ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΝΝΗ ΞΕΝΑΚΗ
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ιάννη Ξενάκη
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, 20:30
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΘΟΥΣΑ Χ. ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
«Χωρίς φιλοσοφία, χωρίς μαθηματικά, χωρίς την ιστορία, η μουσική δεν μπορεί να υπάρξει, δεν έχει νόημα», έχει πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ο Ιάννης Ξενάκης, τα 100 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζονται φέτος. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (9 Δεκεμβρίου) τιμά τον δημιουργό που με το «νέο κοίταγμά» του σφράγισε ανεξίτηλα τη μουσική πρωτοπορία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Παρουσιάζει δύο γνωστά συμφωνικά του έργα: τις Μεταστάσεις που είναι εμπνευσμένες από το ηχητικό χάος μιας αντιναζιστικής συναυλίας και απαιτούν από κάθε μουσικό να λειτουργήσει ως σολίστ.. Και τις αντισυμβατικές Ικέτιδες που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (Ιούλιος 1964) – διχάζοντας κοινό και κριτικούς. Στο πρόγραμμα, ακόμα, τα Εξωτικά πουλιά (Oiseaux exotiques) για σόλο πιάνο και μικρή ορχήστρα του μεγάλου δασκάλου του Ξενάκη στο Παρίσι, Ολιβιέ Μεσσιάν με σολίστ τον Τίτο Γουβέλη, και οι Προσφορές (Offrandes) για υψίφωνο και ορχήστρα δωματίου του επίσης σημαντικού Γάλλου ανανεωτή Εντγκάρ Βαρέζ. Ερμηνεύει, η υψίφωνος Μία Μαντινώ. Ο κιθαρίστας Κώστας Κοτσιώλης κλείνει τη συναυλία με το αισθαντικό κοντσέρτο του Λέο Μπρόουερ που μέσα από πολυεπίπεδες αναφορές αναζητούσε τη «νέα απλότητα». Διευθύνει ο δυναμικός Νίκος Βασιλείου.
Τη σύνδεση του έργου του Ιάννη Ξενάκη με την επιστήμη των μαθηματικών και την αρχιτεκτονική αναλαμβάνει ο διεθνούς φήμης καθηγητής και Ακαδημαϊκός Αθανάσιος Φωκάς.
Το πρόγραμμα με μια ματιά…
ΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ (1922-2001)
Ικέτιδες του Αισχύλου (Les suppliantes d’Eschyle) για κουαρτέτο χάλκινων πνευστών και έγχορδα
ΕΝΤΓΚΑΡ ΒΑΡΕΖ (1883-1965)
Προσφορές (Offrandes) για υψίφωνο και ορχήστρα δωματίου
ΟΛΙΒΙΕ ΜΕΣΣΙΑΝ (1908–1992)
Εξωτικά πουλιά (Oiseaux exotiques) για σόλο πιάνο και μικρή ορχήστρα
ΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ (1922-2001)
Μεταστάσεις (Metastaseis)
ΛΕΟ ΜΠΡΟΟΥΕΡ (γεν. 1939)
Κοντσέρτο του Βόλου (Concierto de Volos) για κιθάρα και ορχήστρα
ΣΟΛΙΣΤ
Μία Μαντινώ, υψίφωνος
Τίτος Γουβέλης, πιάνο
Κώστας Κοτσιώλης, κιθάρα
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Νίκος Βασιλείου
Το σχόλιο του μαέστρου
Ο Ξενάκης χαρτογραφεί το άπειρο. Έχει την απαράμιλλη δυνατότητα να ερωτοτροπεί με το χάος ,χωρίς ποτέ να κυριεύεται απ’ αυτό και σε στιγμές να το μορφοποιεί σε απίστευτους, καλειδοσκοπικούς σχηματισμούς που όσο προβληματίζουν ,άλλο τόσο συγκινούν καθώς προσπερνάνε άμεσα το προσωρινό φράγμα του ευ-ληπτου ,και μας κάνουν συμμέτοχους- συνεργούς μιας συμπαντικής εμπειρίας.
