TOP

ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 2/5

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι έφυγε σαν σήμερα στις 2 Μαΐου του 1519 και ήταν Ιταλός πολυμαθής της Ύστερης Αναγέννησης που θεωρείται κατά κοινή ομολογία ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους όλων των εποχών παρά το περιορισμένο πλήθος των σωζόμενων έργων του. Η «Μόνα Λίζα» είναι το διασημότερο ζωγραφικό έργο του Λεονάρντο και το πιο διάσημο πορτραίτο στην ιστορία ενώ ο «Μυστικός Δείπνος» του είναι ο πλέον ανατυπωμένος θρησκευτικός πίνακας· το σχέδιο του που έγινε γνωστό ως «Ο Βιτρουβιανός Άνθρωπος» συνιστά διάσημο πολιτιστικό σύμβολο.
Ο ντα Βίντσι είναι επίσης γνωστός για τα σημειωματάριά του, στα οποία καταχωρούσε σχέδια και σημειώσεις επιστημονικού περιεχομένου· σε αυτά περιλαμβάνεται πληθώρα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ανατομίας, της χαρτογραφίας, της ζωγραφικής και της παλαιοντολογίας. Η συνεισφορά του Λεονάρντο στην εξέλιξη των τεχνών είναι συγκρίσιμη μόνο με εκείνη του σύγχρονού του Μιχαήλ Αγγέλου.Ο Λεονάρντο ντι σερ Πιέρο ντα Βίντσι όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε εκτός γάμου από τον συμβολαιογράφο Πιέρο ντα Βίντσι και μια χωρική, την Κατερίνα, στο Βίντσι, στην περιοχή της Φλωρεντίας στην Ιταλία. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του φημισμένου Ιταλού ζωγράφου Αντρέα ντελ Βερόκκιο. Μεγάλο μέρος της πρώιμης εργασιακής ζωής του το πέρασε στην υπηρεσία του Λουδοβίκου Σφόρτσα στο Μιλάνο· αργότερα εργάστηκε στη Ρώμη, την Μπολόνια και τη Βενετία. Πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του στη Γαλλία όπου και πέθανε το 1519.Παρότι δεν είχε επίσημη ακαδημαϊκή εκπαίδευση, πολλοί ιστορικοί και μελετητές θεωρούν τον Λεονάρντο ως το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα του «Αναγεννησιακού Ανθρώπου» και έναν αληθινό «Homo Universalis», ένα άτομο «άσβεστης περιέργειας» και «πυρετώδους εφευρετικής φαντασίας». Θεωρείται ως ένας από τους πιο πολυτάλαντους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί. Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης Helen Gardner, το εύρος και το βάθος των ενδιαφερόντων του ήταν χωρίς προηγούμενο στην καταγεγραμμένη ιστορία, ενώ «το πνεύμα και η προσωπικότητά του μοιάζουν σε μας υπεράνθρωπα, αν και ο ίδιος ήταν μυστηριώδης και απόμακρος». Οι ακαδημαϊκοί ερμηνεύουν την οπτική του για τον κόσμο ως βασισμένη στη λογική, αν και οι εμπειρικές μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ανορθόδοξες για την εποχή του.

Εκθειάστηκε συχνά για την τεχνολογική του επινοητικότητα. Ο ντα Βίντσι συνέλαβε την ιδέα των πτητικών μηχανών, σχεδίασε ενός είδους τεθωρακισμένο άρμα, πέτυχε να συγκεντρώσει την ηλιακή ισχύ, δημιούργησε μια μηχανή πρόσθεσης και εφηύρε το κύτος πλοίου με διπλά τοιχώματα. Σχετικά λίγες από τις εφευρέσεις του υλοποιήθηκαν, ενώ ελάχιστες θεωρήθηκαν πραγματοποιήσιμες από τους σύγχρονούς του, καθώς επιστημονικοί τομείς όπως η μεταλλουργία και η μηχανική ήταν στη νηπιακή τους ηλικία κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης. Ωστόσο, μερικές από τις πιο μικρές εφευρέσεις του όπως ενός είδους ροδάνι και μια μηχανή για τον έλεγχο της εφελκυστικής αντοχής ενός σύρματος έγιναν εξαιρετικά διαδεδομένες χωρίς να του δοθούν ιδιαίτερα εύσημα. Ακόμα, στον ντα Βίντσι αποδίδεται συχνά η εφεύρεση του αλεξίπτωτου και του ελικοπτέρου. Έκανε θεμελιώδεις ανακαλύψεις στην ανατομία, την πολιτική μηχανική, την γεωλογία, την οπτική και την υδροδυναμική αλλά δεν εξέδωσε επισήμως τα ευρήματά του που, ως εκ τούτου, επηρέασαν ελάχιστα έως καθόλου την εξέλιξη των αντίστοιχων επιστημών.

