TOP

“ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ” ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ

Θέσεις και αντιθέσεις
Έτος Στραβίνσκυ

Θέσεις και αντιθέσεις. Ετερώνυμα που έλκονται πυροδοτώντας τον αέναο διάλογο πάνω στα διαφορετικά ρεύματα και τις εποχές της μουσικής. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε ανοιξιάτικη διάθεση υποδέχεται παγκοσμίως κορυφαίους ερμηνευτές και έργα ασύγκριτης ομορφιάς. Η αρχή γίνεται στις 11 Μαρτίου με τον Γερμανό κορνίστα Στέφαν Ντορ– σόλο κόρνο της θρυλικής Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Θα ερμηνεύσει το νοσταλγικό Κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα αρ.2 σε μι ύφεση μείζονα του Ρίχαρντ Στράους. Το πρόγραμμα ξεκινά με το Κοντσέρτο σε μι ύφεση «Dumbarton Oaks» του Ιγκόρ Στραβίνσκυ, δημιουργία χαρακτηριστική της νεοκλασικής περιόδου του συνθέτη ο οποίος τιμάται το 2022. Η βραδιά κλείνει με την επιβλητική Συμφωνία αρ.3 σε μι ύφεση μείζονα, «του Ρήνου» του ρομαντικού Ρόμπερτ Σούμαν, που γοητεύει με την περιγραφικότητα και τη ζωντάνια της. Στο πόντιουμ, επιστρέφει ο διεθνώς καταξιωμένος Φρανκ Μπέερμαν, που πάντα εντυπωσιάζει κοινό και κριτικούς.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΥ (1882-1971)

Κοντσέρτο σε μι ύφεση «Dumbarton Oaks»

ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864–1949)

Κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα αρ. 2 σε μι ύφεση μείζονα, TrV 283

ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΟΥΜΑΝ (1810–1856)

Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 97 «του Ρήνου»

ΣΟΛΙΣΤ

Στέφαν Ντορ, κόρνο

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Φρανκ Μπέερμαν

Ώρα: 19:30
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία από τον Τίτο Γουβέλη για τους κατόχους εισιτηρίων

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€, 15€ και 8€ (εκπτωτικό)

Online αγορά εδώ

Ο Ρίχαρντ Στράους είχε σε βάθος γνώση του κόρνου, καθώς ο πατέρας του ήταν Εξάρχων στα κόρνα της όπερας του Μονάχου. Επομένως, γνώριζε ποια είναι τα όρια του οργάνου. Ωστόσο, οι απαιτήσεις στην τεχνική, την αντοχή και την τονικότητα είναι πολύ μεγάλες.

Μέχρι τώρα, έχω επισκεφτεί την Αθήνα με την ορχήστρα μου, τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, αλλά δεν είχα μέχρι στιγμής την ευκαιρία να ερμηνεύσω εκεί ως σολίστ. Οπότε ανυπομονώ ιδιαίτερα να συμπράξω με αυτή τη φανταστική ορχήστρα!

Το σχόλιο του μαέστρου

Μετά από τα τελευταία πολύ δύσκολα χρόνια μπορώ μόνο να σκεφτώ την τεράστια χαρά μου που κάνω ξανά μουσική. Οι συμφωνίες του Ρόμπερτ Σούμαν είναι πολύ στενοί κι αγαπημένοι μου συνοδοιπόροι εδώ και πολλά χρόνια κι έτσι δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο καλύτερο έργο από τη Συμφωνία «του Ρήνου» για την επιστροφή μου στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μια συμφωνία γεμάτη χαρά, ελπίδα και πολλά θετικά και ενθουσιώδη συναισθήματα. Ό,τι χρειαζόμαστε αυτή την περίοδο… Επίσης ανυπομονώ ιδιαίτερα να συμπράξω για πρώτη φορά με τον Στέφαν Ντορ! Ένας σπουδαίος και λατρεμένος καλλιτέχνης, ένας πραγματικός ήρωας του κόρνου στη Γερμανία!

Το να ερμηνεύω αυτό το ποικιλόχρωμο πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένου ενός από τα πιο σύνθετα και χαρούμενα έργα του Ιγκόρ Στραβίνσκυ για ορχήστρα μουσικής δωματίου μαζί με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είναι ένα πραγματικό δώρο! Ανυπομονώ πολύ να δω ξανά όλους τους υπέροχους μουσικούς, αλλά και να παίξω πάλι για το τέλειο αθηναϊκό κοινό! Μακάρι να δούμε επιτέλους την άνοιξη και να αφήσουμε πίσω μας τον μακρύ χειμώνα!

