ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 15/6
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Ο Μάνος (Εμμανουήλ) Χατζιδάκις έφυγε σαν σήμερα στις 15 Ιουνίου του 1994 και ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός, μαέστρος και πιανίστας. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε μεταπολεμικά, με το θεωρητικό και συνθετικό έργο του, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά. Έχει αποσπάσει ένα Βραβείο Όσκαρ.
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζηδάκη από την Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης. Η οικογένεια ζούσε στην Ξάνθη διότι ο πατέρας Χατζηδάκης εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε ανθούσες, στις αρχές του 20ού αιώνα, καπνικές εταιρείες της περιοχής.
Το σπίτι όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Μάνος Χατζιδάκις, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα με νεοκλασικιστικά στοιχεία και λίγο μπαρόκ, είναι πλέον χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Άννα Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκούνταν στο βιολί και στο ακορντεόν.
Ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του και την αδελφή του Μιράντα το 1932, έπειτα από το χωρισμό των γονέων του, οι οποίοι όμως δεν πήραν διαζύγιο. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό, αργότερα, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάστηκε για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.
Παράλληλα επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις κάνοντας ιδιαίτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940-1943, ενώ παρακολούθησε ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ οποιεσδήποτε σπουδές.
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, ηλικιακά μεγαλύτερους από αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της Ε.Π.Ο.Ν., όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.
Η πρώτη εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στην κωμωδία «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού από το νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» του Καρόλου Κουν. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου 1944 και ανέβηκε για έξι Δευτέρες στο υπαίθριο θεατράκι «Παρκ» επί της οδού Χέυδεν.
Στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις παρακολούθησε και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κάρολος Κουν τον προέτρεψε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια.
Το 1946 καταγράφηκε η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι σκλάβοι που σκηνοθέτησε ο Βίων Παπαμιχάλης με πρωταγωνίστρια, σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση, την Έλλη Λαμπέτη.
Την περίοδο της Κατοχής, ο Χατζιδάκις ανακάλυψε το ρεμπέτικο τραγούδι και έγινε ένας από τους πρώτους που το μελέτησαν και κατανόησαν την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, έδωσε στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» (στεγαζόταν στο τότε Θέατρο Αλίκης, νυν Θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση), τη διάσημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι, μέσω της οποίας το συνέδεσε με τη νεοελληνική πολιτιστική κληρονομιά και του προσέδωσε ευρωπαϊκής προέλευσης αξίες. Μετά τη διάλεξη ακολούθησε συναυλία με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Το 1950 έγινε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, με το οποίο παρουσίασε τέσσερα μπαλέτα του: «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958).
Την ίδια εποχή η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη ανέθεσε στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Η συνεργασία αυτή ήταν η απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες έγραψε μουσική είναι η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωψ» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Ο θάνατος του Διγενή».
Παράλληλα έγραψε σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχώρισε με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) και «Ιονική σουίτα» (1952), καθώς και τον κύκλο τραγουδιών «Ο Κύκλος του C.N.S.» (1954, αφιερωμένος στον Κάρλος Νόβι Σάντσεζ με αφορμή το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).
Το 1955 ξεκίνησε μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου γνώρισε μεγάλη δημοφιλία με ταινίες όπως η Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955) του Αλέκου Σακελάριου και Ο δράκος (1956) του Νίκου Κούνδουρου.
Το 1959 πήρε το πρώτο βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το τραγούδι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη.
Το 1960 ήταν μία χρονιά με συνεχείς επίσημες διακρίσεις. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο και στο Β΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για δύο τραγούδια (το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία», πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη), απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο Ποτάμι του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα «Τα παιδιά του Πειραιά» για το φιλμ Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν και συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: Μανταλένα, Η Αλίκη στο ναυτικό, Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος, Η κυρία δήμαρχος, Το κλωτσοσκούφι, Ραντεβού στην Κέρκυρα κ.ά.
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για «Τα παιδιά του Πειραιά», αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής στην Καλιφόρνια και το αγαλματίδιο του εστάλη αργότερα ταχυδρομικώς στην Ελλάδα. Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις αρχικά προσπάθησε να διαχειριστεί αλλά τελικά αποφάσισε να την αποφύγει, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος τη σχέση του με το ακροατήριό του. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν μία από τις πρώτες δηλώσεις του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα. Το 1961 ο Χατζιδάκις απέσπασε το Β΄ βραβείο στο Γ΄ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλικάρι». Το Α’ βραβείο δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή» που ερμήνευσε η Μαίρη Λίντα.