Για την ιστορία…
ΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ (1922 – 2001)
- Ικέτιδες (Les suppliantes d’ Eschyle), σουίτα για τέσσερα χάλκινα πνευστά και έγχορδα
- Μεταστάσεις (Metastaseis)
Στα χρόνια της Κατοχής ο Ιάννης Ξενάκης, νεαρός τότε φοιτητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και μετείχε στην Αντίσταση. Στην τραγική περίοδο των Δεκεμβριανών τραυματίστηκε από θραύσμα οβίδας, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό του μάτι και να παραμορφωθεί η αριστερή πλευρά του προσώπου του. Λίγο μετά το τέλος των σπουδών του και την απόκτηση του πτυχίου του πολιτικού μηχανικού (1946), υπό τον κίνδυνο εκτοπισμού του σε κάποιον τόπο εξορίας, διέφυγε από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί λιποτάκτης και να καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο (η καταδίκη αυτή ήρθη μόλις το 1974 με τη Μεταπολίτευση). Βρίσκοντας καταφύγιο στο Παρίσι, ξεκίνησε να εργάζεται για τον διάσημο αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ αναζητώντας παράλληλα να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές. Οι αισθητικές του απόψεις ωστόσο τον έφεραν σε ρήξη με πολλούς διακεκριμένους συνθέτες και δασκάλους της εποχής, ενώ μόνο ο Ολιβιέ Μεσσιάν διείδε το ταλέντο του και τον παρότρυνε να στηρίξει το μουσικό του έργο πάνω στις βαθιές γνώσεις του στα μαθηματικά και στην αρχιτεκτονική – αλλά και στην ελληνική του παιδεία. Επιπλέον, η κριτική στάση του ίδιου του Μεσσιάν απέναντι τόσο στη σειραϊκή μουσική (που ήταν κυρίαρχη τάση εκείνη την εποχή) όσο και στον νεοκλασικισμό προσέφερε σημαντικά αισθητικά επιχειρήματα για τα οράματα του μαθητή του.
Το έργο Μεταστάσεις γράφτηκε την περίοδο 1953-1954 και είναι το πρώτο του συμφωνικό έργο. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1955 στο φεστιβάλ του Ντόναουεσινγκεν της Γερμανίας από τη συμφωνική ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας υπό τη διεύθυνση του Αυστριακού αρχιμουσικού Χανς Ρόσμπαουντ. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συνθέτη, πηγή έμπνευσης του έργου ήταν η εμπειρία του από μία αντιναζιστική διαδήλωση στην Αθήνα, όπου τα συνθήματα που ακούγονταν μαζί με τον ήχο από τις σφαίρες μετατρέπονταν σε ένα χάος από οξείς ήχους. Κάθε μουσικός της ορχήστρας καλείται να γίνει τρόπον τινά σολίστ παίζοντας ένα διαφορετικό σχήμα, γεγονός που ξένισε τους μουσικούς της πρεμιέρας. Ο Ξενάκης οργάνωσε εν προκειμένω τις εισόδους και τους φθόγγους που παίζει κάθε μουσικός με βάση μαθηματικές σχέσεις και πιο συγκεκριμένα αυτές που διέπουν την επιφάνεια του «υπερβολικού παραβολοειδούς». Ο ίδιος μάλιστα είχε ιδιαίτερη σχέση με την επιφάνεια αυτή και τους νόμους της, όπως προκύπτει από το Περίπτερο Philips, που ο ίδιος σχεδίασε για τη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελλών του 1958. Από μουσικής άποψης, το εγχείρημα του συνθέτη ήταν συγκλονιστικά πρωτοποριακό: να αμφισβητήσει τη μουσική ως τέχνη που εξελίσσεται στον χρόνο και να την αντιμετωπίσει ως «τόπο», ως έκφανση αρχιτεκτονικής και μαθηματικών και όχι ως ροή στον χρόνο. Το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν δίχως προηγούμενο, χωρίς να μπορεί να συγκριθεί ούτε με τα πιο προχωρημένα σειραϊκά έργα της εποχής. Στην ουσία όμως, οι Μεταστάσεις είναι έντονα εκφραστικό έργο, όχι φυσικά με την παραδοσιακή έννοια, αλλά διαθέτοντας μία εκστατική δύναμη που καθηλώνει τους εκάστοτε ακροατές και τους κάνει να νιώθουν ως μέτοχοι μίας πραγματικής κοσμογονίας.
