ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΜΗΔΕΙΑ” ΤΟΥ ΜΠΟΣΤ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΝΙΚΟΡΕΣΤΗ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗ
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Όλη η Ελλάδα μία σκηνή[1]
Όλη η Ελλάδα μία σκηνή και συγκεκριμένα, η σκηνή του κατάμεστου (δεδομένων των συνθηκών) Θεάτρου Γης, εχθές το βράδυ. Τα λογοπαίγνια του Μέντη Μποστατζόγλου –κατά κόσμον Μποστ- εμφανή ήδη από τα σκηνικά. Τη σκηνή περιβάλουν ανοιχτά μύδια και ο η ράχη του θρόνου της Μήδειας αποτελείται από ένα μεγάλο κέλυφος μυδιού. Στα αριστερά υπάρχει ένα πιάνο και ένα τουμπελέκι Στην άλλη μεριά, μια επιδαπέδια κρεμάστρα που θα χρησιμοποιηθεί σε μερικές σκηνές ως βεστιάριο ενώ υπάρχουν και διάσπαρτα κάποια μέρη κιόνων που αργότερα θα γίνουν σκαμπό. Στο πίσω μέρος της σκηνής, τα δύο επίπεδα, στο πρώτο είναι τοποθετημένα τέσσερα κρανία, επίσης υπάρχει ένα επάνω στο πιάνο και ένα στην επιδαπέδια κρεμάστρα. Στο δεύτερο επίπεδο, ένα καλάθι γεμάτο ψάρια, όπως θα μάθουμε στη συνέχεια, ένα γιουκαλίλι και ο θρόνος της Μήδειας. Το σκηνικό οικοδόμημα, σε ημικυκλικό σχήμα, αποτελείται από εφτά μεγάλες σανίδες καλυμμένες με μαύρα και μπεζ υφάσματα. Οριοθετεί τη σκηνή, ή καλύτερα, την αίθουσα του θρόνου από το υπόλοιπο παλάτι ενώ βοηθάει στις εισόδους και εξόδους των ηθοποιών.
Μετά το τρίτο κουδούνι, εισέρχονται με παραδοσιακά ή και μη (μελόντικα) όργανα, οι ηθοποιοί και τραγουδώντας καλούν τους θεατές στην παράστασή τους, όπως τότε, που δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ, ούτε άλλα Μ.Μ.Ε. και το κάλεσμα σε θεατρικές παραστάσεις γινόταν με αυτόν τον τρόπο. Ο θιασάρχης μπερδεύεται και μετά κόπων και βασάνων αναγγέλλεται η παράσταση της Μήδειας. Για πολλή ώρα τραγουδούν στο ρυθμό γνωστών ελληνικών τραγουδιών με στίχους που σχετίζονται με το έργο, όπως συνηθίζεται στη σάτιρα. Ντύνουν την Τροφό των δύο παιδιών της Μήδειας, η οποία μας αφηγείται και την ιστορία της Κυρίας της. Μπαίνει η Πολυξένη, μια καλόγρια που χαϊδευτικά όλοι τη φωνάζουν Πόλυ. Ακούγεται το πρώτο λογοπαίγνιο «η μικρή μας Πόλη», από την Τροφό, με αναφορά στο ομώνυμο έργο του Θόρντον Ουάιλντερ και αυτό μας φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός ντόμινο, σαν να δόθηκε το σύνθημα για να ξεκινήσει μια σειρά από ξεκαρδιστικές και πάνω απ’ όλα ιδιαίτερα σύγχρονες αναφορές και καυστική πολιτική, κοινωνική ακόμα και μεταθεατρική σάτιρα (οι κριτικοί αν είναι πολύ αυστηροί χάνουν τους φίλους τους).[2] Ακούμε για τους μεγάλους σεισμούς του 1981 και τις αποζημιώσεις, για τα δάνεια που προμηθεύουν οι τράπεζες, για το πόσο εύκολα παίρνει κανείς μια θέση σε δημόσια υπηρεσία, χωρίς καθόλου προσόντα απλώς με ένα σημείωμα υπογεγραμμένο από κάποιον βουλευτή, για «φακελάκια» στους γιατρούς, φοιτητικές καταλήψεις και για την Ελλάδα που συντηρείται με δάνεια και δωρεές άλλων και έχει δυο παιδιά, τον Πειναλέων και την Ανεργία.