Ο Λεονάρντο γεννήθηκε στην πόλη Βίντσι που είναι χτισμένη στους λόφους της Τοσκάνης, στην χαμηλότερη κοιλάδα του ποταμού Άρνου, στην ευρύτερη περιοχή της Φλωρεντίας, που υπαγόταν στον έλεγχο των Μεδίκων. Σύμφωνα με την σχετική καταγραφή στο σημειωματάριο του παππού του από τη μεριά του πατέρα του, ο Λεονάρντο γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1452. Ειδικότερα, σε αυτήν την καταγραφή αναφέρεται ότι: «Ένας εγγονός μου γεννήθηκε στις 15 Απριλίου, Σάββατο, τρεις ώρες μετά το ηλιοβασίλεμα». Ωστόσο, καθώς η ώρα της εποχής ήταν η Φλωρεντινή και το ηλιοβασίλεμα ήταν στις 6:40 μ.μ., τρεις ώρες μετά από αυτό η ώρα ήταν περίπου 9:40 μ.μ., ήτοι στις 14 Απριλίου βάσει της σύγχρονης εκτίμησης. Γονείς του ήταν ο Μεσσέρ (τίτλος ευγενείας) Πιέρο Φρουοσίνο ντι Αντόνιο ντα Βίντσι, πλούσιος Φλωρεντινός συμβολαιογράφος και η χωρική Κατερίνα, για την ταυτότητα της οποίας έχουν δοθεί αρκετές εκδοχές από διάφορους ιστορικούς, με την πλέον πρόσφατη να είναι εκείνη του Μάρτιν Κεμπ, κατά τον οποίον η γυναίκα λεγόταν Κατερίνα ντι Μέο Λίπι. Το πλήρες όνομα του ντα Βίντσι, Λιονάρντο ντι σερ Πιέρο ντα Βίντσι σήμαινε «ο Λεονάρντο (γιος) του σερ Πιέρο από το Βίντσι»· σύμφωνα με την παράδοση της εποχής, ο Λεονάρντο δεν είχε επίσημο επίθετο.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο Λεονάρντο τα πέρασε στο χωριουδάκι του Αντσιάνο, στο σπίτι της μητέρας του και από το 1457 περίπου και μετά, έζησε στο σπιτικό του πατέρα του, των παππούδων και του θείου του, στη μικρή πόλη του Βίντσι. Ο πατέρας του είχε παντρευτεί μια δεκαεξάχρονη κοπέλα ονόματι Αλμπιέρα Αμαντόρι ντι Τζοβάνι, η οποία συμπαθούσε τον Λεονάρντο αλλά πέθανε νέα και άτεκνη το 1465. Το 1468, όταν ο Λεονάρντο ήταν 16 ετών, ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά την εικοσάχρονη Φραντσέσκα Λανφρεντίνι η οποία, επίσης, πέθανε άτεκνη. Οι νόμιμοι κληρονόμοι του Πιέρο γεννήθηκαν από την τρίτη γυναίκα του, τη Μαργκερίτα ντι Γκουλιέλμο, η οποία γέννησε έξι παιδιά αλλά και την τέταρτη και τελευταία γυναίκα του, τη Λουκρέτζια Κορτιτζιάνι, που γέννησε άλλα έξι παιδιά. Συνολικά, ο Λεονάρντο είχε 12 ετεροθαλή αδέρφια, τα οποία ήταν πολύ νεότερα από τον ίδιο (το τελευταίο γεννήθηκε όταν ο ίδιος ήταν 40 ετών)· οι επαφές τους ήταν περιορισμένες.Ο Λεονάρντο έλαβε ανεπίσημη εκπαίδευση στα Λατινικά, τη γεωμετρία και τα μαθηματικά. Στη μετέπειτα ζωή του, δεν κατέγραψε στις σημειώσεις του παρά ελάχιστα σημαντικά περιστατικά της παιδικής ζωής του. Ένα ήταν σχετικό με κάποιον αετό που επισκέφθηκε το λίκνο του και ένα άλλο αφορούσε σε κάποια σπηλιά την οποία ο Λεονάρντο ήθελε να εξερευνήσει παρά το σχετικό φόβο του να το πράξει. Ακόμα, στις σημειώσεις του καταγράφει παιδικές αναμνήσεις που διαμόρφωσε παρατηρώντας τη ροή του νερού.Ο πρώιμος βίος του Λεονάρντο έχει υπάρξει αντικείμενο αρκετών ιστορικών εικασιών. Ο Τζόρτζιο Βαζάρι, βιογράφος των Αναγεννησιακών ζωγράφων του 16ου αιώνα, περιγράφει μια ιστορία από τη νεανική ζωή του Λεονάρντο: Ένας ντόπιος χωρικός έφτιαξε μια στρογγυλή ασπίδα και ζήτησε από τον Σερ Πιέρο να του τη ζωγραφίσει. Ο Λεονάρντο, εμπνευσμένος από την ιστορία της Μέδουσας, φιλοτέχνησε μια ζωγραφιά ενός τέρατος που έφτυνε φωτιά τόσο τρομακτική που ο πατέρας του αγόρασε μια νέα, διαφορετική ασπίδα για να δώσει στον χωρικό και πούλησε εκείνη του Λεονάρντο για 100 δουκάτα σε έναν έμπορο τέχνης που με τη σειρά του πούλησε τον πίνακα στο Δούκα του Μιλάνου· αυτό το έργο δε σώζεται σήμερα

