ΓΚΑΛΕΡΙ ΛΟΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ – ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΝΗΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ
Ελένη Θεοφυλάκτου
Πίσω από την Ταπετσαρία της Πραγματικότητας
15.04 —22.05.2021
Έναρξη Πέμπτη 15 Απριλίου 2021, 14.00 – 21.00
(εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν)
Η εικαστική δουλειά της Ελένης Θεοφυλάκτου στη gallery Λόλα Νικολάου, είναι μια διείσδυση στον ποιητικό βίο της Έμιλυ Ντίκινσον.
Έργα που δουλεύτηκαν πάνω σε λευκές και χρυσές επιφάνειες-από το 2015 ως χθες- με τα οποία η Θεοφυλάκτου-όπως και η Ντίκινσον-επιχειρεί να ξηλώσει τις ραφές της πραγματικότητες. Να τραβήξει την ξεθωριασμένη της ταπετσαρία, να αναποδογυρίσει τις γνωστές παραστάσεις, να γυαλίσει το αλάβαστρο και να μιλήσει για προαιώνιες ουσίες.
Γκέλυ Γρυντάκη
ώρες λειτουργίας: Τρ., Πε., Πα.: 12.00 – 20.00 / Τε., Σα.: 12.00 -15.00
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΓΚΕΛΥ ΓΡΥΝΤΑΚΗ
Πίσω από την Ταπετσαρία της Πραγματικότητας
Σκέψεις — και μια διπλή Καρδιά —
Και ο Παράδεισος — τριγύρω —
Είναι τουλάχιστον — μια Πλαστογραφία —
Στου γνήσιου την απουσία —
Και η Αθανασία — μπορεί σχεδόν —
Όχι ακριβώς — να ΄ναι η Ουσία —
J 495/Fr 362
Η μεγάλη τέχνη είναι ενίοτε υπερ-ιστορική. Όχι με την έννοια του μη πολιτικού αλλά γιατί ως ουσία διατρέχει την ύπαρξη αγγίζοντας εκείνο το επίπεδο του είναι που δεν κοιτάζει την εκδήλωση του ως είδος.
Η ποίηση της Έμιλι Ντίκινσον έχει αυτή την ποιότητα. Την οργανικότητα του γόνιμου χώματος, εκεί που όλα αρχίζουν και όλα τελειώνουν. Γι’ αυτό και διαβάζοντας κάποια από τα ποιήματά της είναι σαν να μυρίζεις το χώμα ή να ακούς τη βροχή.
Γραμμένη μέσα στην απομόνωση —την εσκεμμένη απομόνωση του σπιτιού της στο Άμερστ— και απαλλαγμένη, μέσα σε αυτόν τον κλειστό και προσωπικό κόσμο, από τον χρόνο, η ποίησή της γίνεται έτσι οικουμενική, δεν έχει προφανή επαφή με το τρέχον και ιδιαιτέρως δονούμενο ιστορικό της πλαίσιο— η ποιήτρια είναι ελεύθερη να συνομιλήσει με το αιώνιο.
Η πολιτική διάσταση στην ποίησή της Ντίκινσον βρίσκεται, αφενός, σε αυτόν τον μοναδικό συντονισμό της με τη φύση και την αιωνιότητα, όπως και στην κομψή χρήση της ειρωνείας καθώς χειρίζεται κάποιες μεταφορές τραβώντας τις στα όρια της χάρης (ένα δειλινό τόσο ελαφρύ που μπορείς να το κρεμάσεις απ’ τον ώμο, η ευγλωττία της εξοργισμένης νιφάδας όταν πέφτει ή το μακελειό των ήλιων).
Αφετέρου, καθότι αναγκαστικά αιχμάλωτη του πουριτανισμού της εποχής, της θεοκρατίας της κοινότητάς της, της παγιωμένης εικόνας της γυναίκας, του Προτεσταντισμού, της ταπετσαρίας, της δαντέλας, των οικογενειακών και κοινωνικών υποχρεώσεων —από τις οποίες δραπετεύοντας φλερτάρει συνειδητά και άφοβα με τη ρετσινιά της «παράξενης» αλλά και του μύθου—, αιχμάλωτη δηλαδή τελικά της ίδιας της γυναικείας υπόστασης, αναδεικνύεται, μέσω της ποιητικής της δύναμης σε σύμβολο χειραφέτησης.