Ο Μποστ, εκτός από τη Μήδεια του Ευριπίδη, παρωδεί ευθύς εξ’ αρχής και δύο τραγωδίες του Σοφοκλή, Οιδίπους επί Κολωνώ (όταν ο θίασος προσπαθεί να αναγγείλει την επερχόμενη παράστασή του) και Οιδίπους Τύραννος. Η παρατραγική φιγούρα του Οιδίποδα, με στοιχεία αρχαίας κωμωδίας (γκρι χιτώνας) αλλά και σύγχρονα (μαύρα γυαλιά εξαιτίας της αναπηρίας του), ως άλλος Μίμης Φωτόπουλος στην «Κάλπικη Λίρα» ζητάει να «ελεήσουν τον αόματο».[3] Αυτή δεν είναι η πρώτη αναφορά σε ηθοποιούς, αφού έχει προηγηθεί μία στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και στην ταινία «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» καθώς και μία στον Δημήτρη Λιγνάδη που εκσάρκωσε τον Οιδίποδα Τύραννο το περασμένο καλοκαίρι.[4] Ο Οιδίποδας και η κόρη του Αντιγόνη, όπως εμφανίζονται στον Οιδίπου επί Κολωνώ, είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να πάρουν πίσω τον θρόνο και τραγουδούν υπέρ του βασιλιά.
Η σάτιρα συνεχίζεται με αναφορές στις συντάξεις, σε γνωστό μουσικό τηλεπαιχνίδι, σε πολιτικά σκάνδαλα, στους επιεικείς Έλληνες δικαστές, στον σύγχρονο τρόπο ζωής, στα πολλαπλά σκάνδαλα με τους ιερείς που έτσι κι αλλιώς κινούν τα νήματα, σε πυρκαϊές τις οποίες διαδέχονται βίλες χτισμένες πάνω στις καμένες εκτάσεις. Οι σάτιρα αλλά και τα γέλια του κοινού δεν έχουν τελειωμό.
Η Μήδεια, με την εμφάνισή της, μιλάει για ίσα δικαιώματα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες λέγοντας πως σε λίγα χρόνια θα έχουμε και γυναίκα υπουργό πολιτισμού. Αυτή η φράση γίνεται ακόμη πιο κωμική –ή κωμικοτραγική, εξαρτάται από την οπτική μας- τη στιγμή που η υπουργός πολιτισμού βάλλεται από τα αποτελέσματα που φέρουν οι άστοχες δηλώσεις της, με πιο πρόσφατη εκείνη για την πυρκαϊά που ξέσπασε δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών, ο οποίος «έμεινε αλώβητος, απλώς μαύρισε λίγο».
Κάθε φορά που η Μήδεια λέει πως θα σκοτώσει ή θα σφάξει τα παιδιά της, εκτελεί παντομιμικά με τη βοήθεια του Γιάννη Μαθέ που κάθεται στο πιάνο, χαρακτηριστικές μελωδίες.
Στη σκηνή εμφανίζεται και ο Ευριπίδης. Είναι απελπισμένος γιατί δεν ξέρει πώς να κάνει πιο ενδιαφέρουσα την πλοκή του έργου του. Η Μήδεια τον μπερδεύει με τον Αριστοφάνη, άλλη μία ευθεία αναφορά στο γεγονός ότι ο ίδιος ο αρχαίος κωμικογράφος σε πολλά έργα του παρωδεί τον μεγάλο τραγωδό. Δεν παραλείπει να «διαβάσει» στο φλιτζάνι του ότι όσο κόπο και αν κάνει και όσα έργα και αν γράψει, θα σωθούν μόνο δεκαεννέα (19) για τις επόμενες γενιές. Ο Ευριπίδης, λειτουργεί, με τη σειρά του και ως ο μοχλός που θα επιταχύνει τη δράση, ανακοινώνοντας στη Μήδεια πως ο Ιάσωνας διατηρεί μια (ακόμα) εξωσυζυγική σχέση με την καλόγρια Πόλυ.
