TOP

ΜΠΡΙΖΙΤ ΜΠΑΡΝΤΟ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 27/9

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Μπριζίτ Μπαρντό (Brigitte Anne-Marie Bardot) γεννήθηκε σαν σήμερα στις 28 Σεπτεμβρίου του 1934 και είναι Γαλλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και τραγουδίστρια. Επίσης είναι ένθερμη ακτιβίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, ιδρυτής και πρόεδρος του Ιδρύματος Μπριζίτ Μπαρντό.
Μύθος και σύμβολο του σεξ των δεκαετιών 1950 και 1960, ήταν αστέρι παγκόσμιας αναγνωρισιμότητας, ιέρεια και μούσα των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής. Έμβλημα της γυναικείας χειραφέτησης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, έφερε επανάσταση στα ήθη, περνώντας από γυναίκα-παιδί σε femme fatale, ελεύθερη και προκλητική, ενζενί και ελευθεριάζουσα, σε μια εποχή μεταπολεμική και συντηρητική. Με 48 ταινίες στο ενεργητικό της και περισσότερα από 80 τραγούδια σε 21 έτη καριέρας, η Μπριζίτ Μπαρντό, πασίγνωστη επίσης με τα αρχικά της, BB («Μπεμπέ»), είναι μια από τις γνωστότερες Γαλλίδες καλλιτέχνιδες παγκοσμίως.
Η Μπριζίτ Μπαρντό γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, στο νούμερο 5 της Πλατείας Βιολέ, στο 15ο διαμέρισμα της πόλης. Καταγόμενη από ένα αστικό περιβάλλον, με πατέρα βιομήχανο, ιδιοκτήτη των εργοστασίων Μπαρντό, και μητέρα που ασχολούνταν με οικιακά, η νεαρή Μπριζίτ έλαβε αυστηρή μόρφωση στο πλευρό της αδερφής της, Μαρί-Ζαν. Από πολύ μικρή, έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για τον κλασικό χορό και έκανε τα πρώτα της βήματα σε ηλικία 7 ετών, στα cours Bourgat. Το 1949, μπαίνει στο Ωδείο του Παρισιού από όπου παίρνει την πρώτη της τιμητική διάκριση. Ο πατέρας της, ο οποίος είχε επαινεθεί από την Γαλλική Ακαδημία για μια ποιητική συλλογή, είχε πάθος με τον κινηματογράφο και του άρεσε πολύ να κινηματογραφεί. Χάρις σε αυτό, υπάρχουν πολλά φιλμ με την Μπαρντό σε παιδική ηλικία, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη. Η μητέρα της, που την αποκαλούσαν Τοτί, αγαπούσε ιδιαίτερα τη μόδα και το χορό. Έτσι, η οικογένεια Μπαρντό ήταν μέλος της υψηλής κοινωνίας και επισκεπτόταν συχνά το λεγόμενο tout-Paris. Είχαν επαφές με πολλούς διευθυντές του Τύπου, του θεάτρου, του κινηματογράφου, αλλά και ανθρώπους της μόδας.

Το 1949, σε ηλικία 15 ετών, προσελήφθη από τη διευθύντρια των περιοδικών ELLE και Le Jardin des Modes, Ελέν Λαζαρέφ, στενή φίλη της μητέρας της. Πολύ σύντομα, η Μπριζίτ προήχθη σε μασκότ του περιοδικού ELLE, στο οποίο και έκανε εξώφυλλο το 1950. Χάρις σε αυτό το εξώφυλλο, ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεγκρέ την ξεχώρισε και της πρότεινε ένα ρόλο στην επόμενη ταινία του, «Les lauriers sont coupés». Η ταινία τελικά δε γυρίστηκε, μα χάρις σε αυτή την περίσταση η Μπριζίτ γνώρισε έναν νέο βοηθό, τον Ροζέ Βαντίμ. Από τότε οι δύο ερωτευμένοι, εκείνη μόλις 15 ετών, εκείνος περίπου 22, έγιναν αχώριστοι. Οι γονείς της δεν ενέκριναν σε καμία περίπτωση τη σχέση και προσπάθησαν, μάταια, να τους χωρίσουν.