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδότησε το «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Ο διαγωνισμός δεν διοργανώθηκε άλλη χρονιά.
Το 1964 ίδρυσε και διήυθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66), η οποία έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες 15 έργων Ελλήνων συνθετών.
Την ίδια περίοδο άρχισε και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι «Όρνιθες» ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ (1956), την «Μήδεια» του Ευριπίδη (1958), το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1959), την σπονδυλωτή παράσταση «Οδός ονείρων» (1962), αλλά και «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για να λάβει μέρος, με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, στο ανέβασμα του έργου «Ίλια Ντάρλινγκ» («Illya Darling») στο Μπρόντγουεϊ, διασκευή του Ποτέ την Κυριακή σε μιούζικαλ. Με αφορμή ένα χρέος του στην εφορία αποφάσισε να μην γυρίσει στην Ελλάδα αλλά να ζήσει στη Νέα Υόρκη, μαζί με τη μητέρα του, σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μανχάταν.
Κατά την εξαετή παραμονή του στην Αμερική ήρθε σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections (1970) σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble.
Προηγουμένως, τον Απρίλιο του 1965, είχε ηχογραφήσει «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς. Παράλληλα συνεχίζει τη συνεργασία με τα «Μπαλέτα του 20ού Αιώνα» στις Βρυξέλλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών.
Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία Βρόμικα παλικάρια (Blue, 1968) του Σίλβιο Ναριζάνο (Silvio Narizzano), η «Ρυθμολογία» (έργο για πιάνο) και η «Αμοργός» (1970), μελοποίηση του ομότιτλου ποιήματος (Αμοργός) του Νίκου Γκάτσου, έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.
Τον Ιούλιο του 1972 επέστρεψε στην Αθήνα. Η περίοδος που ακολούθησε, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και η έναρξή της σηματοδοτείται από την ηχογράφηση του εμβληματικού κύκλου τραγουδιών «Ο Μεγάλος Ερωτικός» μεταξύ 16 Σεπτεμβρίου και 28 Νοεμβρίου 1972, στα στούντιο της Κολούμπια (Columbia) στον Περισσό, με ερμηνευτές τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό και χορωδία με διευθύντρια την Έλλη Νικολαίδη.
Το 1973 ίδρυσε και χρηματοδότησε το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπον» με το οποίο επεδίωξε «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία». Το εγχείρημα κατέληξε σε οικονομική αποτυχία.
Το διάστημα 1975-1982 συμπίπτει με αυτό που ο Χατζιδάκις σκωπτικά αποκαλούσε «υπαλληλική περίοδο» της ζωής του. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον διόρισε διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα και αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η λαμπρή θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην ελληνική ραδιοφωνία για την υψηλή ποιότητα και την ποικιλία των εκπομπών, αλλά και των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.
Για τέσσερα καλοκαίρια (1978-1981) ο Μάνος Χατζιδάκις καθιέρωσε τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια, μια συνεργασία του Τρίτου με τον Δήμο Ανωγείων και τη Μουσική Ακαδημία Κρήτης. Στις Μουσικές Γιορτές γίνονταν διαγωνισμοί λύρας, τραγουδιού και χορού, προβολές ταινιών και συναυλίες. Τον Αύγουστο του 1979 διοργανώθηκε στα Ανώγεια το συνέδριο «Συνάντηση και διάλογος για τη σημασία μιας λαϊκής παράδοσης στον καιρό μας» στο οποίο συμμετείχαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι.
Το 1980 και το 1981 το Τρίτο Πρόγραμμα διοργάνωσε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα πολυήμερο καλλιτεχνικό φεστιβάλ για την ανάδειξη παλαιών και νέων ρευμάτων στη μουσική, στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο.
Το φθινόπωρο του 1981 και του 1982 διοργάνωσε επίσης τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς.
Το 1985 ο Χατζιδάκις εξέδωσε το πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο (1985-1986), το οποίο κατέγραφε τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα, συχνά μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Κράτησε τη διεύθυνση για τα πρώτα 11 τεύχη και αποχώρησε. Το 1985 επίσης δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσίασε επιλεγμένα μουσικά έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ) της Πλάκας.
