, αλλά φαινόταν να τελείται με τη σύμφωνη γνώμη του νόμου. Γνωρίζοντας για την ακρίβεια από προσωπική εμπειρία  ο βασιλιάς  τη φλογερή ερωτική  φύση της γυναίκας του και για να μην παραδίδεται σε πολλούς αυλικούς, δεν παρενέβαλλε εμπόδια στη σχέση της με τον έναν, και προσποιούμενος παντελή άγνοια, την άφηνε να ικανοποιεί απρόσκοπτα το όψιμο πάθος της. Είναι μάλιστα γνωστό ότι όταν αποσύρονταν μαζί με τη βασίλισσα  για να κοιμηθούν, κι εκείνη τυλιγμένη μ΄ ένα πορφυρό ύφασμα, ετοιμαζόταν να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα∙ μόνο αυτόν καλούσε ο αυτοκράτορας στην πορφυρή κρεβατοκάμαρα και τον πρόσταζε να του τρίβει τα πόδια και τον χρησιμοποιούσε ως θαλαμηπόλο και εξεπίτηδες του εμπιστευόταν και τη γυναίκα του για να της προσφέρει ανάλογες υπηρεσίες.

Κι ούτε ακόμα όταν η αδερφή του  Πουλχερία και μερικοί θαλαμηπόλοι τού άνοιξαν επιτέλους τα μάτια αποκαλύπτοντάς του  έτσι το σχέδιο δολοφονίας που εξυφαινόταν εναντίον του και τον προέτρεψαν μάλιστα να φυλαχτεί∙ ενήργησε σχετικά ο Ρωμανός. Διότι ενώ μπορούσε κάλλιστα να απαλλαγεί δια παντός από τον μοιχό, δίνοντας έτσι ένα οριστικό τέλος στα σκάνδαλα, προφασιζόμενος μάλιστα οτιδήποτε άλλο, αλλά στην πραγματικότητα εκτελώντας αυτό που είχε κατά νου∙ ο βασιλιάς ούτε αυτό έπραξε, αλλά ούτε και τίποτα άλλο μηχανεύτηκε. Μόνο προσκαλεί μια μέρα τον εραστή της γυναίκας του και αφού του επιδαψιλεύει επαίνους για τις θεάρεστες όπως του τόνισε υπηρεσίες του, τον αποκαλεί πιστότατο θεράποντα του βασιλείου.  Κι ούτε όμως κι ο αιφνίδιος και τραγικός θάνατος της Πουλχερίας, αλλά ούτε και τα διάφορα και πολλαπλά ατυχήματα που υπέστησαν πολλοί δικοί της άνθρωποι,  δε στάθηκαν ικανά να αναδύσουν τον βασιλιά από το πέλαγος της μακάριας πλάνης του που είχε βυθιστεί.

Και ύστερα τι; Ύστερα προσβάλλει   και τον αυτοκράτορα μια παράξενη και επώδυνη αρρώστια, σαν να σάπιζε ξαφνικά ολόκληρο το σώμα και γέμισε ανοιχτές πληγές παντού. Όρεξη για φαγητό δεν είχε πια καθόλου, όλο το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και ο ύπνος μόνο για μια στιγμή ξαπόσταινε στα βλέφαρά του κι αμέσως φτερούγιζε μακριά. Κάθε δυο- τρία βήματα αναγκαζόταν μάλιστα να σταματήσει γιατί του κοβόταν η αναπνοή. Τα περισσότερα   μαλλιά του είχαν πέσει από το νεκρό σώμα και μόνο μερικές κοντές και ψιλές τριχούλες πήγαιναν πέρα- δώθε στο μέτωπό του, κινούμενες, πιστεύω, από τη λαχανιασμένη ανάσα του.

 Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα και ο βασιλιάς μας φανερά καταβεβλημένος τελούσε την ενδεκάτη Απριλίου, της δευτέρας ινδικτιώνος του έτους έξι χιλιάδες πεντακόσια σαράντα δύο  τις προκαταρκτικές τελετές της Αναστάσεως του Εσταυρωμένου, ενώ συγχρόνως ετοιμαζόταν  για να προσέλθει την επαύριον στην πάνδημο πανήγυρη∙ κι ας θύμιζε το χρώμα του λείψανο τριών ημερών, έτοιμο για την ταφή. Τότε λοιπόν, κατά την Αγία Μεγάλη Πέμπτη και αφού επέδωσε στους συγκλητικούς τις αμοιβές τους πεθύμησε να πάρει το λουτρό του στο βαλανείο του μεγάλου παλατιού. Βάδιζε μόνος του μάλιστα δίχως υποστήριξη, αλλά και ούτε φαινόταν κι ετοιμοθάνατος. Ανέβηκε στη συνέχεια τη σκάλα  στητός, με την πρόθεση  μάλιστα να αλειφθεί με αρώματα και να καθαρίσει  το σώμα  του επισταμένα  από τις πληγές. Μπαίνει κατόπιν στον λουτήρα και πρώτα πλένει το κεφάλι και καθαρίζει στη συνέχεια καλά καλά και προσεκτικά όλο του το σώμα.

Ύστερα όμως, καθώς ένιωθε την αναπνοή του δυναμωμένη, αφήνεται μέσα στον λουτήρα που ήταν πιο βαθύς προς το κέντρο. Και στην αρχή κολυμπούσε ευχάριστα επιπλέοντας ελαφρά στο νερό, παίρνοντας μάλιστα βαθιές ανάσες και απολαμβάνοντας τη δροσιά του τρεχούμενου νερού. Στη συνέχεια όμως μπαίνουν μέσα στο νερό και  κάποια πρόσωπα της ακολουθίας του για να τον υποβαστάξουν και να τον ξεκουράσουν∙ έτσι τουλάχιστον φάνηκε στον βασιλιά. Μόλις όμως ο Ρωμανός, κατά τη συνήθειά του,  βούτηξε το κεφάλι του στο νερό, τον έπιασαν από τον αυχένα και του κράτησαν το κεφάλι πολλή ώρα κάτω από το νερό και ύστερα τον άφησαν και βγήκαν.

Ακολούθησε θόρυβος μεγάλος μόλις τον βρήκαν να επιπλέει με αναπεπταμένα τα χέρια και τα πόδια. Μαζεύτηκε τότε κόσμος πολύς, κατέφθασε και η βασίλισσα δίχως εντούτοις συνοδεία, σαν υπό το κράτος αβάσταχτου και βαρύτατου πένθους. Τον κοιτάζει μάλιστα  για λίγο και αφού βεβαιώνεται πως κείτεται νεκρός, αποχωρεί ανέκφραστα κι αγέρωχα για τα δωμάτιά της, προκειμένου να προετοιμάσει τα επόμενα βήματά της. Την πλησιάζει τότε μυστικά  ο μεγαλύτερος αδερφός του εραστή της, ο ευνούχος Ιωάννης και της λέει : «Μια στιγμή δισταγμού ακόμη βασίλισσά μου και χανόμαστε». Κι έτσι την κατάφερε να ακολουθήσει τα σχέδιά του. Καλεί τότε τον Μιχαήλ η Ζωή, τον ντύνει με χρυσοΰφαντη στολή,  τοποθετεί στην κεφαλή του το βασιλικό στέμμα, τον βάζει να καθίσει σε θρόνο πολυτελή, κάθεται κι εκείνη πλάι του στην ίδια στάση και προστάζει όλους όσοι ήταν τότε στο παλάτι να προσκυνήσουν και να επευφημήσουν και τους δυο τους μαζί κι αυτοί έκαναν όπως τους όρισε. Το πράγμα μάλιστα γρήγορα διαδόθηκε και έξω από τα ανάκτορα, και ολόκληρη η Πόλη θέλησε έτσι να λάβει μέρος στις επευφημίες.