Στα μέσα του 1460, η οικογένεια του Λεονάρντο μετακόμισε στη Φλωρεντία, η οποία εκείνη την περίοδο ήταν το κέντρο της Χριστιανικής Ουμανιστικής σκέψης και κουλτούρας. Στα δεκατέσσερά του περίπου, ο Λεονάρντο έγινε garzone (βοηθός εργαστηρίου) στο εργαστήριο του Αντρέα ντελ Βερρόκκιο (1433-1485) που ήταν ηγετική μορφή της Φλωρεντινής ζωγραφικής και κορυφαίος γλύπτης της εποχής. Ο δάσκαλος του Βερόκκιο, Ντονατέλο, είχε πεθάνει εκείνη την περίοδο. Ο Λεονάρντο έγινε μαθητευόμενος στην ηλικία των 17 ετών και παρέμεινε στην εκπαιδευτική φάση για επτά ακόμα έτη. Οι διάσημοι ζωγράφοι Γκιρλαντάιο, Περουτζίνο, Μποτιτσέλι και Λορέντζο ντι Κρέντι μαθήτευσαν ή συνεργάστηκαν με το εν λόγω εργαστήριο. Εκεί, ο Λεονάρντο ήρθε σε επαφή με διάφορα θεωρητικά θέματα αλλά και με πρακτικότερα ζητήματα όπως η μεταλλουργία, το καλούπωμα, η κατεργασία δέρματος, η χημεία, η μηχανική και η ξυλουργική, καθώς και οι εικαστικές τεχνικές του σχεδίου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της μακέτας.Ο Λεονάρντο ήταν σύγχρονος των Μποτιτσέλι, Γκιρλαντάιο και Περουτζίνο, οι οποίοι ήταν λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία από τον ίδιο. Ίσως τους γνώρισε στο εργαστήριο του Βερόκκιο ή στην Πλατωνική Ακαδημία των Μεδίκων. Η τότε Φλωρεντία, ήταν διακοσμημένη με τα έργα καλλιτεχνών όπως ο σύγχρονος του Ντονατέλο, Μασάκκιο, του οποίου οι νωπογραφίες με μορφικές συνθέσεις ήταν γεμάτες συναίσθημα και ζωή, αλλά και του Γκιμπέρτι, του οποίου οι επιχρυσωμένες «Πύλες του Παραδείσου», συνιστούσαν δείγμα της τέχνης του συνδυασμού πολύπλοκων μορφικών συνθέσεων με λεπτομερή αρχιτεκτονικά υπόβαθρα. Ο Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα είχε κάνει μια λεπτομερή μελέτη της προοπτικής και ήταν ο πρώτος ζωγράφος που εκπόνησε επιστημονική μελέτη του φωτός. Αυτές οι μελέτες, μαζί με την πραγματεία «De pictura» του Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι, επηρέασαν βαθιά τους νεότερους καλλιτέχνες και ειδικότερα τον Λεονάρντο, τις παρατηρήσεις και τα έργα του.Σημαντικό μέρος των ζωγραφικών έργων που παρήγαγε το εργαστήριο του Βερόκκιο φερόταν εις πέρας από τους υπαλλήλους του. Κατά τον Βαζάρι, ο Λεονάρντο συνεργάστηκε με τον Βερόκκιο στο έργο του «Η Βάπτιση του Χριστού», στο οποίο ζωγράφισε τον νεαρό άγγελο που κρατάει τον μανδύα του Ιησού κατά τρόπο που ήταν τόσο ανώτερος της τεχνικής του δασκάλου του ώστε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Βερόκκιο να αφήσει τα πινέλα του και να μη ζωγραφίσει ποτέ ξανά. Με προσεκτικότερη εξέταση του έργου αποκαλύπτονται περιοχές του οι οποίες έχουν ζωγραφιστεί εξ αρχής ή πάνω από την τέμπερα, με χρήση της νέας τεχνικής του λαδοχρώματος· σε αυτές συμπεριλαμβάνονται το τοπίο, οι πέτρες που φαίνονται μέσα από το καφετί βουνίσιο ρυάκι και μεγάλο μέρος της φιγούρας του Ιησού, μαρτυρώντας τη συνεισφορά του νεαρού Λεονάρντο. Ο Λεονάρντο ίσως ήταν το μοντέλο δύο έργων του Βερόκκιο: του μπρούτζινου αγάλματος του «Δαβίδ» και του Αρχάγγελου Ραφαήλ στο έργο «Ο Τωβίας και ο Άγγελος».Το 1472, σε ηλικία 20 ετών, ο Λεονάρντο εντάχθηκε ως ζωγράφος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά, ένα σωματείο καλλιτεχνών και διδακτόρων της Ιατρικής, αλλά ακόμα και μετά τη δημιουργία του δικού του εργαστηρίου από τον πατέρα του, η πρόσδεσή του στον Βερόκκιο ήταν τέτοια που ο Λεονάρντο συνέχισε να συνεργάζεται και να ζει μαζί του. Το πιο πρώιμο γνωστό έργο του καλλιτέχνη τοποθετείται χρονικά στα 1473 και είναι μια ζωγραφιά της κοιλάδας του Άρνου με μολύβι και μελάνι που έχει χαρακτηριστεί ως η πρώτη «γνήσια» απεικόνιση τοπίου στη Δύση· σήμερα, το έργο εκτίθεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι. Κατά τον Βαζάρι, ο Λεονάρντο ήταν ο πρώτος που πρότεινε τη μετατροπή του Άρνου σε πλευστό κανάλι μεταξύ Φλωρεντίας και Πίζας. 