Το 1952, ο σκηνοθέτης Ζαν Μπουαγιέ της προσέφερε ένα μικρό ρόλο, τον πρώτο της, στην ταινία «Le trou normand» με τον Μπουρβίλ. Δέχτηκε χωρίς να γνωρίζει πως με τον τρόπο αυτό θα έμπαινε στον κόσμο τον οποίο θα αντιπαθούσε αργότερα και από τον οποίο θα δυσκολευόταν να ξεφύγει. Λίγο αργότερα, ο Γουιλί Ροζιέ της προσφέρει το δεύτερο ρόλο της στην ταινία «Manina la fille sans voiles». Έχοντας φτάσει πλέον σε ηλικία 18 ετών,ο πατέρας της δίνει τη συγκατάθεσή του για να παντρευτεί με τον Ροζέ Βαντίμ. Ο γάμος τελέστηκε στη εκκλησία του Πασί, στις 21 Δεκεμβρίου 1952. Το 1953, η Μπαρντό γνώρισε την πρώτη και μοναδική της εμπειρία στο σανίδι παίζοντας στο θεατρικό «L’Invitation au château» του Ζαν Ανούιγ, σε σκηνοθεσία του Αντρέ Μπαρσάκ. Τον ίδιο χρόνο, γνωρίστηκε με το πρόσωπο που θα αποτελούσε την ιμπρεσάριο της για όλη τη διάρκεια της καριέρας της: την Όλγα Χόρστιγκ. Από κει κι έπειτα η Μπαρντό έψαχνε τους ρόλους της σε μικρές ταινίες, όπως το 1953, οπότε και έπαιξε σε ηλικία 19 ετών, στην ταινία «Κίτρινο Διαβατήριο». Αλλά ήταν στο Φεστιβάλ των Καννών όπου έλαβε χώρα μια πρώτη στροφή στην καριέρα της. Η μικρή στάρλετ που ήταν ήδη, επισκίασε μεγάλες σταρ της εποχής. Έλκει τα φλας των φωτογράφων και το σεξαπίλ της συνεπαίρνει την Κρουαζέτ. Ο ηθοποιός Κερκ Ντάγκλας τότε κάνει μια απόπειρα να την μεταφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο εξής ενεπλάκη σε δεκάδες άλλες ταινίες, όπως το «Κορίτσια με Μέλλον» του Μαρκ Αλεγκρέ, το «Mio figlio Nerone» του Στένο, «Τα μεγάλα γυμνάσια» του Ρενέ Κλαιρ, «Μαμζέλ Πιγκάλ» του Μισέλ Μπουαρόν και «Ξεφυλλίζοντας τη Μαργαρίτα» και πάλι του Αλεγκρέ.
Αλλά ήταν το 1956, σε ηλικία 22 ετών, που μπήκε στο πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου και έγινε διεθνές σύμβολο του σεξ, χάρις στο φιλμ του Ροζέ Βαντίμ «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα». Υποδύθηκε τη Ζυλιέτ Αρντί, απέναντι στους Κουρτ Γιούργκενς, Κριστιάν Μαρκάν και Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Ο Βαντίμ οριοθέτησε με τα παρακάτω λόγια το χαρακτήρα της Μπαρντό:

«Ήθελα διαμέσου της Μπριζίτ, να αναπαραστήσω το κλίμα της εποχής, η Ζυλιέτ είναι ένα κορίτσι των καιρών της, που αποτινάσσει κάθε συναίσθημα ενοχής, κάθε ταμπού που της επιβάλλει η κοινωνία και της οποίας η σεξουαλικότητα είναι παντελώς απελευθερωμένη. Στην προπολεμική λογοτεχνία και τα φιλμ, θα την είχαν χαρακτηρίσει πόρνη. Στην εν λόγω ταινία, είναι μια πολύ νέα γυναίκα, γενναιόδωρη, καμιά φορά ανισόρροπη, και τελικά ασυγκράτητη, που δεν έχει καμιά άλλη δικαιολογία παρά τη γενναιοδωρία της».