Το ίδιο βράδυ, ωστόσο, και ενώ ακόμη τα Άγια Πάθη εψάλλονταν, έρχεται μήνυμα  τάχα από τον βασιλιά Ρωμανό στον πατριάρχη Αλέξιο να ανέβει γρήγορα στα ανάκτορα για μια επείγουσα υπόθεση. Μόλις λοιπόν εκείνος ανεβαίνει για να βεβαιωθεί, αν οι φήμες που κυκλοφορούσαν ήδη ευσταθούν, βρίσκει νεκρό τον βασιλιά. Σαστίζει, μένει ενεός στη θέα του βδελυρού και αποτρόπαιου θεάματος και είναι έτοιμος να αποχωρήσει με χαραγμένες τη φρίκη και τον  αποτροπιασμό στο πρόσωπό του. Τρέχει όμως ξοπίσω του  ο  Ιωάννης και τον πείθει να παραμείνει. Και ιδού πως έπεισε τον άγιο πατέρα να παρατείνει την παραμονή του στα ανάκτορα: Αφού λοιπόν του έδωσε στο χέρι  πενήντα  χρυσές  λίρες  για να μην απομακρυνθεί από την αυλή∙ του υποσχέθηκε να του εγχειρήσει  κι άλλες πενήντα μόλις θα τελούσε τους γάμους των δύο εραστών.

Όταν λοιπόν διεκπεραιώνεται από τους ανθρώπους του βασιλιά παρουσία και του πατριάρχη η βραδινή εκείνη ανάρρηση, ένα διπλό πρόσταγμα φτάνει  ευθύς στον έπαρχο της Πόλης: να παρουσιαστεί νωρίς το πρωί στα ανάκτορα μαζί με όλους τους συγκλητικούς για να προσκυνήσουν τον νέο βασιλιά και συνάμα για να παραστούν κατά τα καθιερωμένα στην εκφορά του εκλιπόντος.

Κι αυτοί έκαναν όπως στους πρόταξαν. Μπήκαν ένας ένας  και  στάθηκαν μπροστά στον θρόνο, όπου κάθονταν οι βασιλείς και τους προσκύνησαν δίχως το παραμικρό δε, πέπλο αμηχανίας, ακουμπώντας το μέτωπο καταγής. Και στον μεν Μιχαήλ αυτή μόνο την τιμή απέδωσαν, της δε  βασίλισσας, όμως  της φίλησαν και το δεξί χέρι. Όσο για τον απελθόντα στην άλλη ζωή Ρωμανό, όλα ήταν έτοιμα για την εκφορά του. Ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σε πολυτελές νεκροκρέβατο και όλοι έβγαιναν διαδοχικά  για να αποδώσουν τις οφειλόμενες τιμές στον βασιλιά που είχε αποδημήσει εις Κύριον. Ανάμεσα μάλιστα σε αυτούς που βάδιζαν πριν από  το φέρετρο ήταν και ο αδερφός του  νέου βασιλιά, ο ευνούχος Ιωάννης για τον οποίο θα γίνει λόγος στα κατάλληλα κεφάλαια της παρούσας ιστορίας.

Όσο κι αν κοίταζε βέβαια κανείς το λείψανο δε θα μπορούσε να το αναγνωρίσει  με βεβαιότητα ούτε από το χρώμα αλλά κι ούτε από τη γενική του εμφάνιση. Μόνο από τα βασιλικά διακριτικά θα μπορούσε  θετικά να καταλάβει κάποιος πως ο νεκρός ήταν ο βασιλιάς. Γιατί το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, όχι λιωμένο μα πρησμένο και το χρώμα του είχε αλλοιωθεί, αλλά όχι όπως στους νεκρούς: έμοιαζε σαν αυτούς που πρήζονται ύστερα από δηλητηρίαση από ελλέβορο  και γίνονται τόσο χλομοί που θα ΄λεγες πως δεν είχαν μέσα τους ποτέ την παραμικρή ρανίδα ζωής. Τα μαλλιά του και τα γένια του είχαν μάλιστα μαδήσει, ενώ το ασκεπές κρανίο του έμοιαζε με χωράφι  που του έχουν βάλει φωτιά και η αποψίλωση φαίνεται από πολύ  μακριά. Έτσι λοιπόν πέθανε ο Ρωμανός ύστερα από βασιλεία πεντέμισι χρόνων.

Κείμενο:Ευθύμιος Ιωαννίδης