ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΛΑΝΤΕΚ (SLADEK) ΤΟΥ ΧΟΡΒΑΤ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Θ. ΝΙΚΑ
Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Ποιος είναι ο Έντεν Φον Χόρβατ
Ο Εντεν Φον Χόρβατ (1901–1938) ήταν αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος με ουγγρικές ρίζες, που έζησε και εργάστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Βιέννη και το Μόναχο. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονη κοινωνική κριτική, καυστική σάτιρα και ευαισθησία απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, ιδιαίτερα μέσα στο πλαίσιο της ανόδου του φασισμού και της αστικής υποκρισίας του Μεσοπολέμου. Σημαντικά έργα του, όπως «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης», “Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα”, “Νεολαία χωρίς Θεό” και το λιγότερο γνωστό αλλά εξίσου σημαντικό «Σλάντεκ», θίγουν θέματα ηθικής, κοινωνικής ανισότητας και υπαρξιακής αγωνίας. Ο αιφνίδιος θάνατός του στο Παρίσι, το 1938, διέκοψε πρόωρα μια πορεία που καθόρισε την ευρωπαϊκή θεατρική κληρονομιά. (1901-1953) υπήρξε ένας σημαντικός Γερμανός συγγραφέας και δραματουργός του 20ού αιώνα, ο οποίος έζησε και δημιούργησε σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών.
Το έργο
Η θεματολογία του Έντεν φον Χόρβατ περιστρέφεται γύρω από τα ανθρώπινα αδιέξοδα, τις ψυχολογικές συγκρούσεις και τις κοινωνικές αντιφάσεις. Μέσα ειδικότερα από τα έργα του, ο Χόρβατ επιχειρεί να κατανοήσει και να απεικονίσει την ανθρώπινη φύση σε κρίσιμες στιγμές, με φόντο τη σύγκρουση ατομικών επιθυμιών και κοινωνικών προσδοκιών. Εκφράζει ωσαύτως έντονες ανησυχίες για τις σχέσεις εξουσίας, την καταπίεση και την ατομική ελευθερία, χρησιμοποιώντας το θέατρο για να αποκαλύψει τις βαθιές αντιφάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από συναισθηματική ένταση, φιλοσοφικές ερωτήσεις και έντονη κοινωνική και πολιτική κριτική.
Το «Sladek, der schwarze Reichswehrmann» είναι ένα από τα πρώιμα έργα του Χόρβατ, γραμμένο το 1929. Το θεατρικό αυτό έργο εξετάζει την επίδραση της στρατιωτικής πειθαρχίας, την αφοσίωση στο καθήκον και τη χειραγώγηση των ανθρώπων από ιδεολογικά και πολιτικά συστήματα, εστιάζοντας στον φασισμό που αναδυόταν τότε. Ο συγγραφέας συνδυάζει ρεαλισμό με ειρωνεία και κοινωνική σάτιρα, ενώ η απλή αλλά αιχμηρή γλώσσα του αναδεικνύει τις εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων και την απογυμνωμένη τους ανθρωπιά. Το έργο, πιο συγκεκριμένα αντικατοπτρίζει τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση που επικρατούσαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και τον προβληματισμό για τη σχέση του ανθρώπου με την εξουσία και τη βία.
Το “Sladek” αποτελεί θα λέγαμε πρόδρομο για τα μεταγενέστερα έργα του Χόρβατ που εστιάζουν στην κριτική της ανόδου του φασισμού. Μέσα δε, από την ιστορία του Σλάντεκ, ο συγγραφέας εκθέτει τον μηχανισμό που μετατρέπει τους ανθρώπους σε εργαλεία βίας και καταπίεσης, καθιστώντας το έργο διαχρονικό και εξαιρετικά επίκαιρο. Το “Sladek” επικεντρώνεται συγχρόνως στη σύγκρουση μεταξύ ατομικής ελευθερίας και κοινωνικών πιέσεων. Οι χαρακτήρες του έργου καταπιέζονται από τις κοινωνικές προσδοκίες και τις ιεραρχίες της εποχής τους, ενώ η πλοκή αντλεί τη δύναμή της από τις αντιφάσεις των χαρακτήρων που αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που απαιτεί από αυτούς να θυσιάσουν την αυθεντικότητά τους για να επιβιώσουν.