Για την ιστορία…


ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΥ (1882 – 1971)

Κοντσέρτο σε μι ύφεση «Dumbarton Oaks»

  1. Tempo giusto
  2. Allegretto
  3. Con moto

Η πολυτελής έπαυλη στην Ουάσινγκτον με το όνομα «Dumbarton Oaks», που σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, αποτελεί μουσείο και κέντρο μελέτης της βυζαντινής και της προκολομβιανής τέχνης. Το 1920 είχε αγοραστεί από τον Αμερικανό διπλωμάτη Ρόμπερτ Γουντς Μπλις και την ιδιαίτερα φιλότεχνη σύζυγό του Μίλντρεντ, που αξιοποίησαν την οικία και ως χώρο συναυλιών. Για τον εορτασμό της τριακοστής επετείου των γάμων τους το 1938, παρήγγειλαν στον Στραβίνσκυ ένα έργο για ορχήστρα δωματίου. Εκείνος ανταποκρίθηκε με το Κοντσέρτο σε μι ύφεση για 16 όργανα, που εκτελέστηκε για πρώτη φορά σε ιδιωτική συναυλία στις 29 Μαρτίου 1938 υπό την διεύθυνση της Νάντια Μπουλανζέ.

Το έργο είναι χαρακτηριστικό της νεοκλασικής περιόδου του συνθέτη, κατά την οποία εκείνος επικεντρώθηκε σε έργα «απόλυτης» (και όχι προγραμματικής) μουσικής, παλιότερες φόρμες, μικρά σύνολα και πιο διαυγή γραφή. Κύρια πηγή έμπνευσης του Κοντσέρτου είναι -πέραν των υπέροχων κήπων της έπαυλης- το τρίτο Βραδεμβούργιο Κοντσέρτο του Μπαχ. Ο Στραβίνσκυ δεν προέβη σε κάποιο «θεματικό δάνειο» αλλά αφομοίωσε την ενέργεια και το ύφος της μουσικής του Μπαχ μετουσιώνοντάς το κατά τρόπο προσωπικό και μοντέρνο. Τα τρία μέρη του έργου ακούγονται χωρίς διακοπή· η αντιστικτική γραφή πρυτανεύει, ενώ όλοι οι εκτελεστές έχουν την ευκαιρία να αναδειχθούν περιστασιακά σε μικρούς σολιστικούς ρόλους.

ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864 – 1949)

Κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα αρ. 2 σε μι ύφεση μείζονα

  1. Allegro
  2. Andante con moto
  3. Rondo: Allegro molto

Ο πατέρας του Ρίχαρντ Στράους, Φραντς Στράους (1822 – 1905), υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του κόρνου στην εποχή του διατελώντας επί σειράν ετών (σχεδόν πενήντα) πρώτος κορνίστας της Ορχήστρας της Αυλής του Μονάχου. Παρά την απέχθεια του Φραντς Στράους για τη μουσική του Βάγκνερ και την αταλάντευτη προσήλωσή του στις κλασικές, παραδοσιακές αρχές της απλότητας, της μορφολογικής διαύγειας και σαφήνειας, o γιος του γοητεύτηκε και επηρεάστηκε καταλυτικά από τα μεγαλόπνοα και ρηξικέλευθα έργα του Βάγκνερ και εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους (αν όχι στον κυριότερο) μουσικό του επίγονο.

Στα εφηβικά του χρόνια ο Ρίχαρντ Στράους είχε την ευκαιρία να αποκτήσει κοντά στον πατέρα του ιδιαίτερη οικειότητα με τον κόσμο και την τεχνική του κόρνου. Πολύ συχνά συνόδευε τον πατέρα του σε ένα ευρύ ρεπερτόριο έργων για κόρνο, ανάμεσα στα οποία περίοπτη θέση κατείχαν τα εξαιρετικά κοντσέρτα του Μότσαρτ. Έτσι, ήταν αναμενόμενο στα εφηβικά, μουσικά πρωτόλεια του Ρίχαρντ να συναντά κανείς έργα για κόρνο, από τα οποία ενδεικτικά αναφέρουμε την Εισαγωγή, Θέμα και Παραλλαγές για κόρνο και πιάνο (1878) και το τραγούδι για φωνή, κόρνο και πιάνο Ein Alphorn hörich schallen, που είναι αφιερωμένα εύλογα στον πατέρα του. Λίγο αργότερα (1883), ο Στράους συνέθεσε το Πρώτο Κοντσέρτο για κόρνο σε ηλικία 19 ετών. 