Το 1964 ο Ξενάκης συνέθεσε σκηνική μουσική για το ανέβασμα της τραγωδίας του Αισχύλου Ικέτιδες στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (Ιούλιος 1964) από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού. Από τη μουσική αυτή σχηματοποιήθηκε η ομώνυμη ορχηστρική σουίτα, γραμμένη για δύο τρομπέτες, δύο τρομπόνια και έγχορδα (εκτός από βιόλες). Οι ιδιαίτερες δυσκολίες της μουσικής του Ξενάκη ανάγκασαν την υπεύθυνη της μουσικής διδασκαλίας Έλλη Νικολαΐδη να μεταβεί στο Παρίσι για να ζητήσει διευκρινίσεις και οδηγίες από τον συνθέτη, μιας και η ελληνική κυβέρνηση δεν έδωσε άδεια στον Ξενάκη να έρθει στη χώρα, για να επιβλέψει τη διδασκαλία του έργου. Οι κριτικές της εποχής ήταν διχασμένες ως προς τη μουσική του: κάποιοι έκαναν λόγο για «ευχάριστη έκπληξη» και «αρχαϊκή ατμόσφαιρα», ενώ άλλοι θεώρησαν το ήθος της τραγωδίας ασύμβατο με τις καινοτομίες της μουσικής. Στη μουσική της Σουίτας τα χάλκινα πνευστά και τα έγχορδα αντιμετωπίζονται ως δύο διαφορετικοί ηχητικοί κόσμοι που άλλοτε συμπλέουν και άλλοτε συγκρούονται. Η αρχή και το τέλος της σουίτας βασίζονται εν πολλοίς σε μακράς διάρκειας φθόγγους που δημιουργούν μία αίσθηση ακινησίας και στοχαστικότητας. Στο κεντρικό τμήμα, οι αυτόνομες γραμμές των οργάνων δημιουργούν μία αίσθηση χάους. Στην κατακλείδα του έργου, δύο βιολοντσέλα και κατόπιν οι δύο τρομπέτες ξετυλίγουν μελωδικά αλλά λιτά ντουέτα, προτού όλα τα όργανα αρχίσουν να παίζουν την ίδια νότα (ντο δίεση) με διαφορετικούς ρυθμούς οδηγώντας το έργο σε πυρετώδη κατάληξη.
ΕΝΤΓΚΑΡ ΒΑΡΕΖ (1883 – 1965)
Προσφορές (Offrandes) για υψίφωνο και ορχήστρα δωματίου
- Chanson de là-haut (Τραγούδι από ψηλά)
- La Croix du Sud (Ο Σταυρός του Νότου)
Από νεαρή ηλικία ο Γάλλος Εντγκάρ Βαρέζ έδειξε τον επαναστατικό, ατίθασο και αντισυμβατικό του χαρακτήρα, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον συντηρητισμό του ακαδημαϊκού μουσικού περιβάλλοντος του Παρισιού και αναζητώντας την έμπνευση στο έργο πρωτοπόρων συνθετών, όπως ο Ερίκ Σατί και ο Κλωντ Ντεμπυσύ. Τον Δεκέμβριο του 1915, ενώ η Ευρώπη είχε μπει στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βαρέζ αναζήτησε νέους μουσικούς ορίζοντες στη Νέα Υόρκη, όπου και εγκαταστάθηκε για αρκετά χρόνια. Το 1921 ίδρυσε εκεί τη Διεθνή Συντεχνία Συνθετών, οργανισμό που στα έξι χρόνια της ύπαρξής του οργάνωσε πλήθος συναυλιών με έργα της μουσικής πρωτοπορίας της εποχής (Στραβίνσκυ, Σαίνμπεργκ, Βέμπερν, Μπεργκ, Κάουελ κ.