Το έργο ασχολείται με τη χειραγώγηση του ατόμου από ολοκληρωτικά καθεστώτα, αναδεικνύοντας πώς η κοινωνική και πολιτική πίεση οδηγεί τους ανθρώπους να χάνουν την ατομική τους ηθική και να μετατρέπονται σε εκτελεστές ξένων θελήσεων. Παράλληλα, μέσα από την ιστορία του Σλάντεκ, ο Χόρβατ ασκεί έντονη κριτική στη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και την άνοδο του φασισμού, φανερώνοντας τις καταστροφικές συνέπειες της τυφλής υπακοής σε ιδεολογίες. Το έργο λειτουργεί ως καυστική σάτιρα αλλά και ως διαχρονικό σχόλιο για τον τρόπο που οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μπορούν να διαβρώσουν την ανθρωπιά.
Ο Χόρβατ, με την ακρίβεια ενός κοινωνιολόγου και την ανθρωπιστική του ανησυχία, αποκαλύπτει τις εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων του και θέτει στον θεατή θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από την ατομική ελευθερία, την κοινωνική καταπίεση και τη φύση της ανθρώπινης σχέσης. Οι χαρακτήρες του Sladek δεν είναι απλά θύματα της κοινωνίας, αλλά και της ίδιας τους της αδυναμίας να σπάσουν τα δεσμά που οι ίδιοι έχουν χτίσει γύρω τους. Η σχέση τους με τον εαυτό τους και με τους άλλους γίνεται πεδίο μάχης, σε μια συνεχώς αναθεωρούμενη προσπάθεια να επιβιώσουν στον κόσμο που τους πνίγει.
Η γραφή του είναι λιτή και σκληρή, γεμάτη κριτική διάθεση προς την κοινωνία και τις δομές εξουσίας. Οι διάλογοι είναι ρεαλιστικοί, αντανακλώντας την απογοήτευση και την καταπίεση των χαρακτήρων, ενώ η σκηνική δράση ενισχύει την αίσθηση του αδιεξόδου και της απομόνωσης.
Το “Sladek” προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να εξετάσουμε τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, θέτοντας σε αμφισβήτηση τις κοινωνικές και ηθικές κατασκευές που καθορίζουν την ύπαρξή μας. Με έντονη δραματική ένταση και πολυδιάστατους χαρακτήρες, ο Χόρβατ αναδεικνύει τις αιώνιες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης. Παραμένει ένα διαχρονικό και βαθιά συγκινητικό έργο, που συνεχίζει να προκαλεί σκέψεις για τη φύση της ύπαρξης και τον αγώνα για ελευθερία.
Η Υπόθεση
Το “Sladek, der schwarze Reichswehrmann” του Έντεν φον Χόρβατ πραγματεύεται την τραγική ιστορία του Σλάντεκ, ενός απλού στρατιώτη που γίνεται άβουλο εργαλείο στα χέρια ενός καταπιεστικού φασιστικού συστήματος. Ο Σλάντεκ δεν είναι κακόβουλος από τη φύση του, αλλά η στρατιωτική πειθαρχία και η ιδεολογική “εκπαίδευση” που λαμβάνει τον μετατρέπουν σε εκτελεστή των εντολών της εξουσίας. Μέσα από την πλοκή, αποτυπώνεται η σταδιακή απογύμνωση της ηθικής του συνείδησης και η απανθρωποποίησή του, καθώς υιοθετεί τυφλά τις αρχές του συστήματος που υπηρετεί.

Η παράσταση
Η σκηνοθεσία του Θάνου Νίκα στο έργο Sladek του Εντεν Φον Χόρβατ προσφέρει μια εξαιρετικά ανατρεπτική και διαυγή αναπαράσταση των κοινωνικών και ψυχολογικών συγκρούσεων των χαρακτήρων του. Με την υποδειγματική σκηνική του αίσθηση, ο Νίκας κατορθώνει να συνδυάσει τη σφοδρότητα των εσωτερικών αγώνων των χαρακτήρων με την παγίδα της κοινωνικής καταπίεσης, σε μια παραγωγή που γεννά τόσο στοχασμό όσο και συναισθηματική ένταση.