Στις 14 Ιανουαρίου του 1478, ο Λεονάρντο έλαβε μια ανεξάρτητη ανάθεση για να ζωγραφίσει το ρετάμπλ για το παρεκκλήσι του Αγίου Βερνάρδου στο Παλάτσο Βέκιο, ένδειξη της ανεξαρτησίας του από το εργαστήριο του Βερόκκιο. Κάποιος ανώνυμος πρώιμος βιογράφος, γνωστός ως Ανόνιμο Γκαντιάνο, ισχυρίζεται ότι κατά το 1480 ο Λεονάρντο ζούσε με τους Μεδίκους και εργαζόταν συχνά στον κήπο της Πιάτσα Σαν Μάρκο στη Φλωρεντία όπου έκανε τις συναθροίσεις της μια Νεοπλατωνική ακαδημία καλλιτεχνών, ποιητών και φιλοσόφων οργανωμένη από τους Μεδίκους. Το Μάρτιο του 1481, έλαβε ανάθεση έργου από τους μοναχούς του Αγίου Ντονάτο στο Σκοπέτο για το έργο «Η Προσκύνηση των Μάγων». Καμία από αυτές τις πρώτες αναθέσεις δεν ολοκληρώθηκε, καθώς εγκαταλείφθηκαν όταν ο Λεονάρντο πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Δούκα του Μιλάνου Λουδοβίκο Σφόρτσα. Το 1482, δημιούργησε ένα μουσικό όργανο με ασημένιες χορδές προς εντυπωσιασμό του Σφόρτσα, στον οποίον έγραψε μια επιστολή περιγράφοντας την ποικιλία όσων θα μπορούσε να πετύχει στους τομείς της μηχανικής και του σχεδιασμού όπλων· ανέφερε επίσης ότι ήξερε να ζωγραφίζει.

Με τον Αλμπέρτι, ο Λεονάρντο επισκέφτηκε το σπίτι των Μεδίκων και μέσω αυτών γνώρισε τους παλαιότερους Ουμανιστές φιλοσόφους, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, υποστηρικτής του Νεοπλατωνισμού, ο Κριστόφορο Λαντίνο, κριτικός σχολιαστής Κλασσικών έργων και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, καθηγητής Ελληνικών και μεταφραστής του Αριστοτέλη. Σχετιζόμενος με την Πλατωνική Ακαδημία των Μεδίκων ήταν και ο νεαρός πουητής και φιλόσοφος Πίκο ντέλλα Μιράντολα. Το 1482, ο Λεονάρντο εστάλη ως πρέσβης από τον Λορέντζο ντε Μέντιτσι στον Λουδοβίκο Σφόρτσα που κυβέρνησε το Μιλάνο από το 1479 ως το 1499.