Όταν κυκλοφόρησε στη Γαλλία, το φιλμ είχε μέτρια επιτυχία, αλλά το 1957, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, όπου έκανε μεγάλη εντύπωση και ξεκίνησε μια αλυσίδα παθών και επιθέσεων (κυρίως από τη λογοκρισία). Απαγορεύτηκε η προβολή της σε μερικές Πολιτείες, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία. Και ήταν αυτή η ώθηση από την Αμερική που εξαπλώθηκε και στη Γαλλία, μετατρέποντας την ταινία σε θρίαμβο. Αυτή η ταινία ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο προς τη Μπριζίτ από τον Βαντίμ. Χώρισαν λίγους μήνες μετά, με την Μπαρντό να εμφανίζεται στο πλάι του Ζαν Λουί Τρεντινιάν.

Έκτοτε δημιουργείται ο μύθος B.B.: ανοιχτόχρωμα ξανθά μαλλιά, πολύ μακριά, γεμάτα μπούκλες και σκάλες, ή ακόμη η διάσημη κόμμωση «choucroute» (ξινολάχανο). Μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner, κόκκινα χείλη ή ροζ οριοθετημένα με ένα ίχνος ασορτί κραγιόν. Ρούχα σέξυ και εφαρμοστά, ταγέρ, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες, τζιν, Τ-shirt, ή ακόμη το διάσημο μπικίνι που έκανε μόδα. Επιπροσθέτως, διάσημες προσωπικότητες όπως ο Φρανσουά Νουρισιέ, η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Ζαν Κοκτώ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ δείχνουν ενδιαφέρον για εκείνη και της αφιερώνουν άρθρα. Η «μπαρντολατρία» είναι πλέον γεγονός. Μπροστά σε αυτή την παγκόσμια επιτυχία, το Χόλιγουντ της κάνει εντυπωσιακές προτάσεις, αλλά εκείνη τις αρνήθηκε όλες, επιθυμώντας να μείνει γαλλική αξία. Με τον καιρό αγόρασε τη Μαντράγκ, μια έκταση στο Σαιν-Τροπέ το 1958, συνεισφέροντας στο να γίνει αυτός ο τόπος, ήδη γνωστός από τις δεκαετίες του 1920 και 1930 για τους καλλιτέχνες και συγγραφείς που έλκυε, θρυλικός τόσο εξαιτίας της παρουσίας της εκεί, όσο και των τρελών πάρτυ που οργάνωνε. Της αποδίδουν μια ζωή ελευθεριάζουσα και γεμάτη εραστές, καθώς αυτή την εποχή είχε δεσμό με το μουσικό Σασά Ντιστέλ. Έκτοτε, η παραμικρή της κίνηση παρακολουθείται, παραμορφώνεται και διαδίδεται, καθώς οι παπαράτσι δεν την αφήνουν ποτέ. Ακολουθεί ένα ντοκιμαντέρ το 1963, με τίτλο «Παπαράτσι», με θέμα τους φωτογράφους που δεν την άφηναν σε ησυχία. Λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο λίγες γυναίκες του καιρού της. Εκατομμύρια έντυπα στον κόσμο τυπώνονται με τη φωτογραφία της στο εξώφυλλο, ενώ αναρίθμητα άρθρα είτε την αποθεώνουν είτε την κατακρίνουν, ορισμένες φορές σχεδόν βίαια. Η Μπαρντό γυρίζει μια σειρά ταινιών με τους διασημότερους ηθοποιούς της εποχής, όπως για παράδειγμα την ταινία «Μια Παριζιάνα», μια κωμωδία του Μισέλ Μπουαρόν με τον Ανρί Βιντάλ. Το ζευγάρι, που είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό, ξανασυναντήθηκε επί της μεγάλης οθόνης δύο χρόνια αργότερα, υπό την καθοδήγηση του ίδιου σκηνοθέτη, στην ταινία «Voulez-vous danser avec moi?», η οποία όμως συνδέθηκε τραγικά με το θάνατο του Βιντάλ, λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων.