Το 1989, ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Στις 3 Ιουνίου 1990, σε συνεργασία με τον κορυφαίο Αργεντινό συνθέτη Άστορ Πιατσόλα, ο Χατζιδάκις έδωσε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων συναυλία που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Ηρώδειο. Η συναυλία θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος ένα μήνα αργότερα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έπεσε σε κώμα που διήρκεσε δύο χρόνια και έφυγε από τη ζωή το 1992. Ο Χατζιδάκις διηύθυνε την Ορχήστρα των Χρωμάτων μέχρι το 1993, δίνοντας συνολικά 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.
Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργάνωσε τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας» οι οποίοι δεν συνεχίστηκαν για δεύτερη χρονιά.
Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι «Η εποχή της Μελισσάνθης» (1980), έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό για το τέλος της Κατοχής, την Απελευθέρωση και το προανάκρουσμα του Εμφυλίου, οι κύκλοι τραγουδιών «Τα παράλογα» (1978), η άτυχη μουσική παράσταση «Πορνογραφία» (1982), σε δική του σκηνοθεσία, «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), η «Σκοτεινή μητέρα» (1986) και «Τα τραγούδια της αμαρτίας» (1996) τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο δύο χρόνια μετά το θάνατό του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία. Όπως όρισε ο ίδιος, στην κηδεία του δεν παρευρέθηκαν τηλεοπτικά συνεργεία και φωτορεπόρτερ.
Την περίοδο της Κατοχής ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ενταγμένος στην Ε.Π.Ο.Ν. Παγκρατίου. Αρθρογράφησε και έγραφε ποιήματα για παιδιά στο περιοδικό της Ε.Π.Ο.Ν Νέα γενιά κατά τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του, από το 1943 και μετά με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Μετά τα Δεκεμβριανά, με εντολή του ΚΚΕ ιδρύεται ο θίασος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες», με δύο κλιμάκια, ένα αποτελούμενο από επαγγελματίες και ένα από πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες. Ο Χατζιδάκις συμμετείχε στο δεύτερο κλιμάκιο με συντονιστή τον σπουδαίο σκηνοθέτη, μεταφραστή και συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου.
Το 1946 αποστασιοποιήθηκε από την κομματική αντίληψη και δράση και έκτοτε αναπτύσσει, μια προσωπική πολιτική σκέψη, κεντρικοί άξονες της οποίας ήταν η αμφισβήτηση, η αναθεώρηση και η διαρκής αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας στον σύγχρονο κόσμο.
Για τις πολιτικές του πεποιθήσεις γράφει ο ίδιος:
«Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […]. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […]. Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.»
Η πολιτική σκέψη του Μάνου Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, πέρα και έξω από τον χώρο που ορίζουν οι ιδεολογίες και βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του – που ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί στρατευμένο.
Από τη διάλεξη για το ρεμπέτικο το 1949 και μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μάνος Χατζιδάκις παρέμβαινε συστηματικά και με έντονο τρόπο στον δημόσιο βίο. Κυρίως στη Μεταπολίτευση με το Τρίτο Πρόγραμμα, όπου μεγαλόθυμα έδωσε βήμα σε δεκάδες ταλαντούχους συνεργάτες, νέους σε ηλικία, και αργότερα, στη δεκαετία του 1980 με το περιοδικό Το Τέταρτο, επιχειρούσε οργανωμένα να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας. Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν έγιναν χωρίς κόστος για τον ίδιο και κορυφώνονται με τη δριμεία κριτική που του ασκούσε η εφημερίδα Αυριανή (1985-1987).