Το πολιτικό επομένως, με υλικά τη φύση και την βιωμένη πατριαρχία, αρθρώνεται ποιητικά πάνω στις ίδιες τις ραφές του ορατού κόσμου.
Ο ηθελημένος αναχωρητισμός της Ντίκινσον —αυτή η άρνηση να εμπλακεί στις καθημερινές επιτελέσεις της κανονικότητας— την τρέχουσα ιστορική μας στιγμή δημιουργεί αμηχανία. Και σε αυτή την αμηχανία, που η ίδια μοιάζει να μην βίωσε ποτέ, να αποφεύγει πάντα με προσοχή, και που όμως εσκεμμένα συχνά δημιουργεί η γραφή της,
σε αυτή ακριβώς την αμηχανία είναι που ισορροπεί με απαράμιλλη χάρη η δουλειά της Ελένης Θεοφύλακτο. Στην αμήχανη λεπτομέρεια της χωρίστρας ή της υδρογείου-παιχνίδι πάνω στο ερμάρι, στο μπουκέτο με τα μολύβια που βγαίνουν από το λυχνάρι έτοιμα για θαύματα, στην αυτό-προσωπογραφία της (ως) Ντίκινσον που μας κοιτάζει από το (παντοδύναμο) αλαβάστρινο δωμάτιό της, ασφαλής πια, με ένα αινιγματικό —και λίγο ειρωνικό είναι η αλήθεια— χαμόγελο.
Οι κορνίζες της Θεοφυλάκτου μοιάζουν ενίοτε με φυλακές. Η γνωστή δαγκεροτυπία της ποιήτριας, μια αιχμαλωτισμένη από το φως μορφή, ακινητοποιημένη για να φωτογραφηθεί, σε αντίφαση με το παθιασμένο και αεικίνητο πνεύμα της που μέσα απ’ τα γραπτά της περιφέρεται αδιάκοπα στο χωροχρόνο, —η ισχυρή προσωπικότητά της που επιβάλλεται παντού— πρωταγωνιστεί και διαφεύγει. Το αγιογραφικό χρυσό είναι εκτυφλωτικό αλλά και εφιαλτικό, η φασματική μορφή της πνίγεται κάτω από θάλασσες λέξεων, αχνοφαίνεται εξαφανίζεται ανατρέπεται. Οι λέξεις ανακατεύονται και πλέκονται σαν μαλλιά, σαν δαντέλα, λέξεις-πλεξίδες, η ποίηση, η γυναικεία φύση, η δημιουργία.
Όπως η Ντίκινσον έτσι και η Θεοφυλάκτου επιχειρεί να ξηλώσει τις ραφές της πραγματικότητας, να τραβήξει την ξεθωριασμένη της ταπετσαρία, να αναποδογυρίσει τις γνωστές παραστάσεις, να γυαλίσει το αλάβαστρο και να μιλήσει για προαιώνιες ουσίες.
Επιλέγοντας αυτόν τον δρόμο μοιάζει εντέλει να «διακατέχεται», θα τολμούσα να πω, από την ποιήτρια. Και δεν επιλέγω το «ταυτίζεται» καθώς εκείνη, μέσα στη εσκεμμένη εξαΰλωση της καθίσταται σε ιδιότητα, παύοντας πια σχεδόν να έχει υλική υπόσταση.
Κι όπως επιστρέφω στην ποίηση της Ντίκινσον αποζητώντας την αρχέγονη σοφία του εμμενούς στις λέξεις της, έτσι επιστρέφω και στη δουλειά της Θεοφυλάκτου, επιδιώκοντας την λυτρωτική αποσταθεροποίηση από το παγιωμένο, που προσφέρουν οι εικόνες της.
Και που έχουμε τόσο ανάγκη σήμερα.
Γκέλυ Γρυντάκη
Λονδίνο, 2021
Για τις αναφορές στα ποιήματα της Ντίκινσον χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις της Μαρίας Δαμολή από το βιβλίο Ντίκινσον Ε. , Ποιήματα, μτφ. Δαμολή, Μ., Γιαλός, 2011