Το 1958 βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες το «Υβέτ, το κορίτσι της ακολασίας» του Κλωντ Ωτάντ Λαρά, με τους Ζαν Γκαμπέν και Εντβίζ Φεγιέρ. Αυτή η ταινία, που πραγματεύεται την ιστορία ενός παριζιάνου δικηγόρου που παρατά την καριέρα και το σπιτικό του από αγάπη για την Υβέτ, μια νέα γυναίκα που συμμετείχε σε μια αποτυχημένη ένοπλη ληστεία, αποτελεί μια από τις μεγάλες κλασικές του γαλλικού κινηματογράφου. Ο Γκαμπέν, ο οποίος αναρωτιόταν αρχικά σχετικά με την Μπαρντό, “ποιο είναι αυτό το πράγμα που τριγυρίζει γυμνή”, ομολόγησε στο τέλος πως επρόκειτο για μια πραγματική κωμική ηθοποιό. Κατόπιν, το 1959, γυρίζεται το «Η Μπαμπέτ πάει στον πόλεμο» του Κριστιάν Ζακ, με τον Φρανσίς Μπλανς και έναν ηθοποιό που η ίδια απαίτησε, τον Ζακ Σαριέ. Με τον τελευταίο παντρεύτηκαν στις 11 Ιουνίου του ίδιου έτους «υπό τα πυρά» του παγκόσμιου Τύπου. Στις 11 Ιανουαρίου 1960, έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι, τον Νικολά Σαριέ. Μάλιστα η Μπριζίτ Μπαρντό γέννησε στην οικία της καθώς στάθηκε αδύνατο να βγει από το σπίτι, επειδή κάθε διέξοδος ήταν μπλοκαρισμένη από δημοσιογράφους. Η γέννηση του Νικολά αποτέλεσε παγκόσμιο θέμα συζήτησης, με τον ευτυχή πατέρα και σύζυγο Ζακ Σαριέ να ανακοινώνει στους δημοσιογράφους τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Ιανουαρίου ότι το βρέφος έχει γαλανά μάτια, ζυγίζει 3.200 γραμμάρια και η μητέρα του “ενδεχομένως να θηλάσει”.

Το 1960, βγαίνει στις αίθουσες η ταινία «Η Αλήθεια», με τους Σαρλ Βενέλ, Σάμι Φρέι και Μαρί Ζοζέ Νατ, που πραγματεύεται ένα έγκλημα πάθους. Η καλύτερη ταινία της, όπως θα υποστήριζε η ίδια. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης Ανρί-Ζωρζ Κλουζό, την υπέβαλε σε επίπονα γυρίσματα. Επιπλέον, η δυσκολία της να ασχοληθεί με το παιδί της, τα προβλήματα που δημιούργησαν οι πιέσεις από όλες τις πλευρές, η προδοσία του γραμματέως της ο οποίος και μετέφερε διάφορα μυστικά της στον Τύπο, η ασφυκτική πολιορκία των δημοσιογράφων και οι άγριες διαθέσεις των θαυμαστών της την έσπρωξαν στα όριά της. Η Μπριζίτ Μπαρντό πραγματοποίησε μια απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, στις 28 Σεπτεμβρίου 1960. Έχοντας πέσει σε κώμα, επέζησε από θαύμα. Το 1962, ξεκινά την πρώτη της μάχη υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, θέτοντας τον εαυτό της στη μάχη κατά του επώδυνου πιστολιού που χρησιμοποιούταν για τη θανάτωση των ζώων στα σφαγεία. Βλέποντας τις συνθήκες θανάτου των ζώων, αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος και να αγωνιστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Το 1963, στα 27 της χρόνια, γυρίζει το κινηματογραφικό αριστούργημα, «Η Περιφρόνηση», του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, με τον Μισέλ Πικολί και τον Τζακ Πάλανς στο Κάπρι. Την εποχή της η ταινία έγινε δεκτή με μεικτές κριτικές. Η ίδια ομολόγησε αργότερα πως ποτέ δεν κατάλαβε αληθινά το πνεύμα του Γκοντάρ, μα πως διασκέδασε κάνοντας την ταινία. Ο Πικολί είπε για τη Μπαρντό, πως από την αρχή του εγχειρήματος ήταν χαρούμενη που ένας μεγάλος σκηνοθέτης της ζήτησε να δουλέψουν μαζί, και πως γνώριζε καλά τι απαιτήσεις θα είχε από εκείνη. Αλλά πως την ίδια στιγμή υπήρχε κάτι το ανατρεπτικό στους τρόπους της, την ανυπαρξία ανάγκης να προσπαθήσει. Την επόμενη χρονιά, το 1964, η ηθοποιός πήγε για διακοπές σε ένα χωριό της Βραζιλίας, με τη συνοδεία του τότε συντρόφου της, του μουσικού Μπομπ Ζαγκουρύ. Έκτοτε το χωριό γνωρίζει την ίδια δημοφιλία με το Σαιν-Τροπέ, μόνο και μόνο γιατί η σταρ διέμεινε εκεί. Σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης οι ντόπιοι της έστησαν άγαλμα.