Εργάστηκε στο Μιλάνο από το 1482 ως το 1499. Αρχικά του ανατέθηκε να ζωγραφίσει την «Παναγία των Βράχων» για την Αδελφότητα της Αμώμου Συλλήψεως και τον «Μυστικό Δείπνο» για το μοναστήρι της Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε. Την άνοιξη του 1485 ο Λεονάρντο ταξίδεψε στην Ουγγαρία εκ μέρους του Σφόρτσα για να γνωρίσει τον βασιλιά Ματθίας Κορβίνο, ο οποίος και του ανέθεσε να ζωγραφίσει μια Μαντόνα. Ο Σφόρτσα δέσμευσε τον Λεονάρντο για πληθώρα τέτοιων θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ετοιμασίας αρμάτων για παρελάσεις ειδικών περιστάσεων, ενός σχεδίου και ενός ξύλινου μοντέλου για έναν διαγωνισμό σχεδίασης του θόλου του Καθεδρικού του Μιλάνου, και ενός μοντέλου για ένα γιγαντιαίο ιππικό μνημείο αφιερωμένο στον προκάτοχό του, Φραντζέσκο Σφόρτσα· εάν ολοκληρωνόταν, το μνημείο αυτό, που έμεινε γνωστό ως το «Γκραν Καβάλο» θα ήταν το μεγαλύτερο από τα μόνα δύο τέτοια μνημεία της Αναγέννησης, το έργο «Γκαταμελάτα» του Ντονατέλο στην Πάντοβα και το έργο «Μπαρτολομέο Κολλεόνι» στη Βενετία. Παρά το ότι ο ντα Βίντσι είχε ετοιμάσει τα σχέδια χύτευσης του μνημείου, ο Λουδοβίκος τελικά έδωσε τον μπρούτζο του έργου στον κουνιάδο του για τη χύτευση κανονιών προς υπεράσπιση της πόλης του από τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας.

Το καλοκαίρι του 1490 έλαβε υπό την προστασία του ένα δεκάχρονο αγόρι ονόματι Τζαν Τζάκομο Καπρότι ντα Ορένο ή Σαλαΐνο (που σημαίνει «Ο Μικρός Ακάθαρτος», ήτοι ο σατανάς), γιο αγρότη, που πιθανώς τον πούλησε ως μοντέλο-υπηρέτη με τη ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Ο ντα Βίντσι σημειώνει τον απείθαρχο χαρακτήρα του, αλλά και τα δώρα που του έκανε. Ο Σαλαΐνο έμεινε κοντά στον Λεονάρντο για 30 έτη. Ζωγράφισε έργα τα οποία υπέγραψε ως Αντρέα Σαλαί αλλά, αν και ο Βαζάρι ισχυρίζεται ότι ο Λεονάρντο «του έμαθε πολλά πράγματα για τη ζωγραφική», το έργο του ήταν χαμηλότερης ποιότητας από εκείνο άλλων μαθητών του όπως οι Μάρκο ντ’ Οτζόνο και Μπολτράφιο.

Ο εκθρονισμός του Λουδοβίκου Σφόρτσα από τη Γαλλία το 1500, εξανάγκασε τον Λεονάρντο να καταφύγει στη Βενετία, μαζί με τον Σαλαΐνο και τον φίλο του και πρωτοπόρο μαθηματικό Λούκα Πατσιόλι. Στη Βενετία, ο Λεονάρντο εργάστηκε ως στρατιωτικός αρχιτέκτονας οργανώνοντας την άμυνα της πόλης για επικείμενη ναυτική επίθεση. Επιστρέφοντας στη Φλωρεντία το ίδιο έτος, φιλοξενήθηκε από τους Σερβίτες μοναχούς στο μοναστήρι της Σαντίσιμα Αναντσιάτα· εκεί, του δόθηκε εργαστήριο στο οποίο, σύμφωνα με τον Βαζάρι δημιούργησε το σχέδιο της «Παναγίας με το θείο βρέφος, την Αγία Άννα και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή», ένα έργο που αποκόμισε τέτοιο θαυμασμό που «άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι» συγκεντρώνονταν για να το δουν «σαν να πηγαίναν σε μεγάλο φεστιβάλ».

