TOP

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ” ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Γ. ΚΙΜΟΥΛΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΗΠΟΥ

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Οι τραγωδίες του Σαίξπηρ προσδίδουν στις κωμωδίες του περισσότερο φως. Η κωμωδία δεν ήταν για αυτόν μια κύρια οδός, όπως για τον Αριστοφάνη, όπως για τον Μολιέρο. Ήταν μάλλον σαν το σατυρικό δράμα για τους μεγάλους δημιουργούς της τραγωδίας. Σαν κι εκείνους μιλούσε με τούτη την αντιθετική συμμετρία. Και σαν τους τραγικούς είχε γράψει και παραστήσει ιστορικό δράμα. Είχε νιώσει την ανάγκη να μυήσει τους θεατές στην ιστορία. Κι εκείνη η θέλησή του ήταν η πηγή και των δύο ειδών του θεάτρου που καλλιέργησε παράλληλα. Εκείνη η έγνοια γέννησε τη διαλεκτική που δημιούργησε τους δύο πόλους της ποίησής του.

Το έργο

Ένα ημερολόγιο της εποχής αναφέρει πως η Δωδέκατη νύχτα παιχτηκε μπροστά σε έναν κύκλο νομομαθών στις 2 Φεβρουαριου 1602. Φαίνεται πως ο Σαίξπηρ την έγραψε το 1601 ή και νωρίτερα. Πιο συγκεκριμένα, η Δωδέκατη νύχτα είναι η δέκατη τρίτη από τις κωμωδίες του Γουίλιαμ Σαίξπηρ που περιέχονται στο λεγόμενο «First Folio» (συλλογή 36 θεατρικών έργων του, η οποία τυπώθηκε το 1623 στο Λονδίνο). Γράφτηκε μεταξύ 1601 και 1602, προκειμένου να συμπεριληφθεί στις πανηγυρικές εκδηλώσεις για την παραμονή των Θεοφανίων, τη δωδέκατη νύχτα από τα Χριστούγεννα. Σκοπός της, απροκάλυπτος, ανενδοίαστος και αμεταμέλητος, ήταν η διασκέδαση του κοινού. Με αφορμή, μάλιστα, τον εορταστικό χαρακτήρα της περίστασης, ο Σαίξπηρ έδωσε στο συγκεκριμένο έργο υφή και δομή σχεδόν αμιγώς φαρσική, εντάσσοντας μουσικοχορευτικά δρώμενα στην κυρίως πλοκή του. Ενδεικτικός είναι ο εναλλακτικός του τίτλος, Ό,τι προτιμάτε –What You Will στο αγγλικό πρωτότυπο– ο οποίος κάνει, επίσης, λογοπαίγνιο με το ρήμα «will» (θέλω) και το υποκοριστικό («Γουίλ») του μικρού ονόματος του Σαίξπηρ.

 Ανήκει λοιπόν στην περίοδο εκείνη της ζωής του, την αμέσως πριν από τη σύνθεση της πιο μελαγχολικής κωμωδίας του με το Με το ίδιο μέτρο, και της πρώτης του μεγάλης τραγωδίας Αμλετ. Το περίεργο είναι ότι παρόλη τη λάμψη και τη χαρούμενη διάθεση του έργου, υπάρχει στο βάθος ένας τονος πικρίας που προετοιμάζει θα έλεγε κανείς το πνεύμα των δυο άλλων έργων που ακολουθούν σχεδόν αμέσως.