Το 1965, πρωταγωνιστεί με τη Ζαν Μορώ στην ταινία «Viva María !» του Λουί Μαλ, σκηνοθέτη με τον οποίο επανασυνδέθηκε τρία χρόνια μετά την ταινία «Vie Privée». Πρόκειται για την ιστορία δύο τραγουδιστριών του καμπαρέ στο Μεξικό, που στρατολογήθηκαν για έναν επαναστατικό σκοπό. Το φιλμ γνώρισε τεράστια επιτυχία, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η Μπαρντό ταξιδεύει για λόγους προώθησης. Γίνεται δεκτή από τον Τύπο και το κοινό, όπως ακριβώς και οι μεγάλες σταρ του Χόλιγουντ. Έλαβε επίσης υποψηφιότητα για βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (BAFTA), στην κατηγορία καλύτερης ξένης ηθοποιού. Την περίοδο αυτή η Μπριζίτ Μπαρντό βρισκόταν στο απόγειο της ομορφιάς και της δόξας της. Το 1966 ο Γερμανός πολυεκατομμυριούχος Γκούντερ Ζαχς της στέλνει μια πραγματική βροχή από ροδοπέταλα για να της εξομολογηθεί τον έρωτά του και να τη ζητήσει σε γάμο. Πράγματι ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου στη 1 το πρωί της 14ης Ιουλίου του 1966 στο Λας Βέγκας, στο σπίτι κάποιου φίλου, σε μία σεμνή και απέρριτη τελετή, μακριά από το αδιάκριτο πλήθος, τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ. Την επομένη έφυγαν, οι δυο τους, για ένα δεκαήμερο ταξίδι του μέλιτος στην Ταϊτή. Ο έρωτας ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν κεραυνοβόλος και η απόσταση από τη γνωριμία στον γάμο μόλις τρεις εβδομάδες. Ο γάμος κράτησε δύο χρόνια. Τον επόμενο χρόνο έρχεται αντιμέτωπη με ένα υστερικό πλήθος στο Φεστιβάλ των Καννών του 1967, όπου μετέβη με το σύζυγό της. Αποτέλεσε την τελευταία της δημόσια εμφάνιση, με τη ιδιότητα της ηθοποιού.

Πάντα το 1967, έχει ένα ειδύλλιο με τον Σερζ Γκενσμπούρ. Γίνεται μούσα του, κι εκείνος της γράφει μια δεκάδα τραγούδια, ανάμεσα στα οποία μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της: «Harley Davidson», «Bonnie & Clyde», «Contact», «Comic Strip», «Bubble Gum», «La Bise aux hippies», «L’Appareil à sous», «Je me donne à qui me plait», καθώς επίσης και το «Je t’aime… moi non plus», αλλά η Μπαρντό, όντας ακόμη παντρεμένη, ζήτησε από το συνθέτη να μην το κυκλοφορήσει, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε. Όταν χώρισαν, της αφιέρωσε ένα τραγούδι – ύμνο: Initials BB. Την ίδια χρονιά η Μπαρντό συμμετείχε στο Sacha Show, και κατόπιν στο πρωτοχρονιάτικο Show Bardot, το οποίο της ήταν αφιερωμένο και γνώρισε παγκόσμια επιτυχία. Παράλληλα μια σειρά σημαντικών συνθετών της γράφουν τα τραγούδια «C’est Rigolo», «Invitango», «Les Amis de la musique», «Everybody loves my baby», «Madrague», «Moi je joue», «La Fille de paille», «Le Soleil», «Oh ! Qu’il est vilain», κ.ά.

