ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ” ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Πριν και μετά τη ραδιενέργεια
Το σκηνικό που αντικρύσαμε στο θέατρο Αυλαία το βράδυ της Δευτέρας, ήταν λιτό. Ένα λευκό τουλπάνι στερεωμένο στο κυκλόραμα, μία απαγορευτική κορδέλα, και μπροστά, ένα κρεβάτι νοσοκομείου με λευκό σεντόνι και μία καρέκλα δίπλα του, ενώ από την άλλη πλευρά, ένα μαύρο τραπέζι και επάνω ένα παλιό άλμπουμ φωτογραφιών. Ακούγεται το τρίτο κουδούνι και σύντομα τα φώτα σβήνουν.
Υπόθεση
Ακούμε μία γυναίκα να σχολιάζει ότι τα μανιτάρια ακόμα εξαπλώνονται για να αποβάλλουν ραδιενέργεια. Όταν ανάβουν τα φώτα, η Λουντμίλα, καθισμένη στο μαύρο τραπέζι, μας μιλάει για τον τόπο που γεννήθηκε αλλά και την πόλη στην οποία βρήκε δουλειά τονίζοντας πως η αναπτυσσόμενη αυτή πόλη, έδειχνε να έχει μέλλον. Στο σκοτάδι, βαδίζει πίσω από το λευκό πανί και φορώντας ένα φόρεμα, βλέπουμε, σαν σε θέατρο σκιών, όλες τις ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος της. Την εύρεση εργασίας, τη γνωριμία αλλά και το γάμο με την πρώτη της αγάπη, τις ανέμελες στιγμές αλλά και την είδηση της εγκυμοσύνης της. Η τραγική ειρωνεία που βίωνε, πίσω στο χρόνο, η κοπέλα αυτή, αποτυπώνεται με δύο λέξεις. Τα «μανιτάρια» που μαζεύει, χαρούμενη, με τον σύζυγό της, αλλά και το κοινό «μέλλον» τους, που ακούμε μετά το γάμο. Ο τελευταίος, σηματοδοτείται από ένα λευκό σάλι που ρίχνει η νεαρή στους ώμους της.
Καθώς η ηθοποιός περνάει μπροστά από το πανί, καταλαβαίνουμε ότι το παρελθόν της, διαδραματίζεται στη μέση της σκηνής και πιο συγκεκριμένα, το ευχάριστο, πίσω από το πανί, ενώ το δυσάρεστο, μπροστά από αυτό. Το παρόν της, το βλέπουμε όταν κάθεται στο μαύρο τραπέζι. Μπροστά από το πανί, ακούμε για την πυρκαϋιά στον πυρηνικό αντιδραστήρα. Τα φώτα μετατρέπονται σε φάρους κινδύνου και ακούγονται συναγερμοί. Επικρατεί μεγάλη νευρικότητα στη σκηνή που γρήγορα μεταδίδεται στην πλατεία. Οι ώρες περνούν και η Λουντμίλα δεν έχει νέα του πυροσβέστη συζύγου της.
Αμέσως, ‘μεταφέρεται’ έξω από το νοσοκομείο που έχουν προσαγάγει τους τραυματίες και βλέπει μερικούς που φτάνουν νεκροί, ακόμα και ακρωτηριασμένοι, με τα ασθενοφόρα. Τότε, ο σκηνοθέτης δε διστάζει να χρησιμοποιήσει το θέατρο-ντοκουμέντο, προβάλλοντας ένα ρεπορτάζ από την εκκένωση της πόλης πάνω στο τουλπάνι. Η Λουντμίλα περιγράφει τί βλέπει στο βίντεο. Η φρίκη επικρατεί. Στο παρόν, σχολιάζει πως για όλους ήταν ένα συνηθισμένο Σαββατοκύριακο, εκτός από εκείνους που είχαν δικούς τους ανθρώπους στο νοσοκομείο.