Η σκηνοθεσία του Θάνου Νίκα εστιάζει στις ψυχολογικές αντιφάσεις των χαρακτήρων εμβολιάζοντας τις βαθιές τους αμφιβολίες και τις προσωπικές τους συγκρούσεις. Ο σκηνοθέτης αποφεύγει μάλιστα να προσδώσει απλοϊκή διάσταση στους ήρωες, καθιστώντας τους έτσι αναγνωρίσιμους και ανθρώπινους σε όλη τη διαδρομή της Ο Νίκας δεν παραλείπει να αναδείξει τις πτυχές της κοινωνικής καταπίεσης που καθιστούν την ατομική ελευθερία έναν μακρινό στόχο, ενώ παράλληλα ο Χόρβατ, με το έργο του, θέτει συνεχώς το ερώτημα: Ποιες είναι οι πραγματικές ελευθερίες του ανθρώπου σε έναν κόσμο που διαρκώς τον καθορίζει;
Ο σκηνοθέτης προσφέρει μια ισχυρή σκηνική εμπειρία που ενισχύει την αίσθηση του εγκλωβισμένου ανθρώπου μέσα στις καταναγκαστικές κοινωνικές δομές, αναδεικνύοντας τη φαινομενική αδυναμία του να σπάσει αυτά τα δεσμά. Το έργο αναδεικνύει την ψυχολογική ένταση του Φον Χόρβατ, ενώ η σκηνοθεσία εξυπηρετεί τέλεια την ανάγκη να αποδοθεί η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η λιτότητα στη σκηνοθεσία δεν περιορίζει όμως τη συναισθηματική φόρτιση. Αντιθέτως, ενισχύει τη δυναμική της πλοκής, επιτρέποντας στους ηθοποιούς να αναδείξουν με μεγαλύτερη καθαρότητα τα συναισθηματικά τους αδιέξοδα και τις εσωτερικές τους αναταράξεις. Ο Νίκας, αναδεικνύει επομένως τις πιο θεμελιώδεις αντιφάσεις του Χόρβατ δίχως να υπερφορτώνει την παράσταση με εξωτερικά εφέ ή δραματική υπερβολή.
Η θεματική του έργου, που περιστρέφεται γύρω από την αλληλεπίδραση μεταξύ της προσωπικής ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης, είναι ιδιαίτερα επίκαιρη. Ο Χόρβατ εξετάζει τον τρόπο που το άτομο εντάσσεται ή αντιστέκεται στον κοινωνικό περίγυρο. Ο Νίκας, σε πλήρη συντονισμό με το κείμενο, αποδίδει αυτή την αντιπαλότητα με εξαιρετική ενάργεια. Η σκηνή, γεμάτη από εντάσεις και σιωπές, είναι το πεδίο όπου οι εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων εκφράζονται πιο ανοιχτά.
Αυτός ο αγώνας για ελευθερία – για την αναγνώριση του εαυτού, για τη συναισθηματική αποδέσμευση από τα περιοριστικά πλαίσια – ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του θεατή δίκην μιας αλληγορίας της σύγχρονης κοινωνίας. Ο χαρακτήρας του Φον Χόρβατ, ο οποίος καταβάλλεται από την αίσθηση της ανικανότητας και της ήττας, αντανακλά τις βαθιές μας αμφιβολίες και τους φόβους του σύγχρονου ανθρώπου.
Το Sladek του Χόρβατ, όπως και όλες οι μεγάλες δημιουργίες, δεν είναι απλώς μια καταγραφή γεγονότων, αλλά μια βαθιά εξερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού. Οι χαρακτήρες δεν εκφράζουν απλά συναισθήματα, αλλά μεταφέρουν ιδέες για την ίδια τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η γλώσσα του έργου είναι γεμάτη ποιητικότητα, ακόμα και στις πιο σκληρές σκηνές. Η αναφορά στην ελευθερία, το κοινωνικό σύστημα, η απομόνωση και ο φόβος, δεν είναι απλώς λέξεις, αλλά φωνές που έρχονται από την ίδια την καρδιά του θεατή.