Το 1968, ο Σαρλ ντε Γκωλ δηλώνει πως η Μπριζίτ Μπαρντό φέρνει στη χώρα τόσο συνάλλαγμα, όσο και η αυτοκινητοβιομηχανία Renault. Ο πρόεδρος την εκτιμούσε για την απλότητα, την ειλικρίνεια και το χιούμορ της, κι έτσι της πρότεινε να ποζάρει για την προτομή της Μαριάν, το σύμβολο της γαλλικής δημοκρατίας που υπάρχει σε όλα τα δημαρχεία της χώρας. Εκείνη δέχτηκε κι έτσι έγινε η πρώτη γυναίκα που ενσάρκωσε τα χαρακτηριστικά του γαλλικού συμβόλου. Την προτομή φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αζλάν. Την διαδέχτηκαν οι Μιρέιγ Ματιέ, Κατρίν Ντενέβ, Ινές ντε Λα Φρεσάνζ, Λετίσια Κάστα και Εβελίν Τομά.

Το 1970, ο Μισέλ Ντεβίλ την παρουσιάζει χαρωπή και δραστήρια στην ταινία «L’Ours et la Poupée» στο πλάι του Ζαν Πιερ Κασσέλ (πατέρα του ηθοποιού Βενσάν Κασέλ). Το 1971, η Μπαρντό εμφανίζεται στην ταινία «Η λεωφόρος των λαθρεμπόρων», του Ρομπέρ Ενρικό με τον Λίνο Βεντούρα, η υπόθεση της οποίας εξελίσσεται στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης. Την ίδια χρονιά γυρίζει στο πλάι της Κλαούντια Καρντινάλε την ταινία «Les pétroleuses», του σκηνοθέτη Κριστιάν Ζακ, ένα κωμικό γουέστερν. Αυτές οι τρεις ταινίες ήταν οι τελευταίες κινηματογραφικές επιτυχίες της ηθοποιού. Το 1973, έχοντας ολοκληρώσει τα γυρίσματα για την τελευταία της ταινία, «L’Histoire très bonne et très joyeuse de Colinot trousse-chemise», της Νίνα Κονπανέζ, μετά από 21 χρόνια καριέρας, 50 ταινίες και 80 τραγούδια, μην αντέχοντας πλέον την υπερέκθεσή της στα μίντια και το ίδιο το σινεμά, η Μπριζίτ Μπαρντό αποσύρθηκε οριστικά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Αποφάσισε να αφοσιωθεί πλέον σε ένα άλλο πάθος που είχε φωλιάσει μέσα της από καιρό: την υπεράσπιση των ζώων. Κάποια χρόνια πριν είχε δηλώσει:
«Είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μια μύτη και ένα στόμα, έχω αισθήματα και σκέψεις, αλλά η ζωή μου γίνεται ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια. Για μένα, το βεντετιλίκι είναι μια βιτρίνα. Δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Η ύπαρξή μου είναι απλά υπόγεια. Ναι, θέλω να αισθανθώ το φρέσκο αέρα σπίτι μου, δεν μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, γιατί θα υπάρχει ένας φωτογράφος καθισμένος στη στέγη απέναντι. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δεν μπορώ να πω ότι μου ανήκουν».

Το 1977, η Μπαρντό ξεκινά μια μεγάλη καμπάνια αναχωρώντας για τους πολικούς πάγους του Καναδά, στο Μπλακ-Σαμπλόν, ώστε να καταγγείλει τη θανάτωση μωρών φώκιας για τη γούνα τους. Το ταξίδι της κρατά πέντε ημέρες, γνωρίζοντας μεγάλη προβολή από τον Τύπο. Μετά την επιστροφή της στη Γαλλία, κατάφερε να ψηφιστεί η απαγόρευση του εμπορίου προϊόντων με δέρμα φώκιας νεότερης των τεσσάρων εβδομάδων, χάρις κυρίως της υποστήριξης από τον τότε Πρόεδρο της χώρας, Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Μετά την εκστρατεία της στον Καναδά, το 1978, η Μπαρντό κυκλοφορεί στην αγορά ένα βιβλίο για παιδιά με τίτλο «Noonoah, η μικρή λευκή φώκια», το οποίο και διηγείται τη ζωή ενός μωρού φώκιας που σώθηκε από τους κυνηγούς χάρις σε έναν Εσκιμώο. Το 1982, επιστρέφει ειδικά για την περίσταση στα στούντιο, για να ηχογραφήσει το τραγούδι, αφιερωμένο στα ζώα, το Toutes les bêtes sont à aimer, ένα τραγούδι που γνώρισε μικρή επιτυχία. Κατόπιν το 1985, ονομάζεται Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν, αλλά η Μπαρντό αρνείται.