Το 1502, ο Λεονάρντο τέθηκε στην υπηρεσία του Καίσαρα Βοργία, υιό του πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’, εργαζόμενος ως στρατιωτικός αρχιτέκτονας και μηχανικός και ταξιδεύοντας σε όλη την Ιταλία με τον πατρόνα του. Για να πείσει τον Καίσαρα Βοργία να τον υποστηρίξει οικονομικά , ο Λεονάρντο σχεδίασε έναν λεπτομερή και ακριβή χάρτη της οχυρωμένης πόλης του, της Ίμολα· εκείνη την εποχή, οι χάρτες ήταν εξαιρετικά σπάνιοι και το έργο του ντα Βίντσι φάνηκε πρωτοποριακό. Βλέποντας τον χάρτη, ο Καίσαρας προσέλαβε αμέσως τον Λεονάρντο ως πρώτο στρατιωτικό μηχανικό και αρχιτέκτονα. Αργότερα κατά το ίδιο έτος, ο Λεονάρντο παρήγαγε έναν ακόμα χάρτη για τον πατρόνα του, αυτή τη φορά της κοιλάδας Κιάνα, στην Τοσκάνη, για να επιτρέψει στον Καίσαρα καλύτερη θέαση της περιοχής και να εδραιώσει το στρατηγικό του πλεονέκτημα. Παράλληλα με αυτό το χαρτογραφικό έργο, ο Λεονάρντο κατασκεύαζε ένα φράγμα για την σταθερή τροφοδοσία με νερό του καναλιού της Φλωρεντίας.

Γύρω στο 1503, ο Λεονάρντο εγκατέλειψε τον Καίσαρα και επανεντάχθηκε στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά στις 18 Οκτώβρη εκείνου του έτους. Τον ίδιο μήνα, ξεκίνησε να δουλεύει το πορτραίτο της Λίζα ντελ Τζοκόντο, το μοντέλο του έργου «Μόνα Λίζα», για το οποίο συνέχισε να εργάζεται για αρκετά έτη. Τον Ιανουάριο του 1504, ήταν μέλος επιτροπής που συστάθηκε για να προτείνει το μέρος τοποθέτησης του αγάλματος του Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου. Έπειτα, ο ντα Βίντσι πέρασε δύο χρόνια στη Φλωρεντία σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας την τοιχογραφία «Η Μάχη του Ανγκιάρι», με τον Μιχαήλ Άγγελο να σχεδιάζει το σχετικό έργο «Η Μάχη της Κασίνα».

Το 1506, ο Λεονάρντο καλείται στο Μιλάνο από τον Κάρολο Β’ του Αμπουάζ, τον εν ενεργεία Γάλλο κυβερνήτη της πόλης. Εκεί, ο Λεονάρντο ανέλαβε έναν ακόμα μαθητή, τον Κόμη Φραντζέσκο Μέλτζι, γιο ενός Λομβαρδού αριστοκράτη που θεωρείται ότι κατέστη ο αγαπημένος του μαθητής. Το Συμβούλιο της Φλωρεντίας ζήτησε από τον Λεονάρντο να γυρίσει πάραυτα για να αποπερατώσει τη «Μάχη του Ανγκιάρι» αλλά του δόθηκε άδεια μετά από απαίτηση του Λουδοβίκου ΙΒ’ της Γαλλίας που σκόπευε να αναθέσει στον Λεονάρντο ορισμένα πορτραίτα. Ο ντα Βίντσι ίσως ξεκίνησε τη σχεδίαση ενός ιππικού μνημείου του Καρόλου Β’ του Αμπουάζ· έχει σωθεί ένα κέρινο μοντέλο που, αν είναι αυθεντικό, είναι το μόνο σωζόμενο δείγμα γλυπτικής του ντα Βίντσι. Κατά τα άλλα, ο Λεονάρντο αφέθηκε ελεύθερος να ασχοληθεί με τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα. Το 1507 ο Λεονάρντο ήταν στην Φλωρεντία και διευθετούσε μια διαφωνία με τους αδερφούς του αναφορικά με την κληρονομιά του πατέρα του που είχε πεθάνει το 1504. Ως το 1508, είχε επιστρέψει στο Μιλάνο και ζούσε στο σπίτι του στην Πόρτα Οριεντάλε της Σάντα Μπαμπίλα.