Το Δεύτερο Κοντσέρτο απέχει σχεδόν έξι δεκαετίες από το πρώτο. Γράφτηκε το 1942, όταν πια ο Στράους ήταν ένας γηραιός συνθέτης, βαθιά καταξιωμένος στη Γερμανία και διεθνώς, αλλά και με πλήρη επίγνωση, ότι η ζωή του πλησίαζε προς το τέλος της. Στο βάρος των χρόνων είχε έρθει να προστεθεί και το βάρος από τα δεινά του πολέμου και πιο συγκεκριμένα, οι συχνές και εναγώνιες προσπάθειες του συνθέτη να σώζει από τον εκτοπισμό και τον θάνατο την (Εβραία) νύφη και τα εγγόνια του αξιοποιώντας το κύρος και τις γνωριμίες του. Ο ίδιος ο συνθέτης θεωρούσε πως η μουσική που έγραφε εκείνη την εποχή δεν διεκδικούσε κάποια ιδιαίτερη ιστορική αξία και σημασία, αλλά ήταν μόνο ένας τρόπος να διασκεδάσει την πλήξη και την αδράνειά του, ένα είδος προσωπικής «ψυχοθεραπείας». Έτσι, το Δεύτερο Κοντσέρτο για κόρνο είναι ένα ανάλαφρο έργο, που δεν θυμίζει ούτε στο ελάχιστο τα μεγαλόπνοα, πρωτοποριακά συμφωνικά και οπερατικά έργα του Στράους. Θα έλεγε κανείς πως ο συνθέτης με νοσταλγική διάθεση κοιτά προς τα πίσω και υλοποιεί μία «άσκηση ύφους», συνομιλώντας με το πνεύμα του Μότσαρτ ή του Μέντελσον, απελευθερωμένος από τη διάθεση να «αποδείξει» την αξία του και στοχεύοντας μόνο στο να διασκεδάσει την ευρύτερα «φθινοπωρινή» του διάθεση. Η πρεμιέρα του Κοντσέρτου δόθηκε στις 11 Αυγούστου 1943 στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ με σολίστα τον Γκότφρηντ φον Φράιμπουργκ και τη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Καρλ Μπεμ.

ROBERT SCHUMANN (1810 – 1856):

Συμφωνία αρ.3 σε Μι ύφεση μείζονα, έργο 97 «του Ρήνου»

  1. Lebhaft
  2. Scherzo: Sehr mässig
  3. Nicht schnell
  4. Feierlich
  5. Lebhaft

«Κλασικισμός είναι η υγεία, Ρομαντισμός η αρρώστια». H περιβόητη αυτή ρήση του Goethe ταιριάζει απόλυτα –όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της- στο συνθετικό ύφος του Robert Schumann, ενός από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συνθέτες του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα του Ρομαντισμού. Μία διαταραγμένη προσωπικότητα ο ίδιος αλλά με έναν ανεπανάληπτο δημιουργικό οίστρο και ανεξάντλητη φαντασία, επέκτεινε τα όρια της μουσικής εκφραστικότητας και ορισμένα έργα του, όπως η Φαντασία σε Ντο μείζονα για πιάνο, ο κύκλος τραγουδιών Dichterliebe («Ο έρωτας του ποιητή») ή το κουιντέτο με πιάνο (για να αναφέρουμε μόλις λίγα από αυτά) αποτελούν αδιαμφισβήτητα κορυφαίες στιγμές του Ρομαντισμού στο σύνολό του.

Ωστόσο συχνά στο παρελθόν το συμφωνικό του έργο έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής, σύμφωνα με την οποία αφενός το υλικό των συμφωνικών του έργων ήταν κατά το μάλλον ή ήττον πιανιστικής έμπνευσης και προέλευσης και αφετέρου οι ενορχηστρωτικές του ικανότητες δεν φέρονταν να είναι αρκετές για να αναπτύξουν επαρκώς τις συμφωνικές του ιδέες. Χαρακτηριστικά μάλιστα ο George Bernard Shaw έλεγε με εμφανή κυνισμό στα 1892: «Απομονώστε όλα τα όμορφα σημεία των συμφωνιών του Schumann και συνδυάστε τα σε μία φαντασία με τίτλο Αναμνήσεις από τον Schumann». Αν και είναι αναντίρρητο γεγονός, πως ο Schumann διέπρεψε κατεξοχήν στις μικρότερων διαστάσεων μουσικές φόρμες, η αισθητική αξία των τεσσάρων συμφωνιών του εκτιμάται ολοένα και περισσότερο με αποκορύφωμα την Τρίτη Συμφωνία, που είναι κατά κοινή ομολογία και η πλέον επιτυχής.

