«…και τα δικα σου, δικα μου;»
Άρθρο της Ανδριάνας-Άννας Τσιότσιου
Καθώς το ελληνικό καλοκαίρι φτάνει και επίσημα στο τέλος του, με το φθινόπωρο να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του, όλοι έχουμε αρχίσει να ανασυντασσόμαστε. Παρ’ όλη την παρελθούσα περίοδο εγκλεισμού μετά κόπων και βασάνων, οι θεατρικές παραστάσεις γέμισαν και πάλι –όσο το δυνατόν- τα ανοιχτά θέατρα της πόλης μας και εν γένει, της χώρας.
Αφού η κυβέρνηση άνοιξε τα σύνορα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, μην και χρεοκοπήσουν οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες –διότι, ας μην γελιόμαστε, οι μικροί επιχειρηματίες επλήγησαν ιδιαίτερα- τα κρούσματα του κορονοϊού άρχισαν και πάλι να αυξάνονται. Η άλλοτε πλούσια νυχτερινή ζωή της χώρας κρατάει, πλέον, μέχρι τα μεσάνυχτα, καθώς μόνο μετά την αλλαγή της ημέρας παρελαύνει ο ιός. Ακούγονται ψίθυροι για έναν δεύτερο εγκλεισμό και ο θεατρικός κόσμος βρίσκεται πάλι στην αβεβαιότητα με τις χειμερινές θεατρικές σκηνές να μην έχουν ανακοινώσει καμία παράσταση μετά το τέλος του τρέχοντος μηνός, καθώς δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει. Σιγή ιχθύος από τους ιθύνοντες για ακόμη μία φορά…
Το θέμα του παρόντος άρθρου, όμως, δεν είναι ακριβώς αυτό…
Η παρακολούθηση των θερινών παραστάσεων έφεραν στο προσκήνιο ένα θέμα σχετικό με τα περιφερειακά «συμφραζόμενά τους». Οι θεατρικές παραστάσεις συνοδεύονται και από το έντυπο πρόγραμμά τους. Ένα ολιγοσέλιδο –ή όχι και τόσο- βιβλιαράκι, που δίνει τις πληροφορίες της παράστασης, γράφει λίγα λόγια για το έργο, για τους συντελεστές και εκεί συμπεριλαμβάνεται και το περίφημο «σημείωμα του σκηνοθέτη». Λίγα λόγια, δηλαδή, σχετικά με το πώς ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε το έργο ή το πώς προέκυψε η ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο έργο. Πολλοί θεατές δεν τα προτιμούν, εδώ που τα λέμε είναι ένα επιπρόσθετο έξοδο, όμως υπάρχουμε και εμείς που δεν κάνουμε χωρίς αυτά.
Αρκετές φορές, παρακολουθούμε μια καθ’ όλα αξιέπαινη παράσταση, η οποία, όμως, συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα γεμάτο απροσεξίες, σχεδόν κακογραμμένο. Μπορεί να περιέχει από ορθογραφικά και συντακτικά λάθη μέχρι και να αναφέρει μια διπλή διανομή ρόλου εκεί που δεν υπάρχει και να αποσιωπά την υπάρχουσα. Κάτι τέτοιο είναι δυσάρεστο και ίσως να επηρεάζει τη θετική εντύπωση που σχηματίσαμε για την παράσταση που παρακολουθήσαμε.
Σε αυτό το σημείο ας γνωρίσουμε έναν ακόμα από τους αφανείς ήρωες μιας θεατρικής παράστασης, τον Δραματουργό (Δραματολόγο). Είναι ο άνθρωπος που κατέχει θεωρητικές γνώσεις γύρω από τα θεατρικά έργα, αναλαμβάνει την επεξεργασία του πρωτότυπου κειμένου για χάρη της παράστασης, προσφέρει τις θεωρητικές του γνώσεις σχετικά με το μήνυμα του έργου και τις προεκτάσεις του καθώς και για τους δραματικούς ήρωες. Συζητά με τον σκηνοθέτη σχετικά με το μήνυμα που επιθυμεί να περάσει μέσω της παράστασης και εξετάζει αν τα λεγόμενα του δεύτερου έχουν λογική βάση, σε σχέση με όσα υπαγορεύει το θεατρικό έργο. Παρακολουθεί μέρος των προβών ώστε να επιβεβαιώσει πως όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο και να προσφέρει τη βοήθειά του ξανά. Στις τελικές αρμοδιότητές του συμπεριλαμβάνεται η συγγραφή του δελτίου τύπου, του «καλέσματος» δηλαδή στην επικείμενη θεατρική παράσταση και η συγγραφή του προγράμματός της. Ουσιαστικά λειτουργεί ως το «τρίτο μάτι» του σκηνοθέτη και ο εξωτερικός παρατηρητής της προετοιμασίας μιας παράστασης. Έχει, λοιπόν, μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην πραγματοποίησή της καθώς και δικαιούται ένα μέρος από τα εύσημα –ή τις επικρίσεις- που δέχεται ο σκηνοθέτης, μετά το πέρας της παράστασης.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω οικονομικών δυσκολιών, οι περισσότεροι θίασοι δεν διαθέτουν δραματουργό. Τη δουλειά αυτή την κάνει ο σκηνοθέτης και ο βοηθός του (όταν έχει). Όμως, όσο καλός σκηνοθέτης κι αν είναι κάποιος, δεν μπορεί να είναι καλός σε όλα. Είναι ούτως ή άλλως δύσκολο, να φέρεις εις πέρας τόσα πολλά καθήκοντα με απόλυτη επιτυχία, σε κάποιο θα δώσεις μεγαλύτερη προσοχή. Φυσικά, η προσοχή θα δοθεί σε αυτό πάνω στο οποίο έχει εκπαιδευτεί ο καλλιτέχνης, δηλαδή στη σκηνοθεσία. Με αποτέλεσμα, η δραματουργική επεξεργασία ή το έντυπο πρόγραμμα, να υστερεί της προσοχής που του αρμόζει, ως δευτερεύουσα. Ενδεχομένως αυτή η τακτική να απορρέει και από την επιθυμία πολλών σκηνοθετών να αποδείξουν το ταλέντο τους. Αυτό, όμως, το κάνουν σκηνοθετώντας, τα υπόλοιπα, είναι δουλειά άλλων. Η τακτική αυτή, συχνά, φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Αφού, λοιπόν, ο σκηνοθέτης φροντίζει να εκτελέσει με απόλυτη επιτυχία το κομμάτι στο οποίο έχει εκπαιδευτεί γιατί να εξοβελίζει τον δραματουργό ο οποίος εκπαιδεύτηκε στο να εκτελεί τα δικά του καθήκοντα; Γιατί να μην γίνεται αντιληπτή η χρησιμότητα του να διαχωρίζονται οι δύο αυτοί ρόλοι, που μόνο στην ολοκληρωτική επιτυχία της παράστασης μπορεί να οδηγήσει η συνεργασία τους; Ας δοθεί, λοιπόν και πάλι η αρμόζουσα σημασία σε όσα πλαισιώνουν μια θεατρική παράσταση και μόνο θετικά προσφέρουν στην επιτυχία της.
Άρθρο της Ανδριάνας-Άννας Τσιότσιου
Ονομάζομαι Ανδριάνα-Άννα Τσιότσιου.
Είμαι 25 ετών και είμαι τελειόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στη Δραματολογία.
Μου αρέσει το θέατρο και η μουσική και από μικρή ηλικία παίζω βιολοντσέλο.
Έχω παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά και με την εκπαίδευση του θεάτρου