Η παράσταση του Νίκα αποδίδει τέλεια αυτό το βάθος. Χωρίς να εκφοβίζει τον θεατή με υπερβολικές σκηνοθετικές εκρηκτικές στιγμές, η δύναμη του έργου έγκειται στη συνειδητοποίηση της ήττας των ηρώων – την ήττα τους όχι μόνο απέναντι στο σύστημα, αλλά και μέσα τους. Ο Νίκας δεν κατηγορεί το κοινωνικό σύστημα, αλλά μας καλεί να αναλογιστούμε τη θέση μας εντός αυτού και την εσωτερική αδυναμία που μας εμποδίζει να ξεφύγουμε.
Η παράσταση Sladek συνδυάζει διάφορα καλλιτεχνικά στοιχεία για να δημιουργήσει μια έντονη και φορτισμένη ατμόσφαιρα, γεμάτη αντίθεση και ψυχολογική ένταση, η οποία ενισχύεται από το φωτισμό, τα κοστούμια, τη κίνηση, τη μουσική και τη δραματουργία.
Ο φωτισμός της παράστασης είναι εξπρεσιονιστικός, με έντονη χρήση φωτός και σκιάς για να υπογραμμίσει τις εσωτερικές συγκρούσεις του Σλάντεκ και την απειλή που ελλοχεύει στο περιβάλλον του. Η αντίθεση φωτός και σκοταδιού ενσαρκώνει τη μάχη μεταξύ ελπίδας και απελπισίας, ενώ οι σκιές προσδίδουν βάθος στην ψυχική του κατάσταση. Η κυριαρχία του κόκκινου για τη βία και του μαύρου για τη θλίψη, σε συνδυασμό με κίτρινα ή πράσινα φώτα που προσδίδουν μια νοσηρή αίσθηση, ενισχύουν το σκοτεινό και καταπιεστικό κλίμα της παράστασης.

To αφαιρετικό, μινιμαλιστικό σκηνικό και τα εξαίσια contrast κοστούμια που επιμελήθηκε η Ευαγγελία Κιρκινέ εντείνουν τη δράση και το συναισθηματικό φορτίο της παράστασης, εξυπηρετώντας τα μέγιστα τη συμμετοχική αλληλεπίδραση με το κοινό, δημιουργώντας μια σύνδεση, ευνοώντας συνεπίκουρα την πλήρη συμμετοχή του για την ιστορία. Τα εξπρεσιονιστικά άλλωστε έργα συχνά χρησιμοποιούν σκηνικά που είναι αφαιρετικά και εστιασμένα στο συναίσθημα, κάτι που υπογραμμίζει την εσωτερική κατάσταση των χαρακτήρων. Γεφυρώνουν ωσαύτως όχι μόνο τη λειτουργία της ταυτότητας του κάθε χαρακτήρα αλλά αποτυπώνουν με σαφήνεια τις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις και κοινωνικές τους θέσεις. Ο Σλάντεκ, ημίγυμνος, φορώντας στρατιωτική στολή ή φθαρμένα ρούχα, αποτυπώνει τη σύνδεσή του με τη βία και την παρακμή. Αντίθετα, οι φιγούρες εξουσίας ντύνονται υπερβολικά, με στολές που αποκτούν ένα απάνθρωπο, σχεδόν μηχανικό χαρακτήρα, προσδιορίζοντας τη σκληρότητα και την αποξένωση του εξουσιαστικού καθεστώτος.
Οι φωτισμοί εστιάζουν στα πρόσωπα και τις αντιφάσεις τους, απομονώνοντάς τα από τον εξωτερικό κόσμο και ενισχύοντας τη διάσταση του εγκλωβισμού.