Ο Σαίξπηρ, όπως πάντοτε γράφοντας τη Δωδεκατη νυχτα άντλησε ορισμένα σημεία της κύριας πλοκής του και πολλά μικρότερα επεισοδια και ονοματα από έργα παλαιότερων συγγραφέων. Το συνολικό αποτελεσμα εντούτοις είναι αποκλειστικα δικό του. Ήταν φυσικό λοιπόν ότι ένας συγγραφέας της εποχής του να ειχε παρατηρήσει πως η Δωδεκατη νυχτα -μια κωμωδία διδύμων- μοιάζει πολύ με τους Μέναιχμους του Πλαύτου. Άλλοι βέβαια θεατές της κωμωδιας του Σαιξπηρ γνωριζαν αναμφήριστα πως έβλεπαν μια παραλλαγή ενός πολύ γνωστού ιταλικού έργου του Gl’ Ingannati (Οι Απατημένοι), που είχε γραφτεί στα 1531. Πολλοί μάλιστα θα είχαν καταλάβει το δίχως άλλο ότι ο Σαιξπηρ πήρε το όνομα του Malevolti, ενός ασήμαντου τυπου από το ιταλικό αυτό έργο και το χρησιμοποιησε λίγο αλλαγμένο, για έναν από τους κύρους χαρακτήρες του, τον Μαλβόλιο. Ωσαύτως, ο κόσμος της Δωδεκατης νυχτας ήταν ενας κόσμος που οι θεατές του Σαίξπηρ τον γνωριζαν πολύ καλα. Η Ιλλυρία ήταν εξάλλου για αυτούς ένας τόπος πολύ γνωστός. Ήταν ως εκ τούτου, ένας ρομαντικός κόσμος όπου δίδυμοι αδελφοί όπως στην Αρκαδία του Sir Phillip Sidney – από όπου είναι σχεδον βέβαιο πως ο Σαίξπηρ δανείστηκε πολλά- ναυαγούσαν σε παράξενες στεριές και θεωρούσαν ο ένας τον άλλον χαμένο. Ήταν ένας κόσμος όπου ο ερωτας και η τιμή διαδραμάτιζαν σπουδαίο ρόλο όπως σε μερικά ποιήματα του Chaucer και σε μυθιστορίες του μεσαίωνα γραμμένες ειτε σε αγγλική είτε σε γαλλική γλώσσα.

Όλοι, ωστόσο, αντιλαμβάνονταν ότι παρόλες τις επιρροές του έργου, το σύνολο αποτελούσε κάτι το εντελώς νέο.

Η υπόθεση

Εξαιτίας ενός ναυαγίου, δυο δίδυμα αδέλφια από ευγενική γενιά, η Βιόλα και ο Σεμπάστιαν, χωρίστηκαν θεωρώντας νεκρό ο ένας τον άλλον. Ολομόναχη και αβοήθητη, η Βιόλα αποφασίζει να ντυθεί άντρας και με το όνομα Σεζάριο, συστήνεται στον δούκα Ορσίνο, ο οποίος την προσλαμβάνει ως έμπιστο υπηρέτη του, αναθέτοντάς της να μεταφέρει τα ερωτικά του γράμματα στην αγαπημένη του Ολίβια, όμορφη και περιζήτητη αρχόντισσα. Η Ολίβια, όμως, αποκρούει σθεναρά τα συναισθήματά του, προφασιζόμενη το πένθος για τον θάνατο του πατέρα και του αδελφού της. Μολονότι κρυφά ερωτευμένη με τον Ορσίνο, η Βιόλα ευσυνείδητα ανταποκρίνεται στο καθήκον της, ενώ η συνάντησή της με την Ολίβια έχει μια απροσδόκητη παρενέργεια – τον κεραυνοβόλο έρωτα της τελευταίας για τον νεαρό «Σεζάριο». Συγχρόνως, η Ολίβια μετουσιώνεται σε μήλον της έριδος ανάμεσα στον μπεκρή και αφελή Σερ Άντριου και τον ψευτολογιότατο φαφλατά Μαλβόλιο, ο οποίος, παρασυρμένος απ’ τη μεγαλομανία του, αφήνεται να πέσει θύμα μιας μοχθηρής πλεκτάνης που του σκαρώνουν η δαιμόνια υπηρέτρια Μαρία, μια Μούσα της ειρωνείας ο θείος της Ολίβια, Σερ Τόμπι Μπελτς, ένας δαίμονας της ειρωνείας, ο Σερ Άντριου, σκιώδης δορυφόρος του Τόμπι και ο πανταχού παρών «επαγγελματίας τρελός», γελωτοποιός, Φέστε.