Ο Χατζιδάκις συχνά διατύπωνε τις απόψεις του με τρόπο προκλητικό. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές του και δημοσιογράφοι έχουν αναρωτηθεί για την πραγματική πολιτική ταυτότητά του. Οι περισσότεροι τον θεωρούν «δεξιό», άποψη η οποία θεωρείται ως η επικρατούσα λόγω και της προσωπικής φιλίας του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που χρονολογείται από το 1959. Μερικοί τον θεωρούν ως sui generis αναρχικό, λόγω ορισμένων δηλώσεών του κατά καιρούς, καθώς και για την περιστασιακή στήριξή του σε κάποιους ακτιβιστές αναρχικούς. Ο θετός γιος του, Γιώργος Χατζιδάκις, ανέφερε ότι:
Ο Χατζιδάκις δεν ήταν Δεξιός, έτσι δήλωναν οι άλλοι. Τόσα χρόνια μετά, ξέρουμε όλοι την αιτία. Δεν θα μπορούσε να ‘χει αποφύγει όλο αυτόν τον μεταπολεμικό διπολισμό, ο οποίος είχε ρίζες στον εμφύλιο. Ο ίδιος διεκδικούσε ελεύθερη σκέψη και δράση και σ’ έναν μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Ήθελε να είναι ένας ελεύθερος πολίτης κι ήξερε πως δεν ήταν εύκολο αυτό. Οι απόψεις και οι ιδέες του ήταν ανατρεπτικές, όχι όμως με την έννοια της αναρχίας όπως την εκλαμβάνουμε σήμερα, μιας κατάστασης «χύμα» που τα καίει και τα διαλύει όλα. Πίστευε στην ανατροπή οποιουδήποτε συντηρητικού, δογματικού και υποκριτικού στοιχείου.
Ο Χατζιδάκις επέκρινε τη νεολαία της ΟΝΝΕΔ, σε φεστιβάλ («Γιορτή») της οποίας δέχτηκε να δώσει συναυλία το φθινόπωρο του 1983 στο Άλσος Νέας Σμύρνης. Θεώρησε προσβλητική τη συμπεριφορά του κοινού (κάποιοι φώναζαν «Φέρτε μας τον Σαλαμπάση!») και διέκοψε ενοχλημένος τη συναυλία μετά το εικοσάλεπτο, χαρακτηρίζοντας τους ΟΝΝΕΔίτες «νεολαία αναψυκτηρίου». Αντιθέτως, όταν την ίδια χρονιά παρευρέθηκε στο φεστιβάλ της οργάνωσης νεολαίας Ρήγας Φεραίος, του ΚΚΕ εσωτερικού, ολοκλήρωσε τη συναυλία και χαρακτήρισε τους Ρηγάδες «πολιτισμένη νεολαία». Συγκεκριμένα το 1985 δήλωσε ότι:
Πριν δύο χρόνια με είχαν παρακαλέσει τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου να παίξω στο Φεστιβάλ τους. Η νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού είναι η πιο συμπαθής νεολαία μέχρι σήμερα στον τόπο μας, διότι είναι πάρα πολύ απομακρυσμένη από την εξουσία και δεν έχει φθαρεί καθόλου, δεν έχει καμία προοπτική εξουσίας. Συνεπώς, η ένταξη αυτών των παιδιών στο Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού είναι γνήσια, από τη στιγμή που δεν έχει βλέψεις εξουσίας ή ωφελημάτων. Έκανα, λοιπόν, μία συναυλία στο Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού και ήταν περίφημη η επαφή μου με αυτό το κοινό, είχα πραγματικά άριστες εντυπώσεις. Για να μην θεωρηθώ όμως μονομερής ότι ευνόησα τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου, δέχτηκα και την πρόσκληση της Ο.Ν.ΝΕ.Δ., διότι ψηφίζω Νέα Δημοκρατία. Έτσι, πήγα και στο δικό τους Φεστιβάλ. Έφυγα σε είκοσι λεπτά, κακήν κακώς. Είχα το αίσθημα ότι έπαιξα σε ένα αναψυκτήριο, όχι σε συναυλία, τέτοια ντροπή δεν είχα ξανανιώσει στη ζωή μου.
Η στάση του Μάνου Χατζιδάκι στα θέματα του δημόσιου βίου καθορίζεται από την αισθητική του και χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του έργου του αυτής της περιόδου. Ορισμένα έργα στα οποία αποτυπώνεται η πολιτική σκέψη του συνθέτη είναι Τα παράλογα (1976), Η εποχή της Μελισσάνθης (1980), Πορνογραφία (1982), Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς (1983).
Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί κατ’ αρχάς από τον ίδιο το συνθέτη και ανασυντάχθηκε από τον Β. Αγγελικόπουλο και την Ρ. Δαλιανούδη. Στην εκδοχή της τελευταίας περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από τα έργα αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις είχε επιλέξει και αριθμήσει 51 από τα έργα του που θεωρούσε τα πλέον σημαντικά.