Κατ’ αρχάς η Τρίτη είναι η συμφωνία που ο συνθέτης έγραψε τελευταία, αφού η Τέταρτη γράφτηκε αρκετά πιο πριν (1841) αλλά η ενορχήστρωσή της αναθεωρήθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν η Τρίτη είχε ήδη ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ως Τέταρτη. Η Τρίτη γράφτηκε σε ένα εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα, κατά τους δύο τελευταίους μήνες του 1850 μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα ευφορίας και δημιουργικότητας για τον Schumann, ο οποίος είχε μόλις (2 Σεπτεμβρίου 1850) εγκατασταθεί στο Ντίσελντορφ αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκοντα ως αρχιμουσικού της τοπικής ορχήστρας και χορωδίας. Μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Clara, είχε πλέον την ευκαιρία να ζήσει σε μία περιοχή κοντά στο μεγάλο ποτάμι της Γερμανίας, το Ρήνο, που υπήρξε ανέκαθεν σημείο αναφοράς στην πορεία της γερμανικής μυθολογίας και τέχνης και που ο ίδιος ο συνθέτης ιδιαίτερα αγαπούσε. Σε ένα γράμμα του προς τον εκδότη του, Fritz Simrock, o Schumann ανέφερε πως η εν λόγω συμφωνία του αντικατόπτριζε σε μερικά σημεία τη ζωή γύρω από το Ρήνο, με αποτέλεσμα ο Simrock να προσδώσει στη συμφωνία το χαρακτηρισμό «του Ρήνου», πιθανότατα για εμπορικούς λόγους. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1851 στο Ντίσελντορφ υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, σύντομα παρουσιάστηκε και στην Κολωνία (25 Φεβρουαρίου), ενώ τον ερχόμενο Μάρτιο επαναλήφθηκε στο Ντίσελντορφ κατόπιν επιθυμίας του κοινού.

Η Τρίτη έχει κατά παράδοξο τρόπο πέντε μέρη αντί των καθιερωμένων τεσσάρων, αν και κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε δύο άλλες διάσημες συμφωνίες με προγραμματικό περιεχόμενο, την Ποιμενική του Beethoven και τη Φανταστική του Berlioz. Το πρώτο μέρος, που ανοίγει χωρίς αργή εισαγωγή διαπνέεται από μία ακατάπαυστη ορμητικότητα, που μόνο πρόσκαιρα καταλαγιάζει λίγο με το δεύτερο θέμα σε σολ ελάσσονα, εκτιθέμενο από το όμποε και το κλαρινέτο. Γενικά το ζωηρό αυτό μέρος, που έχει συν τοις άλλοις μία ιδιαίτερα εκτεταμένη ενότητα ευφάνταστης επεξεργασίας, αποτυπώνει τη θετικά φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση του ίδιου του συνθέτη κατά την περίοδο γραφής της συμφωνίας. Από εδώ φαίνεται να αντλεί μέρος της έμπνευσής του στην τρίτη του συμφωνία ο Johannes Brahms, όπως καταδεικνύουν οι ρυθμικές και μελωδικές ομοιότητες των αντίστοιχων κυρίων θεμάτων των δύο συμφωνιών.

Το δεύτερο μέρος, που ανοίγει με μία απλή αλλά γλυκιά μελωδία των βιολοντσέλων, είναι ένα πρόσχαρο σκέρτσο, σε ρυθμό ενός κάπως αργού Ländler, παραδοσιακού χορού αυστριακής προέλευσης και προδρόμου του βαλς. Το σκέρτσο διακόπτεται από το ενδιάμεσο, κάπως μυστηριώδες τρίο σε λα ελάσσονα. Ακολουθεί ένα σύντομο αλλά εξόχως λυρικό τρίτο μέρος (μόλις 54 μέτρων), που θυμίζει τις διάσημες και τόσο πυκνές σε νόημα μινιατούρες του Schumann για σόλο πιάνο.

Το τέταρτο μέρος έφερε αρχικά τον υπότιτλο «με το χαρακτήρα συνοδείας σε μία επίσημη τελετή», ο οποίος ωστόσο απεσύρθη στην πορεία. Ο Schumann είχε ταξιδέψει στην Κολωνία στα τέλη του 1850 και συγκεκριμένα στις 12 Νοεμβρίου παρευρέθηκε σε μία τελετή στον καθεδρικό ναό της Κολωνίας, κατά την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Johannes von Geissel χειροτονήθηκε καρδινάλιος. Ο μεγαλοπρεπής ναός, που αποτελούσε ένα από τα ψηλότερα κτίσματα του τότε κόσμου, ενέπνευσε τον Schumann στη σύνθεση του τέταρτου μέρους, που αποτελεί «μία από τις καλύτερες σελίδες εκκλησιαστικής πολυφωνίας μετά τον Bach». Εδώ ακούγονται και για πρώτη φορά μέσα στο έργο τα τρομπόνια, που αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το φινάλε μας επαναφέρει σε μία ηλιόλουστη εικόνα του Ρήνου. Η όλο ζωντάνια ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους επανέρχεται και επιτείνεται με μία αποθεωτική κατάληξη στη Μι ύφεση μείζονα, παρά τις υπομνήσεις από το θεματικό υλικό του προηγούμενου μέρους.