Εν τω μεταξύ και ο Σεμπαστιάν σώζεται από τον πλοίαρχο Αντώνιο, και όταν εμφανίζεται δημιουργούνται κι άλλα μπερδέματα, αφού είναι τόσο ίδιος με τη Βιόλα-Σεζάριο. Αλλά αυτή τη νύχτα, τη Δωδέκατη, την νύχτα που κλείνει τον κύκλο των χριστουγεννιάτικων γιορτών, σ’ αυτήν τη χώρα, πολλοί ερωτεύονται, πολλά μπερδεύονται, πολλοί φαντασιώνονται πολλά, ενώ πολλά είναι κρυμμένα έως ότου αποκαλυφθούν. Με χιούμορ, με ανάλαφρη και ιδιαιτέρως σκωπτική διάθεση, ο Σαίξπηρ αγγίζει και σ’ αυτό το κείμενο μεγάλα θέματα: τον έρωτα, τον πένθος για την απώλειά του, την εξουσία. Πρωτίστως όμως για τον έρωτα, που και πένθος έχει και εξουσία ασκεί, και μπερδέματα δημιουργεί, και μας απεκδύει. Μας κάνει αλλιώτικους.

Η παράσταση

Το τέχνασμα της σύγχυσης ταυτοτήτων υπήρξε ανέκαθεν ιδιαίτερα δημοφιλές στις κωμωδίες παρεξηγήσεων, είτε ως θεματικός πυρήνας είτε ως επιμέρους παράγοντας. Ο Σαίξπηρ δε δίσταζε να το χρησιμοποιήσει και στις τραγωδίες του, σε συνδυασμό με άλλα δυο προσφιλή του θέματα, τη μεταμφίεση και την τρέλα. Είναι άκρως ενδιαφέρον το ότι ξεκινώντας από την ίδια ακριβώς αφετηρία και περνώντας απ’ τα ίδια ακριβώς στάδια, μια ιστορία μπορεί να φανεί εξίσου θλιβερή ή αστεία, ανάλογα με το πώς θα ειπωθεί – και ο Βάρδος (όπως, εξάλλου, και οι πρώτοι διδάξαντες, αρχαίοι Έλληνες τραγικοί) είναι δεξιοτέχνης στον χειρισμό της διπλής αυτής όψης των πραγμάτων. Ο υποστασιακός, στη βάση του, προβληματισμός που κινεί τα νήματα του δράματος μετουσιώνεται εδώ σε καθαρόαιμη φάρσα, όπου η «ύβρις» στο τέλος ξεσκεπάζεται και αποκαθίστανται οι υπολήψεις, η δικαιοσύνη και η τάξη χωρίς να χρειαστεί να πεθάνει κανείς. Γιατί, πρώτα και πάνω απ’ όλα, το ζητούμενο είναι η υπέρβαση –έστω και μόνο για όση ώρα διαρκεί το έργο– των περιοριστικών κοινωνικών κανόνων, συμβάσεων και προκαταλήψεων που θα καθιστούσαν την αίσια έκβαση περιστατικών παρόμοιων με τα όσα συμβαίνουν στη σκηνή μάλλον απίθανη ή, τουλάχιστον, εξαιρετικά ασυνήθιστη στην υπαρκτή μας, πρακτική καθημερινότητα.

Η σκηνοθετική επιλογή του Γιώργου Κιμούλη είναι σαφής: αντιμετωπίζει το έργο ως «υψηλή κωμωδία» η οποία προκαλεί πηγαίο γέλιο με απώτερο σκοπό να περάσει πιο άμεσα το βαθύτερο έμφυλο μήνυμα του έργου. Το έργο συνεπώς όπως το καθοδηγεί ο πολύ σημαντικός υπηρέτης του θεάτρου μας και συνάμα καταξιωμένος σκηνοθέτης προσιδιάζει σε μια ευωχία, σε μια ευχάριστη συνθήκη, διχως φτήνιες, με αναντίλεκτα υψηλό επίπεδο ερμηνευτών. Είναι ένα αποτέλεσμα χάρμα ιδέσθαι, αντάξιο των προσδοκιών των θεατών. Ο ευφυής σκηνοθέτης μας χαρίτωσε με μια παράσταση με συνοχή γραμμής και συνέπεια ύφους, με μεγάλες αρετές, η οποία δείχνει προς τα πού πρέπει να κινηθεί η σύγχρονη σκηνική έρευνα για τις σαιξπηρικές κωμωδίες.