Η επόμενη σκηνή όπου ο Ιάσωνας απαριθμεί τις ερωμένες του, ίσως να έχει στοιχεία από τη σκηνή της όπερας Ντον Τζιοβάννι, του Μότσαρτ, σε λιμπρέτο του Λορέντζο ντα Πόντε, κατά την οποία ο υπηρέτης του ευγενούς, Λεπορέλο, διαβάζει τον κατάλογο με τις ερωμένες του αφέντη του στην αρραβωνιαστικιά του δεύτερου και εκείνη ορκίζεται να εκδικηθεί.[5]
Φυσικά, από την παράσταση δεν έλλειψαν και τα απρόοπτα που όμως αντιμετωπίστηκαν, εκτός από το αστείρευτο χιούμορ και με ιδιαίτερη ευρηματικότητα.
Μια παράσταση γεμάτη από εξαιρετικές ερμηνείες. Ο υπέροχος Γεράσιμος Σκαφίδας που με τα πρόσθετα μεγάλα οπίσθια και στήθη που θύμιζαν Αριστοφάνη, αλλά στον σημερινό θεατή μπορεί να φέρουν στον νου και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στον ρόλο της νταντάς στην ταινία «Η κυρία Ντάουπτφάιερ», μεταμορφώθηκε σε μία Τροφό, που συμμερίζεται τα άγχη μιας μητέρας, είναι πιστή στην Κυρία της και δίνει πάντα λύσεις σε ό,τι αφορά στα παιδιά.[6] Ο ξεκαρδισικός Μάκης Παπαδημητρίου απέδειξε για άλλη μία φορά πως έχει την ικανότητα να μεταμορφωθεί σε οποιονδήποτε χαρακτήρα του ζητηθεί, με ευκολία, κάτι που εκτός από το μεγάλο ταλέντο συνεπάγεται και ακατάπαυστη δουλειά. Ενσάρκωσε με ιδιαίτερη επιτυχία τη Μήδεια, ως σύγχρονη ‘Ελληνίδα μάνα’, που απηυδισμένη αποφασίζει να σκοτώσει τα «παραστρατημένα» παιδιά της. Ο μεγάλος Κώστας Τριανταφυλλόπουλος χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στους θεατές προξενώντας αυθόρμητα γέλια ως Οιδίποδας ενώ ο Γιάννης Δρακόπουλος έδωσε σάρκα και οστά στον ανύμνητο Ευριπίδη, γεμάτο αβεβαιότητα για τη συγγραφική του πορεία και όλη την απαραίτητη ταπεινοφροσύνη που του χάριζε ακόμα περισσότερα κωμικά στοιχεία. Η Αντιγόνη της Αναστασίας Γεωργοπούλου μιλάει με κωμικότατο στόμφο και θρήνο αρχαίου δράματος για την κατάντια του πατέρα της και τη δική της. Η Άννα Κλάδη, έφερε αξιοπρεπέστατα εις πέρας τους ρόλους του εξάγγελου αλλά και του ψαρά που τα οικονομικά του δεν του επιτρέπουν να ανοίξει μαγαζί και τριγυρίζει διαλαλώντας την πραμάτεια του. Τέλος, τι να πρωτογράψει κανείς για τον Νικορέστη Χανιωτάκη που για άλλη μία φορά, εκτός από το υποκριτικό του ταλέντο στους ρόλους της Καλόγριας Πόλυς και του Ιάσωνα, ξεδίπλωσε και τη σκηνοθετική του ευρηματικότητα και δημιουργικότητα. Εκτός των άλλων, υπέγραψε και την εύστροφη και εύστοχη δραματουργία της παράστασης.
Τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου, λειτουργικότατα και ενδεικτικά των διαφορετικών εποχών τις οποίες διένυσε και συνεχίζει να διανύει η Ελλάδα, έχουν ως επί το πλείστον, τον σκελετό παραδοσιακών φορεσιών, με πολλά σύγχρονα στοιχεία. Διαφέρει ο δούλος που θα συνομιλήσει με τον Οιδίποδα και στο τέλος θα περιγράψει τον φόνο που έγινε μέσα στο παλάτι από την παιδοκτόνο Μήδεια, ο οποίος είναι ντυμένος σαν σύγχρονος Μπάτλερ με γκρι κοστούμι και άσπρα γάντια. Επίσης, διαφέρει, φυσικά και η Μήδεια που εμφανίζεται στον θρόνο της με μαύρο κοντό νυχτικό, μαύρες γυναικείες κάλτσες, πασούμια και μια λευκή ρόμπα. Κρατάει, μάλιστα και μια μαύρη βεντάλια. Το αφαιρετικό σκηνικό της Αρετής Μουστάκα προσέθετε, όπως αναφέρθηκε, πολλά στοιχεία στη σάτιρα, με τα κρανία της ροκ αισθητικής τα κλασικά γυάλινα τάπερ σε ρόλο τεφροδόχων και τον ματωμένο μπαλτά.
Η πρωτότυπη μουσική φέρει την υπογραφή της αξιολογότατης Monika, ενώ η μουσική διδασκαλία των ηθοποιών, η προσαρμογή των παλαιότερων μελωδιών και η εκτέλεση των μουσικών θεμάτων έγινε από τον ταλαντούχο πιανίστα Γιάννη Μαθέ.
Την κινησιολογία των ηθοποιών επιμελήθηκε η Ειρήνη-Ερωφίλη Κλέπκου.
Η Μήδεια του Μποστ σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, είναι μια καθαρτήρια παράσταση, συμπαραγωγή της εταιρίας θεάτρου Μυθωδία και του θεάτρου Αυλαία , στο θέατρο Γης, που προσαρμοσμένη στο δικό μας, πλέον, (και όχι μόνο του Μποστ) σήμερα, προσφέρει το κίνητρο για κριτική θεώρηση του πολιτικοοινωνικού γίγνεσθαι και χαρίζει απλόχερα το γέλιο, σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Αποτελεί την απάντηση στο ερώτημα γιατί πρέπει να κάνουμε τέχνη και τα θέατρά μας να παραμένουν ανοιχτά.
[1]Ας μου επιτραπεί η παράφραση του Σαίξπηρ, εφόσον, εδώ, πρόκειται για παράσταση έργου του Μποστ που τόσο πολύ αγαπούσε τα λογοπαίγνια.
[2]Η μικρή μας πόλη, Θόρντον Ουάιλντερ, 1938.
[3]«Η Κάλπικη Λίρα», σκην.: Γιώργος Τζαβέλλας, 1955.
[4]«Μοντέρνα Σταχτοπούτα», σκην.: Αλέκος Σακελλάριος, 1965.
«Οιδίπους Τύραννος», σκην.: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Επίδαυρος, 2019.
[5]Don Giovanni,Τίρσο ντε Μολίνα, όπερα: Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, λιμπρέτο: Λορέντζι ντα Πόντε, 1787.
[6]«Mrs. Doubtfire», σκην.: Κρις Κολόμπους, 1993.
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου και είμαι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην Δραματολογία και Παραστασιολογία. Παράλληλα με το θέατρο, ασχολούμαι από πολύ μικρή με τη μουσική παίζοντας βιολοντσέλο και τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τον χορό. Απολαμβάνω το διάβασμα και το γράψιμο και ασχολούμαι με την κριτική θεατρικών παραστάσεων γιατί πιστεύω πως με την εφαρμογή αισθητικών κριτηρίων και δημιουργώντας άρτια κείμενα ακόμα και με λογοτεχνική αξία, θα μπορέσουμε να σχηματίσουμε ένα θεατρικό στερέωμα ανώτερου επιπέδου.