Αποφασίζει να πάει στη Μόσχα, γιατί εκεί έχουν μεταφέρει τους ασθενείς. Φροντίζει τον άνδρα της, Βάσια, αλλά και τους άλλους. Σύντομα, πολλοί αρχίζουν να χάνονται. Περιγράφει την επιδείνωση της υγείας αλλά και της όψης του Βάσια, που συνέβαινε μπροστά στα μάτια της. Οι τραυματίες του νοσοκομείου είναι σκιές που τρεμοπαίζουν, συχνά, πάνω στο λευκό πανί. Όταν ο Βάσια μεταφέρεται στην εντατική, εκείνη του δίνει κουράγιο. Αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι του, αγκαλιάζει εκείνον. Της λέει, σε περίπτωση που γεννήσει αγόρι, να το ονομάσει Βάσια. Η παύση που ακολουθεί, προοικονομεί τον θάνατό του. Προοικονομία του θανάτου του είναι και το όνειρό της, όπου, η νεκρή γιαγιά της τής λέει πως σύντομα ο Βάσια θα είναι μαζί της.
Στο δωμάτιο της εντατικής, εκείνος, της προσφέρει ένα πορτοκάλι. Η ραδιενέργεια του σώματός του, όμως, έχει μολύνει το φρούτο…Θυμάται τους κανόνες υγιεινής του νοσοκομείου που η ίδια προσπαθούσε να αποφύγει. Μαθαίνει για τον θάνατο του Βάσια από το τηλέφωνο. Σήμερα, δεν έχει λυτρωθεί από τις τύψεις της απουσίας από τις τελευταίες στιγμές του άνδρα της. Ακούμε για τα μέτρα προστασίας που λάμβαναν κατά την ταφή των ραδιενεργών φέρετρων…
Εικοσιτριών ετών και χήρα, φέρνει στον κόσμο μία κόρη. Το βρέφος, πεθαίνει πέντε ημέρες μετά… Σήμερα, με πόνο, σχολιάζει για τα ελάχιστα ενθύμια που έχει από τον Βάσια.
Η παράσταση
Μια καταπληκτική και ιδιαίτερα καλοδουλεμένη παράσταση, που μεταφέρει αβίαστα ολόκληρη τη φρίκη των γεγονότων στους θεατές και βασίζεται στο βιβλίο του Gunnar. Bergdahl .
Η Ηρώ Μουκίου, απέδειξε για άλλη μία φορά τον όγκο του υποκριτικού της ταλέντου, αποδίδοντας με ευκολία, τόσο, μια κοπέλα που διανύει την πρώτη της νιότη, όσο και την ωριμότερη Λουντμίλα, που, αποστασιοποιημένη πια, διηγείται την ιστορία της.
Ο σκηνοθέτης Άρης Μπαφαλούκας, ήδη γνωστός από προηγούμενες παραστάσεις αλλά και ταινίες του, δείχνει και πάλι την ικανότητά του να δημιουργεί σύμπαντα που ξεφεύγουν από την «πεπατημένη» και διαφέρουν από εκείνα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε.
Στον διαχωρισμό του παρόντος από το παρελθόν, εκτός από τα σκηνικά, ιδιαίτερα βοηθούν και τα λειτουργικά κοστούμια του Δημήτρη Κακριδά ενώ η επιλογή της μουσικής, των ηχητικών εφέ αλλά και οι φωτισμοί του Ανδρέα Μπέλλη, συμπληρώνουν την υποβλητική ατμόσφαιρα και προσδίδουν χαρακτήρα στις διαφορετικές σκηνές της παράστασης.
Κριτική:Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου
Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου.
Είμαι 25 ετών και είμαι τελειόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στη Δραματολογία.
Μου αρέσει το θέατρο και η μουσική και από μικρή ηλικία παίζω βιολοντσέλο.
Έχω παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά και με την εκπαίδευση του θεάτρου