Το 1512 ο Λεονάρντο εργαζόταν για ένα ιππικό μνημείο του Τζιαν Τζάκομο Τριβούλζιο, έργο που τελικά σταμάτησε με την εισβολή στην πόλη μιας συμμαχίας Ελβετικών, Ισπανικών και Βενετικών δυνάμεων που έξωσαν Γάλλους απ’ το Μιλάνο. Εκείνος έμεινε στην πόλη, περνώντας αρκετούς μήνες του 1513 στη βίλα Βάπριο ντ’ Άντα των Μεδίκων. Τον Μάρτιο εκείνου του έτους, ο Τζιοβάνι, υιός του Λορέντζο ντε Μέντιτσι ανέλαβε το αξίωμα του πάπα (ως Λέων Ι’)· ο Λεονάρντο πήγε στη Ρώμη εκείνο το Σεπτέμβρη, όπου έγινε δεκτός από τον αδερφό του πάπα, Τζουλιάνο. Από το Σεπτέμβριο του 1513 ως το 1516, έζησε στην αυλή Μπελβεντέρε στο Αποστολικό Παλάτι, όπου εργάζονταν ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Ραφαήλ. Ο Λεονάρντο λάμβανε 33 δουκάτα το μήνα και, σύμφωνα με τον Βαζάρι, εκείνη την περίοδο διακόσμησε μια σαύρα με λέπια βουτηγμένα σε υδράργυρο. Ο πάπας του ανέθεσε να ζωγραφίσει κάποιον πίνακα αγνώστου σήμερα θέματος, αλλά η ανάθεση ακυρώθηκε καθώς ο καλλιτέχνης ασχολιόταν με την ανάπτυξη ενός νέου είδους βερνικιού. Τότε, ο Λεονάρντο αρρωσταίνει χτυπημένος, ίσως, από το πρώτο μιας σειράς εγκεφαλικών επεισοδίων που εν τέλει οδήγησαν στον θάνατό του. Ανακάμπτοντας, ασχολείται με τη βοτανική στους Κήπους της Πόλης του Βατικανού και του ανατίθεται να φτιάξει σχέδια για την πρόταση του πάπα για αποξήρανση των χρονιζόντων Ελών της περιοχής Ποντίνι. Με την ελπίδα να κερδίσει την εύνοια του πάπα, μελέτησε τις φωνητικές χορδές ανατέμνοντας πτώματα και προώθησε τη μελέτη του στον ποντίφικα μέσω ενός αξιωματούχου· η προσπάθεια του απέτυχε.

Τον Οκτώβριο του 1515, ο Βασιλιάς Φραγκίσκος Α’ της Γαλλίας επανακατέλαβε το Μιλάνο. Ο Λεονάρντο ήταν παρόν στη συνάντηση του πάπα Λέοντα Ι’ με τον Φραγκίσκο που έγινε στη Μπολόνια στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους και το 1516 δέχτηκε να τεθεί στην υπηρεσία του Γάλλου Βασιλιά. Του δόθηκε ως κατοικία το αρχοντικό σπίτι του Κλο-Λυσέ, κοντά στην κατοικία του ηγεμόνα, το βασιλικό Κάστρο του Αμπουάζ. Ο Φραγκίσκος επισκεπτόταν συχνά τον ντα Βίντσι που έφτιαχνε τα σχέδια μιας μεγάλης καστροπολιτείας την οποία ο βασιλιάς σκόπευε να αναγείρει στο Ρομοραντίν. Ακόμα, έφτιαξε ένα μηχανικό λιοντάρι το οποίο κατά τη διάρκεια μιας παρέλασης προχώρησε προς το μέρος του βασιλιά και —με το χτύπημα ενός ραβδιού— άνοιξε το στέρνο του για να αποκαλύψει ένα μπουκέτο από κρίνα. Ο Λεονάρντο συντηρούταν οικονομικά από μια σύνταξη ύψους 10.000 εσκούδων. Κάποια στιγμή, ο μαθητευόμενός του Φραντζέσκο Μέλτζι ζωγράφισε ένα πορτραίτο του δασκάλου του, ένα από τα τρία που ζωγραφίστηκαν όσο ζούσε, με τα άλλα δύο να είναι ένα σχέδιο κάποιου ανώνυμου βοηθού του (περίπου το 1517) και ένας πίνακας του Τζιοβάννι Αμπρότζιο Φιτζίνο που απεικονίζει έναν ηλικιωμένο Λεονάρντο με το δεξί του χέρι δεμένο με ύφασμα· το τελευταίο πορτραίτο, μαζί με μια καταγραφή της επίσκεψης στον καλλιτέχνη τον Οκτώβριο του 1517 του Λουί ντ’ Αραγκόν, επιβεβαιώνει μια αναφορά σύμφωνα με την οποία το δεξί χέρι του Λεονάρντο είχε παραλύσει όταν αυτός ήταν 65 χρονών, το οποίο μπορεί να εξηγήσει γιατί άφησε έργα όπως η «Μόνα Λίζα» ατέλειωτα. Συνέχισε να εργάζεται ως ένα βαθμό, ώσπου τελικά κατεβλήθη, αρρώστησε και παρέμεινε κλινήρης για αρκετούς μήνες.