Η κίνηση και η χορογραφία ενισχύουν τη δραματουργική ένταση. Οι κινήσεις του Σλάντεκ και των άλλων χαρακτήρων είναι συχνά σπασμωδικές και ρομποτικές, αντανακλώντας την αποξένωση και την υπακοή τους σε ένα καταπιεστικό σύστημα. Στις σκηνές μαζικής συγκέντρωσης, οι συγχρονισμένες κινήσεις υπογραμμίζουν τη μαζικοποίηση και την απώλεια ατομικότητας, ενώ οι πιο αργές και φορτισμένες κινήσεις του Σλάντεκ σε μοναχικές στιγμές εκφράζουν τη σύγκρουση και τη μοναξιά του. Η αντίθεση στην κίνηση των εξουσιαστικών φιγούρων, που κινούνται με αυστηρότητα και έλεγχο, με την πιο χαοτική και ελεύθερη κίνηση του Σλάντεκ, αναδεικνύει την εσωτερική του αναταραχή.
Η μουσική υπόκρουση και τα ηχητικά εφέ υπογραμμίζουν το βάρος του πολέμου και την ψυχολογική πίεση. Η στρατηγικά τοποθετημένη σιωπή τονίζει τη συναισθηματική ένταση και την εσωτερική αγωνία των χαρακτήρων, προσφέροντας έναν αντίβαρο στην ηχητική ασφυξία της παράστασης.
Ο χορός και το σύνολο, όταν εμφανίζονται, λειτουργούν ως “συλλογική συνείδηση”, εκπροσωπώντας τη μάζα, την κοινωνία ή το στρατό, με συγχρονισμένες κινήσεις που ενισχύουν την απώλεια ατομικότητας και την υποταγή των ατόμων σε μια απολυταρχική δύναμη. Η αντίθεση μεταξύ της ατομικής απομόνωσης του Σλάντεκ και της μάζας καθιστά την παράσταση πιο δυναμική και αναδεικνύει την ένταση ανάμεσα στην προσωπική αντίσταση και τη συλλογική εξουσία.
Η δραματουργική ατμόσφαιρα που επιμελήθηκαν ο Νίκος και η Πηνελόπη Χατζηδημητρίου είναι κατά συνέπεια γεμάτη ένταση και παρακμή, με το κοινό να αισθάνεται εγκλωβισμένο, όπως και οι χαρακτήρες. Παραπέμπουν σε φυλακή ή σε μια ανεκλάλητη αναζήτηση ελευθερίας, προσφέροντας μια αίσθηση κλειστοφοβίας και απομόνωσης. Όλα αυτά τα καλλιτεχνικά στοιχεία συνεργάζονται αρμονικά για να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη και εντυπωσιακή δραματουργική εμπειρία, γεμάτη συναισθηματική ένταση και βαθύ κοινωνικό και ψυχικό φορτίο.
Οι Ερμηνείες
Το έργο του Χόρβατ απαιτεί, κατ’ αρχάς, μια σκηνοθετική προσέγγιση που να κατανοεί και να αναδεικνύει τις αντιφάσεις των χαρακτήρων του. Ο Νίκας, με μια εξαιρετική χρήση των ηθοποιών του, καταφέρνει να αναδείξει αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στην προσωπική επιθυμία και τις εξωτερικές πιέσεις. Οι ήρωες του Sladek είναι εγκλωβισμένοι σε μια αδιάκοπη σύγκρουση με το κοινωνικό και πολιτικό τους περιβάλλον, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Η αντίφαση αυτή, που τους καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέροντες και ανθρώπινους, επισημαίνεται με συγκλονιστική ένταση στη σκηνοθεσία του Νίκα.
Η απόδοση των ηθοποιών είναι υποδειγματική. Ο κάθε χαρακτήρας κινείται και μιλά με τρόπο που ενσωματώνει την αίσθηση της αδυναμίας τους να ξεφύγουν από τις δικές τους εσωτερικές αντιφάσεις. Οι δυναμικές μεταξύ τους αποτυπώνονται με ακρίβεια και αναδεικνύουν την ψυχολογική ένταση του έργου, χωρίς υπερβολές. Τα πρόσωπα που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί είναι τολμηρά και τρυφερά ταυτόχρονα – μια σπουδαία ισορροπία ανάμεσα στην υπερβολή και τη λεπτότητα.
