TOP

Στον ωμο το δισακι μου

Άρθρο του Παύλου Παυλίδη

      Γίνεται τόσος ντόρος τελευταία για τον αντικαπνιστικό νόμο! Έτσι είπα να πω και εγώ τη γνώμη μου. Αλλά όχι. Τελικά δε θα γράψω γι’ αυτόν. Υπάρχει κάτι άλλο που μου τριβελίζει το μυαλό. Δεν έχω κρύψει ποτέ ότι λατρεύω τη φωνή του Μητροπάνου. Ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο να διάβαζε αυτός ο άνθρωπος, εγώ θα ανατρίχιαζα. Τελευταία, λοιπόν, κόλλησα με ένα σχετικά άγνωστο τραγούδι και το ακούω συνέχεια. ΚΙΦ λέγεται το τραγούδι και τους στίχους, τους έγραψε ο Άλκης Αλκαίου ενώ την μουσική ο Μάριος Τόκας.

Οι στίχοι του ΚΙΦ λένε:

Τα σύνορα που πέρασα δεν είχανε φρουρό

μόνο λίγα γεράκια διψασμένα

στα γόνατά μου αράξανε ζητώντας μου νερό

και πώς να τα χορτάσω τα καημένα.

Σε πολιτεία βρέθηκα που ‘ψαχνα για καιρό

στου ονείρου μου τον χάρτη τον κρυμμένο

πάω να την ψηλαφίσω τρέχω να τη χαρώ

κι αυτή με προσπερνάει με βλέμμα ξένο.

Στην αγορά ζωήλατα και ξωτικά πουλιά

και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε

αγόρασα από ένα σε δυο γυμνά παιδιά

κι εκείνα ζαρωμένα μ’ απαντούνε:

“Οι δοκιμές μας γέρασαν νωρίς στον κόσμο αυτό

κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία

δώσε μας λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό

και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία”.

Στο πάρκο ένας μπατίρης μου ζάλιζε τ’ αυτιά

πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη

στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά

πού να σε ψάξω χώρα μου χαμένη.

Στον ώμο το δισάκι μου σε σας ξαναγυρνώ

φωτιά νερό αέρα μου και χώμα

δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό

δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα.

Αλλά το τραγούδι είναι η αφορμή και όχι η αιτία. Τον τελευταίο μήνα, λόγω δουλειάς, ταξιδεύω εκτός Θεσσαλονίκης καθημερινά. Και δεν υπήρξε ούτε μια μέρα που να μην δω μετανάστες να περπατάνε στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης (ΛΕΑ) προς την Θεσσαλονίκη. Αυτή είναι η αιτία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περπατάνε προς την Θεσσαλονίκη.

Δεν έχω τις απαιτούμενες γνώσεις για να μιλήσω για το μεταναστευτικό. Οπότε η τοποθέτηση μου είναι περισσότερο ανθρωποκεντρική παρά πολιτική. Βλέπω καθημερινά ανθρώπους να περπατάνε προς την Θεσσαλονίκη. Όχι μετανάστες, ούτε λαθρομετανάστες, ούτε πρόσφυγες. Ναι έχουν διαφορά οι συγκεκριμένοι όροι. Δεν έχουν το ίδιο νόημα. Ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του, δίνει τις παρακάτω εξηγήσεις για τις παραπάνω έννοιες.

μετανάστης (ο) πρόσωπο που εγκαταλείπει με τη θέληση του την πατρίδα του, για να εγκατασταθεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα σε άλλη χώρα

λαθρομετανάστης (ο) πρόσωπο που μετακινείται και εγκαθίσταται σε

χώρα άλλη από αυτήν τής καταγωγής του, χωρίς να πληροί τους

απαραίτητους όρους ή χωρίς να έχει περάσει από τις νόμιμες διαδικασίες

πρόσφυγας (ο/η) το πρόσωπο που εξαναγκάζεται σε φυγή από τον μόνιμο τόπο εγκατάστασης του ή την πατρίδα του, κυρ. για να αποφύγει διωγμούς από την επίσημη εξουσία.

Σε αυτό το κείμενο, δεν θα εξετάσω τι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Θα τους δω απλά ως ανθρώπους, μέσα από το πρίσμα των στίχων του Αλκαίου.

    Όσες διαφορές και αν έχουμε με αυτούς τους ανθρώπους, δεν παύουμε να έχουμε και κοινά. Θυμάμαι τον παππού μου να μας εύχεται να μην περάσουμε τα δεινά ενός πολέμου. Φαντάζομαι ότι όλοι όσοι ζήσανε τις δυσκολίες, την πείνα και τις κακουχίες ενός πολέμου, θα τα απεύχονται στους ανθρώπους που αγαπάνε. Όλοι έχουμε ακούσει για το «κατοχικό σύνδρομο», την συνήθεια των μεγαλύτερων σε ηλικία να ζητάνε στο τραπέζι τους περισσότερα από όσα μπορούν να φάνε. Απλά επειδή κάποτε δεν είχανε ούτε τα βασικά τώρα θέλουν να έχουν υπερπληθώρα. Είμαστε μια κοινωνία που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μετανάστευση και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους πρόσφυγες ως ανθρώπους. Δεν θέλουμε οι δικοί μας άνθρωποι να αντιμετωπίσουν έναν πόλεμο αλλά αυτούς που τον αντιμετωπίσανε και ζητάνε τη βοήθεια μας, τους θεωρούμε «κατώτερους» ή κίνδυνο για εμάς.