Ο Λεονάρντο πέθανε στο Κλο-Λυσέ στις 2 Μαΐου του 1519 στην ηλικία των 67 ετών, πιθανότατα από κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Φραγκίσκος Α’ είχε γίνει κοντινός του φίλος. Ο Βαζάρι περιγράφει τον Λεονάρντο ως θρηνών στο κρεβάτι του, μετανιωμένο που «είχε προσβάλει τον Θεό και τους ανθρώπους αποτυγχάνοντας να ασκήσει την τέχνη του με τον τρόπο με τον οποίον έπρεπε να έχει κάνει». Ακόμα, ο Βαζάρι ισχυρίζεται ότι ο Λεονάρντο έστειλε να του φέρουν κάποιον ιερέα για να εξομολογηθεί και να λάβει τη Θεία Μετάληψη. Κατά τον Βαζάρι, ο Φραγκίσκος κρατούσε στα χέρια του το κεφάλι του Λεονάρντο όταν αυτός πέθανε, αν και αυτή η ιστορία είναι μάλλον θρυλική. Σε συμφωνία με τη διαθήκη του, το φέρετρό του το ακολούθησαν εξήντα πένητες που κρατούσαν κεριά. Ο Μέλτζι ήταν ο βασικός κληρονόμος και εκτελεστής της διαθήκης και έλαβε, μαζί με τα χρήματα του Λεονάρντο, τους πίνακες, τα εργαλεία, την βιβλιοθήκη και τα προσωπικά υπάρχοντά του. Ο διά βίου μαθητής και συνοδοιπόρος του Λεονάρντο, ο Σαλαΐνος, και ο υπηρέτης του ντα Βίντσι, Μπαπτίστα ντε Βιλάνις, κληρονόμησαν εξ ημισείας τους αμπελώνες του Λεονάρντο. Οι αδερφοί του κληρονόμησαν γη και η υπηρέτριά του έναν μανδύα με επένδυση γούνας. Στις 12 Αυγούστου του 1519 τα λείψανά του ενταφιάστηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Φλωρεντίνου στο Κάστρο του Αμπουάζ.

Η «Μόνα Λίζα» άνηκε στον Σαλαΐνο την περίοδο του θανάτου του βοηθού του Λεονάρντο το 1524, και στη διαθήκη του αξιολογήθηκε στις 505 λίρες, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσό για ένα τόσο μικρό πορτραίτο. 20 χρόνια μετά το θάνατο του Λεονάρντο, λέχθηκε από τον χρυσοχόο και γλύπτη Μπενβενούτο Τσελίνι ότι ο Φραγκίσκος δήλωσε ότι «δεν είχε γεννηθεί ποτέ άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο που να ξέρει τόσα πολλά όσα ο Λεονάρντο, όχι τόσο για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, όσο για το ότι ήταν ένας πολύ σπουδαίος φιλόσοφος».

Στη διάρκεια της ζωής του Λεονάρντο, η «εξωπραγματική φυσική ομορφιά του», η «απεριόριστη χάρη του», η «μεγάλη δύναμη και γενναιοδωρία» και το «λεπτό πνεύμα και καταπληκτικό εύρος του νου του», όπως περιγράφηκαν από τον Βαζάρι, καθώς και άλλες πτυχές της ζωής του, έλκυσαν την προσοχή αρκετών ανθρώπων της εποχής του. Μία από τις αξιοπερίεργες πτυχές του βίου του ήταν η ιδιαίτερη για την εποχή αγάπη που είχε για τα ζώα· είναι πιθανό ο Λεονάρντο να ήταν χορτοφάγος, ενώ, σύμφωνα με τον Βαζάρι, αγόραζε πουλιά σε κλουβί για να τα ελευθερώσει αμέσως μετά.

Πολλοί από τους φίλους του Λεονάρντο διέπρεψαν στο αντικείμενο τους ή απέκτησαν περίοπτη θέση στην ιστορία. Σε αυτούς περιλαμβάνεται ο μαθηματικός Λούκα Πατσιόλι, με τον οποίο συνεργάστηκε στο βιβλίο «Divina proportione» («Θεϊκές αναλογίες») τη δεκαετία του 1490. Εξ όσων γνωρίζουμε, ο Λεονάρντο δεν είχε στενή σχέση με κάποια γυναίκα, εκτός από τη φιλία του με τη Τσετσίλια Γκαλλεράνι και τις δύο αδερφές Έστε, την Βεατρίκη και την Ισαβέλα. Σε ένα ταξίδι του διαμέσου της Μάντοβας, ο ντα Βίντσι φιλοτέχνησε ένα σχέδιο της Ισαβέλας που φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε για κάποιο πορτραίτο που, όμως, δε σώζεται σήμερα.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.