Η ερμηνεία των ηθοποιών, με επικεφαλής την εξαιρετική απόδοση του πρωταγωνιστή, ενσωματώνει με συνέπεια την εσωτερική ένταση των χαρακτήρων. Στη σκηνή, οι ηθοποιοί καταφέρνουν να αποδώσουν την ένταση που χαρακτηρίζει την κατακερματισμένη ψυχολογία των ηρώων του Χόρβατ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ερμηνείες είναι προσανατολισμένες στην ψυχική διάσταση, κάτι που ενισχύει τη βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση του κοινού. Κάθε λέξη, κάθε κίνηση, φαίνεται να εκδηλώνει μια εσωτερική πάλη – μια πάλη που αφορά τη σχέση με τον εαυτό και την κοινωνία. Άπαντες οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τους χαρακτήρες τους με έντονη συναισθηματική φόρτιση, αποτυπώνοντας τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, ενώ οι σχέσεις τους είναι φορτισμένες με αναπόφευκτες αντιφάσεις και συγκρούσεις. Ο θίασος λειτουργεί αρμονικά ως σύνολο, καταφέρνοντας να αποδώσει τη μαζική ψυχολογία της εποχής. Η χρήση του σώματος και της φωνής από όλους τους ηθοποιούς δημιουργεί εικόνες που θυμίζουν πίνακες εξπρεσιονιστικής τέχνης, με σκηνές όπου ο θίασος μετατρέπεται σε πλήθος, έτοιμο να υποκύψει στη βία ή να ακολουθήσει την εξουσία. Η απόδοση της έννοιας της μαζοποίησης είναι καθηλωτική, με κάθε ηθοποιό να συμβάλλει στη δημιουργία ενός συνόλου που λειτουργεί ως ζωντανός οργανισμός.

Η ερμηνεία του Θέμη Σουφτά που υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα, για παράδειγμα, είναι γεμάτη αμφιβολία και φόβο. Η αίσθηση της συνεχούς απώλειας και αναζήτησης για μια ελπίδα εξόδου γίνεται ολοφάνερη σε κάθε κίνηση και σε κάθε λέξη που προφέρει. Η σκηνοθετική καθοδήγηση του Νίκα αναδεικνύει αυτές τις μικρές αποκαλύψεις με αριστοτεχνικό τρόπο, διατηρώντας πάντα τη συναισθηματική ένταση. Ο Θέμης Σουφτάς πάλλεται επί σκηνής από ερμηνευτική δεινότητα και με τα αναμφήριστα ασκημένα μέσα που διαθέτει (το σώμα, τη φωνή, την κίνηση, τις χειρονομίες) μορφοποιεί με ενάργεια τον ρόλο του, καθιστώντας παραστατική την κατάσταση και την εντύπωση, το περίγραμμα και το συναίσθημα του ρόλου που υποδύεται. Περιγραφικός, οξυδερκής, αντικειμενικός αντικατοπτρισμός πειραματικού ή εργαστηριακού χαρακτήρα, γεγονότων και δεδομένων που ο ηθοποιός παρατηρεί και παρουσιάζει, προκαλεί αλλά και υφίσταται ο ίδιος τις συνέπειές τους. Παράλληλα, μέσα από κατάλληλη αξιοποίηση των υποκριτικών κωδίκων, μορφοποιεί την αντιφατικότητα του λόγου και της πράξης, την αντίθεση των προθέσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης και γενικότερα κατορθώνει να προκαλέσει στη συνείδηση του θεατή έντονους προβληματισμούς και συγκινήσεις. Κίνηση, τοποθέτηση σώματος, βλέμμα, φωνή, όλα προσανατολισμένα σε μια απόλυτα ποιοτική ευθεία, ανταποκρινόμενα υφολογικά πλήρως στον απαιτητικό ρόλο του υποταγμένου… Η σύγκρουση του πρωταγωνιστή αναπαριστά την εσωτερική πάλη του ατόμου με την κοινωνική πίεση και την ανάγκη να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του σε έναν κόσμο γεμάτο ανταγωνισμό και ιεραρχία. Το άτομο προσπαθεί να αποδείξει την αξία του, ακόμα και αν για να το κάνει πρέπει να καταπατήσει τα ηθικά του όρια ή να αλλοτριωθεί.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί λειτουργούν ως ο «καθρέφτης» της κοινωνίας που περιβάλλει τον Σλάντεκ. Καθένας από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες εκπροσωπεί μια διαφορετική όψη της εποχής – την απογοήτευση, την ελπίδα, τον οπορτουνισμό και τον φόβο. Οι καθαρές και καλοδουλέμενες ερμηνείες τους κρατούν την εξέλιξη της δράσης (και των αντιδράσεων) σε μια διαρκή τροχιά σύγκρουσης και έντασης.