Μέσα λοιπόν σε μια σκηνική λιτότητα (Ιλλυρία) που επιμελήθηκε η Φαίη Παπαδοπούλου με φανταχτερά, εντυπωσιακά, καλαίσθητα κοστούμια σε επιμέλεια της Μαρίας Νικολαΐδου που σημειολογικά παραπέμπουν στα χρώματα της Ιλλυρίας, άπαντες οι ερμηνευτες με αισθητική πυκνότητα και ουσιαστική θεατρικότητα, δίχως περίσσιες διογκώσεις, συναίσθηση του σκηνικού χρόνου και κώδικες με ιδιαίτερο φορτίο, ολοκλήρωσαν έναν εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης της σαιξπηρικής ποίησης ιδωμένης μέσα από έννοιες όπως μουσικότητα, καθαρότητα, ιλαρή κομβικότητα.

Οι διακριτικές φωτιστικές επιλογές του Θανάση Ντέμκο φώτισαν με δεινότητα ακόμη και τις λιγότερο ευανάγνωστες πτυχές του έργου, σε συνδυασμό με τους ατμοσφαιρικούς ήχους της μεσαιωνικής μουσικής που επιμελήθηκε ο Διονύσης Τσακνής συνέβαλαν τα μέγιστα σε ένα απόλυτα εναρμονισμένο, κλιμακούμενο ηχόχρωμα επί σκηνής. Η κίνηση από την άλλη ήταν ευθύβολη, υπαινικτική, καθαρτική, γκροτέσκα σε απόλυτη συμφωνία με τη σκηνοθετική οπτική του έργου.

Η θετικώς πάντως κείμενη εμπειρία, και ειδοποιός διαφορά, ξεκινάει αναμφίβολα  από την αριστοτεχνική μετάφραση του Γιώργου Κιμούλη, καθώς είναι γνωστό πόσο εύκολα μια μετάφραση μπορεί είτε να αναδείξει, είτε αντιστοίχως και να καταστρέψει, ενδεχόμενα, ένα κείμενο. Με ρέοντα αναλυτικότερα λόγο, και ευθύβολες παρεμβάσεις στα χορικά, ο μεταφραστής Κιμούλης απέδωσε το ύφος και το νόημα του σαιξπηρικού λόγου, με μεστότητα, αλλά και διαχρονικές πινελιές, οι οποίες συνδέουν το παρελθόν με το παρόν σε μια ιλαρή, γκροτέσκα και ακρως πετυχημένη σύζευξη.

Οι ερμηνείες

 Οι ηθοποιοί, με ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις, κυρίως ως προς τις φωνητικές τους δυνατότητες, αποδείχθηκαν  ισόπαλοι  συναγωνιστές. Πιο συγκεκριμένα η Άννα Μονογιού με αρωγό της την πολύ καλή της άρθρωση, την άριστη φυσική της κατάσταση και το ταλέντο της που ξεχειλίζει ξεδιπλώνει επί σκηνής με αξιοθαύμαστη φυσικότητα τον κομβικό ρόλο της Βιόλα-Σεζάριο. Σκιαγραφεί με περισσή πειστικότητα και  με ελεγχόμενες υπερβολές, τον συναισθηματικό κόσμο της τραγικής αυτής ηρωίδας, με συνεχώς μάλιστα διαφοροποιούμενες αποχρώσεις του λόγου της, βυθίζοντας με την ερμηνεία της τον θεατή το δίχως άλλο σε ένα πέλαγος ιλαροτραγικής συγκίνησης.

Στο ίδιο μήκος κύματος η Λίλη Τσεζματζόγλου ήταν το δίχως άλλο εντυπωσιακή. Με αφοπλιστική άνεση, αξιοθαύμαστη εκφραστικότητα και αναμφήριστη δεξιοτεχνία, ανταποκρίθηκε πλήρως στον ρόλο της Ολίβια,  χαρίζοντάς μας μια καταρχήν γκροτέσκα φιγούρα η οποία θα μας ακολουθεί για καιρό.

Στο πλάι τους και καταλύτης τριγωνικών σχημάτων στη σχέση των δύο κεντρικών ηρώων είναι η Σοφία Βογιατζάκη στον ρόλο της Μαρίας. Η πολύ ικανή ηθοποιός με εφόδιό της  τον πλήρη έλεγχο των ασκημένων εκφραστικών της μέσων και την πληθωρική της ιδιοσυγκρασία, ζωγραφίζει το πορτρέτο της μπριόζας Μαρίας, με αξιοθαύμαστη προσήλωση και σεβασμό. Δίνει πνοή σε έναν εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα. Καταφέρνει μάλιστα να προκαλέσει το γέλιο και τη συμπάθεια των θεατών, οι οποίοι είναι σε θέση να αιτιολογήσουν και ενδεχομένως να δικαιολογήσουν τα κίνητρα της συμπεριφοράς και της στάσης της.

Ο Γιώργος Κιμούλης ήταν εκείνος, ωστόσο, που διαρρήδην κέρδισε το στοίχημα της αναμέτρησης με τον ιδιαίτερο ρόλο του Σερ Τόμπι Μπελτς . Ο Γιώργος Κιμούλης, προικισμένος με μία χαρακτηριστική αμεσότητα και αυθεντικότητα στην υποκριτική του, έχει την ερμηνευτική ποιότητα να εμβαθύνει στους ρόλους που επιλέγει και να τους κάνει δικούς του. Μας χάρισε μια καθόλα ακριβέστατη ερμηνεία.

 Ο Άρης Τρουπάκης αποδίδει γλαφυρά τον «Μαλβόλιο», ενώ με μαεστρία κινείται  μεταξύ τρελού και κλόουν ο Χρήστος Μουστάκας στον ρόλο του Φέστε. Τέλος οι ηθοποιοι Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κοράκης, Τζώρτζης Παπαδόπουλος και Γιώργος Τσουρουνάκης καταθέτουν μια αρκούντως μεστη ερμηνεία επί σκηνής.

Συμπερασματικά, στο θέατρο κήπου παρακολουθήσαμε μια ευθαλή παρακαταθήκη του σπουδαίου συγγραφέα. Η δύναμή του δεν έγκειται στην ποσότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, αλλά στο ξάφνιασμα που προκαλεί η διαφωνία των στιλ. Αποτελεί ένα έργο ορόσημο, διότι μέσω του κεντρικού προβληματισμού του σε συνδυασμό με τον άψογο χειρισμό των εργαλείων της θεατρικότητας, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει νέες μορφές ορατότητας και να προκαλέσει τη σκέψη και την εκ νέου τοποθέτηση πάνω στις βεβαιότητες. Η κωμωδία τούτη χαρίζει ευφορία και στους πιο ευαίσθητους  και οξυδερκείς, αλλά και στους πιο απλούς στη σκέψη . Κατακτά τους θεατές με την αφανή αρμονία στη σχέση, την εναλλακτική των προσώπων που είναι πόλοι της ερωτικής έλξης και των προσώπων που δορυφορούν γύρω, ανδρών, γυναικών, αρχόντων και υπηκόων σαν πλανήτες απαγκιστρωμένοι απ΄το πτολεμαϊκό στερέωμα.

https://fb.watch/lXS__19Zjh/

Κριτική :Ευθύμιος Ιωαννίδης

Xαίρετε, είμαι ο Ευθύμιος, είμαι φιλόλογος και συντάκτης της πολιτιστικής ιστοσελίδας Thess culture.gr. Aγαπώ πολύ τη μουσική, τις τέχνες, την ανάγνωση και το θέατρο, ενώ συνεντεύξεις μου και κριτικές μου έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον ηλεκτρονικό τύπο. Διαχειρίζομαι παράλληλα τις σελίδες «Ορθογραφία και ορθοέπεια», «Βιβλιοφιλία και βιβλιολογία» και υπήρξα επί πολλά έτη ενεργό μέλος και συντονιστής στις λέσχες ανάγνωσης των βιβλιοθηκών του Δήμου Κορδελιού- Ευόσμου.