ά.). Την ίδια χρονιά, ο Βαρέζ συνέθεσε και το έργο Προσφορές, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 23 Απριλίου 1922 σε συναυλία της Συντεχνίας στο Θέατρο του Greenwich Village της Νέας Υόρκης, με σολίστα τη Ρωσίδα υψίφωνο Νίνα Κόσετζ και μαέστρο τον Κάρλος Σαλζεντό, διάσημο Γάλλο αρπίστα της εποχής και συνιδρυτή της Συντεχνίας. Τα δύο τραγούδια των Προσφορών βασίζονται σε ισάριθμα, έντονα σουρεαλιστικά, ποιήματα του Χιλιανού Βισέντε Ουιδόβρο και του Μεξικανού Χοσέ Χουάν Ταμπλάδα αντίστοιχα. Ο ίδιος ο συνθέτης περιέγραψε τις Προσφορές ως ένα έργο μικρής κλίμακας, εσωστρεφές και βαθιά προσωπικό. Η ενορχήστρωση οφείλει πολλά στον ηχοχρωματικό κόσμου του Ντεμπυσύ, γεγονός που φαίνεται και από τη χρήση της άρπας, οργάνου που από εκεί και μετά δεν χρησιμοποίησε ξανά ο συνθέτης στα έργα του. Πολλές ιδιότυπες συνηχήσεις μέσα στο έργο δίνουν την αίσθηση ενός «οργανωμένου θορύβου», στοιχείο που εξελισσόμενο έμελλε να καταστεί σήμα κατατεθέν των μεταγενέστερων, ώριμων έργων του Βαρέζ.
ΟΛΙΒΙΕ ΜΕΣΣΙΑΝ (1908 – 1992)
Εξωτικά πουλιά (Oiseaux exotiques) για σόλο πιάνο και μικρή ορχήστρα
Ο Ολιβιέ Μεσσιάν, ως συνθέτης, οργανίστας και ακαδημαϊκός δάσκαλος, υπήρξε μία από τις κυρίαρχες μορφές της γαλλικής μουσικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα. Η μουσική του αξιοποίησε πολύ συχνά πολύπλοκα ρυθμικά σχήματα βασισμένα σε αρχαία ελληνικά και ινδικά μέτρα, εξωτικά ηχοχρώματα, ενώ η αρμονική του γλώσσα στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους λεγόμενους «τρόπους περιορισμένης μετατροπίας», προσωπικής επινόησης του συνθέτη. Θεμελιώδεις πηγές έμπνευσης του έργου του ήταν η βαθιά ριζωμένη χριστιανική του πίστη, τα συναισθητικά του βιώματα (ως συναισθητικός προσλάμβανε τα ηχητικά ερεθίσματα με τέτοιο τρόπο που συγχρόνως διήγειραν την αίσθηση της όρασης σαν χρώματα) και η αγάπη του για τα πουλιά, τους ήχους και τις μορφές των οποίων μελέτησε ενδελεχώς, κερδίζοντας επάξια την πάνδημη αναγνώρισή του ως κορυφαίου ορνιθολόγου.