H Δανάη Κλάδη αποδίδει με συγκλονιστική ευαισθησία τη γυναίκα- θύμα του συστήματος, αποτυπώνοντας με μέτρο και αξιοθαύμαστη εσωτερικότητα τη βαθιά αδικία και καταπίεση. Τα ξεσπάσματά της γέμουν συναισθηματικής ειλικρίνειας, ενώ οι στιγμές σιωπής της γεμίζουν τη σκηνή με αγωνία. Ο ρόλος της γυναίκας του Σλάντεκ είναι αυτός της συναισθηματικής και ηθικής αντίστασης στην εξουσία, αλλά και του απόλυτου θύματος της κοινωνικής κρίσης. Η ηθοποιός που την υποδύεται δίνει μια συγκινητική και δυναμική ερμηνεία, εκφράζοντας την εσωτερική της πάλη, τη θλίψη και την αγωνία για τον άντρα της και την κοινωνία γύρω της. Η γλώσσα του σώματος της είναι γεμάτη επιφυλακτικότητα στην αρχή, και στη συνέχεια αποτυπώνει την υπαρξιακή της ήττα όταν συνειδητοποιεί την αδυναμία της να αντισταθεί στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Η συναισθηματική ένταση της ερμηνείας της προσφέρει μία ισχυρή αντίθεση στην ψυχραιμία του Σλάντεκ. Η γυναίκα δεν είναι απλά σύντροφος, αλλά και μια εικόνα των εξωτερικών απαιτήσεων για επιτυχία και καταξίωση. Λειτουργεί ως καθρέφτης των φόβων του πρωταγωνιστή, προβάλλοντας την πίεση να επιτύχει μέσα σε ένα ανταγωνιστικό κοινωνικό σύστημα.
Ο Αλέξης Κότσυφας είναι χάρμα ιδέσθαι στον ρόλο του εκπροσώπου του καθεστώτος. Η ψυχρότητα και ο κυνισμός του χαρακτήρα αποδίδονται με απόλυτη πειθαρχία. Η στιβαρή φωνή και το παγερό βλέμμα του ηθοποιού δημιουργούν μια αίσθηση απειλής που κυριαρχεί στη σκηνή. Εξαιρετικής υποκριτικής στάθμης όλο αυτό το άγριο πλάνο κανιβαλισμού της φιλειρηνικής οπτικής. Ο χαρακτήρας της εξουσίας δεν είναι απλά ένας τυπικός «κακός» ή τύραννος, αλλά μια φιγούρα που αναπαριστά τις δομές του καπιταλιστικού ή κοινωνικού συστήματος που επιβάλλει αυστηρούς κανόνες και καταπνίγει την προσωπικότητα και την ατομικότητα. Αυτή η φιγούρα αναδεικνύει την αδυναμία του μέσου ατόμου να αντισταθεί στο σύστημα και τη ροπή του προς την ασφάλεια και την κοινωνική θέση. Παρά εντούτοις τις εσωτερικές επιθυμίες του για κάτι πιο αυθεντικό, είναι περιορισμένο από τις κοινωνικές προσδοκίες και τον φόβο της αποτυχίας.
Ο Βύρων Αναγνωστόπουλος και η Λυδία Μπουρτσάλα σε πολλαπλή διανομή ρόλων, προσθέτουν το δικό τους επιτελεστικό λιθαράκι για να χτιστεί αυτή η βαβέλ των αντιθέσεων. Αντιπροσωπεύουν την ψυχολογία του θύματος, τη βία της αγελαίας συνείδησης την εγγενή ανάγκη του ανήκειν και της αποδοχής από τους θύτες τους, με κάθε κόστος υποδυόμενοι με άνεση και περισσή πειστικότητα τη βία και τον βιασμό, το δίπολο αυτό που συναντάμε σε διάφορες μορφές και εκδοχές στην κοινωνία καταφέρνουν να συναρπάσουν, καταθέτοντας σπουδαίες ερμηνείες.