Το 1986, ιδρύεται το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό, ένας οργανισμός στρατευμένος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, το οποίο και η ηθοποιός χρηματοδοτεί βγάζοντας σε δημοπρασία διάφορα προσωπικά της αντικείμενα και κοσμήματα. Τα κύρια πεδία δραστηριοποίησης του ιδρύματος σχετίζονται με: τη μάχη κατά της αιχμαλωσίας άγριων ζώων για την τοποθέτησή τους σε τσίρκα και ζωολογικούς κήπους, για τις συνθήκες σφαγής των ζώων, για την καταπολέμηση της ιπποφαγίας, για την κατάργηση των πειραμάτων σε ζώα, για την καταπολέμηση της κακομεταχείρισης και του παράνομου κυνηγιού, για την εξάλειψη των αγώνων με ζώα (όπως οι ταυρομαχίες και κοκορομαχίες), καθώς και την ευαισθητοποίηση σχετικά με την εγκατάλειψη των οικόσιτων ζώων. Κατά την περίοδο 1989-1992, η Μπαρντό παρουσιάζει τις εκπομπές SOS Animaux, οι οποίες αποσκοπούν στην ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υποφέρουν τα ζώα. Γυρίστηκαν 13 εκπομπές που γνώρισαν μεγάλη ακροαματικότητα.
Στις 16 Αυγούστου 1992, η Μπαρντό παντρεύτηκε για τέταρτη φορά, στη Νορβηγία, τον Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ, ένα βιομήχανο, με τον οποίο ζει στον Σαιν-Τροπέ. Το 1993 απονέμεται για πρώτη φορά στο Χόλιγουντ το Διεθνές Βραβείο Μπριζίτ Μπαρντό, το οποίο τιμά κάθε χρόνο το καλύτερο ρεπορτάζ που σχετίζεται με ζώα. Η ηθοποιός, αν και συγκινημένη με τη χειρονομία των Αμερικανών, δεν έχει παρευρεθεί ποτέ στην τελετή. Αργότερα, το 1996, κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων της με τίτλο Initiales BB (Αρχικά Μπεμπέ), το οποίο αφηγείται τα παιδικά της χρόνια και ολόκληρη της περίοδο της ακμής της στον κινηματογράφο. Ο δεύτερος τόμος, Le Carré de Pluton, κυκλοφορεί το 1999, αφηγούμενο τη ζωή της από το 1973 και μετά, αφού σταμάτησε τις ταινίες, μέχρι το 1996, περίοδο κατά την οποία αγωνίστηκε για τα ζώα.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2000, την περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη, που δεν είναι άλλη από το θάνατο του Ροζέ Βαντίμ. Ήταν παρούσα στην κηδεία στο Σαιν-Τροπέ, μερικές μέρες μετά, στο πλάι τεσσάρων ακόμη συζύγων του σκηνοθέτη: των Κατρίν Ντενέβ, Τζέιν Φόντα, Ανέτ Στρόιμπεργκ και Κάθριν Σνάιντερ, αλλά και της Μαρί Κριστίν Μπαρώ, της τελευταίας του συντρόφου. To 2001, η οργάνωση PETA, απονέμει στη Μπαρντό ένα βραβείο, το «Ανθρωπιστικό Βραβείο PETA», σαν αναγνώριση των αγώνων της υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, και κυρίως για την προσπάθειά της για την προστασία της φώκιας. Το 2002, και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, η Μπαρντό καλεί τον κόσμο σε μποϊκοτάρισμα των νοτιοκορεάτικων προϊόντων, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατανάλωση του κρέατος σκυλιών και γατιών στη Νότια Κορέα. Η ίδια υποστηρίζει πως την κίνησή της αυτή ακολούθησαν πολλές χιλιάδες απειλητικά γράμματα. Κατόπιν, το 2003, δημιουργεί ένα νέο σκάνδαλο, αλλά αυτή τη φορά πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα. Κυκλοφόρησε το βιβλίο «Un cri dans le silence», όπου εκφράζει το σύνολο των προσωπικών της ιδεών για τη ζωή, μερικές από τις οποίες αντιπροσωπεύουν ανοιχτά ακροδεξιές απόψεις. Η ηθοποιός κάνει εκτενή αναφορά στον πόλεμο του Ιράκ και καταδικάζει τη γαλλική ελευθερία η οποία συρρικνώνεται. Καταπιάνεται επίσης με την «σεξουαλική ασυδοσία της κοινωνίας», καταδικάζει ορισμένους εκπαιδευτικούς αποκαλώντας τους «αστέγους της εκπαίδευσης» και καταφέρεται εναντίον ορισμένων ανέργων ονομάζοντάς τους «τεμπέληδες χαραμοφάηδες». Επίσης καταδικάζει τα Gay Pride, καθώς επίσης τη μουσουλμανική εορτή Αϊντ ελ-Κεμπίρ και τους παράνομους μετανάστες. Τον Ιούνιο του 2004 καταδικάζεται για την προώθηση ρατσιστικών αντιλήψεων.