Τα Εξωτικά πουλιά ήταν παραγγελία του Γάλλου συνθέτη (και παλιού μαθητή του Μεσσιάν) Πιερ Μπουλέζ για τις συναυλίες που οργάνωνε στο Petit Théâtre Marigny του Παρισιού ο ιδρυθείς από τον ίδιο Σύλλογος Domaine musical. Το έργο γράφτηκε από τις 5 Οκτωβρίου 1955 ως τις 23 Ιανουαρίου 1056. Η πρώτη του εκτέλεση δόθηκε στο παραπάνω θέατρο στις 10 Μαρτίου 1956 υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Ρούντολφ Άλμπερτ και με σολίστα την Υβόν Λοριό, στην οποία και είναι αφιερωμένο το έργο. Το έργο οικοδομείται πάνω σε μία πληθώρα μοτίβων, το καθένα εκ των οποίων είναι μία μουσική «καταγραφή» του ήχου ενός εξωτικού πουλιού: παρελαύνουν πάνω από σαράντα πέντε (!) είδη πουλιών από την Ινδία, την Κίνα, τη Μαλαισία, καθώς και από τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Τις αρχικές, αμιγώς ορχηστρικές, ενότητες διακόπτει το πιάνο με τρεις σολιστικές διατυπώσεις (καντέντσες). Ακολουθεί μία γρήγορη κεντρική ενότητα, όπου ορχήστρα και πιάνο συνδιαλέγονται με μία δυναμική αντίστιξη, μέχρις ότου το πιάνο εκτυλίξει μία τέταρτη, εκτενέστατη σολιστική καντέντσα. Από εκεί και ύστερα, πιάνο και ορχήστρα συμπορεύονται ως το τέλος, εκτός από μία σύντομη, πέμπτη καντέντσα, η οποία επαναφέρει φευγαλέα υλικό από τις τρεις πρώτες. Τα πουλιά που πρωταγωνιστούν στις πέντε πιανιστικές καντέντσες είναι: η κοινή μάινα, το κινέζικο αηδόνι, η τσίχλα του δάσους, ο (κόκκινος) καρδινάλιος , ο δολιχόνυξ ο ορυζοφάγος, το γατόπουλο και ο κότσυφας σάμα.
ΛΕΟ ΜΠΡΟΟΥΕΡ (γεν. 1939)
Κοντσέρτο του Βόλου (Concierto de Volos) για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων
- Αιολική Σερενάτα
- Η Σφίγγα
- Χορός του Βάκχου στην Αγριά
Ο Κουβανός Λέο Μπρόουερ, εκτός από βιρτουόζος σολίστ της κιθάρας, ανέπτυξε παράλληλα έντονη δραστηριότητα ως συνθέτης και αρχιμουσικός, αναγνωριζόμενος ως μία από τις σπουδαιότερες μορφές της λόγιας μουσικής της Κούβας. Τα έργα του της περιόδου ’60 – ’70 είναι επηρεασμένα από τη μουσική πρωτοπορία της εποχής, ενώ σταδιακά τα μοντερνιστικά στοιχεία υποχώρησαν υπέρ μίας σαφούς στροφής στην τονική μουσική και τη διαμόρφωση μίας «νέας απλότητας». Το Κοντσέρτο του Βόλου γράφτηκε κατά τα έτη 1996-1997, ως παραγγελία του Διεθνούς Φεστιβάλ Κιθάρας του Βόλου και αφιερώθηκε στον Κώστα Κοτσιώλη, ο οποίος και έδωσε την πρώτη του εκτέλεση το καλοκαίρι του 1997 στην ομώνυμη πόλη. Ο ίδιος ο συνθέτης σημείωσε σχετικά με το Κοντσέρτο του: «όπως συμβαίνει στα περισσότερα κοντσέρτα μου για κιθάρα που προηγούνται, το Κοντσέρτο του Βόλου αντιπροσωπεύει περισσότερο την προσωπικότητα του ανθρώπου στον οποίο είναι αφιερωμένο, παρά τον φυσικό χώρο ή την τοπική κουλτούρα, στις οποίες φαίνεται ότι παραπέμπει. Οι διαφορετικές ενότητες του Κοντσέρτου είναι επηρεασμένες από τη δομή της sonata da chiesa (εκκλησιαστική σονάτα), αλλά η μελαγχολική και τρυφερή ατμόσφαιρα του αργού μέρους σχετίζονται με την αίσθηση που έχω για τον Κώστα Κοτσιώλη. Στο έργο κανείς συναντά θεματικές παραπομπές σε αισθήσεις και μελωδίες της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου. Στο φινάλε έχω χρησιμοποιήσει ένα θέμα, για την προέλευση του οποίου ερίζουν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, ενώ τα αργά μοτίβα είναι πρωτότυπα αλλά στο πνεύμα της βυζαντινής μουσικής.»