Κλείνοντας, ο Πάνος Αναγνωστόπουλος απέδωσε με σεβασμό και ευθύβολα τον νευραλγικής σημασίας ρόλο του δημοσιογράφου. Ο δημοσιογράφος λειτουργεί ως παρατηρητής, αλλά και ως άμεσος συμμετέχων στις δυναμικές της κοινωνίας που καταρρέει. Οι αντιπαραθέσεις του με άλλους χαρακτήρες, ειδικά με τον Σλάντεκ, αποτυπώνουν την αποτυχία της διανόησης να αποτρέψει τη διολίσθηση προς τη βία. Παράλληλα, οι διάλογοί του με τις άλλες φιγούρες του έργου τονίζουν τη θέση του ως κάποιος που επιχειρεί να αφυπνίσει συνειδήσεις, αλλά συχνά προσκρούει σε αδιαφορία ή φόβο. δίνει μια πολυεπίπεδη ερμηνεία, καταφέρνοντας να αναδείξει την πολυπλοκότητα και τη σημασία του χαρακτήρα. Η παρουσία του στη σκηνή δεν είναι απλώς αφηγηματική, αλλά και βαθιά συμβολική, καθιστώντας τον έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και προκλητικούς ρόλους της παράστασης.
Εν κατακλείδι, η παράσταση Sladek, υπό τη σκηνοθεσία του Θάνου Νίκα, είναι μια από τις πιο αυθεντικές θεατρικές εμπειρίες της σεζόν. Συνδυάζει την εσωτερική ένταση με την κοινωνική κριτική και την προσωπική αγωνία των χαρακτήρων με έναν τρόπο που αναγκάζει τον θεατή να αναλογιστεί τις δικές του καταστάσεις και να ερωτηθεί για την ελευθερία και τα όρια του εαυτού του. Το έργο του Χόρβατ, όπως αποδίδεται από τον Νίκα, δεν είναι απλώς μια ιστορία για την καταπίεση, αλλά μια ισχυρή αναφορά στην αλήθεια που κρύβεται πίσω από την ανθρώπινη φύση.
Η παράσταση Sladek του Εντεν Φον Χόρβατ, σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα, καταφέρνει να εξορύξει από το έργο του Γερμανού συγγραφέα την πιο σκοτεινή και δυναμική του πλευρά, διατηρώντας την ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση που του προσδίδει η κοινωνική του διάσταση. Παρά τη διαχρονικότητα του κειμένου, ο Νίκας, με τη δική του σκηνοθετική ματιά, το τοποθετεί με αξιοθαύμαστη ενάργεια στον σύγχρονο θεατρικό κόσμο, χαριτώνοντας τους χαρακτήρες του Φον Χόρβατ με μια σφιχτή, εντυπωσιακή ζωή πάνω στη σκηνή. Ο Θάνος Νίκας καταφέρνει να ανανεώσει το έργο του Εντεν Φον Χόρβατ, προσδίδοντας του μια νέα αναγνωσιμότητα στο σήμερα, διατηρώντας την κλασικότητα του, ενώ ταυτόχρονα το φέρνει πιο κοντά στις σύγχρονες ανησυχίες. Η παράσταση, γεμάτη από κοινωνικές και ψυχολογικές εντάσεις, αφήνει στον θεατή μια αίσθηση αβεβαιότητας και ανησυχίας για τον κόσμο γύρω μας. Είναι μια πρόταση που όχι μόνο τιμά τον Χόρβατ, αλλά και αναδεικνύει την αφοπλιστική πραγματικότητα του έργου του, κάνοντάς το πιο επίκαιρο από ποτέ.
Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης
Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.

Ακολουθήστε μας
Καθώς και κανάλι στο youtube: : https://www.youtube.com/@thessculture-b4p με ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις αλλά και ποικίλα αφιερώματα.