Το 2006, συνεχίζει τη σταυροφορία της ενάντια στο κυνήγι της φώκιας, αναχωρώντας και πάλι για τον Καναδά μετά από 30 χρόνια, παρά το γεγονός ότι ο αριστερός της γοφός έχει προσβληθεί από αρθριτικά και είναι αναγκασμένη να μετακινείται με πατερίτσες. Εκφράζει την επιθυμία να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό της χώρας, Στήβεν Χάρπερ, ο οποίος όμως αρνείται. Ωστόσο δεν παρατά την προσπάθεια και οργανώνει συνέντευξη Τύπου στην Οτάβα, έχοντας στο πλάι της νέους συμμάχους, τον Πωλ ΜακΚάρτνεϊ και την Πάμελα Άντερσον. Στις 28 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, γιορτάζει τα 72α γενέθλιά της, αλλά και τα 20 χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του Ιδρύματός της. Με αυτή την αφορμή εκδίδει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Pourquoi?» («Γιατί;»), αφηγούμενη τα 20 χρόνια λειτουργίας του Ιδρύματος. Το τελευταίο αριθμεί σήμερα πάνω από 57.000 δότες χρημάτων από 20 διαφορετικές χώρες.Κατά τις γαλλικές προεδρικές εκλογές το 2007, η Μπαρντό, εκνευρισμένη που το όνομά της συνδέθηκε με το κόμμα του Ζαν Μαρί Λε Πεν, υποστηρίζει ότι ποτέ δεν υπήρξε μέλος ούτε του Εθνικού Μετώπου ούτε κανενός άλλου κόμματος, και ανακοινώνει πως δεν θα ψηφίσει, καθώς, σύμφωνα με την ίδια, κανένας από τους 12 υποψηφίους δεν δείχνει ευαισθησία στα ζητήματα που αφορούν τα ζώα. Το 2008, δικαστήριο στο Παρίσι καταδικάζει την ηθοποιό σε δύο μήνες φυλάκιση με αναστολή και 15.000 ευρώ πρόστιμο με την κατηγορία ότι προέβη σε δηλώσεις που υποκινούν το ρατσιστικό μίσος, εξαιτίας ενός γράμματος που είχε στείλει στο Νικολά Σαρκοζί όταν εκείνος διένυε τη θητεία του ως Υπουργός Εσωτερικών, στο οποίο και καταδίκαζε μια μουσουλμανική τελετή στην οποία σφάζονται ζώα. Επίσης εξέφρασε την άποψη ότι οι μουσουλμάνοι εξαπλώνονται ταχύτατα στη Γαλλία και επιθυμούν να επιβάλλουν τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις τους στο γενικότερο πληθυσμό. Η δίκη έληξε στις 3 Ιουνίου 2008, με την δικαστική αρχή να δηλώνει πως βαρέθηκε να καταδικάζει τη Μπαρντό για το ίδιο ζήτημα ξανά και ξανά.
Η Μπαρντό εμφανίστηκε ξανά στην επικαιρότητα το 2012, μετά από τις δηλώσεις τις ότι στηρίζει την ακροδεξιά Μαρίν Λε Πεν, υποστηρίζοντας ότι είναι φιλόζωη, ενώ ανάλογη κίνηση πραγματοποίησε και το 2017.

Άρθρο της Άννας Ψυχογιού

Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη  ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.