     Θα παραφράσω τον Ρίτσο και θα πω «Με την ελπίδα της ζωής, χρεώθηκαν όλους του κινδύνους» Βάλανε τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους σε θανάσιμο κίνδυνο για μια πιθανότητα ζωής. Να μας θυμίσω ότι το ίδιο κάνανε και πολλοί συμπολίτες μας. Μπρος στον κίνδυνο της φωτιάς, βουτήξανε στη θάλασσα για να διεκδικήσουν την πιθανότητα της ζωής. Και δεν τα καταφέρανε όλοι τους. Τελικά δεν διαφέρουμε όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Και αυτοί αλλά και εμείς, για να αποφύγουμε έναν κίνδυνο παίξαμε ή παίζουμε την ζωή μας κορώνα γράμμα.

   Όσες διαφορές και αν έχουμε με αυτούς τους ανθρώπους, έχουμε κι’ άλλα κοινά. Και αυτοί είχανε όνειρα. Θέλαν και αυτοί μια καλύτερη ζωή. Και τελικά γεράσανε νωρίς. Άραγε όλοι αυτοί όταν ήταν παιδιά, τι όνειρα είχαν για τη ζωή τους; Φαντάζομαι ότι κανένας δεν ήθελε να ξεριζωθεί από τον τόπο του και να καταλήξει να περπατάει έναν διπλό μαραθώνιο για να φθάσει σε μια πόλη που δεν έχει που να μείνει, που να κοιμηθεί ή που να πιει νερό. Τι να σκέφτονται άραγε; Από πού αντλούν ελπίδα; Ποιος είναι ο σκοπός τους; Ποια είναι τα όνειρα τους; Δεν μπορεί, θα έχουν και αυτοί όνειρα; Και οι Έλληνες που έφυγαν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα για να δουλέψουν στις φάμπρικες του εξωτερικού και αυτοί είχαν όνειρα. Και αυτούς οι δοκιμές τους γέρασαν νωρίς.

     Καταλαβαίνω και γιατί τους φοβούνται κάποιοι συνάνθρωποι μας. Δεν είναι οι πρόσφυγες ο κίνδυνος. Δεν ξεκίνησαν από τις πατρίδες τους για να έρθουν να μας εξισλαμίσουν (όπως μπορεί να πουν κάποιοι). Ήρθαν γιατί ελπίζανε σε μια καλύτερη ζωή. Και εκεί ακριβώς είναι η λύση του προβλήματος. Να μπορέσουμε να αφομοιώσουμε όλες αυτές τις διαφορετικές κουλτούρες και να κάνουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους, μέρος της κοινωνίας μας. Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών έχει δείξει ότι δεν επιβιώνει το δυνατότερο είδος αλλά αυτό που έχει την δυνατότητα να εξελίσσεται να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Έχουμε μπορέσει να ενσωματώσουμε διαφορετικής κουλτούρας ανθρώπους στο πολύ πρόσφατο παρελθόν μας. Δεν περάσανε πολλά χρόνια από τότε που έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση οι Αλβανοί στην Ελλάδα. Τότε τους κατηγορούσαμε για όλα τα κακά αλλά τώρα είναι οι γείτονες μας, οι συνάδελφοι μας, οι φίλοι μας. Και το μυστικό για αυτή την αλλαγή είναι ότι σταματήσαμε να τους απομονώνουμε και τους κάναμε μέρος της κοινωνίας μας. Και αν ήταν μια φορά δύσκολο να αφομοιώσουμε τους Αλβανούς τότε που «λεφτά υπήρχαν», τώρα που έχουμε τα κακά μας τα χάλια ως οικονομία θα είναι πιο δύσκολο να αφομοιώσουμε όλους τους πρόσφυγες. Το μεγάλο μυστικό είναι να μπορέσουμε να τους κάνουμε να θέλουν να γίνουν μέλος της κοινωνίας μας. Μόνο έτσι θα αφομοιωθούν. Όσο τους απομονώνουμε τόσο αυτοί αισθάνονται διαφορετικοί. Και όσο αισθάνονται διαφορετικοί τόσο θα οχυρώνονται πίσω από αυτές τις διαφορές απλά για να μπορούν να ανήκουν σε μια μικρή κοινωνία.

    Ναι, πιθανότατα μέσα σε όλους αυτούς τους πρόσφυγες να υπάρχουν και κακοί άνθρωποι ή εγκληματίες. Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι. Άλλωστε υπήρξαν και Έλληνες εγκληματίες που μετανάστευσαν σε άλλες χώρες και τελικά κατέληξαν στις φυλακές. Αλλά αυτοί οι κακοί λίγοι, δεν χαρακτήρισαν και όλους τους υπόλοιπους.

    Γράφω και σβήνω συνέχεια γιατί πάντα καταλήγω ότι ως άνθρωποι έχουμε περισσότερα κοινά. Τους ίδιους φόβους έχουμε, τις ίδιες ελπίδες και κάνουμε τα ίδια όνειρα. Και γι’ αυτούς, αλλά και για εμάς, ισχύει το τελευταίο δίστιχο του Αλκαίου:

δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό

δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα.

Και αυτό ισχύει για όλους μας.

Σύνταξη:Παύλος Παυλίδης

Γεννήθηκα στην Γερμανία (τότε Δυτική Γερμανία) το 1975. Μεγάλωσα, πήγα σχολείο και τελικά έφυγα από την Παλαιοκώμη Σερρών το 1994 για να σπουδάσω. Το 2000 τελείωσα και το ΜΒΑ και μετά από ένα σύντομο πέρασμα στον ελληνικό στρατό, βγήκα στην αγορά εργασίας. Κατέληξα για πολλά χρόνια στέλεχος σε πολυεθνική εταιρία.

Αλλά αν για κάτι είμαι περήφανος είναι γιατί μπορώ να σκέφτομαι.

Τα υπόλοιπα θα τα πουν οι άνθρωποι που με γνωρίζουν.

Αγαπημένο μου quote, από την «Ασκητική» του Καζαντζάκη:

«’Ο,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά»