TOP

Ο Γιωργος Θεοτοκας και το «Καστρο της Ωριας»

Αφιέρωμα:Άννα Κάμπα

Ο Γιώργος Θεοτοκάς αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Γενιάς του ’30. Είναι γνωστός για τη δράση του στον χώρο της λογοτεχνίας αλλά και στον χώρο του θεάτρου. Πολλά από τα έργα του ανεβαίνουν στη σκηνή ακόμη και σήμερα, παρουσιάζοντας μια αξιοσημείωτη διαχρονικότητα.

Γεννημένος στις 27 Αυγούστου του 1906 στην Κωνσταντινούπολη, ο Θεοτοκάς έζησε σε μια εποχή αναταραχών και συγκρούσεων. Όπως όλη η γενιά του ’30, επηρεάστηκε από τα αλλεπάλληλα ιστορικά γεγονότα και από την αστάθεια που χαρακτήριζε την πολιτική κατάσταση της χώρας. Βέβαια, ο ίδιος υπήρξε τυχερός, καθώς παρά τις ιστορικές συγκυρίες μπόρεσε να ζήσει και να σπουδάσει σε σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ο πατέρας του Μιχάλης Θεοτοκάς, με καταγωγή από τη Χίο, είχε σπουδάσει Νομική, ενώ η μητέρα του Ανδρονίκη Νομικού, ήταν κόρη εμπόρου της Χίου. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η οικογένειά του εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εκεί ο Θεοτοκάς ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική επιστήμη. Αμέσως μετά, το 1927, ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ασχολήθηκε με τη νομική, τη φιλοσοφία και την ιστορία. Το 1928 μετακινήθηκε στο Λονδίνο, όπου συνέχισε τη μελέτη διαφορετικών αντικειμένων, ενώ το 1929 επέστρεψε στην Αθήνα και εισήχθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Δέκα χρόνια αργότερα βραβεύτηκε με το «Βραβείο πεζογραφίας» από την Ακαδημία Αθηνών για το μυθιστόρημά του με τίτλο Το Δαιμόνιο. Στη διάρκεια της καριέρας του διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

Όσον αφορά τη συγγραφική δραστηριότητα του Θεοτοκά, θα λέγαμε ότι αυτός ήταν πολυγραφότατος. Το έργο του αποτελείται από δοκίμια, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα κ.α. Κατά τη δεκαετία του ’30, ο ίδιος έδειχνε απογοητευμένος από την ελληνική πνευματική πραγματικότητα. Η τάση των διανοούμενων να στρέφονται προς το εξωτερικό και να αντιγράφουν μοντερνιστικές τάσεις και τεχνοτροπίες τον έβρισκε αντίθετο. Ένιωθε κουρασμένος από τις αλλεπάλληλες μεταβολές της ανατρεπτικής εκείνης περιόδου. Έτσι, στο έργο του προσπάθησε να διατηρήσει την ελληνικότητα, την απλότητα και την ειλικρίνεια της λαϊκής παράδοσης.

Ειδικά στα θεατρικά του έργα, η προσπάθεια αυτή γίνεται ιδιαίτερα φανερή. Οι ιστορίες του είναι ανάλαφρες, μοιάζουν βγαλμένες από το δημοτικό τραγούδι και τις λαϊκές αφηγήσεις. Επιπλέον, χρησιμοποιείται κυρίως η δημοτική γλώσσα. Όλα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός θεάτρου που θα μπορεί να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί Το κάστρο της Ωριάς, μια κωμωδία βασισμένη στο ομώνυμο δημοτικό τραγούδι. Η παράσταση χαρακτηρίζεται από ένα σχεδόν παιδικό χιούμορ. Θυμίζει παραμύθι, από αυτά που μιλούν για κάστρα και βασιλιάδες, ενώ κλείνουν με τη φράση «και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».

Πρωταγωνιστές του έργου είναι η Κυρά-Μαρού, μια  γυναικεία νεαρή φιγούρα, και ο Αβδουλσαλάμ, ένας νεαρός μουσουλμάνος. Η ιστορία μοιάζει να εξελίσσεται τη βυζαντινή περίοδο. Ο πατέρας της Κυρά-Μαρού, ο Δούκας της Καππαδοκίας, την αφήνει κλεισμένη στο κάστρο μαζί με την παραμάνα της, προκειμένου να ταξιδέψει προς τον Τίγρη και τον Ευφράτη ποταμό για να πολεμήσει με τους «άπιστους». Ενώ η Κυρά-Μαρού υποφέρει από τον «κατ’ οίκον περιορισμό» που της έχει επιβληθεί, περνάει από την περιοχή ο Αβδουλσαλάμ με το στρατό του και τον πιστό του ακόλουθο Τσαούση. Αυτός ερωτεύεται την Κυρά-Μαρού, αποφασίζει να κατακτήσει το κάστρο και να την πάρει μαζί του στο χαρέμι του. Έτσι, ξεκινάει μια διαδικασία πολιορκίας του κάστρου αλλά και της δεσποσύνης που κατοικεί σε αυτό. Αφού δοκιμάζουν να επιβληθούν με τα όπλα και αποτυγχάνουν, ο Αβδουλσαλάμ και ο Τσαούσης βρίσκουν ευφάνταστους τρόπους για να μπουν στο κάστρο και να κατακτήσουν την Κυρά-Μαρού. Στο σημείο αυτό ξεκινούν οι μεταμφιέσεις, βασικό κωμικό στοιχείο του έργου. Ωστόσο, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχίες, μια μεγάλη στρατιωτική σύγκρουση επιτρέπει εν τέλει την είσοδο των δύο αντρών στο κάστρο. Η Κυρά-Μαρού νιώθοντας φόβο και απελπισία επιχειρεί να δώσει τέλος στη ζωή της. Ο Αβδουλσαλάμ τη σώζει και της εξομολογείται τον έρωτά του.

Η ιστορία, όμως, δεν τελειώνει εκεί. Βλέποντας το πετράδι που φοράει στο λαιμό του, η παραμάνα καταλαβαίνει πως ο Αβδουλσαλάμ είναι γιος ενός Τραπεζούντιου βασιλιά, που είχε χάσει τον γιο του όταν αυτός ήταν τριών ετών. Το παιδί έφτασε στα χέρια του Χαλίφη της Βαγδάτης μαζί με ένα ακόμη μικρό αγοράκι που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο Τσαούσης. Έτσι, ο Αβδουλσαλάμ είναι πλέον Έλληνας και Χριστιανός, ενώ το κανονικό του όνομα είναι Κωνσταντίνος. Ξαναβρίσκει τον πραγματικό του πατέρα και παντρεύεται την Κυρά-Μαρού, η οποία τον δέχεται πια ως σύζυγό της.

Πρόκειται για μια φανταστική ιστορία που θυμίζει βυζαντινό παραμύθι. Μέσα από αυτή ο θεατής ξαναβρίσκει την παιδικότητά του, γελάει με τις γκάφες και το πείσμα των ανθρώπων, ενώ ικανοποιείται από το αίσιο τέλος της παράστασης. Το έργο του Θεοτοκά μπορεί να μην κρύβει βαθιά νοήματα, παρασέρνει όμως το κοινό σε έναν κόσμο ανάλαφρο και μυθικό. Όπως, άλλωστε, τόνιζε και ο ίδιος:

«…ο λαός ζητά από το θέατρο χαρά, κέφι, παιχνίδι (όχι κηρύγματα και διδάγματα, προς Θεού)…»[1]

Αυτός είναι και ο λόγος που η παράσταση ανεβαίνει ακόμη και σήμερα στη σκηνή. Απαντώντας στην ανάγκη του ανθρώπου για γέλιο και αθωότητα, Το κάστρο της Ωριάς συνεχίζει να επιλέγεται από τους θιάσους και να διατηρεί την αξία του στο πέρασμα των χρόνων.


[1] Θεοτοκάς, Γιώργος, Θεατρικά Έργα Α’: Νεοελληνικό Λαϊκό Θέατρο, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, 1965, σ. 9.

Αφιέρωμα:Άννα Κάμπα

“Ονομάζομαι Άννα Κάμπα και είμαι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Η ερευνητική μου δραστηριότητα αφορά κυρίως την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης. Ταυτόχρονα ασχολούμαι με την επιμέλεια κειμένων και τη συγγραφή άρθρων για την τέχνη και τον πολιτισμό.”

LINKEDIN: www.linkedin.com/in/anna-kampa