Η πλήρης εργογραφία και δισκογραφία του συνθέτη, με τα δικά του εισαγωγικά σημειώματα καθώς και πρόσθετο αρχειακό υλικό είναι προσβάσιμη στον επίσημο ιστότοπό του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τους τίτλους Μυθολογία και Μυθολογία δεύτερη. Ακόμη, εξέδωσε μία επιλογή από τα σχόλιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο Τα σχόλια του Τρίτου, καθώς και μία συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα με τίτλο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι. Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν συνέγραψε αμιγώς θεωρητικά έργα. Η θεωρητική του τοποθέτηση, τόσο σε θέματα μουσικής όσο και σε ευρύτερα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου, αποτυπώνεται σε ένα πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων, ραδιοφωνικών εκπομπών, διαλέξεων, δηλώσεων και σχολίων, καθώς και στο συνθετικό του έργο.
Η στροφή των Ελλήνων συνθετών στην παράδοση είχε ήδη ξεκινήσει από τη γενιά του Μεσοπολέμου. Συνθέτες όπως ο Νίκος Σκαλκώτας και ο Μανώλης Καλομοίρης, που εντάσσονται χρονολογικά στη λεγόμενη γενιά του ’30, επηρεάστηκαν από το πνεύμα της εποχής και αντιμετώπισαν το ζήτημα της ελληνικότητας στον χώρο της μουσικής. Ωστόσο, οι συνθέτες αυτοί παρέμειναν προσκολλημένοι σε μία ηθογραφική προσέγγιση του παραδοσιακού –δημοτικού κυρίως– μουσικού υλικού.
Ο Χατζιδάκις είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο και σε όλη της την έκταση, προσλαμβάνοντας και τα πλέον απορριπτέα –για την κοινωνία της εποχής του– λαϊκά στοιχεία, και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Από αυτήν τη σκοπιά ο Χατζιδάκις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεχιστής της γενιάς του ’30 στον χώρο της μουσικής. Εξάλλου, ο Χατζιδάκις γαλουχήθηκε με τις ιδέες της γενιάς του ’30 και διατηρούσε ισχυρή φιλία με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της.
Στην πορεία αυτή εντάχθηκαν πολύ νωρίς –ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940– και άλλοι συνθέτες, όπως ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με τη λαϊκή παράδοση σε κίνημα. Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, όρος που επινοήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό κράμα. Το δίπολο Χατζιδάκις – Θεοδωράκης, με το τεράστιο συνθετικό και θεωρητικό τους έργο, καθώς και με τη σιγουριά της ποιότητας, αποτέλεσε έκτοτε τον βασικό πυλώνα που καθόρισε τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική.
Στον νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο ο Χατζιδάκις διατήρησε μια θεωρητική αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποίησε σαφώς από τον Θεοδωράκη: διατήρησε πάντα τη συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσέγγισε τον όρο «λαϊκός» με αυστηρότητα, αποδίδοντάς του μια σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:
… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του…
Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδήγησε να αναζητήσει ένα ουσιαστικό περιεχόμενο για τη μουσική του και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορούσε για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μία βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκηρύσσει μεγάλο μέρος του «λαϊκότροπου» έργου του –γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο– για τον ίδιο λόγο. Ανέφερε χαρακτηριστικά για τη μεγάλη επιτυχία του Ποτέ την Κυριακή:
Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα.
Ο Χατζιδάκις επεδίωκε μια μουσική ζωντανή που να εκφράζει τους ανθρώπους και τον καιρό τους και να μην είναι απλώς μια έκφραση τέχνης. Για τον λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασικής μουσικής, και επέλεξε απ’ την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως «ερωτική πράξη και όχι ως μια έκφραση τέχνης». «Πιστεύω», έγραφε ο Χατζιδάκις, «στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.»
Το τραγούδι κατά τον Μάνο Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Τον στόχο αυτό θεώρησε ότι τον πέτυχε για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965) σε στίχους Νίκου Γκάτσου.
Λόγω της τοποθέτησης αυτής πάνω στο τραγούδι, το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με τη γενικότερη στάση του στα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου.
Άρθρο της Άννας Ψυχογιού
Η Άννα Ψυχογιού γεννήθηκε στην Άρτα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Στοκχόλμη όπου εργάζεται ως καθηγήτρια υποκριτικής. Έχει σπουδάσει ηθοποιός στην Δραματική Σχόλη ‘’ Μαίρης Βογιατζή Τράγκα ’’ στη Αθήνα και παράλληλα κάνει σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται κυρίως με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων που ανεβάζει. Της αρέσει να διαβάζει βιβλία , να ακούει μουσική και να πηγαίνει ταξίδια.